ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2019:A434
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτικές Εφέσεις Αρ. Ε96/2018 και Ε97/2018)
21 Οκτωβρίου, 2019
[ΠΑΝΑΓΗ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στές]
(Πολιτική ΄Εφεση Αρ. Ε96/2018)
CONTENT UNION S.A.,
Εφεσείοντες-Ενάγοντες,
ν.
1. CJSC "TV COMPANY STREAM",
2. xxx xxx YABLITSKIY,
3. xxx xxx LAVROV,
Εφεσιβλήτων Εναγομένων 2-4.
_________________________
(Πολιτική ΄Εφεση Αρ. Ε97/2018)
CONTENT UNION S.A.,
Εφεσείοντες-Ενάγοντες,
ν.
xxx GOLOVNEV,
Εφεσιβλήτου-Εναγομένου 5
_________________________
Χριστίνα Κότσαπα, για Μ. Κορέλης & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσείοντες και στις δύο εφέσεις.
Αντώνης Γεωργίου, για Σωτήρης Πίττας & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσίβλητους στην Π.Ε. Ε96/2018 και για τον Εφεσίβλητο στην Π.Ε. Ε97/2018, για Φοίβος, Χρίστος Κληρίδης & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε.
________________________
ΠΑΝΑΓΗ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ.Ν. Γιασεμής.
________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Οι εφεσείοντες, εταιρεία με έδρα το Λουξεμβούργο, στις 12.7.2017, καταχώρισαν εναντίον των εφεσιβλήτων, στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού, την αγωγή αρ. 2061/2017. Στον τίτλο του κλητηρίου εντάλματος, αναφέρεται ότι τέσσερις από αυτούς, οι εφεσίβλητοι 2 έως 5, εναγόμενοι 2 έως 5, (οι εφεσίβλητοι), είναι από τη Ρωσία. Ως εκ τούτου, διευθετήθηκε όπως αυτό τούς επιδοθεί στην εν λόγω χώρα, κατ' επίκληση συγκεκριμένης διεθνούς συνθήκης[1], η οποία έχει κυρωθεί από ημεδαπή νομοθεσία. Συνακόλουθα, το κλητήριο ένταλμα, καθώς, επίσης, ένα προσωρινό απαγορευτικό διάταγμα, (το προσωρινό διάταγμα), που είχε εκδοθεί εναντίον τους μονομερώς στις 17.7.2017, δόθηκαν για επίδοση σε αυτούς, μέσω της διπλωματικής οδού, όπως προβλέπεται στη σχετική νομοθεσία. Στο τελικό στάδιο, η επίδοση των προαναφερθέντων δικαστικών εγγράφων, (τα δικαστικά έγγραφα), θα διενεργείτο μέσω του Υπουργείου Δικαιοσύνης της Ρωσίας.
Πέρασαν δώδεκα, περίπου, εβδομάδες από την καταχώριση της αγωγής, χωρίς να καταστεί δυνατή η επίδοση των δικαστικών εγγράφων στους εφεσίβλητους. Οι συνήγοροι των εφεσειόντων θεωρώντας, προφανώς, ότι η επίδοση καθυστερούσε αδικαιολόγητα, στις 10.10.2017, καταχώρισαν δύο όμοιες αιτήσεις για υποκατάστατη επίδοσή τους, δυνάμει της Δ.5, Κ. 9, των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας. Η μία αίτηση αφορούσε τους εφεσίβλητους 2 έως 4 και η άλλη τον εφεσίβλητο 5. Στις 12.10.2017, εκδόθηκαν και τα σχετικά διατάγματα. Με αυτά, διδόταν άδεια για επίδοση των δικαστικών εγγράφων σε Κύπριους δικηγόρους, οι οποίοι φέρεται να εκπροσωπούσαν τους εφεσίβλητους στην Κύπρο. Διευκρινίζεται πως η επίδοση με την πιο πάνω μέθοδο έγινε σε δύο διαφορετικές δικηγορικές εταιρείες, ως η αντίστοιχη εκπροσώπηση των εφεσιβλήτων. Είναι για το λόγο αυτό που υποβλήθηκαν δύο αιτήσεις, προς τούτο, όπως έχει προαναφερθεί.
Με την επίδοση των δικαστικών εγγράφων, ως ανωτέρω, καταχωρίστηκαν εκ μέρους των εφεσιβλήτων, αρχικά, σημειώματα εμφάνισης υπό διαμαρτυρία και, αμέσως μετά, δύο όμοιες αιτήσεις, προς ακύρωση των σχετικών διαταγμάτων για υποκατάστατη επίδοση. Ακολούθησε η καταχώριση ενστάσεων από μέρους των εφεσειόντων και οι αιτήσεις εκδικάστηκαν από τον Πρόεδρο του Επαρχιακού Δικαστηρίου. Στο παρόν στάδιο, ενδιαφέρει μόνο να αναφερθεί ότι, τελικώς, τα εν λόγω διατάγματα ακυρώθηκαν, στη βάση, όπως λέχθηκε: «ότι η επίδοση σε πρόσωπο που διαμένει στη Ρωσική Ομοσπονδία δεν μπορεί να γίνει διαφορετικά από τους τρόπους που αναφέρονται στα άρθρα 7 και 9 της Σύμβασης.» Τα άρθρα αυτά δεν προνοούν επίδοση με υποκατάστατο τρόπο. Εν πάση περιπτώσει, εκδόθηκαν, προς τούτο, δύο ενδιάμεσες αποφάσεις, όμοιου περιεχομένου, τις οποίες οι εφεσείοντες προσέβαλαν με τις υπό εξέταση εφέσεις.
Με τη συμπλήρωση της προδικασίας, οι εφεσίβλητοι πρόβαλαν στα περιγράμματά τους ότι οι προαναφερθείσες δύο ενδιάμεσες αποφάσεις δεν υπόκεινται σε έφεση. Βασίζουν τη θέση τους αυτή στην πρόνοια του άρθρου 25(1)(γ) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, (Ν. 14/1960). Το ζήτημα ορίστηκε για ακρόαση, κατά την οποία οι συνήγοροι των διαδίκων υπέβαλαν τις αντίστοιχες εισηγήσεις τους. Κεντρική θέση στα όσα αναφέρθηκαν, εκατέρωθεν, έχουν οι περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, υπό το φως της πιο πάνω νομοθετικής πρόνοιας.
΄Εχει, ήδη, αναφερθεί ότι οι αιτήσεις για υποκατάστατη επίδοση υποβλήθηκαν αφού είχαν περάσει δώδεκα εβδομάδες από την καταχώριση του κλητηρίου εντάλματος και έντεκα εβδομάδες από την έκδοση του προσωρινού διατάγματος. Μέχρι τώρα, έχει, βέβαια, περάσει πολύ περισσότερος χρόνος, χωρίς να επιδοθεί το κλητήριο ένταλμα. Αυτό εξακολουθεί, ωστόσο, να βρίσκεται σε ισχύ, κατόπιν ανανέωσής του από το Δικαστήριο. Πρέπει να έχουν υποβληθεί τρεις διαδοχικές αιτήσεις προς τούτο, διαφορετικά το κλητήριο ένταλμα θα είχε παύσει να βρίσκεται σε ισχύ προ καιρού και, αναπόφευκτα, την ίδια τύχη θα είχε και το προσωρινό διάταγμα. Σημειώνεται, συναφώς, πως αυτό εξετάστηκε inter partes και, στις 8.3.2018, κατέστη οριστικό. Ακόμα, και στη μορφή αυτή, ακολουθεί την πορεία του κλητηρίου. Ουδείς έχει αμφισβητήσει τα πιο πάνω δεδομένα και τα συμπεράσματα που, εύλογα, προκύπτουν από αυτά.
Στη βάση, λοιπόν, του συνόλου των πιο πάνω περιστάσεων, τίθεται το ερώτημα κατά πόσο οι υπό αναφορά ενδιάμεσες αποφάσεις είναι «απόλυτα καθοριστικές ως προς το αποτέλεσμά τους για τα δικαιώματα», εν προκειμένω, των εφεσειόντων, ώστε να είναι εφέσιμες, ως η σχετική πρόνοια του άρθρου 25(1)(γ) του Ν. 14/1960. Το εν λόγω άρθρο προβλέπει τα εξής:-
«25. - (1) Τηρουμένου οποιουδήποτε δικαστικού κανονισμού, σε έφεση ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου υπόκειται -
......................................................................................................
(γ) ενδιάμεσες αποφάσεις απόλυτα καθοριστικές ως προς το αποτέλεσμά τους για τα δικαιώματα των διαδίκων:
Νοείται ότι, σε κάθε περίπτωση, διάδικος δεν αποστερείται του δικαιώματος να εγείρει ζητήματα που αφορούν οποιαδήποτε ενδιάμεση απόφαση στο στάδιο της έφεσης εναντίον της τελικής απόφασης.»
Σε σχέση με την ερμηνεία και την εφαρμογή της πιο πάνω πρόνοιας, υπάρχει εντελώς πρόσφατη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις υποθέσεις Oneworld Ltd v. OJSC Bank of Moscow, Πολιτική ΄Εφεση Αρ. Ε50/2018, ECLI:CY:AD:2018:A535, 13.12.2018 και Hazlewood Investment & Finance Ltd v. Manuel κ.ά., Πολιτικές Εφέσεις Αρ. Ε14/2017 και Ε209/2017, 25.2.2019. Συνάγεται από αυτές ότι το θέμα του εφέσιμου ενδιάμεσης απόφασης διαπιστώνεται στη βάση των περιστάσεων που περιβάλλουν τη συγκεκριμένη πτυχή της υπόθεσης, με ιδιαίτερη αναφορά στη φύση της εμπλεκόμενης δικαστικής διαδικασίας, στο αποτέλεσμα που προκύπτει από την ενδιάμεση απόφαση στην εν λόγω διαδικασία και στην επίδραση που η απόφαση αυτή έχει στα δικαιώματα του εφεσείοντος. Καθιερώνεται, έτσι, μια κατηγοριοποίηση των περιπτώσεων, διασφαλίζουσα συνέπεια στη νομολογία, βοηθητική για όλους τους εμπλεκομένους.
Σχετική, σε κάποιο βαθμό, με την παρούσα περίπτωση, είναι η δεύτερη από τις πιο πάνω υποθέσεις, η οποία πραγματεύεται θέμα παρόμοιο με αυτό που απασχολεί εν προκειμένω. Αφορούσε αίτηση για ακύρωση διατάγματος επίδοσης στο εξωτερικό και ακύρωση, συγχρόνως, διατάγματος για υποκατάστατη επίδοση. Σημαντική είναι η αιτιολογία που δόθηκε, στη βάση της οποίας κρίθηκε ως εφέσιμη η εκεί ενδιάμεση απόφαση. Παρατίθεται στο απόσπασμα που ακολουθεί:-
«Με την αντίκριση των επιμέρους δεδομένων της παρούσης, κρίνουμε ότι εν προκειμένω δεν ισχύει αυτό που αναφέραμε στην Oneworld Ltd (ανωτέρω), αφού εν τοις πράγμασι η ακύρωση του διατάγματος επίδοσης στο εξωτερικό με βάση τη δοθείσα αιτιολογία του πρωτόδικου Δικαστηρίου οδηγεί σε απόλυτο καθορισμό ως προς το αποτέλεσμα των δικαιωμάτων των εφεσειόντων. Είναι σαφές ότι η αγωγή τους εναντίον των εφεσιβλήτων 1 και 2 μόνο τύποις υφίσταται και δεν μπορεί στην πραγματικότητα να προχωρήσει εναντίον τους. Τα δε ευρήματα του Δικαστηρίου δεν φαίνεται να μπορούν να ανατραπούν ή να διαφοροποιηθούν παρά μόνο με εφετειακό έλεγχο. Το ίδιο δεν θα ίσχυε για το διάταγμα υποκατάστατης επίδοσης, αφού όντως αναλόγως ένας αιτητής θα μπορούσε να επανέλθει με νέα στοιχεία. Στην προκειμένη περίπτωση όμως, η βασιμότητα και του δεύτερου διατάγματος συσχετίζεται πρωτοδίκως άμεσα και απόλυτα με το πρώτο διάταγμα, ώστε να είναι αδύνατο αλλά και ατελέσφορο να διαχωριστεί η δικαστική κρίση.»
Ο συνήγορος των εφεσιβλήτων παρέπεμψε, από το πιο πάνω απόσπασμα, στην αναφορά σε σχέση με το διάταγμα για υποκατάστατη επίδοση, για να εισηγηθεί, ουσιαστικά, ότι οι εφεσείοντες μπορούν να επανέλθουν και αυτοί, ως η παρατήρηση του Εφετείου, με νέα στοιχεία, στο πλαίσιο νέας αίτησης για υποκατάστατη επίδοση. Η συνήγορος για τους εφεσείοντες διαφώνησε. Υπέδειξε πως, με τις υπό έφεση ενδιάμεσες αποφάσεις, κρίθηκε ότι η υποκατάστατη επίδοση δεν είναι επιτρεπτή, τονίζοντας, συγχρόνως, πως η κατάληξη αυτή θα οδηγήσει, ενδεχόμενα, στον τερματισμό της αγωγής, χωρίς να καταστεί δυνατό αυτή να προχωρήσει πέραν της καταχώρισής της, με ό,τι άλλο τούτο συνεπάγεται ως προς το δικαίωμα των εφεσειόντων για προσφυγή στη δικαιοσύνη. Προκύπτει, πράγματι, από τις υπό έφεση ενδιάμεσες αποφάσεις, ότι η επίδοση δικαστικών εγγράφων, όταν διέπεται από τον Κυρωτικό της Συνθήκης μεταξύ της Κυπριακής Δημοκρατίας και της ΄Ενωσης Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών για Παροχή Νομικής Συνδρομής σε θέματα Αστικού και Ποινικού Δικαίου Νόμο του 1986, (Ν. 172/1986), και από τη Συνθήκη την οποία αυτός έχει επικυρώσει, δεν είναι, σε καμιά περίπτωση, επιτρεπτή με υποκατάστατο τρόπο. Είναι, όμως, η κρίση αυτή ορθή; Τούτο είναι το ζήτημα, το οποίο, ουσιαστικά, τίθεται προς απάντηση με τις υπό αναφορά εφέσεις.
Στην παρούσα υπόθεση, είναι σημαντικό να επισημανθεί πως η καθυστέρηση που έχει, ήδη, σημειωθεί, ήτοι πέραν των δύο ετών, λόγω της μη επίδοσης της δικαστικής διαδικασίας, αποτελεί, οπωσδήποτε, σοβαρό ανασταλτικό παράγοντα στην πορεία για απονομή δικαιοσύνης εντός ευλόγου χρόνου. Επιπρόσθετα, είναι σοβαρό, πλέον, το ενδεχόμενο, λόγω, ακριβώς, της πιο πάνω καθυστέρησης, να μην επιτραπεί η ανανέωση του κλητηρίου εντάλματος. Στην περίπτωση αυτή, η αγωγή θα παύσει, αυτοδικαίως, να υφίσταται. Τέτοια αρνητική εξέλιξη θα είναι, οπωσδήποτε, απόλυτα καθοριστική για τα δικαιώματα των εφεσειόντων. Σημειώνεται δε, συναφώς, πως δε χωρεί έφεση από μια τέτοια κατάληξη αγωγής, οπότε θα είναι αδύνατο οι ενδιάμεσες αποφάσεις να εφεσιβληθούν σε μεταγενέστερο στάδιο, ως η πρόνοια στην επιφύλαξη του άρθρου 25(1)(γ) του Ν. 14/1960. Καταλήγοντας, διαπιστώνεται ότι οι ενδιάμεσες αποφάσεις είναι εφέσιμες. Ως εκ τούτου, οι δύο εφέσεις, που είναι σχετικές με αυτές, θα οριστούν για ακρόαση.
΄Οσον αφορά τα έξοδα, αυτά να ακολουθήσουν το αποτέλεσμα, αλλά, εν πάση περιπτώσει, να μην είναι εναντίον των εφεσειόντων.
Π. Παναγή, Δ.
Κ. Σταματίου, Δ.
Γ.Ν. Γιασεμής, Δ.
/ΜΠ
[1] Συνθήκη μεταξύ της Κυπριακής Δημοκρατίας και της ΄Ενωσης Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών για Παροχή Νομικής Συνδρομής σε θέματα Αστικού και Ποινικού Δικαίου