ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας στους οποίους κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας Δ.59
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Ν. 14/1960 - Ο περί Δικαστηρίων Νόμος του 1960
Ν. 232/1991 - Ο περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμος του 1991
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:DOD:2019:12
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
(Έφεση Αρ. 25/2015)
29 Νοεμβρίου, 2019
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
Σ.Γ.Ι.,
Εφεσείων/Αιτητής,
ΚΑΙ
Α.Α.Γ.,
Εφεσίβλητη/Καθ΄ης η Αίτηση.
_ _ _ _ _ _
Μ. Κληρίδης, για τον Εφεσείοντα.
Σ. Θεμιστοκλέους (κα), για την Εφεσίβλητη.
_ _ _ _ _ _
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από την Σταματίου, Δ.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Η παρούσα έφεση στρέφεται εναντίον της απόφασης του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας να απορρίψει αίτηση Περιουσιακών Διαφορών με την οποία ο εφεσείων αξίωνε τη συνεισφορά του στην αύξηση της περιουσίας της εφεσίβλητης, η οποία αποκτήθηκε πριν από, με προοπτική ή κατά τη διάρκεια του γάμου τους.
Συγκεκριμένα, ο εφεσείων αξίωσε όπως εγγραφεί ως ιδιοκτήτης κατά εν τρίτο μερίδιο στην οικογενειακή κατοικία και σε παρακείμενο οικόπεδο ή διαζευκτικά απόφαση για το ποσό των €133.333,33 που αποτελεί τη συνολική συμβολή του στην αύξηση της περιουσίας. Περαιτέρω, αξίωσε ποσό €5.000, το οποίο αντιπροσωπεύει την αξία ψυγείου κρεάτων που κατασκεύασε ο ίδιος, με δικά του έξοδα στο υπόγειο της οικογενειακής κατοικίας. Η εφεσίβλητη καταχώρησε υπεράσπιση και ανταπαίτηση με την οποία αντικρούει τους ισχυρισμούς του εφεσείοντα και προβάλλει τις δικές της θέσεις. Κατά την ακρόαση της υπόθεσης δόθηκε μαρτυρία μόνο από την πλευρά του εφεσείοντα. Η εφεσίβλητη δεν έδωσε μαρτυρία, ούτε κάλεσε οποιονδήποτε μάρτυρα, και εγκατέλειψε την ανταπαίτησή της.
Οι διάδικοι τέλεσαν θρησκευτικό γάμο στις 5.10.1991 από τον οποίο απέκτησαν δύο παιδιά. Ο γάμος τους λύθηκε στις 23.5.2011 με απόφαση του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας.
Όταν οι διάδικοι αρραβωνιάστηκαν, το Μάιο του 1991, η επίδικη κατοικία βρισκόταν στο στάδιο του σκελετού, γι΄ αυτό ενοικίαζαν διαμέρισμα στη Λεμεσό, στο οποίο διέμεναν και μετά το γάμο τους από τις 5.10.1991 μέχρι το Μάρτιο του 1993, που ολοκληρώθηκε η ανέγερση της κατοικίας τους, οπότε και μετακόμισαν πλέον στη συζυγική κατοικία. Διέμεναν εκεί μέχρι τη διάλυση του γάμου.
Ο εφεσείων μαζί με τον αδελφό του και τον πατέρα της εφεσίβλητης έφεραν την κατοικία μέχρι τα σοβατίσματα. Ακολούθως, από τα σοβατίσματα του τρίτου χεριού, ο αιτητής συνέχισε με δικά του έξοδα την ολοκλήρωση της κατοικίας, πληρώνοντας ΛΚ80.000 (€136.189 περίπου) καθώς και με δάνειο από τη ΣΠΕ Κυπερούντας ύψους ΛΚ20.000 (€34.047), το οποίο συνήψε μαζί με την εφεσίβλητη. Το δάνειο αποπληρωνόταν με δόσεις από τον εφεσείοντα μέχρι το διαζύγιο. Το εναπομείναν υπόλοιπο μαζί με τόκους ήταν €30.000 και πληρώθηκε από μισό με την εφεσίβλητη, με τον εφεσείοντα να ισχυρίζεται ότι κατέβαλε €15.176,26 στις 10.1.2011 για εξόφληση. Κατατέθηκε σχετική απόδειξη της ΣΠΕ Κυπερούντας (Τεκμ. 1), στην οποία αναφέρονται τα ονόματα και των δύο διαδίκων. Ο εφεσείων δεν ανέφερε το εν λόγω ποσό και την απόδειξη στο δικόγραφο που καταχωρήθηκε εκ μέρους του στις 16.4.2013.
Ο εφεσείων, περαιτέρω, ανέφερε ότι πλήρωσε τα δίδακτρα για τη φοίτηση της εφεσίβλητης σε σχολή κομμωτικής (€3.000) η οποία, αφού εργάστηκε για 2-3 χρόνια ως κομμώτρια, άνοιξε κομμωτήριο με τη βοήθεια του εφεσείοντα. Με δικά του έξοδα ο εφεσείων ανήγειρε πρόσθετο δωμάτιο στην κατοικία, αρχικά για σκοπούς της εργασίας του, αλλά στη συνέχεια για χρήση από την εφεσίβλητη ως κομμωτήριο. Περαιτέρω, στο υπόγειο της κατοικίας κατασκεύασε ψυγείο τροφίμων για φύλαξη των προϊόντων του πριν τη διανομή, αξίας €5.000, το οποίο παραμένει στην ιδιοκτησία της εφεσίβλητης. Με τη συμβολή του, αγόρασαν οικόπεδο παραπλεύρως της εν λόγω κατοικίας, το οποίο ενεγράφη στο όνομα της εφεσίβλητης. Στο σύνολό της η αξία της περιουσίας της εφεσίβλητης, αποτελούμενη από το εν λόγω οικόπεδο και την οικογενειακή κατοικία, από το στάδιο της συνεισφοράς του εφεσείοντα και μέχρι την ολοκλήρωσή της, ανέρχεται στις €400.000. Αυτό αποτελεί κατ΄ ισχυρισμό την αύξηση της περιουσίας της εφεσίβλητης, οπότε και ο εφεσείων διεκδικεί είτε εγγραφή στα δύο ακίνητα, είτε το 1/3 του ποσού των €400.000, δηλαδή €133.000.
Το Οικογενειακό Δικαστήριο, αφού αξιολόγησε την ενώπιόν του μαρτυρία, κατέληξε ότι ο εφεσείων απέτυχε να αποσείσει το βάρος απόδειξης των ισχυρισμών του και να αποδείξει οποιανδήποτε συνεισφορά στην αύξηση της περιουσίας της εφεσίβλητης, είτε με τον πραγματικό υπολογισμό, είτε εφαρμόζοντας το τεκμήριο του άρθρου 14(2) του Νόμου.
Προβλήθηκαν πέντε λόγοι έφεσης. Με τον πρώτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να καταλογίσει υπέρ του εφεσείοντα τα έξοδα της ανταπαίτησης, η οποία εγκαταλείφθηκε από την εφεσίβλητη, χωρίς να απορριφθεί από το Δικαστήριο, κατ' ανάλογο τρόπο, όπως καταλόγισε εναντίον του τα έξοδα της αίτησης, σύμφωνα με το αποτέλεσμα.
Από την άλλη, η εφεσίβλητη εισηγείται πως η ανταπαίτηση εγκαταλείφθηκε εξ υπαρχής, δεν προσκομίστηκε μαρτυρία, ενώ κατά την απόσυρση της ανταπαίτησης δεν υπήρξε αίτημα, ούτε και επιφυλάχθηκε δικαίωμα αναφορικά με έξοδα από την πλευρά του εφεσείοντα. Εναπόκειται στο Δικαστήριο να αποφασίσει ποιος διάδικος θα επιβαρυνθεί τα έξοδα και ποιο θα είναι το ύψος τους (άρθρο 43 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν. 14/1960) και Δ.59 θ.1 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών). Περαιτέρω, σε αντίθεση με τον εφεσείοντα, η ίδια δεν υπέβαλε οποιοδήποτε αίτημα για αναβολή και, συνεπώς, δεν προκάλεσε καθυστέρηση στην εκδίκαση της υπόθεσης.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέγραψε στην απόφασή του πως η καθ' ης η αίτηση «δεν προώθησε την ανταπαίτησή της κατά την ακρόαση της αίτησης και την εγκατέλειψε». Το ίδιο καταγράφει και ο εφεσείων στην παράγραφο 2.9 του περιγράμματός του. Η θέση της εφεσίβλητης πως ο εφεσείων παρέλειψε να υποβάλει αίτημα για τα έξοδά του «κατά την απόσυρση της ανταπαίτησης» δεν ευσταθεί, εφόσον δεν υπήρξε «απόσυρση», αλλά εγκατάλειψη της ανταπαίτησης. Δεν υπήρξε, λοιπόν, ρητή απόρριψη της ανταπαίτησης, όπως θα ήταν ορθότερο να γίνει, αυτό όμως δεν επηρεάζει το αποτέλεσμα που αναμφίβολα προκύπτει από τη μη προώθηση της ανταπαίτησης, δηλαδή την απόρριψή της. Το γεγονός ότι δε δόθηκε οποιαδήποτε μαρτυρία, σε συνάρτηση με την ανταπαίτηση, ούτε έγινε οποιαδήποτε αναφορά σ΄ αυτή, πέραν της δικογραφίας, δε δικαιολογεί την απόδοση εξόδων στον εφεσείοντα για την ανταπαίτηση.
Ο δεύτερος λόγος έφεσης αφορά τη λανθασμένη, κατά τον εφεσείοντα, θεώρηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως μη δικογραφημένου του ποσού του Τεκμ. 1 (€15.176) και της ημερομηνίας καταβολής του, με αποτέλεσμα να μη ληφθεί υπόψη από το Δικαστήριο. Συγκεκριμένα, η λήψη του δανείου περιέχεται στην παράγραφο 7 της αίτησης και στην παράγραφο 6 της απάντησης στην υπεράσπιση όπου γίνεται παραδεκτή η ισχυριζόμενη από την εφεσίβλητη λήψη κοινού δανείου. Στην απάντηση δικογραφείται και το ποσό €15.176,26. Ακόμη, όμως, και αν δεν δικογραφείτο, κατά τον εφεσείοντα, αυτό δεν ήταν απαραίτητο, μια και αποτελεί μαρτυρία απόδειξης του δικογραφημένου στην παράγραφο 7 ισχυρισμού αναφορικά με τη λήψη δανείου και εξόφλησής του από τον εφεσείοντα. Εξάλλου, στην παράγραφο 5 της έκθεσης υπεράσπισης, αναφέρεται ότι ο εφεσείων ζήτησε γύρω στο 2000 δάνειο που έλαβαν γύρω στο 2001 για την ολοκλήρωση της επίδικης κατοικίας και για την οποία είχε μείνει ένα μικρό υπόλοιπο να ανανεωθεί. Οπότε το δάνειο προϋπήρχε, έγινε ανανέωση το 2000 και λανθασμένα απορρίφθηκε η συνεισφορά του εφεσείοντα.
Η εφεσίβλητη, από την άλλη, επισημαίνει πως, πέραν του ότι ο ισχυρισμός του εφεσείοντα έπρεπε να προβληθεί στην εναρκτήρια Αίτηση και όχι στην Απάντηση, ο ισχυρισμός, όχι μόνο δεν αποδείχθηκε, αλλά συγκρούεται με τον ισχυρισμό περί εξόφλησης του δανείου από τον ίδιο το οποίο, όπως προκύπτει από την αντεξέτασή του, δεν σχετιζόταν με την ανέγερση της επίδικης κατοικίας. Περαιτέρω, απαιτείται σωρευτική ύπαρξη των τριών προϋποθέσεων του άρθρου 14 του Ν. 232/91 και ο εφεσείων δεν παρουσίασε τέτοια αποδεικτικά προς στοιχειοθέτηση της αξίωσής του περί της συνεισφοράς του.
Ο εφεσείων δικαίως παραπονείται ότι ο εν λόγω ισχυρισμός περιέχεται εξ αρχής στην παράγραφο 7 της αίτησής του. Ειδικότερα, αναφέρεται το ποσό των £20.000 (€34.172) το οποίο, σύμφωνα με τη γραπτή δήλωσή του, παρέμεινε περίπου στις €30.000, με το επίμαχο ποσό των €15.176,26 να αποτελεί το ποσό το οποίο πληρώθηκε από τον κάθε διάδικο. Συγκεκριμένα, ο εφεσείων πλήρωσε το μερίδιό του στις 10.1.2011. Προσκομίστηκε από τον εφεσείοντα σχετική απόδειξη από την ΣΠΕ Κυπερούντας (Τεκμ. 3) για εξόφληση του χρέους. Όμως, ορθή είναι η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως, σύμφωνα με το Τεκμ. 3, το ποσό των €20.000 αποσύρθηκε από το λογαριασμό στις 29.12.2000, δηλαδή επτά χρόνια μετά που είχε ολοκληρωθεί η συζυγική κατοικία (1993). Συνεπώς, ορθά δεν έγινε δεκτός ο ισχυρισμός του εφεσείοντα περί χρήσης των χρημάτων αυτών για σκοπούς της συζυγικής κατοικίας, ώστε να αποτελεί και αποδεικτικό της συνεισφοράς του προς το σκοπό αυτό.
Με τον τρίτο λόγο έφεσης ο εφεσείων προβάλλει ότι ανεπίτρεπτα το πρωτόδικο Δικαστήριο παρενέβη στην αποδεικτική διαδικασία, ερωτώντας τον Γ.Ι. (ΜΑ 3) κατά πόσον, ως κυβερνητικός υπάλληλος (υδραυλικός), επιτρεπόταν να δουλεύει ιδιωτικά, προκαλώντας του έτσι καταπίεση και εκφοβισμό και πλήττοντας την αμεροληψία και ουδετερότητα του Δικαστηρίου. Αυτό επειδή η απάντηση μπορούσε να οδηγήσει σε ποινικό αδίκημα εις βάρος του υπαλλήλου και, συνεπώς, ο υπάλληλος δεν υποχρεούτο να απαντήσει. Παραβιάστηκε η αρχή, όπως περιέχεται στην Evangelou and Another v. Ambizas and Another (1982) 1 CLR 41, σύμφωνα με την οποία ο Δικαστής πρέπει να διατηρεί αυστηρά τον διαιτητικό του ρόλο σε όλη τη διάρκεια της διαδικασίας, για να μη βάζει σε αμφιβολία την αμεροληψία του.
Σε συμφωνία με τη θέση της εφεσίβλητης πως η υποβληθείσα προς το μάρτυρα ερώτηση του Δικαστηρίου δεν σχετιζόταν με τα επίδικα γεγονότα, ώστε να θεωρηθεί ότι επηρεάστηκε το δικαίωμα δίκαιης δίκης του εφεσείοντα, ο τρίτος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί. Η απόφαση στην Evangelou a.o. v. Ambizas a.o., ανωτέρω, δεν βοηθά τον εφεσείοντα, αφού εκεί η παρέμβαση του Δικαστή ήταν εκτενής και επαναλαμβανόμενη σε ουσιαστικά μάλιστα ζητήματα, τα οποία ήταν εμφανές ότι επηρέασαν την κρίση του Δικαστή σε σημείο προκατάληψης.
Οι δύο τελευταίοι λόγοι έφεσης, τέταρτος και πέμπτος, θα εξεταστούν σωρευτικά.
Ο τέταρτος λόγος έφεσης στρέφεται κατά της αξιολόγησης της ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου μαρτυρίας η οποία, κατά τον εφεσείοντα, στηρίχθηκε σε παράλογο επιχείρημα. Οι τρεις μάρτυρες του εφεσείοντα ερωτήθηκαν κατά την αντεξέταση κατά πόσο γνωρίζουν αν τα χρήματα που πήραν σαν αμοιβή από την εργασία τους ανήκαν στον αιτητή ή στην καθ' ης η αίτηση. Το Δικαστήριο στην απόφασή του καταγράφει με έντονα γράμματα τις ερωτήσεις και απαντήσεις των τριών μαρτύρων, ενδεικτικό της απόδοσης ιδιαίτερης σημασίας σ΄ αυτή, με αποτέλεσμα να θεωρηθεί ως επιχείρημα αναξιοπιστίας των μαρτύρων το γεγονός της μη γνώσης της προέλευσης της αμοιβής τους. Αυτό, τη στιγμή που οι εν λόγω μαρτυρίες ήταν σαφείς ως προς τις υπηρεσίες που πρόσφεραν και ως προς το ύψος τους, κάτι που δεν αμφισβητήθηκε από την άλλη πλευρά, όπως και δεν αμφισβητήθηκε ως προς το ποιος τους εργοδότησε και πλήρωσε.
Με τον πέμπτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το καταληκτικό συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο αιτητής δεν απέδειξε αύξηση της περιουσίας της καθ' ης η αίτηση και συνεισφορά του σ' αυτήν ήταν λανθασμένο, αφού δεν έλαβε υπόψη του παραδεκτά και αναντίλεκτα γεγονότα. Ειδικότερα, ο εφεσείων εισηγείται ότι παρέμεινε αναντίλεκτο γεγονός, το οποίο προκύπτει από τη μαρτυρία των μαρτύρων για τον εφεσείοντα ότι η οικογενειακή κατοικία κατά το στάδιο του αρραβώνα βρισκόταν στο στάδιο του σκελετού. Οπότε, η θέση πως ο πατέρας της εφεσίβλητης προέβη στην ολοκλήρωση της κατοικίας πριν τον αρραβώνα παρέμεινε μετέωρος. Η εν λόγω κατοικία αναντίλεκτα ήταν ολοκληρωμένη κατά το χωρισμό. Επίσης, μετά το γάμο και πριν το διαζύγιο οι διάδικοι αγόρασαν οικόπεδο δίπλα από την οικογενειακή κατοικία, το οποίο παραμένει στην περιουσία της εφεσίβλητης, η οποία ισχυρίστηκε ότι το αγόρασε μετά το διαζύγιο, ισχυρισμός όμως που δεν υποστηρίχθηκε με μαρτυρία, για παράδειγμα με απόδειξη πληρωμής, δάνειο κλπ. Παραδεκτό γεγονός είναι επίσης ότι οι διάδικοι προέβησαν σε κοινό δάνειο για την ολοκλήρωση της κατοικίας και το υπόλοιπο πληρώθηκε εξ ημισείας. Περαιτέρω, αναντίλεκτα ο αιτητής έκτισε δωμάτιο επιπρόσθετο στην κατοικία, καθώς και ψυγείο κρεάτων με κόστος €5.000 που παραμένουν στην περιουσία της εφεσίβλητης. Οπότε, τα πιο πάνω αποδεικνύουν, κατά τον εφεσείοντα, επαύξηση της περιουσίας της εφεσίβλητης και συνεισφορά του αιτητή πέραν του 1/3 της όλης αξίας, αφού ο λόγος που δεν κρατούσε τιμολόγια και αποδείξεις με πλήρεις λεπτομέρειες της συνεισφοράς του στην αύξηση της περιουσίας της εφεσίβλητης ήταν ότι δεν ανέμενε ο γάμος του να διαλυθεί. Ακόμα, όμως, και αν το Δικαστήριο καταλήξει ότι δεν αποδείχθηκε το ύψος της συνεισφοράς του, αυτό δεν σημαίνει ότι ο εφεσείων δεν είχε καθόλου συνεισφορά, μια και η συνεισφορά του, όπως εξηγήθηκε, ήταν σαφής.
Κατά την εφεσίβλητη, ο εφεσείων παρέλειψε να δικογραφήσει και να αποδείξει τα απαραίτητα πρωτογενή γεγονότα, όπως την εκτίμηση σε σχέση με την περιουσία της εφεσίβλητης, τόσο κατά το χρόνο της τέλεσης του γάμου, όσο και κατά το χρόνο της διάστασης και τις ανάλογες επιβαρύνσεις, το χρόνο διάστασής τους και τις μηνιαίες απολαβές τους. Επίσης, ο εφεσείων παρέλειψε να αναλύσει το κάθε έξοδο στο οποίο αναφέρθηκε αναφορικά με την ανέγερση της συζυγικής κατοικίας, παρουσιάζοντας σχετικά αποδεικτικά. Στην αντεξέταση δε περιέπεσε σε αντιφάσεις σε σχέση με την αγορά μετοχών και τους πραγματικούς λόγους σύναψης του δανείου με τη ΣΠΕ Κυπερούντας. Αναφορικά με την προσκομισθείσα από τον εφεσείοντα μαρτυρία η εφεσίβλητη τόνισε πως ο μάρτυρας ΜΑ2, Μ.Π., δεν προσήλθε για να πει την αλήθεια, αλλά αποσκοπούσε στο να βοηθήσει με τη μαρτυρία του τον εφεσείοντα/αδελφό του, ο μάρτυρας ΜΑ3, Γ.Ι., δεν προσκόμισε έγγραφα προς απόδειξη των ισχυρισμών του και ανέφερε ότι δεν γνώριζε ποιου ήταν τα χρήματα που έλαβε, ενώ ο μάρτυρας ΜΑ4, Α. Δ., επίσης δεν προσκόμισε αποδεικτικά των ισχυρισμών του, αναφέροντας ότι κάποτε πληρωνόταν από τον πατέρα της εφεσίβλητης και δεν ήταν σε θέση να πει πόσα έλαβε για την εργασία που εκτέλεσε. Τέλος, η εφεσίβλητη εισηγείται πως, κάτω από τα δεδομένα, δεν χωρεί επέμβαση του Εφετείου στην αξιολόγηση της μαρτυρίας και πως τα όσα ανέφερε σε σχέση με το λόγο έφεσης 4 ισχύουν και για το λόγο έφεσης 5, εφόσον τα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία προσκόμισε ο εφεσείων δεν ήταν επαρκή, ώστε η εκδοχή του να είναι πιο πιθανή παρά όχι.
Αναφορικά με τη μαρτυρία που προσκομίστηκε εκ μέρους του εφεσείοντα παρατηρείται πως, όσο και αν ο χρόνος που παρήλθε από τη διεξαγωγή των εργασιών είναι μεγάλος, το γεγονός παραμένει πως δεν προσκομίστηκαν τα απαραίτητα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία θα τεκμηρίωναν τους ισχυρισμούς του. Δεν προσκομίστηκαν αποδείξεις πληρωμών προς τους «μαστόρους» από τη ΣΠΕ Κυπερούντας, ούτε και αποδεικτικά στοιχεία για το ποσό που λήφθηκε ως δάνειο από τη ΣΠΕ Κυπερούντας, παρά το ότι ο εφεσείων είχε πει στη μαρτυρία του ότι θα τα προσκόμιζε στα πλαίσια της διερεύνησής του κατά πόσο το ποσό αυτό χρησιμοποιήθηκε για σκοπούς της εταιρείας και όχι για τη συζυγική κατοικία. Ως προς το ενεργητικό της περιουσίας, ορθά καταλήγει το πρωτόδικο Δικαστήριο πως δεν φαίνεται από τη δοθείσα μαρτυρία ξεκάθαρα η τυχόν αύξηση της αξίας της περιουσίας της εφεσίβλητης, εφόσον δεν δόθηκε μαρτυρία εμπειρογνώμονα για την αξία, είτε της συζυγικής κατοικίας, είτε του οικοπέδου δίπλα από αυτήν, ούτε και μαρτυρία για την αρχική και τελική περιουσία και το παθητικό της (βλ. σύγγραμμα Ε. Κουνουγέρη - Μανωλεδάκη «Οικογενειακό Δίκαιο», Τόμος Ι, Β' έκδοση, σελ. 249, στο οποίο παραπέμπει το πρωτόδικο Δικαστήριο). Σύμφωνα με το άρθρο 14(2) του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου του 1991, Ν. 232/91, «Η συνεισφορά του ενός συζύγου στην αύξηση της περιουσίας του άλλου τεκμαίρεται ότι ανέρχεται στο ένα τρίτο της αύξησης, εκτός αν αποδειχθεί μεγαλύτερη ή μικρότερη συνεισφορά». Στην προκείμενη περίπτωση δεν αποδείχθηκαν συγκεκριμένα ποσά προς διακρίβωση της συνεισφοράς του εφεσείοντα στην τυχόν αύξηση της περιουσίας της εφεσίβλητης και, συνεπώς, δεν υπάρχει δυνατότητα εφαρμογής του τεκμηρίου που προνοείται από το άρθρο 14(2). Συνεπώς, οι λόγοι έφεσης 4 και 5 απορρίπτονται.
Η έφεση απορρίπτεται, με €2.500 έξοδα, πλέον ΦΠΑ, εάν υπάρχει, εναντίον του εφεσείοντα και υπέρ της εφεσίβλητης.
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
/ΧΤΘ