ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2019:A440
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΈΦΕΣΗ ΑΡ.: 370/2018
24 Οκτωβρίου, 2019
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΔΔ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964 (ΑΡ. 33/64)
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ XXXXX Α. ΝΕΟΦΥΤΟΥ, ΑΠΟ ΤΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΦΥΣΕΩΣ CERTIORARI
ΚΑΙ
ΕΠΙ ΤΟΙΣ ΑΦΟΡΩΣΙ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 30.3.2018 ΓΙΑ ΑΠΟΡΡΙΨΗ ΤΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΤΟΥ XXXXX Α. ΝΕΟΦΥΤΟΥ ΩΣ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΗ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΑΡΤΟΠΟΙΕΙΑ ΟΜΗΡΟΣ ΑΡΙΣΤΕΙΔΟΥ ΛΙΜΙΤΕΔ (ΗΕ8549) ΜΕ ΑΡΙΘΜΟ 148/2018 ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 27.2.2018 ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 261(1)(β), 263, 268(1) & (2), 266(4) ΚΑΙ 290 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΝΟΜΟΥ, ΚΕΦ. 113
..........
Δ. Παπαπολυβίου για Κ. Χρυσοστομίδη & Σία ΔΕΠΕ, για τον εφεσείοντα
Χρ. Νεοφύτου/εφεσίβλητος, προσωπικώς
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί από το Δικαστή Χριστοδούλου.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Σε έκτακτη γενική συνέλευση των μετόχων της εταιρείας Αρτοποιεία Όμηρος Αριστείδου Λτδ (στο εξής η Εταιρεία), στις 29.10.2016, εγκρίθηκε ψήφισμα με το οποίο η Εταιρεία θα τίθετο υπό καθεστώς εκούσιας εκκαθάρισης με εκκαθαριστές τούς XXXXX Νεοφύτου και XXXXX Μιχαηλίδου.
Η έγκριση του πιο πάνω ψηφίσματος δεν επέφερε και την επίλυση των διαφορών μεταξύ των μετόχων. Ό,τι όμως ενδιαφέρει την παρούσα είναι ότι στις 27.2.2018 ο εκ των διορισθέντων εκκαθαριστών XXXXX Νεοφύτου, κατέθεσε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας (στο εξής το κατώτερο Δικαστήριο) την εταιρική αίτηση 148/2018 με την οποία επεδίωξε, αφενός, να απαγορευτεί στους μετόχους και διευθυντές της Εταιρείας να προβάλλουν εμπόδια στην ολοκλήρωση της διαδικασίας εκκαθάρισης και αφετέρου να διατάσσεται ο Έφορος Εταιρειών και Επίσημος Παραλήπτης να «αποδεχτεί τη Θέσμια δήλωση Φερεγγυότητας της Διευθύντριας της Εταιρείας Μ.Ι. (Κ) Αριστείδου για σκοπούς της διαδικασίες εκούσιας εκκαθάρισης της Εταιρείας».
Η πιο πάνω αίτηση του Χρ. Νεοφύτου προσέκρουσε σε ένσταση των μετόχων της Εταιρείας Ε.Γ.Α[1] και Ό.Α., οι οποίοι κατέχουν το 80% του μετοχικού κεφαλαίου της Εταιρείας ενώ το υπόλοιπο 20% κατέχεται από τη Μ.Ι. (Κ.) Α. και τελικά η αίτηση οδηγήθηκε σε ακρόαση στο πλαίσιο της οποίας - μεταξύ άλλων - οι ενιστάμενοι προέβαλαν και τη θέση ότι ο Χρ. Νεοφύτου δεν διορίστηκε νομότυπα εκκαθαριστής της Εταιρείας.
Το κατώτερο Δικαστήριο, αφού εξέτασε τις εκατέρωθεν θέσεις υπό το πρίσμα των προνοιών του άρθρου 266(1)[2] του περί Εταιρειών Νόμου σε συνδυασμό με τις πρόνοιες των άρθρων 261-264, 266(2)(3) και (4), 268 και 275-283, κατέληξε (ερμηνευτικά) στο συμπέρασμα ότι χωρίς την εμπρόθεσμη υποβολή της Θέσμιας Δήλωσης Φερεγγυότητας δεν ήταν δυνατό για τους μετόχους της Εταιρείας να υποδείξουν εκκαθαριστές. Με δεδομένο δε ότι τέτοια Δήλωση δεν είχε υποβληθεί αποφάσισε πως «το ψήφισμα ημερομηνίας 29.10.2016 για εκούσια εκκαθάριση της υπό αναφορά εταιρείας δεν εγκρίθηκε νομότυπα καθότι αυτού του ψηφίσματος δεν προηγήθηκε χρονικά η Θέσμια Δήλωση Φερεγγυότητας από τους συμβούλους της εταιρείας και συνεπώς δεν παράγει έννομα αποτελέσματα. Για τον ίδιο λόγο κρίνω ότι ούτε το ψήφισμα για το διορισμό του κ. XXXXX Νεοφύτου και της κας XXXXX Μιχαηλίδου εγκρίθηκε νομότυπα. Προκύπτει ως αναπόφευκτο αποτέλεσμα της μη νομότυπης έγκρισης ψηφίσματος για εκούσια εκκαθάριση και διορισμό εκκαθαριστή της υπό αναφορά εταιρείας ότι ο ισχυρισμός πως ο κ. XXXXX Νεοφύτου είναι ο εκκαθαριστής της εν λόγω εταιρείας δεν ευσταθεί και για το λόγο αυτό απορρίπτεται.».
Η πιο πάνω απόφαση του κατώτερου Δικαστηρίου προσβλήθηκε από τον XXXXX Νεοφύτου (εφεσίβλητος στην παρούσα) με διαδικασία Certiorari, η οποία προσέκρουσε σε ένσταση της Εταιρείας και των Ε.Α. και Ό. Α. (εφεσειόντων στην παρούσα υπόθεση). Με θετική γι΄ αυτόν κατάληξη καθότι ο αδελφός Δικαστής που επελήφθη της αιτήσεως του, εξέδωσε διάταγμα ακύρωσης της απόφασης του κατώτερου Δικαστηρίου κρίνοντας πως η ερμηνεία που δόθηκε στις πρόνοιες του άρθρου 266 του Κεφ. 113 ήταν εσφαλμένη. Παραθέτουμε επί τούτου αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση.
«Το εκδικάσαν Δικαστήριο κατέληξε στην πιο πάνω απόφασή του στη βάση της ερμηνείας που το ίδιο έδωσε στις σχετικές πρόνοιες του άρθρου 266 του Νόμου. Εμφανώς, αυτό δεν αντιλήφθηκε ορθά το νομικό πλαίσιο, εντός του οποίου γίνεται η θέσμια δήλωση που προβλέπεται στο άρθρο 266(1) και ότι αυτή κάθε άλλο παρά υποχρεωτική είναι και δεν απαιτείται να γίνεται σε κάθε περίπτωση εκούσιας εκκαθάρισης εταιρείας. Η πιο πάνω ερμηνεία προκύπτει με σαφήνεια από τη χρήση στο άρθρο 266(1) της λέξης «δύναται», και, ειδικά, στην πρόβλεψη σε αυτό ότι: «οι σύμβουλοι της εταιρείας ή, ..., η πλειοψηφία των συμβούλων, δύναται σε συνεδρία των συμβούλων να κάνουν θέσμια δήλωση». Επομένως, σαφώς, δεν απαιτείται να γίνεται θέσμια δήλωση σε κάθε περίπτωση που υιοθετείται πρόταση για εκούσια εκκαθάριση εταιρείας. Σύμφωνα δε και με το άρθρο 263 του Νόμου, εφόσον ληφθεί τέτοια απόφαση, «Εκούσια εκκαθάριση θεωρείται ότι αρχίζει από την ημερομηνία έγκρισης του ψηφίσματος για εκούσια εκκαθάριση.»
Με την υπό κρίση έφεση προσβάλλεται η πρωτόδικη απόφαση ως εσφαλμένη με επτά (7) Λόγους Έφεσης, πλην όμως προέχει η εξέταση των Λόγων Έφεσης 2, 3 και 4 με τους οποίους προβάλλεται πως εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε στην έκδοση του προσβαλλόμενου διατάγματος για δύο αλληλένδετους μεταξύ τους λόγους. Ο πρώτος, ότι ο εφεσίβλητος είχε τη δυνατότητα να προσβάλει την απόφαση του κατώτερου Δικαστηρίου με έφεση και, ο δεύτερος, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει κατά πόσο συνέτρεχαν εξαιρετικές περιστάσεις που δικαιολογούσαν την καταφυγή στη διαδικασία Certiorari παρά τη δυνατότητα έφεσης. Επί τούτου ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειόντων επικαλέστηκε τη σχετική επί του θέματος νομολογία προς υποστήριξη των θέσεών του, ενώ ο εφεσίβλητος δεν τεκμηρίωσε βάσιμα θέση ότι δεν είχε στη διάθεσή του το ένδικο μέσο της έφεσης και σ΄ ό,τι αφορά το κατά πόσο συνέτρεχαν εξαιρετικές περιστάσεις, υποστήριξε πως υπό τα γεγονότα της υπόθεσης αυτό ήταν αυτονόητο προς ολοκλήρωση της διαδικασίας εκκαθάρισης και συνεπώς δεν ήταν αναγκαία η υπόδειξη τους από το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Εξετάσαμε την πρωτόδικη απόφαση επί του θέματος υπό το πρίσμα των εκατέρωθεν εισηγήσεων. Να υπενθυμίσουμε καταρχάς ότι κατά πάγια και διαχρονική νομολογία, η έκδοση προνομιακού εντάλματος δεν στοχεύει στον έλεγχο της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης αλλά στον έλεγχο της νομιμότητας της απόφασης (βλ. Mareware Shipping and Trading Company Ltd (1992) 1 A.A.Δ. 116 και Πετρίδου, Πολ. Εφ. 225/2018 ημερ. 13.11.2018), καθώς επίσης και ότι η διαδικασία έκδοσης τέτοιου εντάλματος δεν συνιστά υποκατάστατο του ενδίκου μέσου της έφεσης (βλ. Γενικός Εισαγγελέας (Αρ.3) (1993) 1 Α.Α.Δ. 42 και Global Consolidator Public Ltd (2006) 1 A.A.Δ. 464) εκτός όπου αποκαλύπτονται εξαιρετικές περιστάσεις (βλ. Κωνσταντινίδη (1992) 1 Α.Α.Δ. 853). Και αυτό εφόσον η έκδοση τέτοιου εντάλματος μπορεί να εκδοθεί μόνο όπου διαπιστώνεται έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας, έκδηλη νομική πλάνη, δόλος, προκατάληψη και μη τήρηση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης (βλ. Κωνσταντινίδης (2003) 1 Α.Α.Δ. 1298). Παραπέμπουμε επίσης στο σύγγραμμα «Προνομιακά Εντάλματα» του Π. Αρτέμη, Κεφ.4 σελ. 127 και 128, όπου αναφέρεται πως δεν χορηγείται άδεια ούτε εκδίδεται ένταλμα Certiorari στην περίπτωση που το κατώτερο Δικαστήριο αντιλήφθηκε λανθασμένα το Νόμο, εφόσον σε τέτοια περίπτωση η λανθασμένη αντίληψη του κατώτερου Δικαστηρίου διορθώνεται κατ΄ έφεση και όχι με προνομιακό ένταλμα.
Έχοντας υπόψιν τις πιο πάνω (βασικές) αρχές, δεν νομίζουμε ότι χρειάζεται να λεχθούν πολλά σε σχέση με το ότι το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως το κατώτερο Δικαστήριο «δεν αντιλήφθηκε ορθά το νομικό πλαίσιο, εντός του οποίου γίνεται η θέσμια δήλωση που προβλέπεται στο άρθρο 266(1)» δεν δικαιολογούσε αφ΄ εαυτής την έκδοση και του επίδικου διατάγματος. Τούτο γιατί, ακόμη και στην περίπτωση που το κατώτερο Δικαστήριο αντιλήφθηκε λανθασμένα το νομικό πλαίσιο, αυτό μόνο με έφεση μπορούσε να διορθωθεί και όχι με προνομιακό ένταλμα. Αλλά ακόμη και στην περίπτωση που το καταλογισθέν στο κατώτερο Δικαστήριο νομικό σφάλμα ήταν έκδηλο - κάτι που δεν ήταν εφόσον ο έλεγχος της ερμηνείας που έδωσε το κατώτερο Δικαστήριο στο άρθρο 266(1) επέβαλλε και τη συσχέτιση του εν λόγω άρθρου με τα 261-264, 266(2)(3) και (4), 268 και 275-283 του Κεφ. 113, στοιχείο που απαιτούσε περαιτέρω έρευνα - και πάλιν δεν θα έπρεπε σύμφωνα με τη νομολογία να εκδοθεί το επίδικο ένταλμα χωρίς την κατάδειξη εξαιρετικών περιστάσεων. Ωστόσο η παράμετρος αυτή δεν απασχόλησε το πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο προχώρησε στην έκδοση του επίδικου εντάλματος κατ΄ ακολουθία της δικής του θεώρησης ότι το κατώτερο Δικαστήριο ερμήνευσε εσφαλμένα το άρθρο 266(1) του Κεφ. 113, η οποία θεώρηση δεν συνάδει με τις προαναφερθείσες νομολογιακές αρχές που διέπουν τη χορήγηση άδειας και ακολούθως την έκδοση προνομιακού εντάλματος.
Για τους πιο πάνω λόγους η έφεση επιτυγχάνει χωρίς να απαιτείται η ενασχόληση με τους υπόλοιπους λόγους έφεσης, η δε πρωτόδικη απόφαση ακυρώνεται με έξοδα, πρωτοδίκως και κατ΄ έφεση, προς όφελος των εφεσειόντων και εναντίον του εφεσίβλητου.
Τα έξοδα να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και να τεθούν ενώπιον της Ολομέλειας για έγκριση.
ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.
Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
[1] Η Ε. είναι αδελφή της Μ. και αμφότερες είναι διευθύντριες της Εταιρείας.
[2] 266.-(1) Όταν υπάρχει πρόταση για εκούσια εκκαθάριση εταιρείας ή έχει καταρτιστεί σχέδιο μεταφοράς του εγγεγραμμένου γραφείου μιας SE σε άλλο κράτος μέλος, οι σύμβουλοι της εταιρείας ή, σε περίπτωση εταιρείας που έχει περισσότερους από δύο συμβούλους, η πλειοψηφία των συμβούλων, δύναται σε συνεδρία των συμβούλων να κάνουν θέσμια δήλωση ότι έχουν κάνει πλήρη έρευνα των υποθέσεων της εταιρείας, και ότι, αφού ενέργησαν με τον τρόπο αυτό, σχημάτισαν τη γνώμη ότι η εταιρεία θα είναι σε θέση να πληρώσει τα χρέη της στο ακέραιο μέσα σε τέτοια περίοδο που δεν υπερβαίνει τους δώδεκα μήνες από την έναρξη της εκκαθάρισης όπως δυνατό να οριστεί στη δήλωση.