ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2019:D411
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 133/2019)
4 Οκτωβρίου, 2019
[ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964 (Ν. 33/1964).
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ xxx KHACHIMOVICH SATUSHIEV ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ HABEAS CORPUS
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΠΑΡΑΒΙΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΑΡΘΡΟ 12, ΤΗΣ ΕΣΔΑ, ΤΟΥ ΔΕΔΙΚΑΣΜΕΝΟΥ ΙΔΙΩΣ ΑΡΘΡΑ 9, 10, 12 ΚΑΙ 28 ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ 95/1970 ΝΟΜΟΣ ΚΥΡΩΝ, ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΕΚΔΟΣΕΩΣ ΦΥΓΟΔΙΚΩΝ, Ν. 97/1970 ΠΕΡΙ ΕΚΔΟΣΕΩΣ ΦΥΓΟΔΙΚΩΝ ΝΟΜΟΣ ΙΔΙΩΣ ΑΡΘΡΑ 3, 5, 6(2), 7, ΠΕΡΙ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΕΦ. 155 ΙΔΙΩΣ ΑΡΘΡΑ 35, 69, 81, 91, 112
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΟΙ ΟΠΟΙΟΙ ΠΑΡΑΝΟΜΑ ΣΥΝΕΧΙΖΟΥΝ ΝΑ ΕΧΟΥΝ ΦΥΛΑΚΙΣΜΕΝΟ / ΥΠΟ ΚΡΑΤΗΣΗ / ΥΠΟ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟ ΤΟΝ ΑΙΤΗΤΗ ΑΠΟ 01/03/2018 ΚΑΤΟΠΙΝ ΑΙΤΗΣΗΣ 2/18 ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΗΜΕΡ. 19/07/19 ΠΟΥ ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΣΤΗ ΡΩΣΙΚΗ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΚΑΤΑ ΠΑΡΑΒΑΣΗ ΤΩΝ ΑΝΩΤΕΡΩ ΝΟΜΩΝ.
_ _ _ _ _ _
Γ. Ιωάννου και Μ. Ιωάννου, για τον Αιτητή.
Ν. Γρηγορίου (κα), για την Καθ΄ ης η Αίτηση.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Μετά από παράκληση της Ρωσικής Ομοσπονδίας για την έκδοση του Αιτητή προκειμένου να δικαστεί για τα εγκλήματα που περιγράφονται στο διεθνές ένταλμα σύλληψής του, ο αρμόδιος Υπουργός Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης καταχώρησε την εξουσιοδότηση προς έναρξη της διαδικασίας έκδοσης. Σύμφωνα με τα έγγραφα έκδοσης, ο Αιτητής με στόχο το προσωπικό οικονομικό κέρδος και όφελος, εξαπάτησε με πρόθεση και ψευδείς παραστάσεις συγκεκριμένο όμιλο εταιρειών στη Ρωσική Ομοσπονδία, εξασφαλίζοντας το ποσό των 150.000.000 ρουβλιών, γνωρίζοντας εξ υπαρχής ότι δεν ήταν σε θέση να τηρήσει τους όρους αποπληρωμής και παραπλανώντας, ως προς τις πραγματικές του προθέσεις, τον διευθυντή του εν λόγω ομίλου.
Ο Αιτητής δεν συγκατατέθηκε στην έκδοσή του και, συνακόλουθα, έλαβε χώραν ακροαματική διαδικασία ενώπιον Δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας. Το Δικαστήριο, με απόφασή του ημερομηνίας 19.7.2019, ενέκρινε το αίτημα έκδοσης του Αιτητή, αποφασίζοντας ότι το σύνολο των προβλεπομένων προς έκδοση προϋποθέσεων συνέτρεχε. Ταυτόχρονα, διέταξε όπως ο Αιτητής παραμείνει υπό κράτηση μέχρις ότου χωρήσει η έκδοσή του.
Ο Αιτητής, επικαλούμενος τις πρόνοιες του άρθρου 10 του περί Εκδόσεως Φυγοδίκων Νόμου του 1970, Ν.97/1970, (ο Νόμος), υπέβαλε την υπό κρίση αίτηση για Habeas Corpus, εγείροντας ουσιαστικά δύο ζητήματα: Οτι το πρωτόδικο Δικαστήριο αγνόησε τα γεγονότα που τέθηκαν ενώπιόν του, σε ό,τι αφορά αφενός το θέμα του δεδικασμένου και, αφετέρου, σε αναφορά με την προϋπόθεση του διττού αξιόποινου (της αμφοτερόπλευρης εγκληματικότητας).
Όπως ήδη λέχθηκε, το ενώπιον του Δικαστηρίου ζήτημα διέπεται από το άρθρο 10 του Νόμου. Το Ανώτατο Δικαστήριο, επιλαμβανόμενο αίτημα Habeas Corpus, ενεργεί και αποφασίζει στα πλαίσια που αυστηρά καθορίζονται από την παράγραφο (3) του υπό αναφορά άρθρου. Όπως έχει αναγνωρισθεί από την επί του θέματος νομολογία το Δικαστήριο κατά την εξέταση αιτήματος αυτής της μορφής, δεν επενεργεί ως Εφετείο, ούτε και έχει εξουσία αναθεώρησης των ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Περιορίζεται στην εξέταση κατά πόσο υπήρχε ικανοποιητική μαρτυρία η οποία και να δικαιολογούσε την έκδοση και εάν το πρωτόδικο Δικαστήριο ενήργησε εντός του δικαιοδοτικού του πλαισίου και κινήθηκε μέσα σε νόμιμα πλαίσια κατά την άσκηση της διακριτικής του εξουσίας (Hachem v. Διευθ. Κεντρικών Φυλακών (1992) 1 ΑΑΔ 191).
Κατ΄ αρχάς, η εισήγηση του Αιτητή ότι η αίτηση για έκδοσή του εμπεριέχει εθνικά και πολιτικά κίνητρα και ο ισχυρισμός που επιχείρησε να προβάλει στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας ότι θα διατρέξει κίνδυνο η ζωή του σε περίπτωση κατά την οποία εκδοθεί στη Ρωσική Ομοσπονδία, δεν συγκεκριμενοποιούνται, ούτε και τεκμηριώνονται, κατά παράβαση της νομολογιακής αρχής ότι το βάρος απόδειξης, με πειστικό τρόπο, ανάλογων ισχυρισμών φέρει το πρόσωπο που τους προβάλλει. Παρόμοιο ζήτημα εξετάσθηκε στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Vyachyslav Shimkevich, Πολ. Εφ. 235/2012, ημερ. 30.3.2017, με αναφορά στα λεχθέντα στην Khodorkovskiy v. Russia Appl. No. 5829/04 ημερ. 31.5.11, ιδίως στις σκέψεις 254-260. Κρίθηκε ότι:
«Εις την Khodorkovskiy v. Russia Appl. No. 5829/04 ημερ. 31.5.11, απ' όπου άντλησε καθοδήγηση το Πρωτόδικο Δικαστήριο, ο Αιτητής (Khodorkovskiy) υπέβαλε στο ΕΔΑΔ ότι ολόκληρη η ποινική δίωξη των διευθυντών, συμπεριλαμβανομένου του εαυτού του, είχε πολιτικά και οικονομικά κίνητρα. Το ΕΔΑΔ απορρίπτοντας την εισήγηση αυτή ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι όταν ένας αιτητής ισχυρίζεται ότι τα δικαιώματα και οι ελευθερίες του περιορίζονται για ανάρμοστο λόγο θα πρέπει να δείξει με πειστικό τρόπο ότι ο πραγματικός στόχος των Αρχών δεν είναι όπως διατείνονται. Απλή υποψία ότι οι αρχές χρησιμοποιούν τις εξουσίες τους για κάποιο άλλο λόγο απ' αυτούς που καθορίζονται στη Σύμβαση δεν είναι αρκετή απόδειξη παραβίασης του Άρθρου 18 (βλ. σκέψεις 254-255). Περαιτέρω έκρινε ότι το βάρος απόδειξης αυτού του ισχυρισμού το έχει ο Αιτητής (βλ. σκέψη 256) και ότι το επίπεδο απόδειξης είναι πολύ υψηλό (βλ. σκέψη 260). Έκρινε επίσης ότι οι κατηγορίες εναντίον του αιτητή (Khodorkovskiy) δημιουργούσαν "reasonable suspicion" εντός της εννοίας του Άρθρου 5(1)(c) της Σύμβασης (βλ. σκέψη 258) και ότι η υπόθεση του Αιτητή, ίσως ήγειρε κάποια υποψία για τις πραγματικές προθέσεις των Αρχών. Παρόλα ταύτα έκρινε ότι δεν ήταν επαρκείς λόγοι για το Δικαστήριο να συμπεράνει ότι ολόκληρο το νομικό σύστημα της Ρωσίας, σε εκείνη την υπόθεση, χρησιμοποιήθηκε εξ' αρχής εσφαλμένα, (was ab initio misused), ήτοι από την αρχή μέχρι τέλους οι αρχές ενήργησαν κακόπιστα και με κραυγαλέα παραγνώριση της Σύμβασης.»
Το στοιχείο της διπλής εγκληματικότητας (double criminality), δηλαδή της στοιχειοθέτησης από την ίδια μαρτυρία εγκλημάτων τόσο στη χώρα που επιδιώκει την έκδοση όσο και στη χώρα η οποία καλείται να εκδώσει τον φυγόδικο, συνιστά προϋπόθεση για την έκδοση.
Η πλευρά του Αιτητή προβάλλει ότι τα γεγονότα που τέθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου επιμαρτυρούν σύμβαση δανείου, η οποία δεν κατατέθηκε και η μη τήρησή της δεν συνιστά σε καμία περίπτωση ποινικό αδίκημα. Συνεπώς, δεν υπάρχει καμία ένδειξη απόσπασης χρημάτων με απάτη ή ψευδείς παραστάσεις.
Δεν βρίσκει σύμφωνο το Δικαστήριο η πιο πάνω προσέγγιση. Ταυτόσημο επιχείρημα τέθηκε και ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο αντίκρυσε το όλο ζήτημα στη σωστή του διάσταση. Το ζητούμενο είναι κατά πόσο τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου ικανοποιητική μαρτυρία ώστε να δικαιολογούσε την έκδοση και κατά πόσο το Δικαστήριο ενήργησε εντός του δικαιοδοτικού του πλαισίου. Ηταν σαφές από τα έγγραφα έκδοσης, ιδίως από το Τεκμήριο 2(β), ήτοι τη σύνοψη των γεγονότων, ότι το αδίκημα για το οποίο επιδιώκεται η έκδοση είναι η υπεξαίρεση περιουσίας με απάτη, αδίκημα το οποίο φαίνεται να διαπράχθηκε στα πλαίσια σύναψης σχετικής συμφωνίας για τη λήψη χρημάτων, με ταυτόχρονη ανάληψη υποχρέωσης επιστροφής του εν λόγω ποσού σε συγκεκριμένη ημερομηνία. Όπως είναι πάγια γραμμή της νομολογίας, προς θεμελίωση αιτήματος έκδοσης δεν είναι αναγκαία η παρουσίαση ολόκληρου του μαρτυρικού υλικού από το αιτών κράτος, προς απόδειξη της ενοχής. Περαιτέρω, η μαρτυρία που παρουσιάζεται ενώπιον του Δικαστηρίου στην πορεία εξέτασης αιτήματος για έκδοση δεν αξιολογείται σε βάθος, δεδομένου ότι το εν λόγω Δικαστήριο δεν είναι και το αρμόδιο να αποφασίσει για την ενοχή ή την αθωότητα του εκζητουμένου (Γενικός Εισαγγελέας ν. Natalias Konovalova, Πολ. Εφ. Αρ. 436/2011, ημερ. 30.9.2015, ECLI:CY:AD:2015:D639 και Shimkevich (ανωτέρω)).
Όπως ορθά σημειώνει το πρωτόδικο Δικαστήριο, η Ρωσική Ομοσπονδία έθεσε ενώπιόν του συγκεκριμένη νομοθεσία με την οποία ποινικοποιείται το αδίκημα της υπεξαίρεσης περιουσίας με απάτη σε ιδιαίτερα μεγάλη κλίμακα, τα δε στοιχεία τα οποία συνέθεταν τις ενέργειες οι οποίες καταλογίζονται στην Αιτητή είναι δυνατό να θεμελιώσουν καταδίκη. Η αποδεικτική αξία των στοιχείων δεν αφορούσε το πρωτόδικο Δικαστήριο. Αφορά το αρμόδιο Δικαστήριο της Ρωσικής Ομοσπονδίας, το οποίο θα κληθεί, τελικά, να αποφανθεί επί των κατηγοριών που θα αντιμετωπίσει ο Αιτητής. Όπως επαναλαμβάνεται στην υπόθεση Shimkevich (ανωτέρω):
«Το Πρωτόδικο Δικαστήριο προκειμένου να εξετάσει κατά πόσο τα αδικήματα που αντιμετωπίζει ο Εφεσίβλητος στην Ρωσία συνιστούν και αδικήματα στην Κυπριακή Δημοκρατία, εξέτασε την παρουσιασθείσα ενώπιον του μαρτυρία, αξιολόγησε τόσο αυτήν όσο και την αξιοπιστία των μαρτύρων που κατέθεσαν ενώπιον του. Προέβη σε εξονυχιστική εξέταση και αξιολόγηση του ανακριτικού έργου των Ρωσικών Αρχών, το ρόλο και τα εγκλήματα που αποδίδονται σε συνεργό του Εφεσίβλητου, ονόματι Sergey Shimkevich, ανέλυσε το περιεχόμενο διαφόρων εγγράφων που αναφέρονται στο ανακριτικό έργο, πιθανολόγησε την διάπραξη ή μη αδικημάτων υπό του Εφεσίβλητου στη Ρωσία και εν συνεχεία, αφού εξέτασε τα συστατικά στοιχεία των αντίστοιχων αδικημάτων, βάσει του Κυπριακού Δικαίου, κατέληξε ότι τα γεγονότα της υπόθεσης δεν συνιστούν/συνθέτουν τ' αδικήματα αυτά,με περαιτέρω αποτέλεσμα να κρίνει ότι δεν ικανοποιήθηκε και ο κανόνας της δίωξης, άλλως αμφοτερόπλευρης εγκληματικότητας.
Η πιο πάνω προσέγγιση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου εσφαλμένα παραγνωρίζει βασικές αρχές που διέπουν τη δικαστική διαδικασία και διεργασία, σε υποθέσεις της φύσεως υπό εξέταση. Σε διαδικασία όπως στην παρούσα, διάχυτη είναι η αρχή της αβροφροσύνης, καθότι αφορά διακρατικές σχέσεις και η περίπτωση έκδοσης φυγοδίκων έχει ως μοναδικό σκοπό την καταπολέμηση του εγκλήματος, τηρουμένων πάντοτε των εχεγγύων που παρέχουν οι συνθήκες και εσωτερική νομοθεσία. Τα γεγονότα, όπως αυτά εκτίθενται στην Έκθεση Γεγονότων, στα δικαιολογητικά έγγραφα που τη συνοδεύουν αλλά και ο αλλοδαπός Νόμος της χώρας από την οποία ζητείται η έκδοση, είναι δεσμευτικά για το Δικαστήριο που εξετάζει αίτηση της φύσης αυτής και δεν παρέχεται η ευχέρεια σ΄ αυτό να τα αμφισβητήσει. Η απόδειξη τους όπως και οποιαδήποτε υπεράσπιση του εκζητούμενου, είναι θέματα που αφορούν το Δικαστήριο της χώρας που αιτείται την έκδοση του (βλ. Re Victor Nicolaevich Makushin (2012) 1 Α.Α.Δ. 567 και Re Evans (1994) 1 W.L.R. 1006, Mechavor (Aρ.2) (2001) 1 Α.Α.Δ. 1228).»
Συνεπώς, το μόνο ερώτημα που εγείρεται σε ό,τι αφορά το στοιχείο της διπλής εγκληματικότητας είναι κατά πόσο, η αποδιδόμενη στον Αιτητή συμπεριφορά, είναι ποινικώς κολάσιμη και κατά το ημεδαπό, κυπριακό, δίκαιο. Ερώτημα, που όπως λέχθηκε και στην υπόθεση Konovalova (ανωτέρω) «... θα πρέπει να αποφασίζεται από τα Δικαστήρια της αιτούμενης χώρας με βάση το κριτήριο που έχει τεθεί στην Hachem (1991) 1 ΑΑΔ 723. Κατά πόσο, δηλαδή, η προσαχθείσα μαρτυρία, απαλλαγμένη από τα μη αποδεκτά μέρη της και χωρίς να λαμβάνεται υπόψη οποιαδήποτε αντιφατική μαρτυρία, τεκμηριώνει πιθανή υπόθεση ενοχής ...». Και αυτό, στη βάση φιλελεύθερης ερμηνείας του ημεδαπού (ποινικού) δικαίου προς ευόδωση του στόχου της καταπολέμησης του εγκλήματος σε διεθνή κλίμακα.
Ως απόρροια των πιο πάνω, καθίσταται σαφές ότι το στοιχείο της διπλής εγκληματικότητας πληρούται στην περίπτωση κατά την οποία η συμπεριφορά που καταλογίζει η αιτήτρια χώρα σε ένα φυγόδικο, μεταφερόμενη στο ημεδαπό ποινικό δίκαιο στοιχειοθετεί πιθανότητα ενοχής. Η συμπεριφορά που καταλογίζουν οι ρωσικές δικαστικές αρχές στον Αιτητή, αναδύεται μέσα από τα έγγραφα που συνοδεύουν το αίτημα προς έκδοση και ιδίως το έγγραφο με τίτλο «reference», τεκμήριο 2(β), το οποίο περιλαμβάνει τη σύνοψη των γεγονότων. Αποδίδεται στον Αιτητή ότι με στόχο το προσωπικό και οικονομικό κέρδος και όφελος, εξαπάτησε με πρόθεση και ψευδείς παραστάσεις όμιλο εταιρειών, εξασφαλίζοντας το προαναφερθέν ποσό χρημάτων και γνωρίζοντας εξ υπαρχής ότι δεν ήταν σε θέση να τηρήσει τους όρους αποπληρωμής, παραπλανώντας έτσι, ως προς τις πραγματικές του προθέσεις, τον διευθυντή του εν λόγω ομίλου. Το αδίκημα για το οποίο ζητείται η έκδοση του Αιτητή, αφορά, κατά το ρωσικό δίκαιο, υπεξαίρεση περιουσίας με απάτη, σε ιδιαίτερα μεγάλη κλίμακα. Υπό το φως των γεγονότων που περιβάλλουν την αποδιδόμενη στον Αιτητή συμπεριφορά, όπως αυτά τέθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, προκύπτει παράβαση επίσης της κυπριακής νομοθεσίας, ήτοι σε σχέση με τις ποινικά κολάσιμες πράξεις της απάτης και της εξασφάλισης πίστωσης με ψευδείς παραστάσεις, αδικήματα τα οποία επισύρουν ποινή φυλάκισης άνω του ενός έτους.
Η εισήγηση του Αιτητή περί ύπαρξης δεδικασμένου αποτέλεσε ένα από τους κύριους ισχυρισμούς του κατά την πρωτόδικη διαδικασία. Στηρίχθηκε στη θέση ότι έχει ήδη εκδοθεί απόφαση επί του θέματος προς όφελος του Αιτητή, στα πλαίσια αστικής διαδικασίας που έλαβε χώραν στη Ρωσική Ομοσπονδία. Υπό το πρίσμα αυτό, προβλήθηκε ο ισχυρισμός ότι η απαλλαγή του Αιτητή στην υπό αναφορά αστική διαδικασία, ήταν δεσμευτική και για το Δικαστήριο το οποίο θα καλείτο να εκδικάσει εναντίον του ποινική υπόθεση.
Η εξεταζόμενη εισήγηση στερείται πραγματικού υποβάθρου. Πέραν του ότι δεν προηγήθηκε οποιαδήποτε διαδικασία ποινικής φύσεως, η ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου μαρτυρία - μεταξύ της οποίας μάλιστα και η σχετική μαρτυρία που προσφέρθηκε από την πλευρά του εκζητούμενου, της ΜΦ2, δικηγόρου που εκπροσώπησε τον Αιτητή στην εν λόγω αστική διαδικασία - συνέπιπτε στη θέση ότι με βάση τη νομική κατάσταση που επικρατεί στη Ρωσική Ομοσπονδία, η απόρριψη της αστικής υπόθεσης αποτελεί απλώς ένα από τα στοιχεία που θα κληθεί να λάβει υπόψη το ποινικό Δικαστήριο, στα πλαίσια της ποινικής διαδικασίας.
Τέλος, δεν εντοπίζεται πάροδος μακρού διαστήματος, από τη διάπραξη του ισχυριζόμενου αδικήματος, ούτως ώστε να δικαιολογείται παρέμβαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Προκύπτει από τα γεγονότα, ότι οι ρωσικές αρχές ενήργησαν χωρίς οποιαδήποτε καθυστέρηση, τοποθετώντας τον Αιτητή στη Διεθνή Λίστα Αναγνώρισης, τεκμήριο 2Ε, λόγω μη εντοπισμού του στη γνωστή στις αρχές διεύθυνσή του. Περαιτέρω, προχώρησαν στην έκδοση Διεθνούς Εντάλματος Σύλληψης μόλις διαπίστωσαν ότι ο Αιτητής διέμενε στην Κύπρο. Τα επίσημα έγγραφα έκδοσης στάληκαν στην Κύπρο μέσω της διπλωματικής οδού τον Ιούνιο του 2016, αλλά λόγω του ότι ο Αιτητής είχε ήδη συλληφθεί στη Δημοκρατία για αδικήματα που είχαν διαπραχθεί στην Κύπρο και εκκρεμούσαν εναντίον του δύο ποινικές διαδικασίες, καθυστέρησε η διαδικασία έκδοσης, μέχρις ότου αυτές διεκπεραιωθούν. Σε ό,τι δε αφορά την ίδια τη διαδικασία έκδοσης ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, δεν εντοπίζεται ιδιαίτερη καθυστέρηση. Σημειώνεται μόνο ότι ο ίδιος ο Αιτητής συνέτεινε με διάφορα αιτήματα αναβολής στην όποια καθυστέρηση σημειώθηκε. Εν πάση όμως περιπτώσει, δεν αναφέρθηκε, ούτε και εντοπίζεται, οποιαδήποτε μεταβολή στις προσωπικές περιστάσεις του Αιτητή, ικανή να επιδράσει στο εξεταζόμενο ζήτημα της καθυστέρησης, ούτε και διαφάνηκε ότι, ενόψει της όποιας καθυστέρησης, η παράδοση του Αιτητή θα καθίστατο άδικη και καταπιεστική. Όπως είχε την ευκαιρία να επισημάνει το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Spiriev ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2014) 1 ΑΑΔ 937, ECLI:CY:AD:2014:A313, 949:
«..........., η πάροδος μεγάλου χρονικού διαστήματος από τη διάπραξη, πάντοτε κατ΄ισχυρισμό, των αδικημάτων δεν αποτελεί από μόνη της λόγο μη έκδοσης. Θα πρέπει να τεκμηριωθεί με μαρτυρία ότι, εν όψει της καθυστέρησης, η παράδοση θα καθίστατο άδικη και καταπιεστική. Άδικη, υπό την έννοια επηρεασμού των δικαιωμάτων του εκζητουμένου στα πλαίσια εξασφάλισης δίκαιης δίκης και καταπιεστική προς την κατεύθυνση πρόκλησης ταλαιπωρίας στον εκζητούμενο, ως αποτέλεσμα αλλαγής των προσωπικών του συνθηκών συνεπεία της παρόδου του χρόνου (Pomiechowski v. Poland (2012) EWHC 3161).»
Καταληκτικά, δεν έχει καταδειχθεί λόγος που να δικαιολογεί παρέμβαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου προς παραμερισμό της διαταγής για έκδοση του Αιτητή ή την κράτησή του διά σκοπούς έκδοσής του στη Ρωσική Ομοσπονδία.
Η αίτηση απορρίπτεται.
Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
ΣΦ.