ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας στους οποίους κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας Δ.28
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2019:A358
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση αρ. 486/2012)
10 Σεπτεμβρίου, 2019
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.Δ.]
ΜΕΤΑΞΥ:
xxx ΓΕΡΟΛΕΜΟΥ,
Εφεσείοντα
και
1. ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
2. xxx ΛΟΙΖΟΥ,
Εφεσιβλήτων.
-----------------------
Κ. Κουκούνης με Χρ. Ζαντή (κα.) για Γ. Κουκούνη, για τον Εφεσείοντα.
Δ. Παπαστεφάνου (κα.), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.
-----------------------
Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάτος, Π.
------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Το πρωτόδικο δικαστήριο είχε ενώπιον του αγωγή για γενικές και ειδικές αποζημιώσεις για βαριές σωματικές βλάβες, πόνο, ταλαιπωρία, ψυχική οδύνη, απώλειες και ζημιές, που ο ενάγων-εφεσείων υπέστη συνεπεία τραυματισμού του σε τροχαίο ατύχημα, το οποίο συνέβηκε την 23.4.2007, στο χώρο του αεροδρομίου Λάρνακας.
Ο ενάγων-εφεσείων, κατά τον ουσιώδη χρόνο, ήταν πεζός και εργοδοτείτο νόμιμα στο χώρο του αεροδρομίου, ενώ η δεύτερη εναγόμενη-εφεσίβλητη, η οποία κατά τον ουσιώδη χρόνο εργοδοτείτο από το Τμήμα Τελωνείων της Κυπριακής Δημοκρατίας, βρισκόταν σε υπηρεσία στο χώρο του αεροδρομίου και γι΄ αυτήν είναι εκ προστήσεως υπεύθυνος ο πρώτος εναγόμενος-εφεσίβλητος. Η δεύτερη εναγόμενη-εφεσίβλητη, κατά τον ουσιώδη χρόνο, οδηγούσε το όχημα υπ΄ αρ. εγγραφής xxx xxx, ιδιοκτησίας της Κυπριακής Δημοκρατίας και/ή του Τμήματος Τελωνείων.
Αφού άκουσε τη μαρτυρία του ενάγοντα-εφεσείοντα, του Μ.Ε. 2 Δρα xxx Δημητρίου, χειρούργου-ορθοπεδικού, του Μ.Ε. 3 κ. xxx Πάρπα, ο οποίος εργαζόταν στο Τμήμα Πολιτικής Αεροπορίας, στο αεροδρόμιο Λάρνακας, της Μ.Ε. 4 κας xxx Κουλουμπρή, η οποία εργαζόταν στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους, της Μ.Υ. 1 κας xxx Λοίζου, εναγόμενης 2-εφεσίβλητης 2, του Μ.Υ. 2 κ. xxx Μιχαηλά, Αστυφύλακα 1xx1, Εξεταστή του ατυχήματος, και του Μ.Υ. 3 Δρα xxx Χριστοφόρου, γιατρού στο Γενικό Νοσοκομείο Λάρνακας, ο οποίος εξέτασε τον εφεσείοντα, το πρωτόδικο δικαστήριο προέβηκε σε αξιολόγηση της μαρτυρίας και σε ευρήματα.
Για τον εφεσείοντα το πρωτόδικο δικαστήριο ανέφερε ότι του έκανε κάκιστη εντύπωση και ότι η μαρτυρία του ήταν διάτρητη από ψέματα, ανακρίβειες και υπερβολές. Για τον Μ.Ε. 2, Δρα xxx Δημητρίου, το πρωτόδικο δικαστήριο είπε ότι σύγκρινε τη μαρτυρία του με εκείνη του Μ.Υ. 3 και δέχθηκε τη μαρτυρία του Μ.Υ. 3, ενώ απέρριψε ολόκληρη τη μαρτυρία του Μ.Ε. 2. Για το Μ.Ε. 3 και τη Μ.Ε. 4 το πρωτόδικο δικαστήριο είπε ότι ήταν ανεξάρτητοι μάρτυρες, οι οποίοι είπαν στο δικαστήριο την αλήθεια και δέχθηκε τη μαρτυρία τους, σημειώνοντας όμως ότι αυτή δεν αποδεικνύει, αφεαυτής, την απαίτηση του ενάγοντα-εφεσείοντα.
Για την εναγόμενη-εφεσίβλητη 2, Μ.Υ. 1, το πρωτόδικο δικαστήριο είπε ότι του έκανε πολύ καλή εντύπωση και ότι η αξιοπιστία της δεν κλονίστηκε καθ΄ οιονδήποτε τρόπο, επομένως δέχθηκε τη μαρτυρία της. Δέχθηκε επίσης τη μαρτυρία του Μ.Υ. 2, ως αξιόπιστη. Για το Μ.Υ. 3 το πρωτόδικο δικαστήριό είπε ότι η μαρτυρία του ήταν ειλικρινής και αξιόπιστη και, όπως ήδη αναφέραμε, τη χρησιμοποίησε κατά κάποιο τρόπο ως κριτήριο και για την αξιοπιστία του Μ.Ε. 2, Δρα Δημητρίου.
Στη βάση της προαναφερόμενης αξιολόγησης και των κατατεθέντων τεκμηρίων το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στα εξής ευρήματα:
Ο ενάγοντας-εφεσείοντας, κατά την 23.4.2007, εργαζόταν ως ωρομίσθιος υπάλληλος στο αεροδρόμιο Λάρνακας. Η εναγόμενη-εφεσίβλητη 2 εργαζόταν στο Τμήμα Τελωνείων επίσης στο αεροδρόμιο Λάρνακας. Κατά τον ουσιώδη χρόνο, ενώ ο εφεσείων βρισκόταν στο χώρο του αεροδρομίου, στο μέσο του δρόμου, έμπροσθεν των κτιριακών εγκαταστάσεων, μαζί με άλλα άτομα, κτυπήθηκε από το προαναφερόμενο όχημα, ιδιοκτησίας της Κυπριακής Δημοκρατίας, το οποίο οδηγούσε η εφεσίβλητη 2, που βρισκόταν σε υπηρεσία. Στην αριστερή πλευρά του δρόμου βρισκόταν σταθμευμένο κάποιο όχημα. Ο εφεσείων μεταφέρθηκε με ασθενοφόρο στο Γενικό Νοσοκομείο Λάρνακας όπου διαπιστώθηκε ότι υπέστη κάκωση δεξιού κάτω άκρου. Έγινε περιποίηση του τραύματος του και απολύθηκε. Ο εφεσείων παρέμεινε εκτός εργασίας από 23.4.2007 μέχρι 5.6.2007.
Μετά από την παράθεση των ευρημάτων του το πρωτόδικο δικαστήριο ασχολήθηκε με το ζήτημα της ευθύνης για την πρόκληση του υπό εξέταση ατυχήματος. Έκαμε αναφορά σε νομολογία ως προς την αμέλεια και τη συντρέχουσα αμέλεια. Εφαρμόζοντας τις νομικές αρχές από τις οποίες καθοδηγήθηκε έκρινε ότι η εφεσίβλητη 2 οδηγούσε χωρίς τη δέουσα επιμέλεια και προσοχή. Η αμέλεια της έγκειται στο γεγονός ότι ενώ είδε 30-40 άτομα να στέκονται στην αριστερή λωρίδα κυκλοφορίας σύμφωνα με την πορεία της, σχηματίζοντας ημικύκλιο, εισήλθε στη δεξιά λωρίδα, δίπλα από τον κόσμο, και άκουσε ένα από τους παρευρισκόμενους, που ήταν ο εφεσείων, να φωνάζει. Το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε ότι, υπό τις περιστάσεις, και με τόσους παρόντες (εργάτες) μέσα στο δρόμο, η εφεσίβλητη 2 όφειλε να ήταν ιδιαίτερα προσεκτική και ακόμα να ακινητοποιήσει το όχημα της ή προειδοποιώντας τους πεζούς με την κόρνα της να συνεχίσει την πορεία της χωρίς να προκληθεί σύγκρουση.
Στη συνέχεια, το πρωτόδικο δικαστήριο, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η εφεσίβλητη 2 δεν έφερε ακέραιη την ευθύνη για την πρόκληση του ατυχήματος και ως εκ τούτου θα έπρεπε να προχωρήσει σε καταμερισμό της ευθύνης, στη βάση του βαθμού υπαιτιότητας και της αιτιώδους συνάφειας. Καθοδηγούμενο, ως ανωτέρω, το πρωτόδικο δικαστήριο σημείωσε ότι ο εφεσείων δεν δικαιολογείτο να περιμένει στο μέσο του δρόμου, που ήταν και βασική αιτία του δυστυχήματος, όπως είπε. Ενόψει των ανωτέρω κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο εφεσείων είχε ευθύνη σε ποσοστό 80% και η εφεσίβλητη 2 είχε ευθύνη σε ποσοστό 20% για την οποίαν εκ προστήσεως υπεύθυνος ήταν ο εφεσίβλητος 1. Συναφώς, το πρωτόδικο δικαστήριο, παρατήρησε ότι, εκτός από το ότι ο εφεσείων βρισκόταν στο μέσο σχεδόν του δρόμου όπου γινόταν διέλευση οχημάτων, στο σημείο του ατυχήματος υπήρχε και πεζοδρόμιο, αλλά και χώρος για στάθμευση οχημάτων, μπροστά από τον οποίον, την ημέρα του ατυχήματος, είχαν τοποθετηθεί «πασσαλάκια» για να μην χρησιμοποιηθεί.
Επόμενο θέμα που εξέτασε το πρωτόδικο δικαστήριο ήταν εκείνο των γενικών αποζημιώσεων. Καθοδηγούμενο και πάλι από σχετική νομολογία, το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι για τον πόνο και την ταλαιπωρία που ο εφεσείων υπέστη συνεπεία του τραυματισμού του, δίκαιη και εύλογη αποζημίωση συνιστούσε το ποσό των €2.000.-, επί πλήρους ευθύνης.
Το τελευταίο ζήτημα που εξέτασε το πρωτόδικο δικαστήριο ήταν εκείνο των ειδικών αποζημιώσεων. Σημείωσε ότι ο εφεσείων στην αγωγή του αξίωνε το ποσό των €7.198,54.- ως ειδικές αποζημιώσεις, αλλά στην τελική του αγόρευση ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα περιόρισε το αξιούμενο ποσό στις €5.790,60.- για απωλεσθέντες μισθούς και υπερωρίες και το ποσό των €580,92.- για ιατρικά πιστοποιητικά και επισκέψεις του στο Δρα Δημητρίου.
Με βάση τη μαρτυρία που δέχθηκε το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο εφεσείων πληρώθηκε τους μισθούς του για την περίοδο που απουσίαζε λόγω ασθενείας, από το Σχέδιο Ιατροφαρμακευτικής Περίθαλψης. Παρατήρησε, συναφώς, ότι η Μ.Ε. 4 είχε αναφέρει στη μαρτυρία της ότι η άδεια ασθενείας πληρώνεται από το Σχέδιο Ιατροφαρμακευτικής Περίθαλψης και όχι από τα κονδύλια του Κράτους. Αναφέρθηκε επίσης στο άρθρο 65 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148, και συμπέρανε ότι εφόσον ο εφεσείων πληρώθηκε τους μισθούς του για την περίοδο που απουσίαζε από την εργασία του, από το Σχέδιο Ιατροφαρμακευτικής Περίθαλψης, και εφόσον δεν δόθηκε μαρτυρία πώς λειτουργεί αυτό το Σχέδιο, αυτός δεν δικαιούτο σε οποιαδήποτε απώλεια μισθών. Δεν δικαιούτο ακόμη σε επιδίκαση του ποσού των €683,44.- (Λ.Κ. 400) ως απωλεσθείσες υπερωρίες. Όπως παρατήρησε, το πρωτόδικο δικαστήριο, το ποσό αυτό αξιώνετο πέραν των μόνιμων υπερωριών και δεν είχαν δοθεί ακριβή στοιχεία γι΄ αυτό.
Εν κατακλείδι το πρωτόδικο δικαστήριο επεδίκασε υπέρ του εφεσείοντα το 20% του ποσού των €2.000.-, δηλαδή €400.- ως γενικές αποζημιώσεις, με τόκο 5 ½ % από 19.3.2009 μέχρι εξοφλήσεως και το 20% του ποσού των €340.- ως ειδικές αποζημιώσεις, δηλαδή €68.-, με τόκο 2.75% από 19.3.2009 μέχρι την πρωτόδικη απόφαση και ανάλογα έξοδα.
Ενώπιον του Εφετείου υπάρχει έφεση και αντέφεση. Με την έφεση προσβάλλεται η πρωτόδικη απόφαση με οκτώ λόγους.
Πρώτον, ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα αξιολόγησε την ενώπιον του δοθείσα μαρτυρία και εσφαλμένα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο εφεσείων είχε συντρέχουσα αμέλεια.
Δεύτερον, ότι εσφαλμένα καταλόγισε το 80% της ευθύνης στον εφεσείοντα.
Τρίτον, ότι εσφαλμένα έκρινε ότι ο εφεσείων δεν απέδειξε την απώλεια των μισθών και των εισοδημάτων του.
Τέταρτον, ότι εσφαλμένα έκρινε ότι ο εφεσείων δεν δικαιούτο σε υπερωρίες ή ότι δεν τις απέδειξε.
Πέμπτον, ότι εσφαλμένα προτίμησε τη μαρτυρία του Μ.Υ. 3 από εκείνη του Μ.Ε. 2, ενώ ο Μ.Υ. 3 ήταν ιατρός γενικής χειρουργικής ενώ ο Μ.Ε. 2 ήταν χειρουργός-ορθοπεδικός.
Έκτον, ότι εσφαλμένα αποτίμησε τις γενικές αποζημιώσεις για τις σωματικές βλάβες του εφεσείοντα στο πολύ χαμηλό ποσό των €2.000.-
Έβδομον, ότι η πρωτόδικη απόφαση δεν είναι δεόντως αιτιολογημένη, και
Όγδοον, ότι το πρωτόδικο δικαστήριο με τα σχόλια του στην απόφαση του έδειξε να είναι προκατειλημμένο έναντι του εφεσείοντα.
Με την αντέφεση των εφεσιβλήτων η πρωτόδικη απόφαση προσβάλλεται ως εσφαλμένη με τρεις λόγους.
Πρώτον, ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο καταλόγισε 20% της ευθύνης στην εφεσίβλητη 2.
Δεύτερον, ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο δεν θεώρησε την αγωγή ως απορριπτέα ένεκα της ουσιαστικής διαφοράς που υπήρχε μεταξύ της δικογραφημένης θέσης του εφεσείοντα και εκείνης που προέβαλε ενώπιον του δικαστηρίου, και
Τρίτον, ότι αυθαίρετα και αντινομικά το πρωτόδικο δικαστήριο αποδέχθηκε την καταχώριση των τεκμηρίων 10-15, τα οποία αφορούσαν σε καταστάσεις πληρωμών και μισθολόγια του εφεσείοντα, παρά το γεγονός ότι ο εφεσείων στην ένορκη δήλωση αποκάλυψης εγγράφων, στην οποία προέβη, δεν ανέφερε τα έγγραφα αυτά.
Εξετάσαμε με προσοχή όλα τα ενώπιον μας στοιχεία, υπό το φως των ικανών αγορεύσεων των ευπαιδεύτων συνηγόρων των διαδίκων. Είναι γνωστές και θεμελιωμένες οι αρχές με βάση τις οποίες το Εφετείο μπορεί να επέμβει στην αξιολόγηση της μαρτυρίας και τα ευρήματα-συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου. Πρωταρχικός κριτής της αξιοπιστίας των μαρτύρων που παρελαύνουν ενώπιον του είναι το πρωτόδικο δικαστήριο και το Εφετείο σπανίως και υπό προϋποθέσεις επεμβαίνει σε ζητήματα αξιολόγησης της μαρτυρίας. Όσον αφορά όμως τα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου το Εφετείο βρίσκεται στην ίδια καλή θέση που βρίσκεται και το πρωτόδικο δικαστήριο να εξάξει τα δικά του συμπεράσματα, εφαρμόζοντας τις ορθές νομικές αρχές επί των γεγονότων αλλά και καταλήγοντας στα δικά του συμπεράσματα με βάση την κοινή λογική.
Είναι γεγονός ότι η πρωτόδικη απόφαση θα μπορούσε να ήταν καλύτερα αιτιολογημένη. Για παράδειγμα, το πρωτόδικο δικαστήριο δεν δίνει πολλές λεπτομέρειες αναφορικά με τα ευρήματα του ως προς τις συνθήκες υπό τις οποίες συνέβη το επίδικο ατύχημα. Τα ευρήματα του είναι στη σελ. 7 και ουσιαστικά, εκτός από το ότι ο εφεσείων βρισκόταν στο μέσο του δρόμου και κτυπήθηκε από το όχημα που οδηγούσε η εφεσίβλητη 2, δεν δίνει οποιεσδήποτε λεπτομέρειες. Στην πραγματικότητα η εφεσίβλητη 2, στη μαρτυρία της η οποία κρίθηκε ως αξιόπιστη και έγινε δεκτή, είπε ότι δεν αντελήφθηκε καθόλου ότι κτύπησε τον εφεσείοντα μέχρι που ο εφεσείων άρχισε να φωνάζει και κτύπησε με το χέρι του στο «καπό» του αυτοκινήτου. Το πρωτόδικο δικαστήριο, επίσης, συγκρίνοντας τις μαρτυρίες των δύο γιατρών, Μ.Ε. 2 και Μ.Υ. 3, δεν σχολιάζει καθόλου το γεγονός ότι ο Μ.Ε. 2 ήταν ορθοπεδικός-χειρουργός ενώ ο Μ.Υ. 3 ήταν γενικός χειρουργός. Χρησιμοποιεί μάλλον ως κριτήριο της αξιοπιστίας της μαρτυρίας του Μ.Ε. 2 τη μαρτυρία του Μ.Υ. 3, πράγμα ανεπιθύμητο.
Παρά τις προαναφερόμενες ελλείψεις της πρωτόδικης απόφασης, θα θεωρήσομε ότι αυτή πληροί την προϋπόθεση ότι μια δικαστική απόφαση πρέπει να είναι δεόντως αιτιολογημένη και δεν θα επέμβομε στην αξιολόγηση της μαρτυρίας που έγινε από το πρωτόδικο δικαστήριο.
Αναφορικά με τα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου, τα οποία αμφισβητούνται με τους λόγους 1 και 2 της έφεσης και τον λόγο 1 της αντέφεσης, θεωρούμε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο όντως έσφαλε αποδίδοντας ποσοστό ευθύνης 80% στον εφεσείοντα και 20% στην εφεσίβλητη 2. Ο εφεσείων βρισκόταν μεν σχεδόν στο μέσο του δρόμου μαζί με πολλά άλλα άτομα και ο δρόμος είχε δύο λωρίδες κυκλοφορίας, η εφεσίβλητη 2, όμως, όφειλε να είναι πολύ προσεκτική ενόψει του μεγάλου αριθμού προσώπων που βρίσκονταν ουσιαστικά στη μέση του δρόμου και είναι προφανές ότι δεν άσκησε τη δέουσα προσοχή εφόσον σταμάτησε μόνο όταν ο εφεσείων άρχισε να φωνάζει. Δεν αντελήφθη τον κίνδυνο μέχρι που κτύπησε τον εφεσείοντα, ούτε και έλαβε οποιοδήποτε μέτρο αποφυγής της σύγκρουσης του οχήματος της με τον εφεσείοντα. Υπό τις περιστάσεις θεωρούμε πως ο ορθός καταμερισμός ευθύνης θα έπρεπε να ήταν 40% για τον εφεσείοντα, ένεκα του ότι βρισκόταν σχεδόν στη μέση του δρόμου και παρέμεινε εκεί χωρίς ιδιαίτερο λόγο, και 60% ευθύνη στην εφεσίβλητη 2 για τους προαναφερόμενους λόγους.
Αναφορικά με τον τρίτο λόγο έφεσης σημαντική είναι η μαρτυρία της Μ.Ε. 4, η οποία έγινε δεκτή από το πρωτόδικο δικαστήριο. Η Μ.Ε. 4 είπε συγκεκριμένα ότι ο βασικός μισθός του εφεσείοντα ήταν Λ.Κ. 1.410,66.- και οι μόνιμες υπερωρίες του ήταν Λ.Κ. 117,50.- και ότι του καταβλήθηκαν τόσο οι μισθοί, όσο και οι υπερωρίες του και πληρωμή για άδεια ασθενείας από το Σχέδιο Ιατροφαρμακευτικής Περίθαλψης του ωρομίσθιου προσωπικού, για όλη την περίοδο που απουσίαζε με άδεια ασθενείας, αλλά δεν του καταβλήθηκε ο βασικός μισθός και μόνιμες υπερωρίες για του Ιούνιο. Αυτό εξήγησε ότι συνέβηκε επειδή η εταιρεία ΕΡΜΕΣ έκανε διαμαρτυρία μη αποδεχόμενη την άδεια ασθενείας του. Είναι προφανές από τη μαρτυρία της ότι δεν καταβλήθηκε ο βασικός μισθός και οι μόνιμες υπερωρίες στον εφεσείοντα, για τον Ιούνιο, και τα ποσά αυτά ανέρχονται σε Λ.Κ. 1.410,66.- πλέον Λ.Κ. 117,50.-, δηλαδή Λ.Κ. 1.528,16.-, ποσό το οποίο ο εφεσείων δικαιούται, νοουμένου ότι η άδεια ασθενείας του δεν αμφισβητήθηκε από τους εφεσίβλητους.
Ο τέταρτος λόγος έφεσης αφορά σε άλλες (έκτακτες) υπερωρίες, οι οποίες όμως δεν αποδείχθηκαν, όπως συμπέρανε το πρωτόδικο δικαστήριο και συμφωνούμε με αυτό το πρωτόδικο συμπέρασμα.
Ο πέμπτος λόγος έφεσης αφορά στην αξιολόγηση της μαρτυρίας του Μ.Ε. 2 και του Μ.Υ. 3. Ήδη αναφέραμε ότι δεν θα επέμβουμε στην αξιολόγηση της μαρτυρίας από το πρωτόδικο δικαστήριο.
Ο έκτος λόγος έφεσης αφορά στην, κατ΄ ισχυρισμό, εσφαλμένη αποτίμηση των γενικών αποζημιώσεων για τις σωματικές βλάβες του εφεσείοντα. Το πρωτόδικο δικαστήριο αποτίμησε τις γενικές αποζημιώσεις σε €2.000.- επί πλήρους ευθύνης. Δέχθηκε συναφώς τη μαρτυρία του Μ.Υ. 3, Δρα Χριστοφόρου, που ήταν γιατρός στο Τμήμα Ατυχημάτων και Επειγόντων Περιστατικών του Νοσοκομείου Λάρνακας, και ο οποίος εξέτασε τον εφεσείοντα την ημερομηνία του ατυχήματος. Ο μάρτυρας είπε ότι ο εφεσείων υπέστη κάκωση δεξιάς ποδοκνημικής και φτέρνας. Ο όρος κάκωση καλύπτει και το διάστρεμμα, όπως είπε. Επρόκειτο για ένα απλό διάστρεμμα, μια απλή κάκωση. Ο εφεσείων είχε και τραύμα 3 χιλιοστών. Το πόδι του επιδέθηκε. Η επίδεση, η οποία γίνεται σε διάστρεμμα της ποδοκνημικής αρχίζει από τα δάκτυλα και καταλήγει μέχρι τη μεσότητα της κνήμης. Του δόθηκε φαρμακευτική αγωγή με παυσίπονα (distalgesic και panadol). Ο εφεσείων απολύθηκε από το Νοσοκομείο λίγο μετά την εξέταση του και του χορηγήθηκε άδεια ασθενείας από τον ιδιώτη γιατρό του, Μ.Ε. 2, από 23.4.2007 μέχρι και 5.6.2007.
Θεωρούμε ότι το ποσό των €2.000.- επί πλήρους ευθύνης, για τις σωματικές βλάβες του εφεσείοντα, είναι πράγματι πολύ χαμηλό και το αυξάνομε στις €4.000.-
Ο έβδομος λόγος έφεσης αφορά στην αιτιολόγηση της πρωτόδικης απόφασης, η οποία δεν είναι η καλύτερη, αλλά για σκοπούς της παρούσας έφεσης θα θεωρήσομε ότι ικανοποιεί το κατώτατο όριο της προϋπόθεσης για αιτιολόγηση των δικαστικών αποφάσεων.
Ο όγδοος λόγος έφεσης αφορά στα σχόλια του πρωτόδικου δικαστηρίου, τα οποία, κατ΄ ισχυρισμό, δείχνουν προκατάληψη εις βάρος του εφεσείοντα. Τα σχόλια του πρωτόδικου δικαστηρίου ήταν κάπως αιχμηρά, πλην όμως δεν θεωρούμε ότι δείχνουν τέτοια προκατάληψη.
Για τον πρώτο λόγο αντέφεσης ήδη υπάρχει η απόφαση μας ότι η ευθύνη της εφεσίβλητης 2 για το ατύχημα και τις σωματικές βλάβες του εφεσείοντα ανέρχεται στο 60%. Επομένως ο πρώτος λόγος αντέφεσης απορρίπτεται.
Ο δεύτερος λόγος αντέφεσης αφορά στην διάσταση μεταξύ του δικογράφου και της μαρτυρίας του εφεσείοντα. Στην πραγματικότητα ο εφεσείων ισχυρίστηκε ότι βρισκόταν στην άκρη και όχι σχεδόν στο μέσο του δρόμου. Η εκδοχή του απορρίφθηκε ως αναξιόπιστη και έγινε δεκτή η εκδοχή της εφεσίβλητης 2. Δεν θεωρούμε βάσιμο ούτε και το δεύτερο λόγο αντέφεσης.
Ο τρίτος λόγος αντέφεσης αφορά στην αποδοχή εκ μέρους του πρωτόδικου δικαστηρίου των προαναφερόμενων τεκμηρίων 10-15. Το ζήτημα καλύπτεται από τη Δ.28 θ.6 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Σχετικό επίσης είναι και το άρθρο 25(1) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν 14/60), όπως τροποποιήθηκε με τον τροποποιητικό Νόμο 109(Ι)/17. Σύμφωνα με το άρθρο 25(1) (β), όπως τροποποιήθηκε, ενδιάμεσες αποφάσεις δεν είναι εφέσιμες εκτός αν είναι απόλυτα καθοριστικές ως προς το αποτέλεσμα για τα δικαιώματα των διαδίκων. Βεβαίως η ορθότητα μιας ενδιάμεσης απόφασης, μη εφέσιμης, μπορεί να ελεγχθεί με έφεση μετά την έκδοση της τελικής απόφασης.
Στην προκείμενη περίπτωση θεωρούμε ότι η ενδιάμεση απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου με την οποία επετράπη η παρουσίαση των τεκμηρίων 10-15, παρά το ότι δεν είχαν αποκαλυφθεί στην ένορκη δήλωση αποκάλυψης εγγράφων, δεν ήταν εφέσιμη. Επομένως το ζήτημα μπορεί να εγερθεί με την αντέφεση. Παρά το ότι δεν κλήθηκε ο εφεσείων να δώσει λόγο γιατί δεν αποκάλυψε τα έγγραφα αυτά, εντούτοις είναι αδιαμφισβήτητο ότι τα τεκμήρια 10-15 βρίσκονταν στην κατοχή του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους και επομένως θα πρέπει να θεωρηθεί ότι βρίσκονταν σε γνώση του εφεσίβλητου 1. Υπό αυτές τις περιστάσεις κρίνομε ότι ο εφεσείων είχε κάποιο λόγο και κάποια δικαιολογία να μην τα αποκαλύψει στην ένορκη δήλωση αποκάλυψης του. Κατά συνέπεια, δυνάμει της Δ.28 θ.6, εκτιμούμε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο είχε τη διακριτική ευχέρεια να επιτρέψει την παρουσίαση τους. Επομένως και ο τρίτος λόγος αντέφεσης απορρίπτεται.
Ενόψει των προαναφερθέντων η έφεση επιτυγχάνει μερικώς και η αντέφεση απορρίπτεται.
Η πρωτόδικη απόφαση διαφοροποιείται ως εξής:
(α) Το ποσό των γενικών αποζημιώσεων, για το οποίο εκδίδεται απόφαση υπέρ του εφεσείοντα, από €400.- αυξάνεται στις €2.400.-, δηλαδή το 60% των €4.000.-, με τόκο προς 5.5% από 19.3.2009 μέχρις εξοφλήσεως.
(β) Το ποσό των ειδικών αποζημιώσεων, για το οποίο εκδίδεται απόφαση υπέρ του εφεσείοντα ανέρχεται στο, ισάξιο σε ευρώ, των Λ.Κ. 916,89.- (το 60% των Λ.Κ. 1.528,16.-, που είναι το άθροισμα του βασικού μισθού Λ.Κ. 1.410,66.- και του ποσού των μόνιμων υπερωριών Λ.Κ. 117,50.-). Στο ποσό αυτό πρέπει να προστεθεί (αντί του ποσού των €68.- που επιδίκασε το πρωτόδικο δικαστήριο ως ειδικές αποζημιώσεις), το ποσό των €204.- που είναι το 60% του ποσού των €340.-, το οποίον ενέκρινε το πρωτόδικο δικαστήριο ως ειδικές αποζημιώσεις. Επί των ειδικών αποζημιώσεων θα υπάρχει τόκος προς 2.75% από 19.3.2009 μέχρι τις 10.10.2012, ημερομηνία της πρωτόδικης απόφασης.
Υπέρ του εφεσείοντα επιδικάζονται επίσης τα έξοδα της έφεσης και της αντέφεσης, όπως θα υπολογιστούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή και θα υποβληθούν για έγκριση από το Δικαστήριο.
Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.
Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.
Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
/ΕΑΠ.