ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2019:D422
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 174/2019
11 Οκτωβρίου, 2019
[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ/ΣΤΗΣ]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.(4) ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ KAI TA AΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964
ΚΑΙ
ANAΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ 2018
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ΑΝΩΝΥΜΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΩΝΥΜΙΑ «ΑΝΩΝΥΜΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΑΝΑΨΥΚΤΙΚΩΝ - ΧΥΜΩΝ» (ΚΑΙ ΤΟ ΔΙΑΚΡΙΤΙΚΟ ΤΙΤΛΟ «ΛΟΥΞ - ΜΑΡΛΑΦΕΚΑΣ Α.Β.Ε.Ε.»), ΕΞ ΕΛΛΑΔΟΣ ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI
KAI
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΚΑΙ/Η ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 19/09/2019 ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΑΡ. 50/19.
------------------------------
Ανδρέας Ερωτοκρίτου μαζί με Ανδρέα Κουάλη και Ιωάννα Μιχαήλ (κα), για τους Αιτητές.
------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.:- Η αιτήτρια, η οποία είναι Ανώνυμη Εταιρεία με την επωνυμία «Ανώνυμη Βιομηχανική και Εμπορική Εταιρεία Αναψυκτικών-Χυμών» (και διακριτικό τίτλο «ΛΟΥΞ - ΜΑΡΛΑΦΕΚΑΣ Α.Β.Ε.Ε.), και έχει την έδρα της στην Πάτρα, με την παρούσα αίτηση επιδιώκει τη λήψη άδειας για την καταχώριση αίτησης διά κλήσεως, με απώτερο σκοπό την έκδοση εντάλματος της φύσεως certiorari, με το οποίο να ακυρώνεται διάταγμα που εκδόθηκε μονομερώς από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας στις 19.9.2019, στα πλαίσια της Αίτησης Αρ. 50/2019. Ζητά, επίσης, την αναστολή της ισχύος του εν λόγω διατάγματος μέχρι την αποπεράτωση της αίτησης για certiorari που θα καταχωρηθεί.
Τα βασικά γεγονότα, όπως αναδύονται από την ένορκη δήλωση δικηγόρου στο γραφείο των δικηγόρων των αιτητών, η οποία υποστηρίζει την αίτηση, μπορούν να συνοψισθούν στα ακόλουθα. Στις 13.7.2018 εκδόθηκε απόφαση με αριθμό 4655/2018 από το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, υπέρ των αιτητών και εναντίον της Cyprus Popular Bank Public Co Ltd, (στο εξής «η Λαϊκή Τράπεζα»), για το ποσό των €2.544.919,69, πλέον τόκο και δικαστικά έξοδα και για το ποσό των €2.017.979,87, πλέον τόκο και δικαστικά έξοδα (στο εξής «η απόφαση»). Η Λαϊκή Τράπεζα έχει υπαχθεί σε καθεστώς εξυγίανσης δυνάμει σχετικού διατάγματος που δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Κυπριακής Δημοκρατίας στις 25.3.2013.
Η εν λόγω απόφαση εγγράφηκε στην Κυπριακή Δημοκρατία σύμφωνα με τις πρόνοιες του Ευρωπαϊκού Κανονισμού (ΕΚ) 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου. Ακολούθως, οι αιτητές προέβησαν σε διαβήματα εκτέλεσης με την καταχώρηση, διαδοχικά, στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, δύο αιτήσεων για κατάσχεση εις χείρας τρίτου. Εδώ ενδιαφέρει κυρίως η δεύτερη, η οποία καταχωρήθηκε μετά που φάνηκε ότι η πρώτη, εναντίον συγκεκριμένου νομικού προσώπου, ήταν άνευ αντικειμένου. Σημειώνεται δε ότι, σύμφωνα με την ένορκη δήλωση, η Λαϊκή Τράπεζα είχε γνώση από τις 2.8.2019 για τη λήψη μέτρων από την αιτήτρια εκτέλεσης της απόφασης. Η δεύτερη αίτηση στρέφεται εναντίον της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου (στο εξής «η Κεντρική Τράπεζα») και της Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρείας Λτδ (στο εξής «Τράπεζα Κύπρου») ως μεσεγγυούχων. Στα πλαίσια της διαδικασίας αυτής, εκδόθηκαν μονομερώς, στις 19.8.2019, διατάγματα δέσμευσης των ποσών της απόφασης τα οποία, σύμφωνα με την ένορκη δήλωση, βρίσκονται στα χέρια της Κεντρικής Τράπεζας και της Τράπεζας Κύπρου. Εμφανιζόμενοι ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου στις 16.9.2019, οι δικηγόροι της Κεντρικής Τράπεζας και της Τράπεζας Κύπρου δήλωσαν ότι συμμορφώθηκαν με τα εν λόγω διατάγματα μεσεγγύησης, και ζήτησαν χρόνο για την καταχώρηση ένστασης, ενώ οι δικηγόροι της Λαϊκής Τράπεζας, ζήτησαν όπως η υπόθεση οριστεί άμεσα για ακρόαση. Το Δικαστήριο, ορίζοντας τις αιτήσεις κατάσχεσης εις χείρας τρίτου για ακρόαση στις 23.9.2019, έδωσε οδηγίες όπως οι ενστάσεις καταχωρηθούν μέχρι τις 19.9.2019. Τόσο η Κεντρική Τράπεζα όσο και η Λαϊκή Τράπεζα καταχώρησαν ενστάσεις στις αιτήσεις κατάσχεσης και στα μονομερή διατάγματα. Στις 23.9.2019 διευκρινίστηκε ότι το προσβαλλόμενο διάταγμα ανέστελλε τη διαδικασία εκτέλεσης της απόφασης για οποιοδήποτε ποσό πέραν των εξόδων και στη συνέχεια οι αιτήσεις κατάσχεσης ορίστηκαν εκ νέου για ακρόαση μόνο σε σχέση με το ποσό των εξόδων της απόφασης. Με σκοπό δε τη λύση κάποιου θέματος που ήγειραν οι δικηγόροι της Λαϊκής Τράπεζας, για το οποίο δεν χρειάζεται να παρατεθούν λεπτομέρειες, η υπόθεση ορίστηκε για οδηγίες στις 25.9.2019.
Στο μεταξύ, στις 16.9.2019, η Λαϊκή Τράπεζα καταχώρησε μονομερή αίτηση στα πλαίσια της οποίας εξασφάλισε, στις 19.9.2019, διάταγμα με το οποίο διατάχθηκε η «αναστολή πάσης περαιτέρω διαδικασίας εκτέλεσης της εν τίτλου απόφασης για το ποσό των €2.544.919,69 και για το ποσό των €2.017.979,87». Πρόκειται για το αντικείμενο της παρούσας αίτησης. Το σχετικό πρακτικό του Επαρχιακού Δικαστηρίου κατέγραφε τα ακόλουθα:
«Δικαστήριο:- Έχω μελετήσει την ένορκη δήλωση καθώς και το σύνολο των συνημμένων εγγράφων. Στη βάση αυτών κρίνεται ότι ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 9(1)(2) του Κεφ. 6, καθώς και το στοιχείο του κατεπείγοντος προς έκδοση προσωρινού διατάγματος.
Εκδίδεται διάταγμα αναστολής πάσης περαιτέρω διαδικασίας εκτέλεσης της εν τίτλω απόφασης για το ποσό των €2.544.919,69 και για το ποσό των €2.017.979,87. Ο Αιτητής να υπογράψει εγγύηση €100.000.
Το διάταγμα ορίζεται για επίδοση-επιστρεπτέο στις 26.9.2019, η ώρα 09:00. Τα έξοδα στην πορεία.»
Σύμφωνα με την ένορκη δήλωση, η εν λόγω μονομερής αίτηση «καταχωρήθηκε στα πλαίσια δια κλήσεως αίτησης της Λαϊκής Τράπεζας» ημερομηνίας 16.9.2019, και είναι ταυτόσημη με αυτή, ενώ οι δύο αιτήσεις υποστηρίζονται και από πανομοιότυπη ένορκη δήλωση. Θα πρέπει εδώ να διευκρινιστεί ότι η Λαϊκή Τράπεζα καταχώρησε δύο αιτήσεις, μία μονομερή και μία δια κλήσεως, οι οποίες είναι τεκμήρια στην ένορκη δήλωση. Με αυτές επιδιώκεται η έκδοση διαταγμάτων με τα οποία (α) να αναστέλλεται η εκτέλεση της απόφασης και (β) να ακυρώνεται η εκτέλεσή της, μέχρι την αποπεράτωση της διαδικασίας εξυγίανσης της Λαϊκής Τράπεζας και διαζευκτικά μέχρι την αποπεράτωση κάποιων άλλων διαδικασιών, και (γ) να ακυρώνεται και/ή παραμερίζεται η εγγραφή και ή αναγνώριση της «ως απόφαση που αναγνωρίστηκε για λανθασμένο ποσό. και/ή ως απόφαση που αναγνωρίστηκε για σκοπούς εκτέλεσης τελώντας το δικαστήριο υπό πλάνη.»
Αναφέρεται στο σώμα του επίδικου διατάγματος, ότι είχε οριστεί επιστρεπτέο στις 26.9.2019. Φαίνεται δε από συνημμένο στην ένορκη δήλωση πρακτικό της διαδικασίας ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου, ημερομηνίας 25.9.2019, ότι το Δικαστήριο επιλήφθηκε της σχετικής αίτησης κατά την ημερομηνία εκείνη, που ήταν ορισμένες οι αιτήσεις κατάσχεσης εις χείρας τρίτου, με τη σύμφωνη γνώμη όλων των συνηγόρων των διαδίκων. Ζητήθηκε από το δικηγόρο της Λαϊκής Τράπεζας όπως δοθούν οδηγίες για την καταχώρηση ένστασης, αίτημα με το οποίο συμφώνησαν οι δικηγόροι όλων των διαδίκων, πλην της αιτήτριας, οι οποίοι επιφύλαξαν το δικαίωμα τους «σε οποιοδήποτε διάβημα» και ζήτησαν όπως η αίτηση οριστεί για οδηγίες στις 4.10.2019. Αναβάλλοντας την αίτηση για αναστολή στις 4.10.2019, το Δικαστήριο έδωσε οδηγίες όπως η ένσταση καταχωρηθεί μέχρι τότε.
Αναφέρεται περαιτέρω στην ένορκη δήλωση, ότι η Λαϊκή Τράπεζα έχει κακόπιστα αιτηθεί την έκδοση του διατάγματος αναστολής, με σκοπό την παρεμπόδιση της αιτήτριας από του να εκτελέσει την απόφαση, ενώ επισημαίνεται ότι σε κάθε περίπτωση δεν υπήρχε ανάγκη ή λόγος έκδοσης του διατάγματος, αφού οποιαδήποτε μέτρα εκτέλεσης της απόφασης έπρεπε να εγκριθούν από το Επαρχιακό Δικαστήριο το οποίο εξέδωσε τα διατάγματα μεσεγγύησης.
Κατά την επ' ακροατηρίω συζήτηση της παρούσας αίτησης, ο ευπαίδευτος συνήγορος της αιτήτριας πληροφόρησε το Δικαστήριο, μετά από σχετικές ερωτήσεις του, ότι δεν έχει καταχωρηθεί ένσταση από οποιοδήποτε μέρος στην αίτηση για αναστολή της απόφασης, αλλά το Επαρχιακό Δικαστήριο την έχει ορίσει για ακρόαση στις 15.10.2019.
Η άδεια επιζητείται στη βάση, κυρίως, ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο εξέδωσε το επίδικο διάταγμα, κατά παράβαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης και του δικαιώματος της αιτήτριας να ακουστεί, καθώς επίσης του Άρθρου 30 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας, κρίνοντας έτσι με καθοριστικό τρόπο την έκβαση της ενώπιον του διαδικασίας εκτέλεσης της απόφασης. Επίσης, το διάταγμα εκδόθηκε καθ΄ υπέρβαση δικαιοδοσίας, αφού δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις του άρθρου 9 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6. Κατά την αιτήτρια, ούτε επείγουσα ανάγκη έκδοσης του υπήρχε, ούτε ιδιαίτερες περιστάσεις, που να δικαιολογούσαν την έκδοση του σε μονομερή βάση. Εξάλλου, το Επαρχιακό Δικαστήριο καθ' υπέρβαση δικαιοδοσίας εξέδωσε το επίδικο διάταγμα σε μονομερή βάση αναστέλλοντας την ισχύ των διαταγμάτων μεσεγγύησης, τα οποία επίσης εκδόθηκαν σε μονομερή βάση. Ειδικά, η έκδοση του διατάγματος έγινε κατά παράβαση της Δ.48(8)(4) των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών, η οποία προβλέπει ότι οποιαδήποτε τροποποίηση διατάγματος που εκδόθηκε μονομερώς πρέπει να γίνεται με αίτηση διά κλήσεως, και κατά παράβαση των αρχών φυσικής δικαιοσύνης και των προηγούμενων οδηγιών του Επαρχιακού Δικαστηρίου για την καταχώρηση ένστασης στη διαδικασία εκτέλεσης της απόφασης.
Οι πιο πάνω θέσεις αναπτύχθηκαν μαζί από τον ευπαίδευτο συνήγορο της αιτήτριας κατά την επ΄ ακροατηρίω συζήτηση της αίτησης, λόγω της μεταξύ τους συνάφειας, ενώ κατάθεσε και γραπτό περίγραμμα αγόρευσης. Τόνισε ιδιαίτερα, ότι της έκδοσης του επίδικου διατάγματος είχε προηγηθεί αριθμός εμφανίσεων των εμπλεκομένων μερών ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου στα πλαίσια των διαδικασιών που προωθούσε η αιτήτρια, γεγονός που, κατά την εισήγησή του, δεν δικαιολογούσε την μονομερή εξέταση της αίτησης της Λαϊκής Τράπεζας. Ούτε είχε καταδειχθεί το κατεπείγον αφού η τελευταία γνώριζε ότι η αιτήτρια είχε λάβει μέτρα εκτέλεσης από τις 2.8.2019, που της επιδόθηκε η πρώτη διαδικασία κατάσχεσης εις χείρας τρίτου. Θεωρώντας δε από την πρώτη στιγμή ότι η νομιμότητα της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου ελέγχεται μέσω της διαδικασίας certiorari, δεν ζητήθηκε ποτέ χρόνος από την πλευρά της αιτήτριας για την καταχώρηση ένστασης. Η εν προκειμένω υπέρβαση εξουσίας του Επαρχιακού Δικαστηρίου συνιστά, εισηγήθηκε, «εξαιρετική περίσταση έκδοσης εντάλματος Certiorari».
Οι λόγοι που επικαλείται η αιτήτρια για ακύρωση του διατάγματος αναστολής συγκαταλέγονται στους λόγους για τους οποίους εκδίδονται προνομιακά εντάλματα. Σύμφωνα με τις καλά καθιερωμένες αρχές της νομολογίας, οι οποίες διέπουν αιτήσεις όπως η παρούσα, η χορήγηση άδειας για καταχώρηση αίτησης για ένταλμα certiorari συνιστά θέμα το οποίο ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου. Για να χορηγηθεί άδεια θα πρέπει να αποκαλυφθεί συζητήσιμη υπόθεση. Σκοπός δε του προνομιακού εντάλματος, το οποίο με φειδώ πρέπει να χορηγείται, δεν είναι η υποκατάσταση της έφεσης, ούτε ο έλεγχος της ορθότητας ή του λανθασμένου της πρωτόδικης κρίσης, αλλά της νομιμότητας της απόφασης. Εκεί όπου στη διάθεση του αιτητή υπάρχει εναλλακτικό ένδικο μέσο, κατά κανόνα δεν παρέχεται περιθώριο έκδοσης εντάλματος certiorari, εκτός αν συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις (βλ. μεταξύ άλλων, Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 40, Hellenger Trading Ltd (2000) 1 Α.Α.Δ. 1965).
Στην προκείμενη περίπτωση το Επαρχιακό Δικαστήριο φαίνεται να ενήργησε εντός της δικαιοδοσίας του αφού μπορούσε να εξετάσει την μονομερή αίτηση για αναστολή που τέθηκε ενώπιον του. Το άρθρο 9 του Κεφ. 6, στο οποίο το Δικαστήριο φαίνεται να στηρίχθηκε ιδιαίτερα για την μονομερή έκδοση του διατάγματος αναστολής, αφού κάνει ρητή αναφορά σε αυτό, παρέχει εξουσία σε Δικαστήριο να εκδώσει διάταγμα μονομερώς κάτω από προϋποθέσεις. Το Δικαστήριο έχει τη διακριτική εξουσία, με βάση τους θεσμούς, να διατάξει την επίδοση της αίτησης, εξουσία η οποία ασκείται λαμβάνοντας υπόψη το επείγον της έκδοσης του διατάγματος, από τη μια, και το συνταγματικό δικαίωμα του επηρεαζόμενου διάδικου να ακουστεί πριν την έκδοση απόφασης εναντίον του, από την άλλη. Στην εκτενή ένορκη δήλωση του Ειδικού Διαχειριστή της Λαϊκής Τράπεζας που υποστήριζε την αίτηση της, αναφερόταν, μεταξύ άλλων, ότι αν αφεθεί να συνεχιστεί η διαδικασία εκτέλεσης της απόφασης θα παραβιαστεί ο σκοπός για τον οποίο έχει θεσπισθεί η διαδικασία εξυγίανσης, όπως παρατίθεται στη σχετική νομοθεσία, και θα επηρεαστούν και ακυρωθούν οι αρχές και λόγοι για τους οποίους η Λαϊκή Τράπεζα έχει τεθεί σε διαδικασία εξυγίανσης και όχι διαδικασία αφερεγγυότητας/εκκαθάρισης. Υπήρξε δε επίκληση συγκεκριμένων επειγουσών συνθηκών, οι οποίες συνίσταντο στον άμεσο κίνδυνο στον οποίο θα τίθετο η διαδικασία εξυγίανσης της Λαϊκής Τράπεζας σε περίπτωση που η διαδικασία εκτέλεσης της απόφασης δεν αναστελλόταν άμεσα λόγω, μεταξύ άλλων, της παγοποίησης, ουσιαστικά, της διαδικασίας εξυγίανσης εκ της παγοποίησης των λογαριασμών του Ειδικού Διαχειριστή της Λαϊκής Τράπεζας τόσο στην Τράπεζα Κύπρου όσο και στην Κεντρική Τράπεζα, «με αποτέλεσμα να μην μπορεί να φέρει εις πέρας το έργο του όπως προβλέπει η σχετική νομοθεσία και/ή όπως έχει αναλάβει εντολή από την Αρχή Εξυγίανσης». Έχοντας εξετάσει το υλικό που τέθηκε ενώπιον του, το Δικαστήριο ικανοποιήθηκε ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις για χορήγηση της αιτούμενης με την αίτηση θεραπείας. Η θεώρηση του ότι μπορούσε υπό τις περιστάσεις, κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας, να εκδώσει το επίδικο διάταγμα μονομερώς, δεν συνιστά υπέρβαση δικαιοδοσίας ή νομικό σφάλμα καταφανές στο πρακτικό του Δικαστηρίου, αλλά είναι ζήτημα που συναρτάται προς την ορθότητα της απόφασης του, η οποία δεν ελέγχεται με προνομιακό ένταλμα.
Όσον αφορά τη θέση της αιτήτριας ότι δεν τροποποιείται ή αναστέλλεται διάταγμα το οποίο εκδόθηκε μονομερώς με άλλο διάταγμα που εκδίδεται μονομερώς, σημειώνεται ότι το υπό εξέταση μονομερές διάταγμα είναι για αναστολή της διαδικασίας εκτέλεσης της απόφασης και διακρίνεται από τις υποθέσεις Αναφορικά με την Αίτηση της Εταιρείας Ξάνθος Λυσιώτης και Υιος Λτδ (1996) 1 ΑΑΔ 739 και Αναφορικά με την Αίτηση του Αντώνη Βούρου (2003) 1 ΑΑΔ 1176 (υποθέσεις μονομελούς σύνθεσης του Ανωτάτου Δικαστηρίου) στις οποίες παρέπεμψε ο ευπαίδευτος συνήγορος της αιτήτριας. Στην πρώτη, το Δικαστήριο άντλησε καθοδήγηση από την In Re HjiSoteriou (1986) 1 CLR 429 η οποία αφορούσε μονομερές διάταγμα το οποίο ακύρωσε άλλο διάταγμα του Δικαστηρίου που είχε εκδοθεί μονομερώς. Το Δικαστήριο άφησε ανοικτό το ενδεχόμενο να υπάρχουν κατάλληλες περιπτώσεις για τις οποίες θα μπορούσε να εκδώσει διάταγμα μονομερώς με το οποίο να ακυρώνεται προηγούμενο μονομερές διάταγμα. Στη Βούρου εξηγήθηκε, με αναφορά στο άρθρο 9 του Κεφ. 6 ότι ένα διάταγμα το οποίο εκδίδεται με εμβέλεια την ακύρωση άλλου διατάγματος:
«.δεν συνιστά διάταγμα το οποίο να παρέχει τη δυνατότητα ένστασης σε αυτό με την έννοια που προσδιορίζεται στο άρθρο 9 εφόσον από τη στιγμή που εκδίδεται εξαφανίζει το διάταγμα το οποίο προϋπήρχε και έτσι δεν έχει καν νόημα ούτε η προηγούμενη διαταγή του δικαστηρίου ως προς το επιστρεπτέο του αρχικού διατάγματος ούτε και η επόμενη διαταγή του δικαστηρίου ότι το διάταγμα ορίζεται επιστρεπτέο για να παρέχει τη δυνατότητα ενστάσεως σε αυτό».
Στην προκείμενη περίπτωση, η αιτήτρια δεν επικαλείται οποιαδήποτε αδυναμία να καταχωρήσει ένσταση λόγω της αναστολής εκτέλεσης της απόφασης, ούτε ότι «εξαφανίστηκαν» τα διατάγματα μεσεγγύησης. Αντιθέτως, αναφέρεται στην ένορκη δήλωση ότι τα εν λόγω διατάγματα τροποποιήθηκαν εκ συμφώνου στις 25.9.2019, δηλαδή μετά την έκδοση του υπό κρίση διατάγματος αναστολής, «ώστε να μην εμποδίζουν συναλλαγές από το λογαριασμό της Λαϊκής Τράπεζας στην Τράπεζα Κύπρου υπό την προϋπόθεση ότι το ποσό που ήταν κατατεθειμένο στην Τράπεζα Κύπρου δεν θα ήταν λιγότερο του ποσού των €165.000.». Να σημειωθεί, περαιτέρω, ότι ούτε η Βούρου απέκλεισε την ύπαρξη εξουσίας ακύρωσης προηγούμενου μονομερούς με μονομερή αίτηση, υποδεικνύοντας το Δικαστήριο ότι:
«.η οποιαδήποτε εξουσία του δικαστηρίου, και συμφυής αν μπορούσε να πει κανείς, να διατάξει την ακύρωση προηγούμενου διατάγματος το οποίο το ίδιο το δικαστήριο είχε εκδώσει με αίτηση ex parte, πρέπει να ασκείται με τη μέγιστη δυνατή φειδώ και υπό άκρως εξαιρετικές περιστάσεις, ακόμα πιο εξαιρετικές από εκείνες που δικαιολογούν την αρχική έκδοση διατάγματος ex parte. Και ο λόγος είναι ότι με την έκδοση του αρχικού διατάγματος ex parte, κατά παρέκκλιση των επιταγών της φυσικής δικαιοσύνης, έχει ήδη προσδιοριστεί μια πορεία της υπόθεσης με τον ορισμό του διατάγματος εκείνου ως επιστρεπτέου σε μελλοντική ημερομηνία που καθορίζει τα δικονομικά πλαίσια στα οποία θα κινηθεί η ακρόαση του πράγματος. Η παρέμβαση και μεσολάβηση με πρωτοβουλία του άλλου μέρους ώστε να εκδοθεί διάταγμα ακυρώνων το ήδη εκδοθέν διάταγμα ανατρέπει όχι μόνο την καθορισθείσα διαδικασία εκείνη αλλά και την ανάγκη τήρησης της αρχής της φυσικής δικαιοσύνης που ήδη εξυπακούεται μέσα στον ορισμό του πρώτου διατάγματος ώστε να μπορέσουν να ακουστούν και τα δύο μέρη και το δικαστήριο να αποφασίσει οριστικά επί του θέματος. Επιδιώκεται δηλαδή να παραμεριστεί εντελώς η δυνατότητα του άλλου μέρους να ακουστεί εφόσον, όπως υπέδειξα και προηγουμένως σε άλλο πλαίσιο, το δεύτερο διάταγμα ακυρώνει το πρώτο».
Έπειτα, υπάρχει στη διάθεση της πλευράς της αιτήτριας εναλλακτικό ένδικο μέσο, που είναι η καταχώρηση ένστασης στο διάταγμα για αναστολή, όπως ήταν οι οδηγίες του Επαρχιακού Δικαστηρίου κατά την ημερομηνία που ήταν επιστρεπτέο, η ακρόαση του οποίου έχει οριστεί στις 15.10.2019. Είναι αδιάφορο για τους σκοπούς της προνομιακής διαδικασίας ότι η αιτήτρια δεν ζήτησε χρόνο να καταχωρίσει ένσταση όταν το διάταγμα ήταν επιστρεπτέο. Η δυνατότητα καταχώρησης ένστασης υπήρχε και υπάρχει. Συνοψίζοντας, ως έχουν τα πράγματα, η πιο πάνω υπό εξέλιξη διαδικασία φαίνεται να είναι η πλέον πρόσφορη και γρήγορη για την επίλυση των θεμάτων που ανέκυψαν από την έκδοση του υπό κρίση διατάγματος αναστολής.
Με δοσμένη την ύπαρξη εναλλακτικού ένδικου μέσου, επισημαίνεται ότι δεν αναφέρονται οποιεσδήποτε εξαιρετικές περιστάσεις στην αίτηση, έκθεση ή ένορκη δήλωση, οι οποίες θα μπορούσαν να ληφθούν υπόψη προς παράκαμψη του κανόνα ότι εφόσον υπάρχει άλλο ένδικο μέσο, δεν χορηγείται προνομιακό ένταλμα. Ούτε εντοπίζεται η ύπαρξη τέτοιων περιστάσεων στο ενώπιον του Δικαστηρίου υλικό. Η εισήγηση του ευπαίδευτου συνηγόρου της αιτήτριας ότι η υπέρβαση της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου συνιστά εξαιρετική περίσταση, δεν βρίσκει σύμφωνο το Δικαστήριο. Στην Αίτηση της Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρείας Λτδ και του Ταμείου Προνοίας Προσωπικού Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρείας (2012) 1 ΑΑΔ 878, έγινε εισήγηση ότι εφόσον διαπιστωθεί υπέρβαση εξουσίας, δεν υπεισέρχεται θέμα ύπαρξης εναλλακτικού ένδικου μέσου ούτε και εγείρεται θέμα ύπαρξης εξαιρετικών περιστάσεων. Αφού έγινε ανασκόπηση της μέχρι τότε νομολογίας, η πλειοψηφία της Ολομέλειας απέρριψε την εισήγηση υιοθετώντας το πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Base Metal Trading v Fastact Developments Ltd κ.ά. (2004) 1 Α.Α.Δ. 1535:
«Σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, άδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος παρέχεται μόνο όταν καταδεικνύεται από τον αιτητή ότι υπάρχει, στην ουσία, συζητήσιμο ζήτημα και, περαιτέρω, στην περίπτωση όπου προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή άλλη θεραπεία, ότι συντρέχουν επαρκώς εξαιρετικές περιστάσεις οι οποίες να καθιστούν συζητήσιμο το ότι πρέπει να γίνει παρέκκλιση από τον κανόνα ότι, εφόσον προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή άλλη θεραπεία, ο αιτητής δεν θεωρείται ότι απέδειξε συζητήσιμο ζήτημα. (Βλ., μεταξύ άλλων, R. v. Secretary of State [1986] 1 All ER 717, Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41, Μεστάνας (2000) 1 Α.Α.Δ. 1469 και Μιχαήλ και Μιχαηλίδη (2001) 1 Α.Α.Δ. 247). Στη Hellenger Trading Ltd (2000) 1 A.A.Δ. 1965, διευκρινίστηκε, ορθά, ότι η αρχή αυτή "ισχύει γενικά, ανεξάρτητα από το λόγο για τον οποίο επιδιώκεται το διάταγμα". Έστω, δηλαδή, και αν ο προβαλλόμενος λόγος είναι έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας. (Βλ., επίσης, Μαρκίδης κ.ά. (2004) 1 Α.Α.Δ. 552)...»
Για τους πιο πάνω λόγους, η αίτηση δεν μπορεί να έχει επιτυχή κατάληξη και απορρίπτεται.
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.
/ΣΓεωργίου