ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2019:D463
AΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 184/2019)
6 Νοεμβρίου, 2019
[Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/ΣΤΗΣ]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ 2018
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ xxx xxx ΛΕΙΒΑΔΙΩΤΗ ΕΚ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΓΙΑ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΗ ΑΔΕΙΑΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΩΝ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ CERTIORARI/PROHIBITION
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ Ε.Δ. Μ.Γ. ΛΟΪΖΟΥ ΗΜΕΡ. 17/10/19 ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΙΔΙΩΤΙΚΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗς ΑΡ. 30681/2013 ΤΟΥ Ε.Δ. ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
-------------
Μονομερής αίτηση της xxx xxx Λειβαδιώτη
Χρ. Κληρίδης, για την αιτήτρια.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Η αιτήτρια, στα πλαίσια ιδιωτικής ποινικής υπόθεσης ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, αντιμετωπίζει έξι κατηγορίες για έκδοση προς τον παραπονούμενο/κατήγορο επιταγών κατά παράβαση του άρθρου 305Α. Στην έκθεση αδικήματος κάθε κατηγορίας αναφερόταν αρχικά η «έκδοση επιταγής χωρίς αντίκρισμα κατά παράβαση των άρθρων 20, 29, και 305Α(1), (2), (3), (4), (5), (7) και (8) του Ποινικού Κώδικα, όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 186/86, 36(Ι)/97, 37(Ι)/99, 129(Ι)/99, 25(Ι)/03 και 164/03». Οι λεπτομέρειες των αδικημάτων έχουν ως κοινή βάση τον ισχυρισμό ότι όταν οι επιταγές εμφανίστηκαν στην τράπεζα κατά ή μετά την ημερομηνία που κατέστησαν πληρωτέες δεν εξοφλήθηκαν και επιστράφηκαν με ένδειξη «Η ΠΛΗΡΩΜΗ ΕΧΕΙ ΑΝΑΚΛΗΘΕΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΚΔΟΤΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΑΓΗΣ» και παρέμειναν απλήρωτες πέραν των 15 ημερών.
Μετά την περάτωση της υπόθεσης του κατηγόρου, αντί άλλης ενέργειας η αιτήτρια καταχώρισε αίτηση ζητώντας όπως η ποινική υπόθεση απορριφθεί ως καταχρηστική της διαδικασίας. Το Επαρχιακό Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση εκείνη στις 2.9.2019. Ακολούθησε αίτηση για άδεια προς τον σκοπό καταχώρισης αίτησης Certiorari προς ακύρωση της εν λόγω απόφασης του επαρχιακού Δικαστηρίου ημερ. 2.9.2019, η οποία απερρίφθη στις 17.9.2019 (Αναφορικά με την Αίτηση Λειβαδιώτη, Πολ. Αιτ. Αρ. 163/19, ημερ. 17.9.2019).
Ακολούθως, η αιτήτρια ζήτησε παραμερισμό του κατηγορητηρίου προβάλλοντας τον ισχυρισμό ότι τούτο είναι ανύπαρκτο ή άκρως ελαττωματικό. Πρώτο, δεν είναι γνωστό στο νόμο, ισχυρίστηκε, το αδίκημα της έκδοσης επιταγής χωρίς αντίκρισμα. Η αναφορά αυτή αποτελεί τον τίτλο του μέρους του Ποινικού Κώδικα με γενικότερο τίτλο «Επιταγές χωρίς αντίκρισμα» ως και τον υπότιτλο του άρθρου 305Α «Έκδοση Επιταγών χωρίς αντίκρισμα». Τα αδικήματα όμως που δημιουργεί το άρθρο 305Α δεν είναι η «έκδοση επιταγής χωρίς αντίκρισμα» αλλά η έκδοση επιταγής, η οποία κατά ή μετά την ημερομηνία της παρουσιάζεται και δεν εξοφλείται λόγω έλλειψης διαθεσίμων κεφαλαίων του εκδότη, ή λόγω του ότι ο λογαριασμός ήταν κλειστός και νοουμένου ότι παραμένει απλήρωτη για 15 ημέρες από την παρουσίαση της (εδάφιο 1) και η πρόκληση μη εξόφλησης επιταγής πριν ή κατά την ημερομηνία που είναι πληρωτέα χωρίς εύλογη αιτία (εδάφιο 2). Δεύτερο, το κατηγορητήριο πάσχει από πολλαπλότητα, εφόσον στην έκθεση των αδικημάτων αναφέρονται όλα τα εδάφια του άρθρου 305Α του Ποινικού Κώδικα. Το αποτέλεσμα ήταν να επηρεαστεί δυσμενώς η αιτήτρια στην προετοιμασία της υπόθεσης της, εφόσον της ζητήθηκε να υπερασπιστεί σε ανύπαρκτες κατηγορίες και για διαφορετικά αδικήματα, χωρίς να εξειδικεύεται στο κατηγορητήριο επί ποιου συγκεκριμένου άρθρου/εδαφίου τούτο εδράζεται. Επιπρόσθετα, προωθήθηκε η θέση ότι η προσφερθείσα μαρτυρία δεν επαρκούσε για αναγνώριση και σύνδεση της αιτήτριας και για στοιχειοθέτηση των αδικημάτων. Δεν απεδείχθη ότι η κατηγορούμενη είναι αυτή η οποία εξέδωσε τις επίδικες επιταγές, δεν απεδείχθη ότι η ανάκληση των επιταγών έγινε από την ίδια την κατηγορούμενη. Αυτά βεβαίως είναι θέματα που αφορούν στη στοιχειοθέτηση των κατηγοριών από την προαναφερθείσα μαρτυρία και όχι σε ελαττώματα του κατηγορητηρίου.
Το Επαρχιακό Δικαστήριο με απόφαση ημερ. 17.10.2019 απέρριψε το αίτημα για παραμερισμό του κατηγορητηρίου θεωρώντας, για τους λόγους που εξήγησε σε μια εκτεταμένη απόφαση πολλών σελίδων, ότι ναι μεν η σύνταξη θα μπορούσε να ήταν καλύτερη, εντούτοις όμως η ελαττωματικότητα δεν ήταν τέτοιας φύσης και έκτασης και δεν συνιστούσε ακυρότητα που να δικαιολογούσε απαλλαγή της αιτήτριας. Αντ΄ αυτού προχώρησε σε τροποποίηση του ώστε η έκθεση αδικήματος να διαμορφώνεται πλέον ως ακολούθως «έκδοση επιταγής χωρίς αντίκρισμα κατά παράβαση του άρθρου 305Α(2) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 70(Ι)/08.» Με αυτό τον τρόπο το κατηγορητήριο περιορίστηκε στο εδάφιο (2) και, περιπλέον, τέθηκε ο σωστός τροποποιητικός νόμος, ήτοι ο 70(Ι)/08 εφόσον ο νόμος 25(Ι)/03 που αρχικά αναφερόταν στο κατηγορητήριο είχε ακολουθηθεί από τον 70(Ι)/08. Όπως δε παρατήρησε το Επαρχιακό Δικαστήριο στην υπό εξέταση απόφαση του, η ουσία του άρθρου 305Α(2) παρέμενε η ίδια αναφερόμενη στο αδίκημα της πρόκλησης, χωρίς εύλογη αιτία, μη εξόφλησης επιταγής με οποιαδήποτε πράξη του εκδότη της. Η μόνη διαφοροποίηση, παρατήρησε το δικαστήριο, που επέφερε ο Ν. 70(Ι)/08, εντοπίζεται στην προβλεπόμενη ποινή.
Με την παρούσα αίτηση η αιτήτρια ζητά άδεια για να καταχωρίσει αίτηση Certiorari προς ακύρωση της εν λόγω απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου, επαναλαμβάνοντας τα ίδια επιχειρήματα. Εκείνο όμως που έχει σημασία είναι ότι το δικαστήριο είχε δικαιοδοσία να εξετάσει το αίτημα που η ίδια η αιτήτρια του έθεσε και να το αποδεχθεί ή όχι, με παράλληλη ευχέρεια να τροποποιήσει το κατηγορητήριο, με βάση το άρθρο 83(1) σύμφωνα με το οποίο:
«83(1) Όταν, σε οποιοδήποτε στάδιο της δίκης φαίνεται στο Δικαστήριο ότι το κατηγορητήριο ή το κατηγορητήριο που καταχωρίστηκε στο Κακουργιοδικείο είναι ελαττωματικό, είτε ουσιαστικά είτε τυπικά, το Δικαστήριο δύναται να εκδώσει τέτοιο διάταγμα για τη μεταβολή του κατηγορητηρίου ή του κατηγορητηρίου που καταχωρίστηκε στο Κακουργιοδικείο είτε με τροποποίηση του ή με υποκατάσταση του ή με προσθήκη σε αυτό νέας κατηγορίας ως το Δικαστήριο κρίνει αναγκαίο ώστε να ανταποκρίνεται στα περιστατικά της υπόθεσης.»
Όπως υποδείχθηκε και στην προηγούμενη, προαναφερθείσα αίτηση υπ΄ αρ. 163/19, δεν είναι η ορθότητα της απόφασης που ελέγχεται στη διαδικασία Certiorari, αλλά η νομιμότητα. Εάν το δικαστήριο έκανε λάθος, το λάθος αυτό ενσωματώνεται στην τελική απόφαση, όπως ενσωματώνεται και το καίριο ζήτημα της εκ πρώτης όψεως υπόθεσης και μπορεί να ελεγχθεί με έφεση, όπως υποδηλώνει, ακριβώς, η νομολογία στην οποία παρέπεμψε ο ευπαίδευτος δικηγόρος της αιτήτριας. Πέραν τούτου, η κατατεμάχιση της δίκης που επιδιώκει η αιτήτρια, η οποία δεν έθεσε τέτοια ζητήματα πριν απαντήσει στο κατηγορητήριο αλλά μόνο στο προχωρημένο αυτό στάδιο της δίκης, αντενδείκνυται ως ζήτημα αρχής, αλλά και από πρακτικής πλευράς δημιουργεί περιπλοκές και καθυστερήσεις που πρέπει να αποφεύγονται.
Η αίτηση απορρίπτεται.
Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
/φκ