ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας στους οποίους κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας Δ.2
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ECLI:CY:AD:2019:A500
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 171/2012)
29 Νοεμβρίου, 2019
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
1. BLOOM DAY DEVELOPMENTS LTD,
2. xxxx ΠΙΤΣΙΛΛΙΔΗΣ,
3. xxxx ΣΠΥΡΙΔΩΝΟΣ,
Εφεσείοντες/Εναγόμενοι,
ΚΑΙ
xxxxx ΕΠΙΦΑΝΕΙΟΥ,
Εφεσίβλητος/Ενάγων.
_ _ _ _ _ _
Π. Ευθυμίου, για τους Εφεσείοντες.
Ε. Χ. Πουλλά (κα) και για Μ. Μούρο, για τον Εφεσίβλητο.
_ _ _ _ _ _
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από την Σταματίου, Δ.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Ο εφεσίβλητος μεταβίβασε τα ακίνητά του στο Στρουμπί και στη Θελέτρα στην εφεσείουσα 1. Η συναλλαγή έγινε μέσω ειδικού πληρεξουσίου που ο εφεσίβλητος υπέγραψε προς την τότε εναγόμενη αρ. 4 (δικολάβος ΣΜ), το οποίο πιστοποίησε ο κοινοτάρχης xxx (πρωτοδίκως εναγόμενος 5). Ο εφεσείοντας αρ. 2 είναι διευθυντής της εφεσείουσας αρ. 1, ο δε εφεσείοντας αρ. 3 ήταν μεσάζοντας στη συναλλαγή.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού δέχθηκε τη μαρτυρία της ΜΕ1 (δικηγόρου ΕΠ), ΜΕ2 (ψυχιάτρου Μ.Π) και του ΜΕ7 (εργοθεραπευτή Δ.Μ), προχώρησε σε εύρημα πως ο εφεσίβλητος παρακολουθείται από τις Ψυχιατρικές Υπηρεσίες από το 1989 και πάσχει από σχιζοφρενική διαταραχή. Στην κλινική του εικόνα, η ενεργός ψυχοπαθολογία είναι πάντοτε παρούσα και συνεπεία αυτής ο εφεσίβλητος δεν αντιλαμβάνεται τις εξηγήσεις που του δίδονται και είναι υποβόλιμος. Το πρόβλημα αυτό δεν είναι εμφανές παρά μόνο από το λόγο του.
Οι εφεσείοντες ισχυρίστηκαν ότι τίποτε από τη συμπεριφορά του εφεσίβλητου δε φανέρωνε ότι ήταν ευκολόπιστος ή ότι δεν ήταν καλά. Είχαν συνομιλήσει μαζί του, ο κάθε ένας και σε διαφορετική έκταση και πλαίσιο, και η εντύπωση που σχημάτισαν για αυτόν ήταν ενός φυσιολογικού ανθρώπου. Το Δικαστήριο απέρριψε τη μαρτυρία τους ως μη αληθή. Κατέληξε πως, από την ενώπιόν του ιατρική μαρτυρία, προέκυπτε πως ο εφεσίβλητος ήταν ανίκανος για δικαιοπραξία και, παρά το ότι η δικαιοπρακτική ανικανότητα διακρίνεται από την ψυχική πίεση, εν τούτοις, η κατάσταση αυτή του εφεσίβλητου, «τον καθιστά υποβόλιμο, ενεργεί δηλαδή καθ' υπόδειξη άλλου και δεν προκύπτει η πράξη του ελεύθερα και ανεπηρέαστα. Είναι πολύ εύπιστος και μπορεί να προβεί σε πράξεις που δεν είναι προς όφελός του». Οπότε, ο εφεσείων 2 ήταν σε θέση να κυριαρχεί επί της θέλησης του εφεσίβλητου και να επωφεληθεί από αυτήν. Ως αποτέλεσμα, εξασφάλισε την αγορά τεσσάρων ακινήτων σε τιμή πολύ κατώτερη της αξίας τους και με επαχθείς όρους, δηλαδή τη μείωση της τιμής στο μισό σε περίπτωση που δεν εξασφαλιζόταν δίοδος. Οπότε, οι ενέργειες του εφεσείοντα 2 κρίθηκαν από το Δικαστήριο ότι εμπίπτουν στις πρόνοιες του άρθρου 16(1)(2)(β) και (3) του περί Συμβάσεως Νόμου, Κεφ. 149, οι οποίες στοιχειοθετούν την έννοια της ψυχικής πίεσης.
Την κατάσταση αυτή του εφεσίβλητου εκμεταλλεύτηκε και ο εφεσείων 3, ο οποίος εξασφάλισε πολύ εύκολα δάνειο ΛΚ8.000 από τον εφεσίβλητο και το οποίο δεν έχει επιστρέψει στον εφεσίβλητο, με τους ισχυρισμούς του περί πληρωμής του εφεσίβλητου σε μετρητά να παραμένουν μετέωροι.
Το Δικαστήριο προχώρησε, συνεπώς, στην έκδοση δήλωσης και/ή διατάγματος εναντίον των εφεσειόντων 1 και 2 ακύρωσης της μεταβίβασης των επίδικων κτημάτων στην εφεσείουσα 1 και εξέδωσε απόφαση εναντίον του εφεσείοντα 3 για επιστροφή του ποσού των ΛΚ8.000.
Αναφορικά με τις ενέργειες των πρώην εναγομένων 4 και 5 το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν είχε ενώπιόν του μαρτυρία η οποία να φανερώνει ότι εσκεμμένα και σε συνέργεια με τους εφεσείοντες 1 και 2 προέβησαν στις πράξεις αυτές.
Το ποσό των ΛΚ64.000, το οποίο οι εφεσείοντες 1 κατέβαλαν στον εφεσίβλητο και το οποίο εξακολουθεί να παραμένει στην κατοχή του εφεσίβλητου, παρά την ακύρωση των μεταβιβάσεων, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως πρόκειται για θέμα το οποίο δεν μπορεί να εξεταστεί, καθότι οι εφεσείοντες 1 δεν ανταπαιτούν οτιδήποτε εναντίον του εφεσίβλητου, ώστε να τίθεντο ισχυρισμοί ως προς το κατά πόσο ο εφεσίβλητος δικαιούται το ποσό ή θα πρέπει να επιστραφεί στους εφεσείοντες 1.
Με την υπό κρίση έφεση προβάλλονται πέντε λόγοι έφεσης:
1. Λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι η υπογραφή του τύπου διορισμού δικηγόρου από τον εφεσίβλητο έγινε νομότυπα και μέσα στα πλαίσια των υποχρεώσεων της διεπαγγελματικής ομάδας στήριξής του.
2. Είναι λανθασμένο το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο ενάγων απέδειξε την υπόθεσή του και δικαιούται στην ακύρωση της εγγραφής των ακινήτων στη βάση της δήλωσης πώλησης αριθμός 815/06.
3. Η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι αποδείχθηκε ότι οι εφεσείοντες 2 και 3 επιβλήθηκαν και κυριάρχησαν στη βούληση του εφεσίβλητου εκμεταλλευόμενοι την κατάστασή του για να προβεί στην πώληση των επίδικων ακινήτων είναι λανθασμένη.
4. Εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι ελλείψει ανταπαίτησης από μέρους των εφεσειόντων 2, δεν δικαιούνται σε αποκατάσταση με την ακύρωση της πράξης πώλησης.
5. Λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο επιδίκασε τα έξοδα της αγωγής εναντίον των εφεσειόντων.
Πρώτος λόγος έφεσης
Η αγωγή καταχωρίστηκε με διοριστήριο που υπέγραψε ο ίδιος ο εφεσίβλητος με το οποίο εξουσιοδοτούσε τις Κατερίνα Χατζηχαραλάμπους - Παπαβασιλείου, Δώρα Αρέστη Τρύφωνος και Ευαγγελία Πουλλά - Μακαρούνα ως δικηγόρους του. Σε αρχικό στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας της αγωγής η κα Πουλλά - Μακαρούνα παραιτήθηκε από δικηγόρος του εφεσίβλητου για να δώσει μαρτυρία εκ μέρους του. Στη συνέχεια, εμφανίστηκε και χειρίστηκε την υπόθεση η κα Στέλλα Τιμοθέου εκ μέρους της κας Χατζηχαραλάμπους.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξετάζοντας προδικαστική ένσταση που υποβλήθηκε από τους εφεσείοντες κατά πόσο ο εφεσίβλητος ως άτομο που πάσχει από σχιζοφρενική διαταραχή μπορούσε να καταχωρήσει προσωπικά την αγωγή ή κατά πόσο ήταν αναγκαίος ο διορισμός διαχειριστή κατέληξε ως ακολούθως:
«Η ουσιαστική προδικαστική ένσταση που προβάλλουν οι Eναγόμενοι αφορά το κατά πόσο ο Ενάγων ως άτομο που πάσχει από σχιζοφρενική διαταραχή μπορεί να καταχωρήσει προσωπικά την παρούσα αγωγή ή είναι αναγκαίος ο διορισμός διαχειριστή. Σύμφωνα με το ιατρικό πιστοποιητικό (Τεκμήριο 21) ο Ενάγων είναι ανίκανος να εργαστεί και σύμφωνα επίσης με την μαρτυρία της Μ.Ε.2 είναι υποβόλιμος και μπορεί να προβεί σε πράξεις που δεν είναι προς όφελος του γιατί είναι πολύ εύπιστος. Η μάρτυρας ανέφερε επίσης ότι είναι ανίκανος για δικαιοπραξία και ζήτησαν σαν υπηρεσία να διοριστεί διαχειριστής της περιουσίας του. Ενώπιον του Δικαστηρίου δεν υπάρχει οποιαδήποτε μαρτυρία που να καταδεικνύει ότι διορίστηκε διαχειριστής της περιουσίας του Ενάγοντα και κατά συνέπεια αφού δεν υπάρχει διαχειριστής δεν τίθεται θέμα καταχώρησης της αγωγής εκ μέρους του.
Το ερώτημα που παραμένει είναι κατά πόσο ο Ενάγων μπορεί να εξουσιοδοτήσει τους δικηγόρους του να καταχωρήσουν εκ μέρους του προσωπικά την παρούσα αγωγή.
Η Μ.Ε.2 ανέφερε ότι μέσα στα πλαίσια της προστασίας του Ενάγοντα, η διεπαγγελματική ομάδα που ασχολείται μαζί του και αποτελείται τόσο από την ίδια όσο και από τον Μ.Ε.7 και άλλους λειτουργούς όταν αντιλήφθηκε από τα λεγόμενα του Ενάγοντα ότι πώλησε τα κτήματα του και θεώρησαν ότι τον ξεγέλασαν επικοινώνησαν με την κ. Πουλλά τόσο η ίδια όσο και ο Μ.Ε.4 και την κάλεσαν σε κοινή συνάντηση στην παρουσία του Ενάγοντα και της συζύγου του για να ληφθούν δικαστικά μέτρα για ακύρωση των μεταβιβάσεων.
Ως εκ τούτου θεωρώ ότι η υπογραφή του τύπου διορισμού δικηγόρου από τον Ενάγοντα έγινε μέσα στα πλαίσια των υποχρεώσεων της διεπαγγελματικής ομάδας στήριξης του Ενάγοντα στην παρουσία της συζύγου του και για σκοπούς προστασίας των συμφερόντων του. Η απόφαση πάρθηκε και η εξουσιοδότηση δόθηκε ουσιαστικά από την ομάδα στήριξης όπως είχε δικαίωμα να πράξει και η υπογραφή του εντύπου από τον ενάγοντα έγινε μέσα στο πλαίσιο αυτό.»
Αποτελεί θέση των εφεσειόντων πως με βάση τη μαρτυρία των ειδικών που κατέθεσαν εκ μέρους του εφεσίβλητου αυτός δεν ήταν σε θέση να προβεί σε οποιαδήποτε δικαιοπραξία. Συνεπώς δεν ήταν σε θέση ούτε να διορίσει δικηγόρο κάτι για το οποίο θα έπρεπε να υπογράψει διορισμένος διαχειριστής στη βάση του Νόμου 23(Ι)/1996 και σε καμία περίπτωση ο ίδιος ή η ομάδα στήριξης του.
Από την άλλη, η πλευρά του εφεσίβλητου εισηγήθηκε πως, σε περίπτωση που ο εναγόμενος επιθυμεί να αμφισβητήσει την εξουσία έγερσης αγωγής στο όνομα του ενάγοντα, πρέπει να αποταθεί για διαγραφή του ονόματος του ενάγοντα στο αρχικό στάδιο της διαδικασίας και πως δεν μπορεί να αμφισβητηθεί η εξουσία με την υπεράσπισή του, ούτε να προβεί σε τέτοιο διάβημα στη δίκη.
Η αγωγή καταχωρήθηκε μετά που ο εφεσίβλητος υπέγραψε διοριστήριο δικηγόρου. Στην έκθεση απαίτησης γίνεται αναφορά ότι αυτός πάσχει από σχιζοφρενική διαταραχή και παρακολουθείται από το Τμήμα Ιατρικών Υπηρεσιών και Υπηρεσιών Δημόσιας Υγείας από το 1989. Κατά διαστήματα νοσηλευόταν στην Ψυχιατρική Κλινική του Νοσοκομείου Λεμεσού. Πέραν της ψυχικής του διαταραχής, ο εφεσείων κάμνει χρήση αλκοόλ και τσιγάρου, κάτι που επηρεάζει την ψυχική του υγεία.
Από τη μαρτυρία που δόθηκε κατά την ακρόαση της υπόθεσης, προέκυψε ότι η υπογραφή του διοριστηρίου δικηγόρου έγινε, κατόπιν υπόδειξης της διεπαγγελματικής ομάδας του εφεσίβλητου στην παρουσία του ιδίου του εφεσίβλητου.
Το ζήτημα της ικανότητας του εφεσίβλητου να χορηγήσει διοριστήριο δικηγόρου δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο αντιδικίας μεταξύ των διαδίκων, όπως υποδείχθηκε σε σειρά αποφάσεων Αγγλικών Δικαστηρίων οι οποίες ακολουθήθηκαν και από τα Κυπριακά Δικαστήρια. Το Εφετείο στην υπόθεση Ρέα Ανδρονίκου κ.ά. ν. Επιτροπής του Σχεδίου Ταμείου Συντάξεων και Χορηγημάτων σε Υπαλλήλους της Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου και Εξαρτωμένων τους, Πολ. Έφεση 168/2010, ημερομηνίας 24.2.2016, ECLI:CY:AD:2016:D117, προέβη σε ανασκόπηση της νομολογίας, στην ίδια γραμμή στην ουσία, όπως συνάγεται από το σκεπτικό της πλειοψηφίας και το σκεπτικό της μειοψηφίας. Η αίτηση για διαγραφή εκεί της αγωγής απερρίφθη λόγω αδικαιολόγητης, καθώς κρίθηκε, καθυστέρησης στην έγερσή της, χωρίς να είχε δοθεί εξήγηση.
Το ζήτημα είχε ήδη αποτελέσει αντικείμενο σχολιασμού στην Lioufis and Co Ltd v. Ανδρονίκου (1996) 1 ΑΑΔ 773, όπου όμως η έφεση είχε γίνει αποδεκτή στη βάση ότι υπήρχε αρκετή αναντίλεκτη μαρτυρία που πιστοποιούσε τη νομική ύπαρξη της εταιρείας. Δεν είχε εγερθεί η νομιμοποίηση έγερσης αγωγής από ανύπαρκτο διάδικο, ούτε είχε αποτελέσει ζήτημα αντιδικίας. Ήταν ο Πικής, Π., με τη συμφωνία του Χρυσοστομή, Δ., που προσέθεσε ότι η ύπαρξη ενός ενάγοντα ως διαδίκου δεν μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο αντιδικίας μέσω δικογράφων. Όσα λέχθηκαν, επομένως, επί του θέματος ήταν στην ουσία obiter. Βεβαίως, η θέση αυτή στηρίχθηκε στην Russian Commercial Bank v. Comptoir D' Estcompte de Mulhouse [1975] AC 112, ενώ σχετική είναι και η υπόθεση Richmond v. Branson & Son [1914] 1 CL 968.
Το ζήτημα της νομιμοποίησης έχει αποκρυσταλλωθεί επίσης από τη νομολογία ότι πρέπει να εγείρεται το συντομότερο δυνατόν (Mepa Underwriting Management Ltd v. Αγροτικής Ανώνυμης Ελληνικής Εταιρείας Γενικών Ασφαλίσεων (1997) 1 ΑΑΔ 772 και Halsbury's Laws of England, 3η Έκδοση, Τόμος 29, σελίδα 416, παρ. 810, ειδικά σε σχέση με ανίκανο πρόσωπο). Αποτελεί, άλλωστε, θέμα που αφορά το διοριστήριο δικηγόρου, σύμφωνα και με τη Δ.2 θ.14 του περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών. Συνέχιση δε της διαδικασίας της έφεσης υπό το φως του διατάγματος που στο μεταξύ εκδόθηκε διαχείρισης της περιουσίας του εφεσίβλητου, υποδηλώνει αποδοχή των ενεργειών των συνηγόρων του (ΔΗ.ΜΑ.ΡΩ Λτδ ν. Lakis Georghiou Constructions Ltd, Πολιτική Έφεση Αρ. 214/2012, ημερομηνίας 6.9.2016, ECLI:CY:AD:2016:A411 και Τρύφωνος ν. Τράπεζας Κύπρου Λτδ, Πολιτική Έφεση Αρ. 411/2011, ημερομηνίας 27.3.2018, ECLI:CY:AD:2018:A132).
Οι εφεσείοντες στην παρούσα περίπτωση θα έπρεπε να αμφισβητήσουν την εξουσιοδότηση του δικηγόρου να κινήσει αγωγή στο αρχικό στάδιο μετά την καταχώρηση της έκθεσης απαίτησης όπου ήταν εμφανής η θέση που προβλήθηκε. Δεν ήταν επιτρεπτό να εγερθεί το θέμα με την υπεράσπιση. Περαιτέρω, το Δικαστήριο στην παρούσα περίπτωση θα μπορούσε να προχωρήσει το ίδιο και να διακόψει την αγωγή με δεδομένο ότι υπήρχαν όλα τα στοιχεία περί ανικανότητας του εφεσίβλητου να έχει δικαιοπρακτική ικανότητα, όπως προέκυπταν από το δικό του δικόγραφο (Daimler & Co v. Continental Tyre Co Ltd [1916] 2 AC 307). Δεν το έπραξε όμως και η υπόθεση έφθασε μέχρι το τέλος, αποδίδοντας μάλιστα θεραπείες που δεν ήσαν, όπως θα σημειωθεί αργότερα, πλήρεις.
Για τους πιο πάνω λόγους κρίνουμε ότι ορθά απορρίφθηκε η προδικαστική ένσταση των εφεσειόντων και ο σχετικός λόγος έφεσης είναι απορριπτέος, έστω και εαν το Δικαστήριο την απέρριψε πάνω σε διαφορετική βάση.
Δεύτερος και τρίτος λόγος έφεσης
Οι δύο λόγοι έφεσης θα εξεταστούν μαζί.
Με το δεύτερο λόγο έφεσης, οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι ενώπιον του Δικαστηρίου υπήρχε αναντίλεκτη μαρτυρία ότι τα επίδικα ακίνητα είχαν μεταβιβαστεί στο όνομα άλλου νομικού προσώπου. Περαιτέρω, δεν δόθηκε καμία άμεση και σχετική μαρτυρία από τον εφεσίβλητο και τους μάρτυρές του που να αποδεικνύει την υπόθεση. Η κα Πουλλά, που παραιτήθηκε από δικηγόρος και έδωσε μαρτυρία, μετέφερε κατ΄ ισχυρισμό γεγονότα που αφορούν την επίδικη συναλλαγή, χωρίς η ίδια να έχει καμία ανάμειξη.
Με τον τρίτο λόγο έφεσης οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι από την ιατρική μαρτυρία φαίνεται ότι από την εμφάνιση του εφεσίβλητου δεν μπορούσε κάποιος να αντιληφθεί ότι έπασχε από ψυχιατρικό πρόβλημα και δεν δόθηκε μαρτυρία κατά την ακρόαση στη βάση της οποίας να φαίνεται ότι οι εφεσείοντες 2 και 3 προέβησαν σε οποιεσδήποτε ενέργειες που να αποδεικνύουν ότι κυριάρχησαν στη βούληση του εφεσίβλητου. Το γεγονός και μόνο ότι ο Κτηματολόγιο εκτίμησε την αξία των ακινήτων σε μεγαλύτερο ποσό για σκοπούς πληρωμής μεταβιβαστικών τελών και ότι η τιμή των ακινήτων θα ήταν διαφορετική στην περίπτωση που δεν εξασφαλίζετο δίοδος δεν αποτελούν ουσιώδη στοιχεία για να καταλήξει το Δικαστήριο σε εύρημα ότι οι εφεσείοντες 2 και 3 επεβλήθηκαν στη βούληση του εφεσίβλητου.
Το άρθρο 16 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149 προβλέπει τις περιπτώσεις όπου μία σύμβαση θεωρείται ότι συνάφθηκε συνεπεία ψυχικής πίεσης, ως ακολούθως:
«16.-(1) Η σύμβαση θεωρείται ότι συνάφθηκε συνεπεία "ψυχικής πίεσης" όταν οι σχέσεις που υπάρχουν μεταξύ των μερών είναι τέτοιες ώστε το ένα από αυτά να είναι σε θέση να κυριαρχεί επί της θέλησης του άλλου και να επωφελείται από τη θέση αυτή για να εξασφαλίσει αθέμιτο όφελος έναντι του άλλου.
(2) Ειδικότερα και χωρίς επηρεασμό της πιο πάνω αρχής, θεωρείται ότι είναι σε θέση να κυριαρχεί επί της θέλησης άλλου, κάθε πρόσωπο το οποίο-
(α) έχει πραγματική ή προφανή εξουσία επί του άλλου ή βρίσκεται σε σχέση εμπιστοσύνης έναντι του άλλου. ή
(β) καταρτίζει σύμβαση με πρόσωπο, του οποίου η πνευματική ικανότητα είναι προσωρινά ή μόνιμα επηρεασμένη λόγω ηλικίας, ασθένειας ή πνευματικής ή σωματικής κατάπτωσης.
(3) Όταν πρόσωπο το οποίο είναι σε θέση να κυριαρχεί επί της θέλησης άλλου, συμβάλλεται μαζί με αυτόν, και η συναλλαγή φαίνεται από μόνη της ή από τα αποδεικτικά στοιχεία που προσάχθηκαν, ότι είναι υπέρμετρα επαχθής, το βάρος απόδειξης ότι η σύμβαση δεν συνάφθηκε συνεπεία ψυχικής πίεσης φέρει το πρόσωπο που είναι σε θέση να κυριαρχεί επί της θέλησης του άλλου.»
Το κυρίαρχο στοιχείο συναλλαγής που εντάσσεται στο άρθρο 16 είναι η δυνατότητα κυριαρχίας επί της θελήσεως άλλου. Τέτοια δυνατότητα εντάσσεται στην έννοια της οριζόμενης από το άρθρο «ψυχικής πίεσης», εξειδικεύονται δε στο εδάφιο 2, παράγραφος (α) και (β) δύο περιπτώσεις, όχι όμως εξαντλητικές όπως συνάγεται από τις εισαγωγικές λέξεις του εδαφίου. Έτσι, κυριαρχεί κάποιος επί της θελήσεως άλλου όταν είτε είναι σε «πραγματική ή προφανή εξουσία» ή «βρίσκεται σε σχέση εμπιστοσύνης» με αυτόν. Πρόσθετα, το ίδιο συμβαίνει όταν καταρτίζεται σύμβαση με πρόσωπο του οποίου η πνευματική ικανότητα είναι επηρεασμένη είτε από σωματική κατάπτωση ή ασθένεια ή πνευματική κατάσταση, ή, λόγω ηλικίας. Αυτές οι εναλλακτικές καταστάσεις δυνατόν να είναι είτε προσωρινές, είτε μόνιμες.
Όλα τα ανωτέρω πρέπει να αποδεικνύονται, υπάρχει όμως αντιστροφή του βάρους απόδειξης όταν κατά το εδάφιο (3) του ίδιου άρθρου, το πρόσωπο το οποίο κατά τις στο εδάφιο (2) περιπτώσεις ή και σε άλλες, είναι σε θέση να κυριαρχήσει επί της θελήσεως του άλλου και, επιπρόσθετα, η συναλλαγή είτε από μόνη της, είτε από τα αποδεικτικά στοιχεία παρουσιάζεται να είναι («φαίνεται» κατά το λεκτικό), υπέρμετρα επαχθής. Tότε, το πρόσωπο που βρίσκεται σε σχέση κυριαρχίας έναντι του άλλου πρέπει να αποδείξει ότι η συναλλαγή δεν ήταν αποτέλεσμα «ψυχικής πίεσης», εν τη εννοία δηλαδή του εδαφίου (1) του άρθρου.
Η νομολογία έχει διακρίνει μεταξύ των περιπτώσεων όπου υπάρχει ειδική σχέση και σε εκείνες όπου δεν υπάρχει τέτοια σχέση. Δεν χρειάζεται όμως για σκοπούς της παρούσας απόφασης να εξειδικευθεί περαιτέρω το ζήτημα. Η περίπτωση εδώ, σύμφωνα με την αποδεκτή από το Δικαστήριο ιατρική μαρτυρία εκ μέρους του εφεσίβλητου, έδειξε ότι αυτός ήταν κατά πάντα ουσιώδη χρόνο υποβόλιμος ως αποτέλεσμα σχιζοφρενικής διαταραχής εξ αιτίας της οποίας παρακολουθείτο από τις Ψυχιατρικές Υπηρεσίες του κράτους. Η προς το αντίθετο μαρτυρία των εφεσειόντων απερρίφθη και δεν υπάρχει επί της αξιολόγησης αυτής και των ευρημάτων, λόγος έφεσης. Έπεται ότι το ζήτημα τελειώνει εδώ. Ορθά το Δικαστήριο, στη βάση της αποδεκτής μαρτυρίας, ενέταξε την περίπτωση στο άρθρο 16(2)(β).
Δεν προέβη, όμως, επί τούτου σε κάποια ιδιαίτερη νομική ανάλυση, ούτε ανέφερε ποιος είχε το βάρος απόδειξης. Είναι, όμως, πρόδηλο ότι το βάρος περί μη άσκησης ψυχικής πίεσης το είχαν οι εφεσείοντες διά των εφεσειόντων 2 και 3. Το δεδομένο παραμένει ότι το βάρος αυτό, υπό το φως της αποδεκτής προς το αντίθετο μαρτυρίας, δεν το απέσεισαν. Τα στοιχεία της πώλησης ομιλούσαν αφ΄ εαυτών σύμφωνα και με την αποδεκτή μαρτυρία του Κτηματολογίου ως προς την πραγματική αξία των κτημάτων. Είχαν υπολογιστεί με βάση την αναντίλεκτη μαρτυρία του ΜΕ3 σε ΛΚ136.016 έναντι της τιμής που συμφωνήθηκε με τον εφεσίβλητο της τάξης των ΛΚ84.000. Εμφανώς υπήρξε αθέμιτο όφελος για τους εφεσείοντες προς δυσμένεια του εφεσίβλητου ο οποίος, αν και εμφανισιακά δεν παρουσίαζε πρόβλημα, εν τούτοις, ο λόγος του φανέρωνε το πρόβλημα και αυτό ήταν, βεβαίως, γνωστό στους εφεσείοντες 2 και 3, εξ ου και συνομολογήθηκε «επαχθής» για τον εφεσίβλητο συναλλαγή.
Το γεγονός ότι στην πορεία το ακίνητο μεταβιβάστηκε σε άλλη εταιρεία, δεν μπορεί να προσδώσει εγκυρότητα στη σύμβαση ή να επηρεάσει τη γενόμενη δικαιοπραξία μεταξύ των διαδίκων. Σημειώνεται πως αξιώσεις που περιλαμβάνονταν στο δικόγραφο του εφεσίβλητου και αφορούσαν τη μεταβίβαση του ακινήτου στην εν λόγω εταιρεία, απορρίφθηκαν από το Δικαστήριο και δεν υπάρχει αντέφεση.
Τέταρτος λόγος έφεσης
Με τον τέταρτο λόγο έφεσης οι εφεσείοντες προβάλλουν πως λανθασμένα αποφάσισε το Δικαστήριο ότι οι εφεσείοντες 1 δεν δικαιούνται σε αποκατάσταση με την ακύρωση της πράξης πώλησης εφόσον δεν υπήρξε ανταπαίτηση με την οποία να ζητείται η επιστροφή του καταβληθέντος τιμήματος πώλησης. Η αποκατάσταση των μερών, σύμφωνα με την εισήγησή τους, είναι θέμα νομοθεσίας σε συνάρτηση με τη μαρτυρία που δόθηκε. Από τη στιγμή που στο δικόγραφό τους οι εφεσείοντες έθεσαν το θέμα πληρωμής του τιμήματος πώλησης και αυτό ήταν παραδεκτό γεγονός, το Δικαστήριο είχε τη δυνατότητα να αποδώσει τη θεραπεία της επιστροφής του καταβληθέντος τιμήματος πώλησης των ακινήτων.
Σε περιπτώσεις όπου η συναίνεση σε συμφωνία παρασχέθηκε συνεπεία ψυχικής πίεσης, το άρθρο 20 του Κεφ. 149 προνοεί ως ακολούθως:
«20.-(1) Αν η συναίνεση σε συμφωνία παρασχέθηκε συνεπεία ψυχικής πίεσης, η συμφωνία είναι σύμβαση ακυρώσιμη κατ' εκλογή του μέρους του οποίου η συναίνεση παρασχέθηκε με τον τρόπο αυτό.
(2) Η σύμβαση αυτή δύναται να ακυρωθεί είτε απόλυτα είτε, αν το μέρος που δικαιούται σε ακύρωση αποκόμισε δυνάμει αυτής οποιοδήποτε όφελος, με τέτοιους όρους ως το Δικαστήριο ήθελε κρίνει δίκαιο να επιβάλει.»
Από το πιο πάνω άρθρο προκύπτει ότι στην παρούσα περίπτωση όπου είναι παραδεκτό γεγονός ότι καταβλήθηκε στον εφεσίβλητο ποσό ΛΚ64.000 το Δικαστήριο είχε τη διακριτική ευχέρεια να ακυρώσει τη σύμβαση υπό όρους που ήθελε κρίνει δίκαιους υπό τις περιστάσεις. Σε αυτά τα πλαίσια μπορούσε να επιβάλει όρο επιστροφής ολόκληρου ή μέρους του ποσού που έλαβε ο εφεσίβλητος. Όμως, στην παρούσα περίπτωση, το πρωτόδικο Δικαστήριο απέδωσε στον εφεσίβλητο μόνο τη θεραπεία της ακύρωσης της μεταβίβασης των επιδίκων κτημάτων στην εφεσείουσα 1 εταιρεία, όπως ζητείτο με την παρ. Α του παρακλητικού της Έκθεσης Απαίτησης, η οποία δεν εμπεριείχε και θεραπεία επανεγγραφής. Ο εφεσίβλητος του οποίου όλες οι υπόλοιπες επιδιωκόμενες θεραπείες απερρίφθησαν, δεν άσκησε έφεση ή αντέφεση. Με βάση δε τη μαρτυρία, τα ακίνητα στην πορεία μεταβιβάστηκαν σε άλλη εταιρεία, η οποία δεν ήταν και δεν είναι διάδικος στην παρούσα υπόθεση και, συνεπώς, δεν εκδόθηκε οποιοδήποτε διάταγμα ακύρωσης της μεταβίβασης των ακινήτων προς αυτή. Ως εκ των ανωτέρω, δεν υπάρχει διάταγμα επανεγγραφής των επιδίκων ακινήτων στο όνομα του εφεσίβλητου, έτσι ώστε να δικαιολογείτο και η επιβολή όρου επιστροφής του ποσού των ΛΚ64.000 που, όπως είναι παραδεκτό, έλαβε ο εφεσίβλητος. Το Εφετείο δεν μπορεί να προσθέσει θεραπείες έτσι ώστε να υπάρξει ολοκληρωτική επίλυση της διαφοράς των διαδίκων, εφόσον δεν ευρίσκετο ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου η εταιρεία που αγόρασε τα επίδικα κτήματα, ούτε βεβαίως υπήρξε αντέφεση εκ μέρους του εφεσίβλητου για την απόρριψη των υπολοίπων θεραπειών που αξίωνε με την αγωγή του. Υπενθυμίζεται πως τα επίδικα θέματα καθορίζονται από τα δικόγραφα και τα ζητήματα που αποφασίζονται κατ΄ έφεση, από τους λόγους έφεσης. Ως εκ τούτου, δεν κρίνουμε ότι θα ήταν ορθό και δίκαιο υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης να προστεθεί όρος επιστροφής του ποσού των ΛΚ64.000. Αυτό θα είχε ως συνέπεια την εκ μέρους της εφεσείουσας κάρπωση του τιμήματος της πώλησης των ακινήτων σε τρίτο άτομο, χωρίς τα ακίνητα να μπορούν να επαναμεταβιβαστούν στον εφεσίβλητο, αφού τέτοιο διάταγμα δεν εκδόθηκε. Υπάρχει μόνο το διάταγμα ακύρωσης της μεταβίβασης στην εφεσείουσα, χωρίς τα ακίνητα να μπορούν να επαναμεταβιβαστούν στον εφεσίβλητο, εφόσον βρίσκονται τώρα στην ιδιοκτησία άλλης εταιρείας στην οποία αποκλειστικός μέτοχος, όπως και στην εφεσείουσα είναι ο εφεσίβλητος 2. Το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε τη δυνατότητα να αποδώσει διαζευκτικά, όπως ζητείτο, αποζημιώσεις στον εφεσίβλητο. Ούτε αυτό το έπραξε και ούτε ο εφεσίβλητος δια των συνηγόρων του επέλεξε οποτεδήποτε κατά τη διάρκεια της πρωτόδικης διαδικασίας αυτή τη θεραπεία. Αντίθετα, προχώρησε την αγωγή ως είχε, αξιώνοντας και διάταγμα και αποζημιώσεις, συντείνοντας έτσι στο πρωτόδικο αποτέλεσμα το οποίο αφήνει τα πράγματα ατελέσφορα. Οι χειρισμοί που έγιναν δεν μπορούσαν να επιφέρουν τελεσιδικία.
Πέμπτος λόγος έφεσης
Ο πέμπτος λόγος έφεσης αφορά τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας, τα οποία βεβαίως ορθά επιδικάστηκαν προς όφελος του εφεσίβλητου, εφόσον ο κανόνας είναι όπως τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα, εκτός αν υπάρχουν ιδιαίτερες περιστάσεις. Καμία τέτοια ιδιαίτερη περίσταση δεν υπάρχει στην παρούσα περίπτωση και, συνακόλουθα, ούτε αυτός ο λόγος έφεσης μπορεί να έχει επιτυχή κατάληξη.
Για τους πιο πάνω λόγους, η έφεση απορρίπτεται με €2.500 έξοδα, πλέον ΦΠΑ, υπέρ του εφεσίβλητου και εναντίον των εφεσειόντων.
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.
/ΧΤΘ