ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
PHYLACTOU ν. MICHAEL (1982) 1 CLR 204
Bίκα Πίκα Nτίσκο Λτδ και Άλλοι ν. Xάπυ Στρητς Nτίσκο Λτδ (1997) 1 ΑΑΔ 28
Evand Promotions Ltd. κ.ά. ν. Frank Rutman (Aρ. 1) (1998) 1 ΑΑΔ 92
Αpak Agro Industries Ltd και Άλλος ν. Κυπριακής Τράπεζας Αναπτύξεως Λτδ (2000) 1 ΑΑΔ 361
Σοφοκλέους Ανδρέας ν. Κωστάκη Ταβελούδη και Άλλου (2004) 1 ΑΑΔ 327
Πίττας Χριστάκης ν. Unigoods Trading Company Ltd (2004) 1 ΑΑΔ 1761
Κωνσταντινίδη Ελενίτσα ν. Nur Habib Hissin (2004) 1 ΑΑΔ 1774
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας στους οποίους κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας Δ.17
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ECLI:CY:AD:2019:A452
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 254/2013)
31 Οκτωβρίου, 2019
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
χχχχ ΚΟΤΣΩΝΗΣ,
Εφεσείων/Αιτητής,
ΚΑΙ
ΔΗΜΟΣ ΓΕΡΙΟΥ,
Εφεσίβλητος/Απαλλοτριούσα Αρχή.
_ _ _ _ _ _
Ζ. Λεμής, για τον Εφεσείοντα.
Χ. Καμπούρης, για τον Εφεσίβλητο.
_ _ _ _ _ _
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από την Σταματίου, Δ.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Με την παρούσα έφεση αμφισβητείται η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου με την οποία εκδόθηκε διάταγμα παραμερισμού προηγούμενης απόφασής του, που είχε εκδοθεί υπέρ του εφεσείοντα και εναντίον της εφεσίβλητης-απαλλοτριούσας αρχής, στις 7.12.2011.
Το Συμβούλιο Βελτιώσεως Γερίου, όπως ήταν τότε η απαλλοτριούσα αρχή, απαλλοτρίωσε μέρος του χωραφιού του εφεσείοντα προσφέροντας στις 14.4.1999 αποζημίωση ύψους ΛΚ10, πλέον τόκους. Στις 5.1.2011 ο εφεσείων καταχώρησε ειδοποίηση παραπομπής προς καθορισμό της αποζημίωσης από το Δικαστήριο, στη βάση εκτίμησης ότι η αξία του ανερχόταν σε €13.300 και δεν επήλθε συμφωνία. Η ειδοποίηση παραπομπής επιδόθηκε στον τότε Πρόεδρο του Κοινοτικού Συμβουλίου Γερίου στις 10.3.2011. Λόγω παράλειψης της απαλλοτριούσας αρχής να καταχωρήσει εμφάνιση στην υπόθεση, εκδόθηκε, μετά από απόδειξη, απόφαση στην απουσία της στις 7.12.2011, με την οποία διατασσόταν όπως καταβάλει ως αποζημίωση στον εφεσείοντα το ποσό των €13.300, πλέον τόκο προς 9% ετησίως από 24.4.1998 μέχρι τελικής εξόφλησης, πλέον το ποσό των €1.000 ως εκτιμητικά έξοδα, πλέον ΦΠΑ, πλέον δικηγορικά έξοδα.
Η εν λόγω απόφαση κοινοποιήθηκε στο Δημοτικό Συμβούλιο Γερίου στις 28.3.2012 από το δικηγόρο του εφεσείοντα. Δόθηκαν άμεσα οδηγίες στους δικηγόρους των εφεσιβλήτων για έρευνα του δικαστικού φακέλου, ο οποίος ανευρέθηκε στις 11.5.2012. Ερευνήθηκε ο φάκελος και ακολούθησε εκτίμηση του επίδικου ακινήτου με την εν τέλει καταχώρηση αίτησης παραμερισμού της απόφασης στις 4.7.2012. Παράλληλα, στις 6.7.2012 καταχωρήθηκε αίτηση αναστολής της εκτέλεσης του εντάλματος εκτέλεσης κινητών που είχε στο μεταξύ καταχωρηθεί. Όμως, τόσο η αίτηση παραμερισμού, όσο και η αίτηση εκτέλεσης της απόφασης, αποσύρθηκαν, καθότι ο τίτλος έπρεπε να τροποποιηθεί για να ήταν δυνατή η εκτέλεσή της από τον εφεσείοντα, ενόψει της μετατροπής της απαλλοτριούσας αρχής από Συμβούλιο Βελτιώσεως σε Δήμο.
Με διάταγμα Δικαστηρίου, ημερομηνίας 9.10.2012, ο τίτλος της παραπομπής τροποποιήθηκε εκ συμφώνου, έτσι ώστε πλέον να αναγράφεται ο Δήμος Γερίου ως η απαλλοτριούσα αρχή.
Στις 11.12.2012 καταχωρήθηκε η επίδικη αίτηση παραμερισμού της απόφασης. Η αίτηση συνοδευόταν από ένορκη δήλωση του Αντιδημάρχου του Δήμου Γερίου στην οποία αναφέρονται οι λόγοι της μη εμπρόθεσμης καταχώρησης σημειώματος εμφάνισης. Σύμφωνα με τα όσα αναφέρονται στην ένορκη δήλωση, η επίδοση έγινε στον τότε Πρόεδρο του Κοινοτικού Συμβουλίου Γερίου, στις 10.3.2011, αυτή όμως παρέπεσε μέσα στο αυτοκίνητό του, με αποτέλεσμα να μην την παρουσιάσει εμπρόθεσμα ενώπιον του Κοινοτικού Συμβουλίου. Ειδικότερα, λόγω του βεβαρημένου προγράμματος και συνεχόμενων συναντήσεων που είχε ο πρόεδρος με τις αρμόδιες υπηρεσίες του Υπουργείου Εσωτερικών αναφορικά με τις διαδικασίες διενέργειας δημοψηφίσματος που επρόκειτο να τελεστεί στην κοινότητα στις αρχές Μαΐου του 2011, με σκοπό να αποφασιστεί το κατά πόσο ή όχι θα καθίστατο Δήμος το υφιστάμενο Κοινοτικό Συμβούλιο, αυτός παρέλειψε να την παρουσιάσει άμεσα στο Κοινοτικό Συμβούλιο. Όταν παρουσιάστηκε η ειδοποίηση παραπομπής στο αρχείο του Κοινοτικού Συμβουλίου περί το τέλος Απριλίου του 2011 όλες οι υπηρεσίες του τότε Κοινοτικού Συμβουλίου ήταν απασχολημένες με τη διενέργεια του δημοψηφίσματος. Στη συνέχεια, ως αποτέλεσμα των διεργασιών, συναντήσεων και εκδηλώσεων που ελάμβαναν χώρα για την εκλογή της διοικούσας επιτροπής που θα αναλάμβανε τη διοίκηση του νεοσύστατου Δήμου μέχρι και την τέλεση των δημοτικών εκλογών που έλαβαν χώρα το Δεκέμβριο του 2011, η εν λόγω παραπομπή παρέπεσε υπό το πρίσμα και της γενικότερης προσπάθειας για αναδιοργάνωση του αρχείου του Δήμου.
Η απαλλοτριούσα αρχή προέβαλε, περαιτέρω, ως λόγο για τον παραμερισμό της απόφασης την ύπαρξη εκ πρώτης όψεως συζητήσιμης υπεράσπισης. Προς τούτο, επεσύναψε εκτίμηση από την οποία προκύπτει ότι η εκτίμηση που παρουσιάστηκε από τον εφεσείοντα είναι λανθασμένη, αφού δεν λήφθηκε υπόψη η αύξηση στην αξία της περιουσίας που απαλλοτριώθηκε με τη δημιουργία ασφάλτινου δρόμου αντί για χωμάτινου μονοπατιού. Προέβαλε, επίσης, ότι ο τόκος ο οποίος προβλέπεται για τέτοιου είδους περιπτώσεις, σύμφωνα με τους περί Ειδικού για τον Καθορισμό Αποζημίωσης Δικαστηρίου Κανονισμούς του 1956 ανέρχεται σε 4%, ενώ το Δικαστήριο επεδίκασε τόκο προς 9%, στηριζόμενο, λανθασμένα κατά την κρίση τους, στον περί Αναγκαστικής Απαλλοτρίωσης Δια Δημόσια Ωφέλεια Νόμο του 1962 αντί στον περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως (Προσωρινές Διατάξεις για τη Νομιμοποίηση Υφιστάμενων Αγροτικών Δρόμων) Νόμο του 1995 (Ν.51(Ι)/1995) ο οποίος ήταν και ο Νόμος με βάση τον οποίο οι τοπικές αρχές της Δημοκρατίας προέβησαν στη δημιουργία αγροτικών δρόμων. Περαιτέρω, η απαλλοτριούσα αρχή ισχυρίστηκε πως, σε περίπτωση κατά την οποία δεν παραμεριστεί η απόφαση, τότε οποιοσδήποτε εκ των 100 και πλέον ιδιοκτητών, των οποίων η περιουσία ή μέρος αυτής απαλλοτριώθηκε, θα έχει το δικαίωμα οποτεδήποτε και ανεξάρτητα με το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε από την απαλλοτρίωση, να προωθήσει διαδικασία παραπομπής και να αξιώσει αυξημένες αποζημιώσεις.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού εξέτασε τα επιχειρήματα των δύο πλευρών, στη βάση της αίτησης και της ένστασης που καταχωρήθηκε από τον εφεσείοντα και, αφού ανέλυσε τη σχετική επί του θέματος νομολογία, έκρινε, χωρίς να υπεισέρχεται στην ουσία της διαφοράς και χωρίς να προβαίνει σε οποιαδήποτε αξιολόγηση του μαρτυρικού υλικού, ότι έχει στοιχειοθετηθεί επαρκώς στο βαθμό που απαιτείται στα πλαίσια της υπό κρίση διαδικασίας, η ύπαρξη εκ πρώτης όψεως υπεράσπισης στην απαίτηση. Ειδικότερα, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως εγείρεται συζητήσιμη υπόθεση ως προς τον υπολογισμό της αποζημίωσης.
Προχώρησε, στη συνέχεια, στην εξέταση κατά πόσο η απαλλοτριούσα αρχή είχε δώσει επαρκή και ικανοποιητική αιτιολογία για την παράλειψή της να καταχωρήσει εμφάνιση και έκρινε πως η παράλειψη αυτή της απαλλοτριούσας αρχής να εμφανιστεί έγκαιρα δεν απολήγει σε ασέβεια και κατάχρηση της διαδικασίας. Ως αποτέλεσμα, εξέδωσε διάταγμα παραμερισμού της απόφασης ημερομηνίας 7.11.2011.
Πριν καταγραφούν οι εγειρόμενοι λόγοι έφεσης, αναφορά θα γίνει στη θέση των εφεσιβλήτων ότι είναι αμφίβολο το κατά πόσο, ενόψει και της νομολογίας, η εν λόγω απόφαση, ως ενδιάμεση, είναι εφέσιμη. Παραπέμπουν επί τούτου στις Evand Promotions Ltd κ.α. v. Frank Rutman (Αρ. 1) (1998) 1 ΑΑΔ 92 (ενδιάμεση απόφαση απορριπτική αιτήματος για την έκδοση συνοπτικής απόφασης) και APAK AGRO INDUSTRIES LTD κ.α. ν. Κυπριακής Τράπεζας Αναπτύξεως Λτδ (2000) 1 ΑΑΔ 361 (οδηγίες που έδωσε το Δικαστήριο για την πορεία της δίκης). Περαιτέρω, με αναφορά στη Σοφοκλέους ν. Ταβελούδη (2004) 1 ΑΑΔ 327 (ενδιάμεση απόφαση για παράταση του χρόνου καταχώρησης έκθεσης απαίτησης) τονίζουν πως «μόνο αποφάσεις καθοριστικές ή δηλωτικές για τα δικαιώματα των διαδίκων υπόκεινται σε έφεση και κατά συνέπεια μόνο ενδιάμεσες αποφάσεις που έχουν άμεσες επιπτώσεις στα δικαιώματα των διαδίκων μπορεί να αποτελέσουν το αντικείμενο έφεσης». Τυχόν αποδοχή της θέσης ότι είναι εφέσιμη η συγκεκριμένη ενδιάμεση απόφαση, θα σήμαινε, κατά τους εφεσίβλητους, τη δημιουργία δυνατότητας καταχώρησης και δεύτερης έφεσης από τον εφεσείοντα στο ενδεχόμενο αποτυχίας της παρούσας, όπως και αποτυχίας και κατά το στάδιο της εκδίκασης της κυρίως διαφοράς από το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Έχοντας εξετάσει το ζήτημα, παρατηρείται πως η νομολογία, στην οποία παραπέμπουν οι εφεσίβλητοι, διαφοροποιείται από την παρούσα. Εν προκειμένω, η εφεσιβαλλόμενη απόφαση είναι καθοριστική των δικαιωμάτων του εφεσείοντα, καθότι με αυτήν επανανοίγεται η υπόθεση, οπότε και τα δικαιώματά του επίσης θα τεθούν υπό αναθεώρηση. Συνεπώς, ο ισχυρισμός περί του μη εφέσιμου της απόφασης δεν ευσταθεί.
Με την παρούσα έφεση εγείρονται τρεις λόγοι έφεσης, ήτοι ότι δόθηκε ικανοποιητικός λόγος για την παράλειψη καταχώρησης σημειώματος εμφάνισης στην εκκρεμούσα διαδικασία, λανθασμένα κρίθηκε ότι υπήρχε εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση και πως δεν επιτεύχθηκε η ισορροπία μεταξύ της ανάγκης διασφάλισης του δικαιώματος διαδίκου να ακουστεί και της ταχείας διεκπεραίωσης της παρούσας διαδικασίας.
Προτού εξετάσουμε τους λόγους έφεσης θα παραθέσουμε τις αρχές με βάση τις οποίες το Δικαστήριο δύναται να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια για παραμερισμό απόφασης. Σύμφωνα με τη Δ.17 Κ.10 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών, ο οποίος εφαρμόζεται κατ΄ αναλογία στην παρούσα περίπτωση, λόγω απουσίας ειδικού κανονισμού στους περί Ειδικούς για τον Καθορισμό Αποζημίωσης Κανονισμούς του 1956, η εξουσία του Δικαστηρίου να παραμερίσει εκδοθείσα απόφαση είναι διακριτικής φύσης. Ο εναγόμενος σε τέτοιου είδους υποθέσεις οφείλει να καταδείξει ότι (α) έχει ως πρώτης όψεως συζητήσιμη υπεράσπιση και (β) υπάρχει σοβαρός λόγος για τη μη εμφάνιση στη διαδικασία.
Οι αρχές με βάση τις οποίες ασκείται η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου αναλύονται στην Evans v. Bartlam (1937) 2 All ER 646 και υιοθετήθηκαν από τα Κυπριακά Δικαστήρια (βλ. Phylactou v. Michael (1982) 1 CLR 204, Βίκα Πίκα Ντίσκο Λτδ κ.ά. ν. Χάπυ Στρητς Ντίσκο Λτδ (1997) 1 ΑΑΔ 28, Πίττας ν. Unigoods Trading Co. Ltd (2004) 1Γ ΑΑΔ 1761, Κωνσταντινίδη ν. Hissin (2004) 1Γ ΑΑΔ 1774).
Επιδίωξη του Δικαστηρίου είναι η εξισορρόπηση αφενός του δικαιώματος του διαδίκου να ακουστεί στην υπόθεσή του και αφετέρου η ταχεία διεκπεραίωση των δικαστικών υποθέσεων με τη διασφάλιση της τελεσιδικίας.
Η αποκάλυψη εκ πρώτης όψεως συζητήσιμης υπεράσπισης, προκειμένου να επιτύχει η αίτηση για παραμερισμό απόφασης που ελήφθηκε ερήμην, συνιστά πρωταρχικό παράγοντα, ο οποίος λαμβάνεται υπόψη κατά την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου. Εν τούτοις, το Δικαστήριο μπορεί παρά ταύτα να αρνηθεί να επανανοίξει την υπόθεση, εάν η διαγωγή του διάδικου που εξαιτείται τον παραμερισμό εκδοθείσας απόφασης είναι τέτοια ώστε να πλήττει το θεμέλιο της απονομής της δικαιοσύνης.
Σχετικό είναι το πιο κάτω απόσπασμα από την υπόθεση NSM Democars Ltd v. Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρείας Λτδ, Πολ. Έφεση 121/2010, ημερομηνίας 14.10.2015, ECLI:CY:AD:2015:A677, όπου αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:
«Το Δικαστήριο δεν πρέπει να επιδεικνύει υπέρμετρο ζήλο στην αποστέρηση του δικαιώματος του διαδίκου να ακουστεί στην υπόθεση του, νοουμένου ότι αποκαλύπτει υπεράσπιση. Εντούτοις, το Δικαστήριο μπορεί, παρά ταύτα, να αρνηθεί να επανανοίξει την υπόθεση, εάν η διαγωγή του αιτητή είναι τέτοια, ώστε να πλήττει το θεμέλιο της απονομής της δικαιοσύνης. Όπου η διαγωγή του διαδίκου, ο οποίος εξαιτείται τον παραμερισμό εκδοθείσας απόφασης, είναι ασυγχώρητη, περιφρονητική μέχρι βαθμού καταφρόνησης της δικαστικής διαδικασίας ή των δικαιωμάτων του αντιδίκου, το Δικαστήριο δύναται, ενασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια, να αρνηθεί να παραμερίσει την απόφαση.»
Το Ανώτατο Δικαστήριο επεμβαίνει μόνο στην απόφαση κατώτερου Δικαστηρίου κατά την άσκηση της διακριτικής του εξουσίας εάν υπάρχει πλάνη ως προς τα γεγονότα, σφάλμα νόμου ή αρχής δικαίου ή εάν η άσκηση της διακριτικής εξουσίας είναι καθαρά εσφαλμένη.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε λανθασμένα τη διακριτική του ευχέρεια, ειδικότερα ότι ενώ δεν δόθηκε ικανοποιητικός λόγος για την παράλειψη της απαλλοτριούσας αρχής να καταχωρήσει σημείωμα εμφάνισης στη διαδικασία που εκκρεμούσε ενώπιον του Δικαστηρίου, αυτό παραμέρισε αδικαιολόγητα την εκδοθείσα απόφαση.
Ως προς το ζήτημα της παράλειψης της απαλλοτριούσας αρχής να εμφανιστεί στη διαδικασία της παραπομπής, το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού έλαβε υπόψη τα γεγονότα που εν πάση περιπτώσει δεν ήταν αμφισβητούμενα ως προς το λόγο της μη εμφάνισης της εφεσίβλητης στη διαδικασία, ανέφερε τα ακόλουθα:
«Έχοντας κατά νου όλα τα πιο πάνω και για τους λόγους που ήδη ανέφερα παρόλο που η παράλειψη της αποζημιούσας αρχής, αρχίζοντας από την αδικαιολόγητη αδιαφορία του τότε Προέδρου του Κοινοτικού Συμβουλίου Γερίου και μεταγενέστερα των λοιπών αρμοδίων, να ενδιαφερθούν για την ειδοποίηση παραπομπής και να ενεργήσουν άμεσα δεν αποτελεί ασυγχώρητη αμελή συμπεριφορά η οποία να απολήγει σε ασέβεια και κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας. Πέραν τούτου από τα όσα ανέφερα και πιο πάνω φαίνεται ότι δεν υπήρξε ουσιαστική χρονοτριβή εκ μέρους της αποζημιόυσας αρχής στην καταχώριση της πρώτης αίτησης για παραμερισμό της εκδοθείσας απόφασης μετά που έλαβε γνώση πλέον ο Δήμος Γερίου για την ύπαρξη της, αίτηση η οποία βέβαια αποσύρθηκε για τους λόγους που αναφέρθηκαν και πιο πάνω την οποία ακολούθησε η υπό κρίση αίτηση.
Υπό αυτές τις συνθήκες, και παρόλη την καθυστέρηση από πλευράς αποζημιούσας αρχής να εμφανιστεί έχοντας κατά νου το σύνολο της ενώπιον μου μαρτυρίας θεωρώ ότι η παράλειψη της αποζημιούσας αρχής να εμφανισθεί έγκαιρα δεν απολήγει σε ασέβεια και κατάχρηση της διαδικασίας. Σχετική είναι η απόφαση στη Βίκα Πίκα Ντίσκο Λτδ κ.ά. ν. Χάπυ Στρήτς Ντίσκο Λτδ (1997) 1 Α.Α.Δ. 28, Phylactou v. Michael (πιο πάνω) και Saratoga Swimming Pools Ltd (πιο πάνω) όπου μεταξύ άλλων ελέχθηκε ότι: «Τα δικαστήρια δεν πρέπει να αποστερούν το δικαίωμα του διαδίκου να ακουστεί, ιδιαίτερα όταν αποκαλύπτει καλή υπεράσπιση και όταν η συμπεριφορά του δεν είναι μεμπτή.»
Είναι φανερό από το πιο πάνω απόσπασμα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, ενώ έκρινε ως αδικαιολόγητη την αδιαφορία του Προέδρου του Κοινοτικού Συμβουλίου και των λοιπών αρμοδίων να ενδιαφερθούν για την ειδοποίηση παραπομπής, δεν θεώρησε ότι η συμπεριφορά τους αποτελεί ασυγχώρητη αμελή συμπεριφορά, η οποία απολήγει σε ασέβεια και κατάχρηση της διαδικασίας. Με όλο το σεβασμό προς την πρωτόδικη απόφαση, με βάση τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα ως προς τις ενέργειες των εφεσιβλήτων, δεν συμμεριζόμαστε την κατάληξή του ότι η απαλλοτριούσα αρχή δεν επέδειξε ασυγχώρητη αμέλεια ή ασέβεια στη διαδικασία.
Η αδιαφορία που επέδειξε, τόσο ο Πρόεδρος του Κοινοτικού Συμβουλίου όσο και οι λοιποί αρμόδιοι είναι ανεπίτρεπτη. Με δεδομένο δε ότι πρόκειται για δημόσια αρχή, η οποία έχει υποχρέωση να ενεργεί για το δημόσιο συμφέρον, η συμπεριφορά που επεδείχθη από αυτήν είναι αδικαιολόγητη και ισοδυναμεί με αδιαφορία προς τη δικαστική διαδικασία που εκκρεμούσε. Ως εκ τούτου, ανεξάρτητα του κατά πόσο έχει καταδειχθεί εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπεράσπιση, η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου θα έπρεπε να ασκηθεί υπέρ της απόρριψης της αίτησης.
Συνακόλουθα, η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Τα έξοδα, τόσο της πρωτόδικης διαδικασίας όσο και της έφεσης, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Εφετείο, επιδικάζονται υπέρ του εφεσείοντα.
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.
/ΧΤΘ