ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Παρπαρίνος, Λεωνίδας Οικονόμου, Τεύκρος Θ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Τάσια Ε.Μελεάγρου, (κα), για την εφεσείουσα Ηρ.Αγαθοκλέους, για τον Εφεσίβλητο CY DOD Κύπρος Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο 2019-10-17 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΣΑΒΒΑ ν. ΣΑΒΒΑ, ΄Εφεση Αρ. 10/2018, 17/10/2019 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:DOD:2019:14

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙO OIKOΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

 

(΄Εφεση Αρ. 10/2018)

17 Οκτωβρίου, 2019

 

[ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ,  Δ/ΣΤΕΣ]

 

xxx  ΝΙΚΟΛΑΪΔΟΥ  ΣΑΒΒΑ

Εφεσείουσα

και

xxx  ΣΑΒΒΑ

Εφεσίβλητος

_ _ _ _ _ _

 

Ε.Μελεάγρου, (κα),  για την εφεσείουσα

Ηρ.Αγαθοκλέους, για τον Εφεσίβλητο

_ _ _ _ _ _

ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

θα δοθεί από την Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.

----------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.:  Η εφεσείουσα (αιτήτρια στην πρωτογενή αίτηση) υπήρξε σύζυγος του εφεσίβλητου (καθ΄ου η αίτηση).   Η σχέση αυτή διαλύθηκε με την έκδοση διαζυγίου.  Αυτό που απασχόλησε το πρωτόδικο και το Ανώτατο Δικαστήριο ήταν αίτημα της εφεσείουσας για διατροφή μετά τη διάλυση του γάμου. 

 

Δεν υπάρχει αμφισβήτηση ότι αναφορικά με το θέμα της διατροφής των τέκνων του, ο εφεσίβλητος τιμά τις σχετικές υποχρεώσεις του.  Εκείνο που επιδιώχθηκε από την εφεσείουσα δια της πρωτόδικης διαδικασίας είναι έκδοση μονίμου διατάγματος διατροφής της ιδίας, δηλαδή μεταγαμιαίας διατροφής.

 

Στις 19.11.2014 εξεδόθη προσωρινό διάταγμα διατροφής της εφεσείουσας από τον εφεσίβλητο για το ποσό των €200 μέχρι εκδίκασης της πρωτογενούς αιτήσεως.

 

Ακολούθησε η εκδίκαση της πρωτογενούς αιτήσεως με αίτημα την καταβολή από τον εφεσίβλητο προς την εφεσείουσα ποσού €500 ή άλλου ευλόγου ποσού «ως συνεισφορά για τη διατροφή και τη συντήρηση της».  Στην αίτηση υπήρξε ένσταση του εφεσίβλητου.

 

Παραδεκτά γεγονότα υπήρξαν τα ακόλουθα:

«Οι διάδικοι, Ορθόδοξοι Χριστιανοί, Κύπριοι Υπήκοοι, μόνιμοι κάτοικοι Κύπρου τέλεσαν θρησκευτικό γάμο την 10.7.93 στη Λεμεσό.  Από το γάμο τους απέκτησαν δύο θυγατέρες, την ΧΧ στις 12.5.97 η οποία έχει πλέον ενηλικιωθεί και την ανήλικη ΧΧ στις 12.2.2002. Τα τρία πρώτα χρόνια του γάμου τους διέμεναν στην Αγγλία και αργότερα εγκαταστάθηκαν στην Κύπρο στη συζυγική τους εστία στην περιοχή ΧΧ στη Λεμεσό. Κατά ή περί τον Ιούνιο του 2013 επήλθε διάσταση στη σχέση τους.     Ο γάμος τους λύθηκε στις 7.7.2014 με διάταγμα του Οικογενειακού Δικαστηρίου.  Η Αιτήτρια μέχρι το έτος 2012 εργαζόταν στο Γενικό Λογιστήριο Κύπρου.        Είχε κριθεί ανίκανη για εργασία κατά 75°/ο και λαμβάνει σύνταξη ανικανότητας από το έτος 2012, (περί τα €500).  Ο καθ΄ου η αίτηση εργάζεται στη ΣΕΔΙΓΕΠ και είναι ιδιοκτήτης γραφείου το οποίο ενοικιάζει και λαμβάνει εισόδημα. Μετά τη διάσταση ο Καθ' ου η Αίτηση ενοικίασε διαμέρισμα στο οποίο διαμένει και καταβάλλει ενοίκιο ύψους €480. Μετά τη λύση του γάμου των διαδίκων, η Αιτήτρια συνήψε σχέση με άλλο άνδρα με τον οποίο συμβίωνε, η οποία έχει πλέον τερματιστεί».

 

Τα πιο πάνω παραδεκτά γεγονότα αποτελούσαν και μέρος των ευρημάτων του Δικαστηρίου.

 

Κατόπιν αξιολόγησης της δοθείσας μαρτυρίας το πρωτόδικο Δικαστήριο, αποδεχόμενο τη μαρτυρία της πλευράς του εφεσίβλητου και απορρίπτοντας ως αναξιόπιστη τη μαρτυρία της εφεσείουσας, απέρριψε την αίτηση αναφέροντας ότι η εφεσείουσα απέτυχε να αποδείξει ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμο του 1991 (Ν.232/91) καθώς και της συναφούς νομολογίας.  Αυτό το εύρημα του Δικαστηρίου πλήττεται με τον πρώτο λόγο έφεσης.  Παραπονείται ακόμη με τον 2ο λόγο η εφεσείουσα πως η πρωτόδικη απόφαση είναι αναιτιολόγητη ειδικά στο εύρημα πως η αιτήτρια έχει εισοδήματα και περιουσία για να καλύπτει εξ ιδίων τις ανάγκες για διατροφή και συντήρηση της.  Ο 3ος λόγος αφορά στο ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε πως το γεγονός ότι η εφεσείουσα κρίθηκε ανίκανη για εργασία σε ποσοστό κατά 75% σε συνδυασμό με την κατάσταση της υγείας της δεν την καθιστούν ανίκανη να εργαστεί ώστε να ενεργοποιηθεί η εξουσία που παρέχεται στο Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 5 του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου του 1991, ως τροποποιήθηκε.

 

Το σχετικό άρθρο είναι σκόπιμο να καταγραφεί ολόκληρο:

"5.  Εφόσον ο ένας από τους πρώην συζύγους δεν ΅πορεί να εξασφαλίσει τη διατροφή του από τα εισοδή΅ατα ή την περιουσία του, δικαιούται να ζητήσει διατροφή από τον άλλο:

(α) Αν κατά την έκδοση του διαζυγίου ή κατά το τέλος των χρονικών περιόδων που προβλέπονται στις επό΅ενες παραγράφους βρίσκεται σε ηλικία ή σε κατάσταση υγείας που δεν του επιτρέπει να αρχίσει ή να συνεχίσει την άσκηση κατάλληλου επαγγέλ΅ατος, ώστε να εξασφαλίσει απ' αυτό τη διατροφή του.

(β) αν έχει την επι΅έλεια ή φύλαξη ανήλικου τέκνου ή ενήλικου τέκνου ή άλλου εξαρτώ΅ενου απ' αυτόν προσώπου, το οποίο λόγω σω΅ατικής ή πνευ΅ατικής αναπηρίας αδυνατεί να φροντίζει τον εαυτό του και γι' αυτό το λόγο ε΅ποδίζεται στην άσκηση κατάλληλου επαγγέλ΅ατος.

(γ) αν δε βρίσκει σταθερή κατάλληλη εργασία ή αν χρειάζεται κάποια επαγγελ΅ατική εκπαίδευση. και στις δύο ό΅ως περιπτώσεις για διάστη΅α που δεν ΅πορεί να ξεπεράσει τα τρία χρόνια από την έκδοση του διαζυγίου.

(δ) σε κάθε άλλη περίπτωση, όπου η επιδίκαση διατροφής κατά την έκδοση του διαζυγίου επιβάλλεται από λόγους επιείκειας».

 

Οι λόγοι έφεσης, αν εξεταστούν σε βάθος σε συνάρτηση με την αιτιολογία τους διαπιστώνεται πως στον πυρήνα του παραπόνου της εφεσείουσας βρίσκεται το έργο της αξιολόγησης της μαρτυρίας. 

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο με πλήρεις αναφορές σε σημεία της μαρτυρίας εξήγησε γιατί θεώρησε την εφεσείουσα αναξιόπιστη.  Θα παραθέσουμε μόνο κάποια απ΄αυτά.  Εκτός του γεγονός ότι η μαρτυρία της χαρακτηρίστηκε από γενικότητα και αοριστία αποτελεί διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι αυτή απέτυχε να παρουσιάσει σαφή στοιχεία προς απόδειξη της πραγματικής οικονομικής της κατάστασης.  Ειδικότερα ενώ προέβαλε κατ΄ισχυρισμό δεινή οικονομική της κατάσταση δεν προσκόμισε μαρτυρία που να στηρίζει τις θέσεις της.  Σημειώθηκε ιδιαίτερα η απουσία οποιασδήποτε πειστικής εξήγησης εκ μέρους της σε σχέση με την κατοχή ή μη κινητής και ακίνητης περιουσίας και τυχόν εσόδων εξ αυτής.  Ανεπαρκή κρίθηκαν όσα είπε για την απόσυρση 20,000 στερλινών από κοινό λογαριασμό για δικό της όφελος.  Ενώ ο κύριος άξονας της υπόθεσης της ως τον προέβαλε ήταν η πλήρης ανικανότητα της για εργασία, δεν κατέθεσε και ούτε προσκόμισε θετική μαρτυρία που να το αποδεικνύει.  Σημειώθηκε δε η απροθυμία της να αποδείξει ή να προσκομίσει έγγραφο υλικό για τα ιατρικά της έξοδα ή το γιατί δεν προσέφευγε στα κρατικά νοσηλευτήρια. Ακόμη και για τον τερματισμό της εργασίας της προσπάθησε να το αποδώσει σε ευθύνη του εφεσίβλητου, κάτι που βέβαια αντικειμενικά, δεν προέκυπτε.  Είναι σαφές ότι η εφεσείουσα στηριζόμενη στο γεγονός ότι αξιολογήθηκε από το Ιατροσυμβούλιο με 75% ανικανότητα, δεν θεώρησε αναγκαίο να αποδείξει ο,τιδήποτε άλλο, ούτε να στηρίξει τη θέση της σε συνάρτηση με την οποιαδήποτε προσπάθεια που θα μπορούσε να προβεί ώστε να εξεύρει απασχόληση άλλου τύπου απ΄αυτή που κρίθηκε κατά 75% ανίκανη.  Το εύρημα του Ιατροσυμβουλίου δεν μπορούσε να λειτουργήσει άνευ ετέρου ως ασπίδα στην υποχρέωση της να αποδείξει τα πιο πάνω.  Ειδικά, αρνητικά κρίθηκε η μαρτυρία της, σε σχέση με τη δυνατότητα εισοδημάτων από ακίνητη περιουσία  για την οποία η ίδια θεώρησε ότι δεν πρέπει να δώσει εξηγήσεις.

 

Αυτά εξηγήθηκαν και αναλύθηκαν πρωτοδίκως κάτω από το αυστηρό πλαίσιο του άρθρου 5(α) ή ακόμη του 5(δ).  Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού επισήμανε και εξήγησε γιατί η εφεσείουσα του άφησε πενιχρή εντύπωση, εν αντιθέσει με τη θετική εικόνα του εφεσίβλητου, κατέληξε, πως από το εν λόγω άρθρο προκύπτει πως ο αιτών δυνάμει αυτού, πρέπει πρώτα να αποδείξει ότι ο ίδιος αδυνατεί να εξασφαλίσει τη διατροφή του από τα εισοδήματα ή την περιουσία του.  Μόνο «εφόσον δεν μπορεί να εξασφαλίσει τη διατροφή του από τα εισοδήματα ή την περιουσία του, δικαιούται να ζητήσει διατροφή».  Μόνον τότε υπεισέρχονται οι περαιτέρω διαζευκτικές μεταξύ τους προϋποθέσεις που θέτουν οι υποπαράγραφοι (α) και (δ).  (Βλ. Αποφάσεις Αρείου Πάγου Π.Υ.1084/14 ημερ. 7.4.2014 και 1567/12 ημερ. 15.10.2012).

 

Στη Μενελάου ν. Μενελάου (1995) 1 Α.Α.Δ. 38, δια Πική, Δ. λέχθηκε πως «το μέτρο της συνεισφοράς είναι «οι δυνάμεις» εκατέρων των συζύγων, έννοια που περιλαμβάνει το σύνολο των εισοδηματικών δυνατοτήτων των συζύγων».  (ο τονισμός είναι δικός μας). Για το σύνολο των εισοδηματικών δυνατοτήτων της εφεσείουσας η ίδια επέλεξε να μη δώσει εξηγήσεις.

 

Όπως εύστοχα παρατηρείται στο  Σύγγραμμα Οικογενειακό Δ. της Μανωλεδάκη, τομ.1, έκδοση Δ, σελ.460 ο συνδυασμός της απορίας του αιτητή και της ευπορίας του καθ΄ου η αίτηση ως βασικών προϋποθέσεων της διατροφής μεταξύ συζύγων (και όχι βεβαίως για τα παιδιά τους) δείχνει πασίδηλα πως η διατροφή μεταξύ πρώην συζύγων λειτουργεί ως εξαίρεση του κανόνα ότι ο κάθε πρώην σύζυγος οφείλει να διατρέφει μόνος του τον εαυτό του.

 

Με βάση την πιο πάνω θεώρηση είναι φανερό πως είναι η αξιολόγηση που πλήττεται με την έφεση.  ΄Όμως, όπως φαίνεται από την πιο πάνω παράθεση των λόγων έφεσης, δεν γίνεται τέτοια συγκεκριμένη διατύπωση λόγου έφεσης που να αγγίζει και να αφορά το έργο της αξιολόγησης. 

 

Παρά το ότι στη διατύπωση τους οι λόγοι έφεσης στο εφετήριο δεν πλήττουν το θέμα της αξιοπιστίας, στην ανάλυση που τους γίνεται στο περίγραμμα της εφεσείουσας εμφανώς και τίθεται σε αμφισβήτηση το έργο της αξιολόγησης με τρόπο που συμπλέκεται με τη νομική προσέγγιση μαρτυρίας που δεν έγινε αποδεκτή. 

 

Η πορεία αυτή εμφανώς και δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή.  Όπως έχει τεθεί στην Capershill ν. Ηλία πολ.εφ.152/11, 27.4.2016, ECLI:CY:AD:2016:D223:

 «Η ειδοποίηση έφεσης και οι λόγοι έφεσης που περιέχει αποτελεί το πλαίσιο της έφεσης. Το πλαίσιο αυτό είναι περιοριστικό και δεν επιτρέπεται παρέκκλιση από αυτό. Οτιδήποτε δεν προβάλλεται ως λόγος έφεσης δεν εξετάζεται. Είναι δε απαραίτητο να προσδιορίζονται με την αιτιολογία τα συστατικά στοιχεία του λόγου έφεσης τα οποία καθιστούν την εκκαλούμενη απόφαση τρωτή.

 

(Βλ. επίσης Προκοπίου ν. Ryan a.o. (2012) ΑΑΔ1Γ 1982). 

 

Γενική επίκληση της έλλειψης αιτιολογίας της απόφασης στο δεύτερο λόγο έφεσης, δεν μπορεί βεβαίως να σημαίνει αμφισβήτηση του έργου της αξιολόγησης. 

 

Συνεπώς, το Εφετείο δεν έχει ενώπιον του έγκυρο λόγο έφεσης που θα του επέτρεπε να εξετάσει περαιτέρω τη νομική πτυχή που αφορούν οι διατυπωμένοι λόγοι έφεσης.  Όπως είναι νομολογημένο, είναι αυστηρή η υποχρέωση του εφεσείοντα ο οποίος έχει και το σχετικό βάρος να διατυπώσει, ad hoc, συγκεκριμένο λόγο έφεσης.  Κάτι τέτοιο, εδώ, δεν συμβαίνει.  (Βλ. ΟΠΑΠ, Πολ.εφ.133/2018, 17.12.2018).

 

Παρά τη διαπιστωθείσα αδυναμία του εφετηρίου η οποία μοιραία οδηγεί σε απόρριψη της έφεσης, θα προσθέταμε πως αν υπήρχε δυνατότητα προσβολής της δικανικής κρίσης, χωρίς αμφιβολία, για τους λόγους που φαίνεται πιο πάνω, η αναγωγή των γεγονότων στη νομική πτυχή, έγινε από το πρωτόδικο Δικαστήριο με επιμελή και ενδεδειγμένο τρόπο.

 

Για τους λόγους που έχουμε εξηγήσει η έφεση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος της εφεσείουσας, ως θα υπολογιστούν από τον πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.

 

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.

 

ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο