ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2019:A441
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Εφεση Αρ. 46/2013)
24 Οκτωβρίου, 2019
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΛΙΑΤΣΟΣ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
xxx ΑΡΙΣΤΟΔΗΜΟΥ ΚΑΙ xxx ΑΡΙΣΤΟΔΗΜΟΥ, ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΕΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΟΣ ΓΙΑΓΚΟΥ Ι. ΑΡΙΣΤΟΔΗΜΟΥ, ΤΕΩΣ ΕΚ ΛΑΚΑΤΑΜΙΑΣ ΚΑΙ/Η ΕΚΠΡΟΣΩΠΟΙ ΤΩΝ ΚΛΗΡΟΝΟΜΩΝ ΚΑΙ/Η ΤΩΝ ΕΞΑΡΤΩΜΕΝΩΝ ΑΥΤΟΥ,
Εφεσείοντες,
ν.
ΚΟΙΝΟΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΠΑΛΙΟΜΕΤΟΧΟΥ,
Εφεσιβλήτων.
_ _ _ _ _ _
Γ. Μιχαηλίδου (κα), για τον Εφεσείοντα.
Α. Παπαλοϊζου, για τους Εφεσίβλητους.
_ _ _ _ _ _
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από τον Λιάτσο, Δ.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Οι Εφεσείοντες, υπό την ιδιότητά τους ως διαχειριστές της περιουσίας του αποβιώσαντος Γιάγκου Αριστοδήμου (ο αποβιώσας), προχώρησαν στην καταχώρηση αγωγής ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, με την οποία αξίωναν αποζημιώσεις, εδραζόμενες σε διάφορα νομοθετήματα. Η αγωγή στρεφόταν αρχικά και εναντίον του Γενικού Εισαγγελέα υπό την ιδιότητά του ως εκπροσώπου της Κυπριακής Δημοκρατίας, κατά τη διάρκεια όμως της ακροαματικής διαδικασίας η εν λόγω αξίωση απεσύρθη ανεπιφύλακτα και η αγωγή συνεχίστηκε μόνο σε σχέση με τους εναγόμενους 2 - Εφεσίβλητους.
Στους Εφεσίβλητους αποδίδεται αμέλεια στη λήψη των απαραίτητων μέτρων για την ασφαλή διακίνηση του αποβιώσαντος στην οδό Παναγίας των Παίδων, στο χωριό Παλιομέτοχο. Όπως προκύπτει μέσα από τις λεπτομέρειες αμέλειας της ΄Εκθεσης Απαίτησης, οι Εφεσίβλητοι παρέλειψαν να λάβουν οιονδήποτε μέτρο για την ασφαλή χρήση του δρόμου από το κοινό και ενώ ο κίνδυνος ήταν αναμενόμενος, με αποτέλεσμα να συντείνουν ώστε ο αποβιώσας να βρεθεί ξαφνικά ενώπιον ενός μη αναμενόμενου κινδύνου και, τελικά, να απωλέσει τη ζωή του.
Με την υπεράσπισή τους οι Εφεσίβλητοι δέχονται μόνο ότι ο αποβιώσας οδηγούσε το όχημα με αρ. εγγραφής KJK 046 στις 10.6.2007, μεταξύ των ωρών 10.30-12.30 στην προέκταση της πιο πάνω οδού, που είναι αγροτικός δρόμος, με συνοδηγό τρίτο πρόσωπο, οπόταν σε κάποιο σημείο του δρόμου, όπου υπάρχει αριστερόστροφη καμπή, παρεξέκλινε της πορείας του προς τα δεξιά, κινήθηκε σε χωμάτινο παγκέτο με κατηφορική κλίση και ακολούθως έπεσε και κτύπησε με το μπροστινό μέρος σε χαράδρα βάθους πέντε μέτρων. Προβάλλουν όμως ότι το δυστύχημα οφειλόταν αποκλειστικά στην ευθύνη του ίδιου του αποβιώσαντος ο οποίος, γενικά, οδηγούσε αμελώς και χωρίς τη δέουσα φροντίδα και προσοχή και παραγνωρίζοντας τους κανόνες ασφαλούς οδήγησης και/ή χρήσης του δρόμου.
Παρεμβάλλουμε σε αυτό το στάδιο ότι οι Εφεσείοντες βάσισαν περαιτέρω την αξίωσή τους επί του νομικού δόγματος res ipsa loquitur, πλην όμως η προσκόμιση μαρτυρίας εμπειρογνωμόνων για την απόδειξη της αμέλειας των εναγομένων - Εφεσιβλήτων καθιστούσε ανεπίτρεπτη νομικά την εφαρμογή της προαναφερόμενης αρχής. Όπως η νομολογία επιτάσσει (Κώστα κ.ά. ν. Δημητρίου κ.ά. (2009) 1 ΑΑΔ 1073, xxx xxx Ηλιάδου ν. Δήμου Πάφου, Πολ. Εφ. 355/2011, ημερ. 24.3.2017, ECLI:CY:AD:2017:A109), η εφαρμογή της υπό αναφορά αρχής res ipsa loquitur του Αγγλικού Κοινοδικαίου δεν συνάδει με την προσκόμιση μαρτυρίας για την απόδειξη της αμέλειας του εναγομένου. Συνεπώς, η εν λόγω βάση αγωγής δεν θα μας απασχολήσει στα πλαίσια της υπό κρίση έφεσης.
Κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας, κατατέθηκαν ως παραδεκτά γεγονότα, μεταξύ άλλων, ότι ο θάνατος του αποβιώσαντος οφειλόταν σε πολυτραυματισμό συνεπεία του επίδικου τροχαίου δυστυχήματος και ότι ο δρόμος επί του οποίου επεσυνέβη το δυστύχημα υπάγεται στο αγροτικό δίκτυο της κοινότητας Παλιομετόχου, δηλαδή εντός της αρμοδιότητας των Εφεσιβλήτων. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αξιολογώντας τη δοθείσα μαρτυρία και τα ενώπιόν του τεκμήρια, κατέληξε στα πιο κάτω ευρήματα:
«Κατά ή περί τις 10-11.6.2007 και μεταξύ των ωρών 22:30-00:30 και ενώ ο Γιάγκος Αριστοδήμου, ηλικίας τότε 22 ετών (βλ. τεκμήριο 4), οδηγούσε το αυτοκίνητο του με αριθμό εγγραφής KJK 046 με συνοδηγό τον Ανδρέα Μιχαήλ, ηλικίας τότε 21 ετών, στην προέκταση της οδού Παναγίας των Παίδων στο Παλιομέτοχο με κατεύθυνση προς το πεδίο βολής και το σκυβαλλότοπο, για άγνωστους προς το Δικαστήριο λόγους, σε κάποιο σημείο πριν την είσοδο του πεδίου βολής όπου ο δρόμος σχηματίζει αριστερή στροφή σύμφωνα με τη πορεία του και είναι λίγο κατηφορικός, χωρίς να γίνει χρήση φρένων, ξέφυγε της πορείας του δεξιά, πέρασε από το χωμάτινο παγκέτο, το οποίο είχε επίσης κατηφορική κλίση, και αφού ανατράπηκε κτύπησε με το μπροστινό του μέρος σε χαράδρα βάθους 5 μέτρων (σημείο Χ επί του σχεδιαγράμματος τεκμήριο 8) καταλήγοντας στην τελική του θέση η οποία σημειώνεται με το σημείο Α2 επί του σχεδιαγράμματος τεκμήριο 8. Το τεκμήριο 8, το σχεδιάγραμμα της σκηνής του δυστυχήματος ετοιμάστηκε επί κλίμακος από τον ΜΥ3, ο οποίος επισκέφθηκε τη σκηνή, η οποία είχε παραμείνει ανέπαφη, περί η ώρα 07:15 στις 11.6.2007, αφού πρώτα προέβηκε στις σχετικές μετρήσεις.
Η ταχύτητα με την οποία κινείτο το αυτοκίνητο πριν την ανατροπή του είναι άγνωστη προς το Δικαστήριο. Η συγκεκριμένη αριστερόστροφη στροφή, σημείο απ΄ όπου παρεξέκλινε της πορείας του προσδιορίζεται περί τις 20 μοίρες.
Από το δυστύχημα ο οδηγός και ο συνοδηγός του αυτοκινήτου έχασαν τη ζωή τους. Αιτία θανάτου του Γιάγκου Αριστοδήμου είναι πολυτραυματισμός συνεπεία τροχαίου δυστυχήματος. Οι ενάγοντες στην παρούσα είναι διαχειριστές της περιουσίας του αποβιώσαντα δυνάμει διατάγματος Δικαστηρίου ημερομηνίας 26.9.07 (βλ. τεκμήριο 3).
Ο δρόμος επί του οποίου συνέβηκε το εν λόγω δυστύχημα ο οποίος ήταν ασφαλτοστρωμένος και όπως ήδη ανέφερα αποτελεί την προέκταση της οδού Παναγίας των Παίδων υπάγεται στο αγροτικό δίκτυο της κοινότητας Παλιομετόχου. Η οδός Παναγία των Παίδων, μέχρι και το Δημοτικό σχολείο, εμπίπτει στην κατοικημένη περιοχή της κοινότητας Παλιομετόχου και το όριο ταχύτητας καθορίζεται σε 50χ.α.ω.. Κατά τον ουσιώδη χρόνο του δυστυχήματος στην προέκταση της οδού Παναγίας των Παίδων δεν υπήρχε οδικός φωτισμός, ούτε φωσφορούχα σήματα και κιγκλιδώματα στο σημείο της στροφής, σήματα και κιγκλιδώματα τα οποία τοποθετήθηκαν από την Επαρχιακή Διοίκηση σε μεταγενέστερο του δυστυχήματος, αλλά άγνωστο προς το Δικαστήριο χρόνο, κατόπιν πιέσεων και προτροπών του κοινοτάρχη του Παλιομετόχου στα πλαίσια της καλυτέρευσης του οδικού δικτύου της κοινότητας (βλέπε Τεκμήριο 17). Δέχομαι επίσης ότι οι εναγόμενοι 2 είχαν τον έλεγχο και την εποπτεία του συγκεκριμένου δρόμου.»
Στη συνέχεια το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε στην εξέταση του κατά πόσον οι ενάγοντες - Εφεσείοντες είχαν επιτύχει να αποδείξουν την υπόθεσή τους εναντίον των εναγομένων - Εφεσιβλήτων. Αφού αναφέρθηκε στις εκ του περί Κοινοτήτων Νόμου (Ν. 86(Ι)/99) υποχρεώσεις των Κοινοτικών Συμβουλίων σε σχέση με τη βελτίωση και επιδιόρθωση των δρόμων της κοινότητάς τους και στη νομική διάσταση του ζητήματος της αμέλειας και της δημόσιας οχληρίας, σημείωσε ότι για να καταλήξει το Δικαστήριο στο κατά πόσο η συγκεκριμένη κατάσταση του δρόμου είναι επικίνδυνη - θέμα το οποίο είναι πραγματικό και εξαρτάται από τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης - εξετάζει, μεταξύ άλλων, και το κατά πόσο η δημιουργηθείσα κατάσταση είναι τέτοια που να είναι εύλογο να αναμένεται ότι τα πρόσωπα που χρησιμοποιούν το δρόμο ενδεχομένως να υποστούν ζημιά. Όπως, ορθώς, σημείωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, το κριτήριο είναι αντικειμενικό, πάντα εξεταζόμενο υπό το φως της προβλεψιμότητας του κινδύνου και η εκτίμηση της σχετικής μαρτυρίας θα πρέπει να γίνεται με βάση την κοινή λογική (Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. xxx Ζιπιτή κ.ά. (2003) 1 ΑΑΔ 749, Rider v. Rider and Another (1973) 1 All E.R. 294). Ηταν η τελική κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι:
«Από την ενώπιον μου μαρτυρία και τα ευρήματα προκύπτει ότι ο συγκεκριμένος δρόμος ο οποίος υπάγεται στο αγροτικό δίκτυο της κοινότητας Παλιομετόχου κατά τον ουσιώδη χρόνο οδηγούσε μόνο στο σκυβαλλότοπο και στο πεδίο βολής και χρησιμοποιείτο από τα σκυβαλλοφόρα οχήματα και τα στρατιωτικά οχήματα κατά διαστήματα όταν υπήρχαν ασκήσεις στο πεδίο βολής. Ο συγκεκριμένος δρόμος δεν οδηγούσε πουθενά αλλού. Στο συγκεκριμένο δρόμο δεν εσυνέβηκε οποιοδήποτε ατύχημα πλην του επίδικου το οποίο ήταν δυστυχώς θανατηφόρο. Με τα πιο πάνω δεδομένα και έχοντας κατά νουν και την αξιολόγηση της μαρτυρίας όπως έγινε πιο πάνω κατά την κρίση μου η διαμόρφωση του συγκεκριμένου δρόμου αυτού δεν συνιστούσε εύλογα προβλεπτό κίνδυνο για τους τότε χρήστες του για τους οποίους οι εναγόμενοι 2 όφειλαν να λάβουν οποιαδήποτε μέτρα. Φυσικά στην κρίση μου αυτή δεν παραγνωρίζω ότι μετά το επίδικο θανατηφόρο σε άγνωστο βέβαια χρόνο τοποθετήθηκαν κιγκλιδώματα και φωσφόρα σήματα ενέργειες οι οποίες από μόνες τους για τους λόγους που μόλις ανέφερα πιο πάνω δεν τεκμηριώνουν την επικινδυνότητα του δρόμου και κατ΄ επέκταση την προηγούμενη παράλειψη των εναγομένων να ενεργήσουν. Ενόψει και των πιο πάνω θεωρώ ότι δεν έχει αποδειχθεί οποιαδήποτε αμέλεια από μέρους των εναγομένων 2.»
Οι Εφεσείοντες με τρεις συνολικά λόγους έφεσης προσβάλλουν ως εσφαλμένη την πρωτόδικη κρίση. Ο πρώτος λόγος αφορά στο συμπέρασμα του Δικαστηρίου ότι με βάση την ενώπιόν του μαρτυρία δεν ήταν δυνατός ο καθορισμός της ταχύτητας του οχήματος του θύματος. Σχετικός με το ζήτημα της ταχύτητας είναι και ο δεύτερος λόγος έφεσης, όπου τίθεται ότι εσφαλμένα το Δικαστήριο αποδέχθηκε τη μαρτυρία του ΜΥ2, υπαλλήλου του Τμήματος Ηλεκτρομηχανολογικής Υπηρεσίας, ως προς τον υπολογισμό της. Μέσω του τρίτου λόγου έφεσης τίθεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε ως αναξιόπιστη τη μαρτυρία του ΜΕ1, διερευνητή τροχαίων δυστυχημάτων, σε σχέση με την επικινδυνότητα της στροφής όπου έλαβε χώραν το επίδικο δυστύχημα.
Για τους λόγους που θα διαφανούν στη συνέχεια, κρίνουμε σκόπιμο να εξετάσουμε, κατά προτεραιότητα, τον τρίτο λόγο έφεσης.
Ήταν εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η υπό αναφορά στροφή είχε κλίση περί τις 20 μοίρες. Κατέληξε επί τούτου αποδεχόμενο τη θέση του ΜΥ3, εξεταστή της υπόθεσης. Η επί του ζητήματος αξιολόγηση της μαρτυρίας από το Δικαστήριο ήταν καθόλα ορθή. Ο ΜΥ3 δεν μέτρησε την ακριβή κλίση της στροφής, αλλά στηρίχθηκε στο σχέδιο επί κλίμακας, το οποίο και οι μάρτυρες της πλευράς των Εφεσειόντων δέχθηκαν ότι αντικατοπτρίζει την πραγματική κατάσταση του δρόμου. Το τεκμήριο αυτό επιβεβαιώνει ως αξιόπιστη τη σχετική μαρτυρία του ΜΥ3 και αντικρούει τις θέσεις της πλευράς των Εφεσειόντων, σύμφωνα με τις οποίες καθοριζόταν η κλίση της στροφής στις 60-80 μοίρες, δηλαδή, όπως ορθά σημειώνει το Δικαστήριο, πολύ κοντά στις 90 μοίρες, οι οποίες συνιστούν μια ορθή γωνία. Ούτε το σχέδιο επί κλίμακας, αλλά ούτε και οι φωτογραφίες οι οποίες κατατέθηκαν ως τεκμήρια, στήριζαν τις προσεγγίσεις των μαρτύρων των Εφεσειόντων.
Με δεδομένο το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την κλίση της εν λόγω στροφής, προκύπτει αβίαστα ότι η συγκεκριμένη κατάσταση πραγμάτων επί του επίδικου δρόμου δεν συνιστούσε εγγενή κίνδυνο και βεβαίως ούτε και εύλογα προβλεπτή επικινδυνότητα, ούτως ώστε να ενεργοποιείτο και ανάλογη υποχρέωση επιμέλειας των Εφεσιβλήτων, προκειμένου να αποφευχθεί η πρόκληση εύλογα προβλέψιμης ζημιάς για πρόσωπα τα οποία χρησιμοποιούν, υπό κανονικές συνθήκες, τον δρόμο. Εν τέλει, ήταν ορθή η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η διαμόρφωση του συγκεκριμένου δρόμου δεν συνιστούσε εύλογα προβλεπτό κίνδυνο για τους τότε νόμιμους χρήστες του, και για τους οποίους οι Εφεσίβλητοι είχαν καθήκον να λάβουν οποιαδήποτε μέτρα προστασίας τους.
Υπό το πρίσμα των πιο πάνω, τα όσα περιβάλλουν το ζήτημα της ταχύτητας, τα οποία και καλύπτονται από τους δύο πρώτους λόγους έφεσης, καθίστανται άνευ ουσιαστικής σημασίας για σκοπούς κατάληξης.
Αναπόδραστο αποτέλεσμα είναι η απόρριψη της έφεσης. Τα έξοδα, καθοριζόμενα στο ποσό των €2.000, πλέον ΦΠΑ, αν υπάρχει, επιδικάζονται εις βάρος των Εφεσειόντων και προς όφελος των Εφεσιβλήτων.
Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.
Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
ΣΦ.