ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Ψαρά-Μιλτιάδου, Τάσια Α. Γεωργίου για Μ. Γεωργίου ΔΕΠΕ, για τον αιτητή CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2019-11-26 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ W.K.R. , Πολιτική Αίτηση αρ. 201/19, 26/11/2019 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2019:D484

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                   Πολιτική Αίτηση αρ. 201/19

 

26 Noεμβρίου, 2019

 

[Τ.ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ) ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΝΟΜΟΥ 1964

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ 2018 (5/2018)

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ W.K.R. ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΠΟΥ ΔΟΘΗΚΕ ΣΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΠΡΟΣΩΡΙΝΟΥ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ ΗΜΕΡ. 24/06/19 ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ 5918/19 ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ XXX ΣΤΙΣ 29/10/19 ΚΑΙ ΜΕ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕ ΜΟΝΟΜΕΡΕΣ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΣΤΙΣ 24/6/2019

-----------------

Α. Γεωργίου για Μ. Γεωργίου ΔΕΠΕ,  για τον αιτητή

-------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Ο αιτητής με την παρούσα αίτηση επιδιώκει παροχή άδειας για καταχώρηση αίτησης με κλήση με σκοπό την έκδοση προνομιακού εντάλματος certiorari με το οποίο «να ακυρώσει και να κρίνει παράνομη και/ή καθ' υπέρβαση της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου απόφαση που εκδόθηκε κατά παράβαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης και της αρχής του δικαιώματος της ακρόασης και/ή απόφαση που εκδόθηκε κατά παράβαση των αρχών τις προστασίας της ιδιωτικής ζωής και των άρθρων 15, 16, 18, 21 και 23 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας, την απόφαση του Δικαστηρίου XXX ημερομηνίας 29/10/2019 με την οποία τροποποίησε μονομερώς εκδοθέν διάταγμα ημερομηνίας 24/6/2019».  Ζητεί ακόμη από το Δικαστήριο την έκδοση προσωρινού διατάγματος με το οποίο να αναστέλλεται η ισχύς του τροποποιημένου προσωρινού διατάγματος ημερομηνίας 29/10/2019 μέχρι την ολοκλήρωση της παρούσας διαδικασίας και/ή μέχρι νεωτέρας Διαταγής του Δικαστηρίου.

 

Λεπτομέρειες του αιτήματος περιέχονται στην επισυνημμένη έκθεση και υποστηρίζεται με Ένορκη Δήλωση του αιτητή από την xxx και τώρα κατοίκου xxx.

 

Η αίτηση βασίζεται στο Άρθρο 155.4 του Συντάγματος, τα Άρθρα 3 και 9 του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) Νόμου του 1965, στον Κανονισμό 3, 14 και 15 του περί Ανωτάτου Δικαστηρίου (Δικαιοδοσία Έκδοσης Ενταλμάτων Προνομιακής Φύσεως) Διαδικαστικός Κανονισμός του 2018 (5/2018), στις αρχές της φυσικής δικαιοσύνης, στα ΄Αρθρα 13, 15, 18, 21 και 23 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας, στις αρχές της επιείκειας και στις σύμφυτες εξουσίες του Δικαστηρίου.

 

Ο αιτητής είναι κατηγορούμενος στο Επαρχιακό Δικαστήριο xxx σε ποινική υπόθεση με βάση την οποία κατηγορείται από το Δήμο xxx, πως μεταξύ άλλων, διατηρεί υποστατικό (συγκεκριμένη Λέσχη), άνευ αδείας και χωρίς πιστοποιητικό καταλληλότητας από την υγειονομική υπηρεσία και χωρίς πιστοποιητικό τελικής έγκρισης. 

 

Στα πλαίσια της ποινικής υπόθεσης εξασφαλίστηκε αρχικά μονομερώς διάταγμα εναντίον του με βάση το οποίο διατάσσετο ο ίδιος ή οι αντιπρόσωποι του, ή οι υπηρέτες του, όπως αναστείλουν τη λειτουργία της συγκεκριμένης Λέσχης, (κατονομάζεται στο διάταγμα) στη διεύθυνση που αναγράφεται στη xxx μέχρι τελικής εκδίκασης της ποινικής υπόθεσης.  Στο διάταγμα κατεχωρήθη ένσταση, στην οποία ο αιτητής ισχυρίζεται ότι δεν είναι κάτοχος του υποστατικού, ότι ο όρος Λέσχη έχει πλέον καταργηθεί από το κυπριακό νομικό σύστημα (άρθρο 54(1) του περί Σωματείων και Ιδρυμάτων και για ΄Αλλα Συναφή Θέματα Νόμος του 2017, Ν.104(Ι)/17).  Σε σχέση δε με φωτογραφίες που λήφθησαν και αποτελούσαν μέρος  των τεκμηρίων της αίτησης, ο αιτητής ισχυρίζεται ότι λήφθησαν κατά παράβαση του ΄Αρθρου 16 του Συντάγματος αφού δεν είχε εκδοθεί έγκυρο και νόμιμο ένταλμα έρευνας ούτε δόθηκε οποιαδήποτε συγκατάθεση από τον κάτοχο του υποστατικού.  Ακόμη ότι το εν λόγω διάταγμα παραβιάζει την ελευθερία της σκέψης, της έκφρασης και του δικαιώματος του συνέρχεσθαι, κατά παράβαση των ΄Αρθρων 18, 19 και 21 του Συντάγματος.  Επίσης ότι ο επίδικος χώρος είναι ιδιωτικός και το ευρύ κοινό δεν έχει πρόσβαση σ΄αυτόν, δεν είναι κερδοσκοπικού χαρακτήρα και αποσκοπεί στην αμοιβαία ψυχαγωγία ιδιωτών οι οποίοι βρίσκονται στο χώρο μόνο μετά από πρόσκληση του κατόχου.

 

Το Επαρχιακό Δικαστήριο xxx, αφού ολοκληρώθηκε ενώπιον του η διαδικασία που αφορούσε το εν λόγω προσωρινό διάταγμα, εξέδωσε στις 29.10.19 αιτιολογημένη απόφαση στην οποία παρέθεσε συνοπτικά τις θέσεις των δύο πλευρών και ανέλυσε τη νομική βάση της αίτησης, κυρίως το άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου και τα άρθρα 103(4) και 116(2) του περί Δήμων Νόμου του 1985, Ν.111/85.  Ιδιαίτερα το Δικαστήριο ασχολήθηκε και με τις επί μέρους θέσεις του αιτητή για την έννοια της Λέσχης θεωρώντας ότι ως Λέσχη μπορεί να εκληφθεί ένας χώρος στον οποίο διεξάγονται συναθροίσεις και η έννοια δεν εξαντλείται στον όρο Λέσχη με βάση το προηγούμενο νομικό σύστημα το οποίο όντως έχει καταργηθεί.  Σε σχέση με τις εισηγήσεις για παραβίαση των πιο πάνω ΄Αρθρων του Συντάγματος  ανέφερε ότι είναι θέματα τα οποία θα απασχολήσουν κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας επί της ουσίας της υπόθεσης.  Αφού έκρινε ότι συντρέχουν οι δύο προϋποθέσεις του άρθρ.32 σε σχέση με την τελευταία προϋπόθεση και την αρχή της προσφορότητας θεώρησε ότι ο τελεολογικός σκοπός της θέσπισης των προνοιών του Νόμου για έκδοση ενδιαμέσων διαταγμάτων μετά την καταχώρηση ποινικής υπόθεσης γι΄αυτής της φύσεως αδικήματα που αφορούν τα άρθρα 103 και 116 του περί Δήμων Νόμου . «δεν είναι άλλος από την άμεση λήψη μέτρων για την ασφάλεια του κοινού.  Τόσο του κοινού που χρησιμοποιεί τους χώρους όσο και των ενοίκων ή χρηστών γειτνιαζόντων ακινήτων ...".  Παρακάτω δε ανέφερε:

 

"Αυτό που καλείται το Δικαστήριο να σταθμίσει εδώ είναι η ασφάλεια τον κοινού αλλά και των προσώπων που χρησιμοποιούν την εν λόγω οικοδομή αφενός και το δικαίωμα τον Κατηγορουμένου να συνέρχεται στο εν λόγω υποστατικό για σκοπούς κοινωνικής συναναστροφής και ψυχαγωγίας από την άλλη με τούς φίλούς, γνωστούς και άλλα πρόσωπα τα οποία προσκαλούνται στο χώρο από τα μέλη της ομάδας ή και από γενικά προσκεκλημένους τους. Θεωρώ ότι η διασφάλιση της σωματικής ακεραιότητας και ο περιορισμός της έκθεσης των προσώπων αυτών σε κινδύνους, κλίνει την πλάστιγγα προς την πλευρά της οριστικοποίησης τον διατάγματος."

 

Αναφορικά με εισήγηση που είχε προβάλει ο αιτητής για αοριστία του διατάγματος το Δικαστήριο ανέφερε πως ο ίδιος είχε αποκαλύψει ότι πλέον το υποστατικό τυγχάνει διαχείρισης στην ουσία από ομάδα ατόμων.  Στη βάση δε αυτού, θεώρησε πως ήταν ορθό το εκδοθέν διάταγμα να περιοριστεί ανάλογα.  Δηλαδή εκδόθηκε ενδιάμεσο διάταγμα ως εξής:  «δια του οποίου ο κατηγορούμενος και ή οι αντιπρόσωποι αυτού και ή οι υπηρέτες αυτού παύσουν να χρησιμοποιούν τους χώρους της Λέσχης χχχ εντός του χχχ (τίθενται οι λεπτομέρειες του ακινήτου) στη xxx για τη διεξαγωγή κοινωνικών και ή ψυχαγωγικών δραστηριοτήτων, μέχρι τελικής εκδίκασης της ως άνω υπόθεσης».

 

Δια της παρούσης αίτησης ο αιτητής θεωρεί ότι πρέπει να του δοθεί η άδεια για καταχώρηση αίτησης με κλήση για έκδοση certiorari λόγω του ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο xxx στην απόφαση του επικυρώνει και τροποποιεί διάταγμα το οποίο περιορίζει αδικαιολόγητα την ιδιωτική χρήση ακινήτου κατά παράβαση των πάγιων συνταγματικών δικαιωμάτων του ατόμου και δη των ΄Αρθρων 15 (δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή), 16 (απαράβατο της οικίας), 18 (δικαίωμα ελευθερίας της σκέψης), 21 (δικαίωμα του συνέρχεσθαι ειρηνικώς) και του 23 (δικαίωμα στην ιδιωτική περιουσία).  Το Δικαστήριο ανεπίτρεπτα εξέδωσε απόφαση με την οποία τροποποιεί με δική του πρωτοβουλία, χωρίς σχετική αίτηση, μονομερές διάταγμα. Στην ουσία, δίνει νομική ισχύ σε διάταγμα που θα ήταν ανεφάρμοστο αν έμενε ως είχε.  Κατά τον αιτητή, η πράξη αυτή έγινε καθ΄υπέρβαση εξουσίας και με πλάνη περί το Νόμο αναφορικά με τις εξουσίες που ενυπάρχουν στο Επαρχιακό Δικαστήριο.  Με αυτό τον τρόπο επίσης παραβιάζεται το ΄Αρθρο 30 του Συντάγματος και το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων καθότι πλήττεται το δικαίωμα ακρόασης καθώς και η Διαταγή 48(8)(4) των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας με την οποία καθορίζεται η διαδικασία για τροποποίηση ενός μονομερώς εκδοθέντος διατάγματος.

 

Είναι σαφείς οι αρχές που ισχύουν ως προς την παροχή αδείας για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος, ως το certiorari - όπως και το ότι η έκδοση τέτοιων ενταλμάτων εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου (Θεοδούλου (αρ.1) (1990) 1 Α.Α.Δ. 438). 

 

΄Εχω μελετήσει τα όσα τέθηκαν ενώπιον μου και αυτά που ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή έχει επιχειρηματολογήσει στα πλαίσια εξέτασης αν στοιχειοθετείται συζητήσιμη υπόθεση. 

 

Η δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου για χορήγηση άδειας για καταχώρηση αίτησης για προνομιακό ένταλμα τύπου certiorari, ασκείται μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις και για καθορισμένους λόγους.  Για να χορηγηθεί άδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος, ο αιτητής πρέπει να στοιχειοθετήσει εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση.  Η διαπίστωση γίνεται κατ΄ αρχήν από το πρακτικό του Δικαστηρίου.  Συζητήσιμη υπόθεση μπορεί να υπάρξει όπου διαπιστώνεται έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας, έκδηλης πλάνης περί το Νόμο, προκατάληψη, ύπαρξη δόλου, παράβαση της φυσικής δικαιοσύνης και άλλα, τα οποία αφορούν εν πάση περιπτώσει έλεγχο νομιμότητας, όχι ορθότητας.  (Βλ. Αίτηση του xxx Γιαννόπουλου για άδεια καταχώρησης εντάλματος Certiorari (2009) 1(B) Α.Α.Δ. 1650 και Αναφορικά με τον xxx Περέλλα (1995) 1 Α.Α.Δ. 692).

 

΄Ηταν μέρος των ισχυρισμών του αιτητή κατά τη διαδικασία ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου πως όταν αντιλήφθηκε ότι «ήταν αδύνατο να λειτουργήσει μια εμπορική εταιρεία σε τέτοιες εγκαταστάσεις, αποφάσισε να κάνει ένα μη κερδοσκοπικό χώρο συγκέντρωσης ομοφυλοφίλων όπου τα μέλη θα μπορούσαν να αλληλοεπιδράσουν σ΄ ένα χώρο όπου να νιώθουν ελεύθερα και άνετα και να είναι ο εαυτός τους».

 

Προκύπτει ακόμη από τους ισχυρισμούς του αιτητή ότι το χώρο αυτό τον διαχειριζόταν μια ομάδα προσώπων, ενώ παραθέτοντας τις ενέργειες του σε σχέση με το συγκεκριμένο χώρο διαφαίνεται και η δική του ανάμειξη, την οποία το Επαρχιακό Δικαστήριο έκρινε στην ουσία ως θεμελιακή ώστε να θεωρηθεί ότι είναι το κύριο άτομο που έχει δικαίωμα χρήσης του υποστατικού.  Αυτά βεβαίως στο περιορισμένο πλαίσιο μιας ενδιάμεσης θεραπείας.  Στη βάση αυτού του συλλογισμού κρίθηκε και η πλήρωση των τριών προϋποθέσεων του άρθρου 32.  Η συζητήσιμη υπόθεση και η πιθανότητα επιτυχίας δηλαδή η πρώτη και δεύτερη προϋπόθεση του άρθρου 32 βασίστηκε κυρίως ότι κατά την επιθεώρηση διαπιστώθηκε ότι ο κατηγορούμενος λειτουργεί παρανόμως τη λέσχη και ότι ο ίδιος αναφέρει πως μαζί με ομάδα ατόμων συνέρχονται στο εν λόγω υποστατικό για σκοπούς ψυχαγωγίας και κοινωνικοποίησης.  Το υποστατικό ενοικιάστηκε από δική του εταιρεία και ο ίδιος το διαμόρφωσε με δικά του έξοδα. 

 

Σε σχέση με τη θέση του αιτητή ότι δεν είναι ιδιοκτήτης ή κάτοχος του υποστατικού και ως εκ τούτου δεν έχει προσωπικό έλεγχο έγινε ειδική παραπομπή από το Επαρχιακό Δικαστήριο στο άρθρο 116 του περί Δήμων Νόμου όπου αναφέρεται όχι μόνο σε κάτοχο ή ιδιοκτήτη αλλά σε οποιονδήποτε χρησιμοποιεί ή ενεργεί όπως χρησιμοποιηθεί ή ανέχεται τη χρήση οποιασδήποτε οικοδομής.   Στη βάση αυτή εκρίθη ότι δεν είναι απαραίτητο ο κατηγορούμενος να είναι ιδιοκτήτης ή κάτοχος.  Το Δικαστήριο επίσης ανάφερε ότι οι κατηγορίες αφορούν κατά κύριο λόγο πολεοδομικής φύσεως αδικήματα, όπως την κατοχή υποστατικού ή τη λειτουργία χωρίς άδεια οικοδομής και χωρίς πιστοποιητικό τελικής έγκρισης, διατήρηση οικοδομής σε τέτοια κατάσταση που να είναι επικίνδυνη κ.ά.  Αυτό σε συνάρτηση με το ότι ο χώρος αναφέρεται πως χρησιμοποιείται από αριθμό ατόμων δεν μπορεί να οδηγήσει σε συμπέρασμα πως δεν είναι ανοικτός στο κοινό, αν και αυτό είναι κάτι που θα κριθεί τελικά στα πλαίσια της ουσίας της υπόθεσης.

 

Ο κ. Γεωργίου ορθά εστίασε το θέμα στο κατά πόσο το Δικαστήριο είχε εξουσία να διαφοροποιήσει το διάταγμα που εξεδόθη μονομερώς και στη βάση του οποίου διεξήχθη η ακροαματική διαδικασία.  Ταυτόχρονα επεσήμανε πως η έλλειψη τέτοιας εξουσίας του Δικαστηρίου στηρίζεται στο ότι δεν εφαρμόστηκε η διαδικασία που ορίζει η Δ.48 θ.8(4) των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, η οποία έχει ως εξής:

"(4) Any person (other than the applicant) affected by an order made ex parte may apply by summons to have it set aside or varied and the Court or Judge may set aside or vary such order on such terms as may seem just".

 

Τίθεται συνεπώς ευθέως στο προσκήνιο το ερώτημα εάν υπήρξε παραβίαση της σχετικής διαταγής. 

 

Όπως εύστοχα παρατηρείται στο Σύγγραμμα Ερωτοκρίτου & Αρτέμη, Διατάγματα Injunctions, 2016, η εφαρμογή της εν λόγω διαταγής φαίνεται να προκαλεί σύγχυση και συγκρουόμενη νομολογία.  (Βλ. σχετικά στη σελ. 356 κ.ε.).  Προβλέπει η εν λόγω  Διαταγή ότι οποιονδήποτε πρόσωπο (εκτός από τον αιτητή) το οποίο επηρεάζεται από Διάταγμα που είχε εκδοθεί μονομερώς μπορεί να υποβάλει αίτηση δια κλήσεως για την ακύρωση ή τροποποίηση του.  Νομολογιακά έχει κριθεί ότι προσπάθεια ακύρωσης εξ πάρτε διατάγματος με μονομερή αίτηση δεν είναι σύννομη.  (Βλ. Βούρος (2003) 1Β Α.Α.Δ. 1176).  Στη Φεσσάς (1990)1 Α.Α.Δ. 704 αναφέρθηκε ότι κατά τα τελευταία 100 έτη που θεσπίστηκε ο περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμος και στη συνέχεια οι θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας για αμφισβήτηση διατάγματος το οποίο εξεδόθη μονομερώς δυνάμει του άρθρου 9(1) του Κεφ.6 ακολουθείται η πρακτική της καταχώρησης ένστασης όπως προβλέπει η Δ.48 θ.4.  Κρίθηκε δε ότι η Δ.48 θ.8(4) δεν τυγχάνει εφαρμογής σε περιπτώσεις εκδόσεως διαταγμάτων βάσει του άρθρου 9(1)  αλλά σε άλλης φύσεως διατάγματα.  (Βλ. και ΄Ελληνας ν. Χριστοδούλου (1985) 1 Α.Α.Δ. 438).  Στην υπόθεση xxx Michailovic κ.ά. (αρ.2) (1997)1Β Α.Α.Δ. 729 το Σωματείο Αποέλ εξασφάλισε μονομερώς διάταγμα με το οποίο εμποδιζόταν η Ανόρθωση από του να συνάψει συμφωνία εργοδότησης με συγκεκριμένο ποδοσφαιριστή ο οποίος δεν ήταν διάδικος.  Ο τελευταίος αφού εξασφάλισε άδεια, καταχώρησε αίτηση για έκδοση certiorari για ακύρωση του διατάγματος.  Αναγνωρίστηκε το δικαίωμα του αιτητή να χρησιμοποιήσει τις πρόνοιες της Δ.48 θ.8(4) αλλά αυτό δεν επηρέασε καταλυτικά τη λήψη του προνομιακού εντάλματος για ακύρωση του διατάγματος.  Στα πιο πάνω πλαίσια μελετήθηκε και η R.C.K. (1993)1 AAΔ 618 στην οποία με βάση τα γεγονότα της  κρίθηκε για σκοπούς προνομιακού εντάλματος, ότι υπήρχαν δύο αντιφατικά διατάγματα, κάτι που δεν προκύπτει εν προκειμένω.

Όπως διαπιστώθηκε στις πιο πάνω υποθέσεις η παράβαση δικονομικής πρόνοιας συνίστατο στην υποβολή μονομερούς αίτησης και όχι δια κλήσεως όπως προνοεί η πιο πάνω διαταγή.  Είναι αυτό το γεγονός που οδήγησε σε παραχώρηση αδείας για αίτηση certiorari, κάτι που εδώ επίσης δεν συντρέχει. 

 

Με βάση τη νομολογία δεν διαπιστώνεται πως η εν λόγω διαταγή είναι το μόνο έρεισμα για τροποποίηση διατάγματος εφόσον ειδικά η υπόθεση οδηγηθεί σε ακρόαση μετά την εξ πάρτε έγκριση διατάγματος.  Δεν μπορεί λοιπόν να ισχύσει η θέση του ευπαιδεύτου συνηγόρου του αιτητή πως το Επαρχιακό Δικαστήριο στερείται, άνευ ετέρου, εξουσίας τροποποίησης ενός διατάγματος που εξέδωσε το ίδιο μονομερώς, όταν πλέον ακούσει και τις δύο πλευρές.  Εξάλλου, το ίδιο το άρθρο 32(2) αναφέρει πως το Δικαστήριο δύναται καθ΄ οιονδήποτε χρόνο να τροποποιήσει διάταγμα που εξέδωσε.  Είναι θέμα πραγματικών περιστάσεων και ενδεχομένης σύγκρισης του πρώτου διατάγματος με το δεύτερο (μετά την τροποποίηση) για να κριθεί εάν υφίσταται λάθος του Δικαστηρίου.  Όμως, δεν μπορούμε να ομιλούμε για συζητήσιμη υπόθεση ως προς την παντελή έλλειψη τέτοιας εξουσίας, η οποία θα ήταν απαραίτητη προϋπόθεση για να κριθεί θετικά η παρούσα αίτηση.  (Βλ. Κορέλλης ν. Γενικού Εισαγγελέα (1998)1 Α.Α.Δ. 1718).  Παρά τα πιο πάνω, ερχόμενη στο θέμα του ενδίκου μέσου παρατηρώ πως δεν αμφισβητήθηκε ότι ο αιτητής μπορεί να προσφύγει στο ένδικο μέσο της έφεσης.  Απλώς αναφέρθηκε ότι η δραστικότητα των διαταγμάτων είναι τέτοια, ειδικά εφόσον επηρεάζονται συνταγματικά δικαιώματα ως άνω, που θα έπρεπε να οδηγήσουν στη διαπίστωση εξαιρετικών περιστάσεων για απόδοση της θεραπείας. 

 

Δεν συμμερίζομαι την άποψη του ευπαιδεύτου συνηγόρου καθότι με την έφεση μπορούν να εξεταστούν τόσο προβαλλόμενα λάθη του Επαρχιακού Δικαστηρίου, όσο και ενδεχόμενες παραβιάσεις συνταγματικών άρθρων στην πλήρη εμβέλεια των περιστάσεων που αφορούν. 

 

Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι η περιορισμένη χρονική διάρκεια του διατάγματος και οι τυχόν συνέπειες του, θα αντιμετωπισθούν, εφόσον ακουστεί η ποινική υπόθεση και αποφασισθεί η ουσία της.  Είμαι σίγουρη ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο, ακριβώς ενόψει της ύπαρξης ενδιάμεσου διατάγματος θεραπείας, θα μεριμνήσει για τη σύντομη εκδίκαση της υπόθεσης.

 

Για τους λόγους που έχω εξηγήσει η αίτηση απορρίπτεται.

 

 

                                                                   Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου,

                                                                                      Δ.

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο