ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Νικολάτος, Μύρων-Μιχαήλ Γεωργίου Λιάτσος, Αντώνης Οικονόμου, Τεύκρος Θ. Γρ. Χριστοδουλίδης, για τους εφεσείοντες. Ι. Μαλέκου (κα) για Χρυσαφίνης και Πολυβίου ΔΕΠΕ, για την εφεσίβλητη. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2019-11-27 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΛΟΦΙΤΗΣ κ.α. ν. ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ, Πολιτική Έφεση Αρ. 220/2013, 27/11/2019 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2019:A494

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Έφεση Αρ. 220/2013)

 

27 Νοεμβρίου, 2019

 

[Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

1.   xxx ΛΟΦΙΤΗΣ

2.   xxx ΛΟΦΙΤΟΥ

Εφεσείοντες

ΚΑΙ

 

ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ

Εφεσίβλητη

---------

Γρ. Χριστοδουλίδης, για τους εφεσείοντες.

Ι. Μαλέκου (κα) για Χρυσαφίνης και Πολυβίου ΔΕΠΕ, για την εφεσίβλητη.

--------

 

Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.

---------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.:  Oι εφεσείοντες ήταν εγγυητές της εταιρείας Alkioni Fish Farms Ltd σε Συμφωνία Εμπιστευτικής Προεξόφλησης Τιμολογίων (Confidential Invoice Discounting Agreement) (τεκ.1) μεταξύ, αφενός, της Τράπεζας Κύπρου Φάκτορς Λτδ, (την οποία διαδέχθηκε η εφεσίβλητη τράπεζα) και, αφετέρου, της Alkioni (η εταιρεία) και μιας άλλης εταιρείας.  Οι συμφωνίες εγγύησης κατατέθηκαν ως τεκμήρια 3 και 4. 

 

Ο όρος 3.1 της βασικής συμφωνίας προνοούσε για την αγορά από τη Φάκτορς όλων των χρεών της εταιρείας, τόσο αυτών που υπήρχαν κατά την έναρξη ισχύος της συμφωνίας, όσων και αυτών που θα δημιουργούνταν κατά τη διάρκεια ισχύος της, εκτός από τα χρέη που αναφέρονται ρητά στον όρο 5 της συμφωνίας.  Επίσης δυνάμει του όρου 3.2 της συμφωνίας όλα τα δικαιώματα που απορρέουν από τα χρέη της εταιρείας αυτόματα εκχωρούνται στη Φάκτορς.  Από την έναρξη της ισχύος της βασικής συμφωνίας η Φάκτορς ανέθεσε στην εταιρεία την υποχρέωση είσπραξης των τιμολογίων από τους πελάτες/χρεώστες της. 

 

Αρχικά το όριο της εταιρείας ήταν ΛΚ50.000 το οποίο αργότερα αυξήθηκε σε ΛΚ70.000 και μετά σε ΛΚ100.000.  Ήταν όμως η θέση της εφεσίβλητης ότι η εταιρεία έκανε εισπράξεις τιμολογίων τις οποίες δεν κατέθετε στο λογαριασμό της εφεσίβλητης όπως όφειλε.  Τελικά η εφεσίβλητη προχώρησε σε τερματισμό του ορίου, με ειδοποίηση προς την εταιρεία.  

 

Ακολούθησε αγωγή της εφεσίβλητης εναντίον των εφεσειόντων ως εγγυητών, με την οποία η εφεσίβλητη αξίωσε το ποσό των ΛΚ92.779,53 πλέον τόκους.  Το χρέος της εταιρείας δεν αμφισβητήθηκε.  Ό,τι αμφισβητήθηκε ήταν η ευθύνη των εφεσειόντων ως εγγυητών. 

 

Ήγειραν κατ΄  αρχάς θέμα δεδικασμένου, εφόσον η Φάκτορς είχε κινήσει την αγωγή αρ. 6556/03, ΕΔ Λεμεσού, εναντίον της Alkioni και των εφεσειόντων, η οποία αποσύρθηκε μετά τη λήψη 39 μεταχρονολογημένων επιταγών, εκ των οποίων μόνο 3 τιμήθηκαν, οπότε η εφεσίβλητη επανήλθε επί της αρχικής συμφωνίας.  Ήταν η θέση τους ότι με την απόσυρση της αγωγής προκλήθηκε δεδικασμένο.  Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι, υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης, η παραλαβή των επιταγών δεν συνιστούσε κώλυμα για καταχώριση νέας αγωγής.  Η κρίση του αυτή προσβάλλεται με τον 1ο λόγο έφεσης, πάνω σε δύο βάσεις. 

 

Πρώτον, προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι κακώς το πρωτόδικο δικαστήριο έλαβε υπόψιν του ότι στο πρακτικό απόσυρσης (τεκ. 17) αναφερόταν ότι «οι ενάγοντες μπορούν να επανέλθουν» διότι η φράση αυτή δεν καλύπτεται από τη δικογραφημένη θέση της εφεσίβλητης ότι «η αγωγή απεσύρθη άνευ βλάβης».  Ως προς το ζήτημα αυτό θα πρέπει κατ΄ αρχάς να σημειώσουμε ότι διαφορετική ήταν η θέση που οι εφεσείοντες προέβαλαν πρωτοδίκως.  Εκεί δεν τέθηκε θέμα δικογραφικού κωλύματος, αλλά ο ισχυρισμός επί της ουσίας ότι η αγωγή 6556/03 δεν αποσύρθηκε, άνευ βλάβης.  Εν πάση περιπτώσει, η δικογραφημένη θέση της εφεσίβλητης περί απόσυρσης άνευ βλάβης θεωρούμε ότι, υπό τις περιστάσεις, καλύπτει επαρκώς το ζήτημα.  Δεν μας υποδείχθηκε ότι ζητήθηκαν λεπτομέρειες, ούτε τέθηκε ότι το δικαστήριο αποδέχθηκε την κατάθεση του πρακτικού (τεκ. 17) εκτός δικογραφημένης θέσης. 

 

Η δεύτερη πτυχή του λόγου έφεσης 1 έγκειται στον ισχυρισμό ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο δεν έδωσε σημασία στο γεγονός ότι η απόσυρση της αγωγής έγινε χωρίς εμφάνιση εκ μέρους των εφεσειόντων.  Ως προς τούτο σημειώνουμε πως ό,τι, στο υπό αναφορά τώρα πλαίσιο, είναι σχετικό είναι το γεγονός πως με το προαναφερθέν λεκτικό το δικαστήριο είχε δώσει άδεια στην εφεσίβλητη για απόσυρση της αγωγής με δικαίωμα, ρητά, να επανέλθει (Παμπορίδης ν. Κτηματική Τράπεζα Λτδ (1995) 1 ΑΑΔ 670 και Πατσαλίδης ν. Δίσπυρου (2006) 1 ΑΑΔ 17). 

 

Ως εκ των άνω ο λόγος έφεσης 1 απορρίπτεται.

 

Ήταν όμως η περαιτέρω θέση των εφεσειόντων ότι θα έπρεπε, εν πάση περιπτώσει, ως εγγυητές να απαλλαγούν εφόσον με την αποδοχή των επιταγών έγινε νέα συμφωνία για σταδιακή αποπληρωμή του χρεωστικού υπολοίπου, όπως επιμαρτυρείται από επιστολή της Φάκτορς προς την Alkioni, ημερ. 10 Νοεμβρίου 2004 (τεκ.14), αναφορικά με τη διευθέτηση με τις μεταχρονολογημένες επιταγές.  Επίσης το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα δεν έδωσε σημασία στο γεγονός ότι η Φάκτορς και η Alkioni τροποποίησαν τη μεταξύ τους συμφωνία, κατά παράβαση του όρου 19.1 της συμφωνίας (τεκ.1) που προβλέπει ότι οποιαδήποτε τροποποίηση της συμφωνίας (εκτός αν άλλως πως προβλέπεται σε αυτήν) επιτρέπεται μόνο γραπτώς και με υπογραφή αμφοτέρων των μερών (λόγοι έφεσης 3 και 4).

 

Συναφώς προβάλλεται περαιτέρω με το λόγο έφεσης 5 ο ισχυρισμός ότι το πρωτόδικο δικαστήριο παρέλειψε να κάνει οποιοδήποτε εύρημα σε σχέση με τις κατ΄ ισχυρισμόν αυθαίρετες τροποποιήσεις στη συμφωνία που έκανε κατά καιρούς η Φάκτορς, εν σχέσει με την αυξομείωση του ορίου χρηματοδότησης και σε σχέση με τον τόκο, κατά παράβαση του όρου 19.1. Ήταν βασική θέση των εφεσειόντων πρωτοδίκως ότι τόσο με την πρακτική είσπραξης των χρεών από την εταιρεία, όσο και με την αύξηση του ορίου του λογαριασμού της εταιρείας, χωρίς τη γνώση ή συγκατάθεση τους ως εγγυητές, υπήρξε αλλοίωση των όρων της συμφωνίας και με βάση τα άρθρα 91, 92, 93 και 97 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, οι εφεσείοντες έχουν απαλλαγεί των υποχρεώσεων τους δυνάμει των συμφωνιών εγγύησης.   Το πρωτόδικο δικαστήριο ανέφερε επί του ζητήματος αυτού τα εξής:

«Η αρχική Συμφωνία καθόριζε όριο χρηματοδότησης Λ.Κ.50.000, ενώ κατά τη διάρκεια ισχύος αυτής η Φάκτορς προέβη σε διαφοροποίηση του εν λόγω ορίου, όπως φαίνεται στο Τεκμήριο 16. Επίσης στην επιστολή ημερ. 14.10.2002, Τεκμήριο 21, γίνεται αναφορά σε σταδιακή μείωση του ορίου.

Όπως φαίνεται από το περιεχόμενο των Συμφωνιών Εγγύησης που υπέγραψαν οι εναγόμενοι 1 και 2, Τεκμήρια 3 και 4 αντίστοιχα, οι εναγόμενοι 1 και 2 εγγυήθηκαν τη δέουσα εκτέλεση της Συμφωνίας Εμπιστευτικής Προεξόφλησης Τιμολογίων και ανέλαβαν την υποχρέωση αποζημίωσης στη Φάκτορς έναντι όλων των απωλειών που ήθελε υποστεί δυνάμει, μεταξύ άλλων, της μη τήρησης ή της παράβασης των όρων της εν λόγω Συμφωνίας από την πρωτοφειλέτιδα εταιρεία. Σχετικοί είναι οι όροι 2 και 3.

 

Ήταν ρητός όρος των Συμφωνιών Εγγύησης ότι τροποποιήσεις στη Συμφωνία, ή οποιαδήποτε άλλη συμφωνία μεταξύ της Φάκτορς και της εταιρείας, και αντικαταστάσεις ή αλλοιώσεις αυτών, μπορούν να γίνουν χωρίς τη συγκατάθεση των εγγυητών ακόμα και αν οι εν λόγω τροποποιήσεις ή αλλοιώσεις πιθανό να αυξήσουν την ευθύνη των εγγυητών έναντι στη Φάκτορς - όρος 4(i). Επίσης στις Συμφωνίες Εγγύησης ρητά προνοείται ότι η παροχή χρόνου στην εταιρεία ή η οποιαδήποτε διευθέτηση μεταξύ της εταιρείας και τη Φάκτορς δεν επηρεάζει με οποιονδήποτε τρόπο την ευθύνη  των εγγυητών έναντι στη Φάκτορς, και ότι οι εν λόγω Συμφωνίες παρέχουν συνεχή εγγύηση η οποία συνεχίζει να υφίσταται, ανεξάρτητα της εκπλήρωσης των υποχρεώσεων της εταιρείας προς τη Φάκτορς ή οποιασδήποτε διευθέτησης έγινε μεταξύ τους, μέχρι την πληρωμή από την εταιρεία ολόκληρων των ποσών που οφείλονται στη Φάκτορς - όροι 4(ii) και (iii). Οι εγγυητές υπέχουν ευθύνη ως πρωτοφειλέτες, σύμφωνα με τον όρο 4(ix) των Συμφωνιών Εγγύησης.

 [.]

Από τη στιγμή που οι εναγόμενοι 1 και 2, ως εγγυητές, υπέγραψαν και αποδέχθηκαν αυτές τις πρόνοιες, αναγνωρίζοντας τη δυνατότητα τροποποίησης των όρων της Συμφωνίας Εμπιστευτικής Προεξόφλησης Τιμολογίων έστω και αν αυτή αυξάνει την ευθύνη τους ως εγγυητές, και αναγνωρίζοντας την ευθύνη τους ως πρωτοφειλέτες, τότε αυτοί δεν μπορούν να επικαλούνται τις προαναφερόμενες πρόνοιες του περί Συμβάσεων Νόμου και δεν απαλλάσσονται της ευθύνης τους δυνάμει των Συμφωνιών Εγγύησης. [.]»

 

 

Κατ΄ αρχάς, η αρχική απαίτηση «δεν μετατράπηκε σε αξίωση επιταγών» όπως ήταν πρωτοδίκως η θέση των εφεσειόντων.  Όπως δέχθηκε κατά την ακρόαση της έφεσης ο ευπαίδευτος δικηγόρος τους, άλλος από το δικηγόρο που τους είχε εκπροσωπήσει πρωτοδίκως, η αποδοχή επιταγής δεν επενεργεί προς πλήρη απαλλαγή του χρέους (absolute discharge), αλλά αποτελεί πληρωμή υπό αίρεση (conditional payment), υπό την έννοια ότι το αρχικό χρέος (underlying debt),  αναστέλλεται μέχρι την παρουσίαση της επιταγής.  Εάν η επιταγή παρουσιαστεί και δεν εξοφληθεί, όπως έγινε βασικά εν προκειμένω, τότε το αρχικό χρέος αναβιώνει, παράλληλα με το αγώγιμο δικαίωμα που ενδεχομένως προκύπτει από τη μη πληρωμή της επιταγής (Ευσταθίου ν. Bloomberg Securities Inc κ.α., Πολ. Έφ. Αρ. 303/11, 30.10.2017, ECLI:CY:AD:2017:A382).  Συμφώνησε επίσης ότι, ως εκ τούτου, στο βαθμό που οι επιταγές δεν είχαν τιμηθεί, η εφεσίβλητη μπορούσε να επανέλθει επί του αρχικού χρέους. 

 

Ό,τι αμφισβητήθηκε ήταν κατά πόσο η αναβίωση του αρχικού χρέους αφορά και τους εφεσείοντες ως εγγυητές, ή κατά πόσο αυτοί έχουν απαλλαγεί.  Το πρωτόδικο δικαστήριο απάντησε αρνητικά στο ερώτημα αυτό, έστω και αν η εφεσίβλητη με την παραλαβή των επιταγών παρέτεινε τον χρόνο για την αποπληρωμή του υπολοίπου, ή έστω και αν έγινε αύξηση του ορίου.  Τούτο γιατί στις συμφωνίες εγγύησης (τεκ.3 και 4), όπως υπέδειξε το πρωτόδικο δικαστήριο, προβλεπόταν ότι ήταν επιτρεπτή η τροποποίηση ή η αντικατάσταση ή η διαφοροποίηση της βασικής συμφωνίας ή οποιασδήποτε άλλης συμφωνίας μεταξύ της Φάκτορς και της εταιρείας και ότι οι εν λόγω τροποποιήσεις ή διαφοροποιήσεις ή αντικαταστάσεις μπορούν να γίνουν χωρίς τη συγκατάθεση των εγγυητών, έστω και αν είναι δυνατόν να αυξήσουν την ευθύνη των εγγυητών έναντι της Φάκτορς (όρος 4(i)).  Περαιτέρω, ρητά προνοείται ότι η παροχή χρόνου στην εταιρεία ή οποιαδήποτε διευθέτηση μεταξύ της εταιρείας και της Φάκτορς, δεν επηρεάζει με οποιοδήποτε τρόπο την ευθύνη των εγγυητών έναντι της Φάκτορς και ότι οι εν λόγω συμφωνίες εγγύησης παρέχουν συνεχή εγγύηση η οποία συνεχίζει να υφίσταται, ανεξαρτήτως της εκπλήρωσης των υποχρεώσεων της εταιρείας προς τη Φάκτορς ή οποιασδήποτε διευθέτησης μεταξύ τους, μέχρι την πληρωμή από την εταιρεία του συνόλου των ποσών που οφείλονται στη Φάκτορς (όροι 4(ii) και 4 (iii)). Τέλος προβλέπεται ότι οι εγγυητές υπέχουν ευθύνη ως πρωτοφειλέτες (όρος 4(ix)).  Οι όροι αυτοί, έκρινε το πρωτόδικο δικαστήριο παραπέμποντας σε σχετική νομολογία στην οποία θα αναφερθούμε κατωτέρω, ήταν τέτοιοι ώστε, ανεξάρτητα από την συμπεριφορά της Φάκτορς, οι εφεσείοντες δεν μπορούσαν να απαλλαγούν της ευθύνης τους ως εγγυητές.   

 

Ενώ οι υποχρεώσεις των εγγυητών πηγάζουν από τη σχετική σύμβαση, τα δικαιώματα τους είναι δημιούργημα των αρχών της επιείκειας, από την οποία πηγάζει η προστασία τους (China and South Sea Bank Ltd v. Tan [1900] 1 AC 536).   Όπως ελέχθη από τον Pollock, CB, στην Watts v. Shuttleworth (1860) 5 H&N 235, 248: «The rights of a guarantor depend rather upon principles of equity than upon the actual contracts between him and the creditor».  

 

Τροποποιήσεις στη βασική συμφωνία μεταξύ πιστωτή-πρωτοφειλέτη, εκτός αν είναι σαφώς επουσιώδεις και εμφανώς δεν επηρεάζουν τον εγγυητή (Samuels Finance Group plc v. Beechmanor Ltd (1993) 67 P&CR 282 και National Westminster Bank plc v. Riley [1986] BCLC 268 CA), όπως και η παράταση χρόνου από τον πιστωτή προς τον πρωτοφειλέτη, χωρίς τη συγκατάθεση του εγγυητή, είναι μεταξύ των περιστάσεων που, κατά τις αρχές της επιείκειας, μπορούν να οδηγήσουν σε απαλλαγή του εγγυητή από τη δική του ευθύνη (Samuell v. Howarth (1817) 3 Mer 272). 

 

Είναι όμως δυνατόν να περιλαμβάνονται πρόνοιες σε μια συμφωνία εγγύησης, με τις οποίες να αναγνωρίζεται δικαίωμα στο δανειστή να τροποποιήσει τη βασική συμφωνία του με τον πρωτοφειλέτη, ή να δώσει παράταση χρόνου, ή ακόμα και να απαλλάξει τον πρωτοφειλέτη, ή να προβεί και σε άλλες πράξεις που κατά την επιείκεια κανονικά θα οδηγούσαν σε απαλλαγή του εγγυητή.  Σε τέτοια περίπτωση εξουδετερώνεται η προστασία που η επιείκεια, κατά τα άλλα, προσφέρει στον εγγυητή.  Σχετικές είναι οι αποφάσεις στις οποίες το πρωτόδικο δικαστήριο παρέπεμψε: British  Motor Trust Co. v. Hyams (1934) 50 T.L.R. 230, Perry v. National Provincial Bank of England (1910) 1 Ch. 464, C.A., Yates v. Evans (1892) 61 L.J. Q.B. 446 και Cowper v. Smith (1838) 4 M & W 519.  Το ίδιο αποτέλεσμα δυνατόν να έχει και ρήτρα όπως ο όρος 4(ix) στην παρούσα συμφωνία όπου, ως άνω, ρητά αναφέρει ότι οι εγγυητές θα είχαν καθόλα ευθύνη ως πρωτοφειλέτες (Greenwood v. Francis [1899] 1 QB 312 και National Westminster Bank (ανωτέρω)).  H κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου είναι ορθή.  Οι σχετικοί λόγοι έφεσης 3, 4 και 5 απορρίπτονται.

 

Ως εκ των άνω προκύπτει ότι δεν ευσταθεί ούτε η θέση των εφεσειόντων πως ο όρος 4(i) είναι καταχρηστικός και αντίθετος με τον περί Συμβάσεων Νόμο και μη εφαρμόσιμος.  Όπως παρατήρησε το πρωτόδικο δικαστήριο αποτελεί συνηθισμένο όρο στην τραπεζική πρακτική.  Εναπόκειτο στα μέρη να τον συμφωνήσουν ή όχι.  Εφόσον συμφωνήθηκε είχε ως αποτέλεσμα, ως άνω, να διατηρηθεί η ευθύνη των εφεσειόντων ως εγγυητών, έστω και αν οι περιστάσεις θα μπορούσαν κατά τα άλλα να οδηγήσουν σε απαλλαγή τους επί τη βάσει της επιείκειας.[1]  Ο λόγος έφεσης 6 απορρίπτεται.

 

Με το λόγο έφεσης 2 τέθηκε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε τη θέση των εφεσειόντων ότι η αγωγή είναι πρόωρη, λόγω του ότι δεν δόθηκε γραπτή ειδοποίηση τριών μηνών για τον τερματισμό της συμφωνίας, σύμφωνα με τις πρόνοιες του όρου 2.1(a) της συμφωνίας.[2]  Στην αιτιολογία όμως του λόγου έφεσης 2 είναι άλλα ζητήματα που εγείρονται.  Εγείρεται ότι οι ενάγοντες (εφεσίβλητη) απέτυχαν να αποδείξουν ότι οι πρωτοφειλέτες, κατά παράβαση της συμφωνίας, εισέπρατταν ποσά που οφείλονταν από διάφορους χρεώστες και δεν τα κατέθεταν στο λογαριασμό που διατηρούσαν στη Φάκτορς.  Εν πάση περιπτώσει, εάν η έννοια της αιτιολογίας του λόγου έφεσης 2 είναι ότι απαιτείτο προειδοποίηση τριών μηνών δυνάμει του όρου 2.1(a) διότι δεν είχε αποδειχθεί παράβαση της σύμβασης, που θα επέτρεπε τερματισμό χωρίς ειδοποίηση δυνάμει του όρου 2(1)(b), όπως έκρινε το πρωτόδικο δικαστήριο,  σημειώνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, έχοντας αξιολογήσει τη μαρτυρία, κατέληξε σαφώς σε εύρημα για παραβίαση των όρων της συμφωνίας από τους πρωτοφειλέτες με δικαίωμα άμεσου τερματισμού της από τη Φάκτορς, χωρίς την ανάγκη προειδοποίησης, με βάση τον όρο 2.1(b) σε συνδυασμό με τον όρο 18.2(a) που έδιδε δικαίωμα για άμεσο τερματισμό σε περίπτωση παράβασης οποιουδήποτε όρου της συμφωνίας. 

 

Τέλος, σε σχέση με το λόγο έφεσης 2 έχει προβληθεί κατά τη συζήτηση της έφεσης και η θέση ότι ο τερματισμός πάσχει διότι οι σχετικές επιστολές (τεκ. 6-9, 10, 12, 21) αναφέρονται σε τερματισμό του ορίου και όχι σε τερματισμό της σύμβασης.  Τέτοιο ζήτημα δεν εγείρεται με το λόγο έφεσης 2.  Εν πάση περιπτώσει είναι από την ίδια τη φύση της συγκεκριμένης συμφωνίας, στα πλαίσια της οποίας οι εφεσίβλητοι εξαγόρασαν όλα τα χρέη της εταιρείας, τόσο αυτά που υπήρχαν κατά την έναρξη της συμφωνίας όσο και όσα δημιουργήθηκαν κατά τη διάρκεια της ισχύος της, που δεν θα μπορούσε να τερματιστεί η συμφωνία εκ της οποίας είχαν δικαιώματα, αλλά είχε νόημα να τερματιστεί το ύψος του ποσού του ορίου, όπως έκρινε το πρωτόδικο δικαστήριο.

Ο λόγος έφεσης 2 απορρίπτεται.

 

Σε σχέση με την αξιοπιστία έχουν εγερθεί τρεις λόγοι έφεσης που προσβάλλουν την αποδοχή ως αξιόπιστη της μαρτυρίας του ΜΕ1 (λόγος έφεσης 7), του ΜΕ2 (λόγος έφεσης 8) και αντιθέτως την απόρριψη ως μη αξιόπιστης της μαρτυρίας του εναγόμενου 1-εφεσείοντα 1 (λόγος έφεσης 9). 

 

Ο ΜΕ1 βρίσκεται στην υπηρεσία της εφεσίβλητης από το 1993 και κατά πάντα ουσιώδη χρόνο κατείχε τη θέση του διευθυντή του Τμήματος Προεξόφλησης Επιταγών και Τιμολογίων στη Φάκτορς.  Αναφέρθηκε στα γεγονότα, στην επίδικη συμφωνία, στο ζήτημα με τις μεταχρονολογημένες επιταγές, στις επιστολές για τερματισμό και περαιτέρω εξήγησε ότι η υπεύθυνη για το χειρισμό της εταιρείας κα Λοϊζίδου είχε διαπιστώσει ότι γίνονταν εισπράξεις από την εταιρεία οι οποίες δεν κατατίθεντο στο λογαριασμό της Φάκτορς, με βάση συγκεκριμένη συγκριτική μέθοδο.  Το δικαστήριο έκρινε ότι η μαρτυρία του χαρακτηρίζετο από αμεσότητα και συνέπεια και ότι δόθηκε με αναφορά σε έγγραφα τα οποία κατέθεσε ως τεκμήρια.  Σημείωσε παράλληλα ότι η αδυναμία του ΜΕ1 να δώσει απαντήσεις σε σχέση με κάποια θέματα οφειλόταν στο ότι δεν είχε γνώση για τα θέματα αυτά και δεν επλήττετο η αξιοπιστία του. 

 

Σημείωσε επίσης τη θέση του ΜΕ1 αναφορικά με το τεκμήριο 15, στο οποίο έδωσε μεγάλη σημασία η πλευρά των εφεσειόντων.  Στο τεκμήριο αυτό, που αφορούσε έγκριση αίτησης της Alkioni για την παροχή πιστωτικών διευκολύνσεων, υπάρχει μια αναφορά για ακύρωση των προσωπικών εγγυήσεων των εφεσειόντων.  Σύμφωνα με τους τελευταίους, με το τεκμήριο 15 απαλλάχθηκαν από εγγυητές, σε σχέση με την επίδικη συμφωνία.  Αντίθετα, ήταν η θέση του ΜΕ1 την οποία αποδέχθηκε το δικαστήριο, ότι το τεκμήριο 15 αφορά σε άλλη εταιρεία και συγκεκριμένα την Τράπεζα Κύπρου Λτδ, χωρίς αναφορά στη Φάκτορς, σε χρόνο που η Τράπεζα Κύπρου και η Φάκτορς ήταν δύο ανεξάρτητες νομικές οντότητες.  Εν πάση περιπτώσει, όπως δικαίως δέχθηκε ο ευπαίδευτος δικηγόρος των εφεσειόντων το ζήτημα αυτό δεν περιλήφθηκε στο σχετικό λόγο έφεσης αναφορικά με την αξιοπιστία του ΜΕ1.

 

Βέβαια η φύση και οι συνέπειες ενός εγγράφου προκύπτουν από το ίδιο το έγγραφο και δεν ήταν ζήτημα μαρτυρίας.  Το δικαστήριο όμως αξιολόγησε, όπως θα δούμε παρακάτω, την στάση του εφεσείοντα 1 ως μάρτυρα σε σχέση και με τους ισχυρισμούς του αναφορικά με το τεκμήριο 15.

 

Αξιόπιστο έκρινε και τον ΜΕ2, για τους λόγους που εξήγησε, ο οποίος βρίσκεται στην υπηρεσία της εφεσίβλητης από το 1994 και κατά πάντα ουσιώδη χρόνο ήταν προϊστάμενος του Τμήματος Είσπραξης στην υπηρεσία της Bank of Cyprus Factors Ltd.  Ο μάρτυρας αυτός επίσης αναφέρθηκε στη δυσλειτουργία του λογαριασμού factoring της εταιρείας και συγκεκριμένα ότι δεν κατατίθεντο οι εισπράξεις τις οποίες η εταιρεία λάμβανε από τους χρεώστες της, παραπέμποντας στην ανάλυση την οποία είχε κάνει η κα Λοϊζίδου. 

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε τη θέση της άλλης πλευράς ότι οι ΜΕ1 και ΜΕ2 παρουσίασαν αντιφάσεις κατά τη μαρτυρία τους και ότι παρουσίασαν επιλεκτικά τα γεγονότα και τα έγγραφα.  Διαπίστωσε δε, πως η μαρτυρία τους συνάδει και συμπληρώνει η μια την άλλη, ανάλογα με την ιδιότητα και εμπλοκή του καθενός στα γεγονότα. 

 

Αντίθετα, δεν σχημάτισε θετική εικόνα σε σχέση με τον εφεσείοντα 1 ως μάρτυρα.  Εντόπισε αντιφάσεις και κατέγραψε τα στοιχεία που το οδήγησαν σε διαπίστωση ότι προσπαθούσε με κάθε τρόπο να προωθήσει τη δική του υπόθεση και να βοηθήσει την πλευρά των εφεσειόντων, παραπλανώντας το δικαστήριο.  Σε αυτά τα πλαίσια είναι που επέμενε ότι το τεκμήριο 15 συνιστούσε απαλλαγή τους, ενώ ως άνω αφορούσε τις υποχρεώσεις τους προς άλλη εταιρεία.  Όπως αβάσιμα επέμενε ότι η εταιρεία δεν είχε υποχρέωση να στέλλει όλα τα τιμολόγια στη Φάκτορς, γι΄ αυτό και δεν έστελνε όλα τα ποσά που εισέπραττε.

 

Δεν παρέχεται περιθώριο επέμβασης του Εφετείου, στα στενά πλαίσια που αναγνωρίζει η νομολογία για παρέμβαση στο έργο της αξιολόγησης και στη διατύπωση ευρημάτων επί των πρωτογενών ευρημάτων μιας υπόθεσης (Αντωνίου ν. Γεστάμη & Σία Λτδ κ.ά. (2002) 1 Α.Α.Δ. 1070, Παπαδόπουλος ν. Χριστοφόρου (2002) 1 Α.Α.Δ. 2004 Χρίστου ν. Khoreva (2002) 1 Α.Α.Δ. 454,  Χ" Παύλου ν. Κυριάκου κ.ά. (2006) 1 Α.Α.Δ. 236240). 

 

Σημειώνουμε ότι η προαναφερθείσα εξ ακοής αναφορά των ΜΕ1 και ΜΕ2 στην κα Λοϊζίδου τίθεται ως μέρος της αιτιολογίας του λόγου έφεσης 2, όπου και προβάλλεται ότι λανθασμένα το δικαστήριο δέχθηκε την εξ ακοής μαρτυρία.  Κατ΄ αρχάς το αυτοτελές και ουσιώδες αυτό ζήτημα θα έπρεπε να τεθεί ως αυτοτελής λόγος έφεσης και όχι ως αιτιολογικό υπόβαθρο άλλου λόγου.  Εν πάση περιπτώσει, το πρωτόδικο δικαστήριο εξήγησε επαρκώς, με συγκεκριμένες αναφορές στη μαρτυρία, γιατί αισθάνθηκε ασφάλεια να αποδεχθεί τη μαρτυρία των ΜΕ1 και ΜΕ2 αναφορικά με τις διαπιστώσεις της κας Λοϊζίδου και τον τρόπο που κατέληξε σε αυτές. 

 

Οι λόγοι έφεσης 7, 8 και 9 απορρίπτονται.

 

Η έφεση απορρίπτεται με €3.000 έξοδα πλέον ΦΠΑ υπέρ της εφεσίβλητης. 

                                                                   Μ.Μ. Νικολάτος, Π.

                                                                   Α.Ρ. Λιάτσος, Δ.          

/φκ                                                              Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.



[1]  Όπως παρατηρείται στα Halsbury's Laws of England, Vol. 49 (2015) 841, πρόνοιες αυτού του είδους σε μια συμφωνία εγγύησης που έχουν σκοπό μόνο να περιορίσουν την εκ της επιείκειας προστασία του εγγυητή βρίσκονται εκτός της εμβέλειας του Unfair Contract Terms Act 1977, ss 2, 3. 

 

[2] «2.1 Τhe Commencement Date of this Agreement is 15/12/1997 and shall remain in force until either:

(a)     one of us gives to the other at least three months written notice to expire at any time; or

(b)     it is determined in accordance with the terms of this letter.»


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο