ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Παναγή, Περσεφόνη Μιχαηλίδου, Δέσπω Γιασεμή, Γιασεμής Ν. Χρίστος Γκούντρας, για Αργυρού amp;amp;amp; Δημοσθένους Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσείοντα. ΄Αννα Πηλίδου, για Σάββα Π. Φασουλιώτη, για την Εφεσίβλητη. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2019-09-20 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΠΙΠΕΡΗ ν. ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ Σ.Π.Ε. ΚΥΠΕΡΟΥΝΤΑΣ, Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 456/2012, 20/9/2019 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2019:A383

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 456/2012)

 

20 Σεπτεμβρίου, 2019

 

[ΠΑΝΑΓΗ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στές]

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΔΙΑΙΤΗΣΙΑΣ ΝΟΜΟ ΚΕΦ. 4 ΚΑΙ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΝΟΜΟ ΤΟΥ 1985 (Ν. 22/1985)

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ xxx ΠΙΠΕΡΗ,

 

Εφεσείοντος-Αιτητή,

ΚΑΙ

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ Σ.Π.Ε. ΚΥΠΕΡΟΥΝΤΑΣ,

 

Εφεσίβλητης-Καθ' ης η Αίτηση.

________________________

 

Χρίστος Γκούντρας, για Αργυρού & Δημοσθένους Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσείοντα.

΄Αννα Πηλίδου, για Σάββα Π. Φασουλιώτη, για την Εφεσίβλητη.

________________________

 

ΠΑΝΑΓΗ, Δ.:  Την  ομόφωνη  απόφαση  του  Δικαστηρίου  θα

δώσει ο Δικαστής Γ.Ν. Γιασεμής.

________________________

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.:  Ο εφεσείων προσβάλλει την ορθότητα απόφασης Δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, με την οποία απορρίφθηκε έφεσή του, καταχωρηθείσα δυνάμει του άρθρου 52(4)[1] του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου του 1985, (Ν. 22/1985), όπως αυτός έχει τροποποιηθεί, (ο Ν. 22/1985).  Σκοπός της έφεσης ήταν η ακύρωση και/ή ο παραμερισμός της διαιτητικής απόφασης που εκδόθηκε στις 28.5.2010 εναντίον του, για ποσό €3.417,20, πλέον τόκους και έξοδα.

 

Η διεξαχθείσα διαιτησία, όπως προκύπτει από τα πιο πάνω, αφορούσε χρηματική διαφορά που είχε ανακύψει μεταξύ του εφεσείοντος και της εφεσίβλητης, Συνεργατικής Πιστωτικής Εταιρείας, στο πλαίσιο εφαρμογής από αυτή, συμφωνίας δανείου για το αρχικό ποσό των ΛΚ1.000,00.  ΄Οταν σε κάποιο στάδιο η εφεσίβλητη απαίτησε από τον εφεσείοντα την πληρωμή του οφειλόμενου, τότε, ποσού, ο τελευταίος αμφισβήτησε το ύψος της οφειλής.  Ως εκ τούτου, διεξήχθη η προαναφερθείσα διαιτησία ενώπιον ενός διαιτητή, στην παρουσία των, ως άνω, εμπλεκομένων σε αυτή μερών.  Ο διαιτητής εξέδωσε την απόφασή του αυθημερόν, δηλαδή στις 28.5.2010, χωρίς, ωστόσο, να αναφέρει οτιδήποτε προς αιτιολόγησή της. 

 

Ο εφεσείων, πρωτόδικα, υπέβαλε ότι η διαδικασία που εφάρμοσε ο διαιτητής, περιλαμβανομένης της προαναφερθείσας απόφασής του, ήταν παράτυπη.  Συγκεκριμένα, εισηγήθηκε ότι αυτός δεν έλαβε υπόψη τους ισχυρισμούς του και το αποδεικτικό υλικό που ο ίδιος είχε θέσει ενώπιόν του και που υποστήριζαν ότι η οφειλή του προς την εφεσίβλητη ανερχόταν σε πολύ μικρότερο ποσό, ήτοι ΛΚ655,00.  Επιπρόσθετα, εισηγήθηκε ότι η πιο πάνω παράλειψη του διαιτητή είναι εμφανής από την απουσία, στη διαιτητική απόφαση, οποιασδήποτε αναφοράς, σε σχέση με τον τρόπο χειρισμού από αυτόν των προαναφερθέντων ισχυρισμών.

 

Το Δικαστήριο απέρριψε τις θέσεις, ανωτέρω, του εφεσείοντος.  Ανέφερε, επί τούτου, τα εξής:-

 

«... το Δικαστήριο σε έφεση κατά απόφασης διαιτητή δεν έχει εξουσία να επανεξετάσει τη διακριτική ευχέρεια του διαιτητή εφόσον ο διαιτητής ενεργεί μέσα στα πλαίσια των εξουσιών του και των αρχών δικαιοσύνης συμπεριφερόμενος δίκαια και στα δύο μέρη χωρίς τούτο να οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η εξουσία του διαιτητή είναι απεριόριστη.»

 

 

 

Ο εφεσείων διαφώνησε ότι το Δικαστήριο εφάρμοσε, στην πραγματικότητα, τις πιο πάνω αρχές.  Αντιθέτως, θεωρεί ότι αυτές παραγνωρίστηκαν.  Τούτη δε τη θέση πρόβαλε, με σχετικούς λόγους, στο πλαίσιο της υπό εξέταση έφεσης.

 

Η ενώπιον του εκδικάσαντος Δικαστηρίου διαδικασία διεξήχθη στη βάση του άρθρου 20(2) του περί Διαιτησίας Νόμου, Κεφ. 4, (ο «Νόμος»).  Αυτό εφαρμόστηκε στην υπό αναφορά διαιτησία, δυνάμει του άρθρου 52(2)(β)[2] του Ν. 22/1985, όπως αυτό είχε κατά τον πιο πάνω ουσιώδη χρόνο, (βλ. Χριστοδούλου ν. Σ.Π.Ε. Πολεμίου (2009) 1 Α.Α.Δ. 242.  Το εν λόγω άρθρο προβλέπει:-

 

   «20.(2)  ΄Οταν ο διαιτητής ... επέδειξε κακή συμπεριφορά ή χειρίστηκε κακώς την υπόθεση ή όταν η διαιτησία διεξάχθηκε παράτυπα ή η διαιτητική απόφαση εκδόθηκε παράτυπα, το Δικαστήριο δύναται να ακυρώσει τη διαιτητική απόφαση.»

 

 

 

΄Ηταν η θέση του εφεσείοντος, συναφώς, ότι, στη βάση των σχετικών προνοιών του πιο πάνω άρθρου, το Δικαστήριο έπρεπε να είχε θεωρήσει πως η παράλειψη, ανωτέρω, του διαιτητή καταδείκνυε ότι η διαιτητική απόφαση είχε εκδοθεί παράτυπα.  Συγκεκριμένα, δεν υπήρχε σε αυτήν οποιαδήποτε αιτιολογία και, ειδικά, ως προς το χειρισμό των προαναφερθέντων ισχυρισμών αναφορικά με το οφειλόμενο από τον ίδιο ποσό.  Συνακόλουθα, η διαιτητική απόφαση έπρεπε να είχε ακυρωθεί. 

 

Στην προκειμένη περίπτωση, το εκδικάσαν Δικαστήριο, κρίνοντας όπως αναφέρεται πιο πάνω, οδηγήθηκε στη διαπίστωση ότι δεν είχε επιδειχθεί, από το διαιτητή, συμπεριφορά τέτοια, όπως προβλέπεται στο άρθρο 20(2) του Νόμου.  Στο πλαίσιο δε αυτό, αφού παρέπεμψε στους ισχυρισμούς, ανωτέρω, του εφεσείοντος, από την υποστηρικτική της υπό αναφορά έφεσης ένορκη δήλωσή του, παρατήρησε, συγκεκριμένα, τα εξής,:-

 

«Είναι κοινά αποδεκτό ότι αυτοί οι ισχυρισμοί του αιτητή έχουν υποβληθεί και κατά τη διαδικασία της διαιτησίας.  Αυτό που δεν έχω ενώπιον μου είναι τα πρακτικά της διαδικασίας και τα όσα έχουν λάβει χώρα ενώπιον του διαιτητή μέχρι και την έκδοση αυτής της απόφασης.»

 

                                                            

 

Η πιο πάνω διαπίστωση, προφανώς, είναι ορθή.  Το θέμα, όμως, που εδώ, ειδικά, απασχολεί είναι το περιεχόμενο της απόφασης του διαιτητή, η οποία ήταν ενώπιον του Δικαστηρίου.  Το μόνο που αναφέρεται σε αυτήν είναι ο αριθμός του γραμματίου και το οφειλόμενο ποσό, μετά τόκου από την ημερομηνία έκδοσής της, 28.5.2010, πλέον έξοδα.  Εμφανώς, παραλείπεται αναφορά στους ισχυρισμούς του εφεσείοντος και, οπωσδήποτε, στον τρόπο χειρισμού τους από το διαιτητή, που τον οδήγησε στην απόφασή του για το πιο πάνω ποσό.  Εν ολίγοις, η απόφασή του είναι αναιτιολόγητη.  Υπό το φως, λοιπόν, των δεδομένων αυτών, το ζητούμενο είναι κατά πόσο, στην προκειμένη περίπτωση, ο διαιτητής τέλεσε τα καθήκοντά του, ως προς το χειρισμό της διαιτητικής διαδικασίας,  πλημμελώς, κατά το αγγλικό αυθεντικό κείμενο: "has misconducted ... the proceedings", (άρθρο 20(2) του Νόμου).  

 

Στην υπόθεση A. N. Stasis Estates Co. Ltd v. G.M.P. Katsambas Ltd (2001) 1 Α.Α.Δ. 2006, κρίθηκε ότι η χρήση από το διαιτητή μαρτυρίας προερχομένης από προηγηθείσα δικαστική διαδικασία συνιστούσε πλημμελή τέλεση των καθηκόντων του, εφόσον κάτι τέτοιο δεν προβλεπόταν στους όρους εντολής του.  Ως εκ τούτου, η απόφασή του ακυρώθηκε, με βάση το άρθρο 20(2) του Νόμου.  ΄Οπως επισημαίνεται στη σελίδα 2011:  «Η χρήση της μαρτυρίας αυτής καθιστά την απόφαση μη ασφαλή.  ...  Η επίδραση που είχε η συγκεκριμένη μαρτυρία στην απόφασή του, (εννοεί του διαιτητή) δεν μπορεί να διαχωριστεί.  Η παράβαση αυτή επηρεάζει στο θεμέλιό της την απόφαση και δεν αφήνει περιθώρια για διάσωση, έστω και μέρους της.»  Το πιο πάνω απόσπασμα εκλαμβάνει ως δεδομένη την ανάγκη για ύπαρξη αιτιολογημένης απόφασης σε διαιτητική διαδικασία.    

 

Ο Νόμος, με τα άρθρα 16, 17 και 18, παρέχει στο διαιτητή συγκεκριμένες εξουσίες όσον αφορά τη διεξαγωγή της διαιτητικής διαδικασίας.  Επιπρόσθετα, στο Πρώτο Παράρτημά του, κατ' επιταγή του άρθρου 6[3] αυτού, προβλέπεται ότι ο διαιτητής δύναται, μεταξύ άλλων, να εξετάζει ενόρκως τα διάδικα μέρη, όπως και πρόσωπα τα οποία αξιώνουν μέσω αυτών.  Κατά την εξέτασή τους δε, κατατίθενται όλα τα απαραίτητα αποδεικτικά στοιχεία και έγγραφα.  Προβλέπεται, επίσης, ότι η απόφαση του διαιτητή πρέπει να είναι έγγραφη.  Οι πιο πάνω πρόνοιες, σαφώς, παραπέμπουν σε διαδικασία, η οποία προσομοιάζει με τη δικαστική, ώστε έχει λεχθεί στην υπόθεση Τράπεζα Κύπρου Λτδ ν. Dynacon Ltd κ.ά. (1999) 1 Α.Α.Δ. 717, στη σελίδα 723, πως: «Το έργο των διαιτητών είναι οιονεί δικαστικό» και πως:  «Δικαστική είναι και η αποστολή τους.»  Συνακόλουθα, και η απόφαση του διαιτητή πρέπει να είναι δεόντως αιτιολογημένη, για να μπορεί να διαπιστώνεται ο λόγος για την κατάληξή της, αλλά και για να μπορεί να υποβάλλεται σε δικαστικό έλεγχο, εφόσον εγείρεται τέτοιο θέμα, όπως συνέβη εν προκειμένω.

 

  Από το απόσπασμα της υπό κρίση απόφασης, που παρατίθεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, διαπιστώνεται πως το εκδικάσαν Δικαστήριο αναγνωρίζει ότι η αρχή για δίκαιη δίκη εφαρμόζεται, ανάλογα, και σε σχέση με διαιτητική διαδικασία, καθώς, επίσης, σε σχέση με την απόφαση που εκδίδεται ως αποτέλεσμα αυτής.  Εν ολίγοις, η παρατήρηση του Δικαστή ότι «ο διαιτητής ενεργεί μέσα στα πλαίσια των εξουσιών του και των αρχών δικαιοσύνης συμπεριφερόμενος δίκαια και προς τα δύο μέρη» είναι, οπωσδήποτε, ορθή.  Οι πιο πάνω παρατηρήσεις ουδόλως αφαιρούν από τον εξεταστικό και συνοπτικό χαρακτήρα, που, αναμφίβολα, πρέπει να διέπει μια διαιτητική διαδικασία.  Επομένως, ο διαιτητής, όταν εξέδιδε, στην παρούσα περίπτωση, την απόφασή του, έπρεπε να είχε αναφέρει σε αυτήν, έστω συνοπτικώς, τις θέσεις των μερών, τις οποίες και να αξιολογούσε, δεόντως, ώστε να οδηγείτο σε ευρήματα επί των γεγονότων και, ακολούθως, στην απόφασή του.  Πρόκειται για τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα μιας αιτιολογημένης απόφασης, όπως πρέπει να είναι και κάθε διαιτητική απόφαση, υπό την αίρεση διαφορετικής πρόβλεψης στη συμφωνία των μερών.  Μόνο έτσι η απόφασή του θα υπόκειτο σε δικαστικό έλεγχο, σύμφωνα με το Νόμο και τη σχετική νομολογία.

 

Για τους πιο πάνω λόγους, η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται, η δε διαιτητική απόφαση ημερομηνίας 28.5.2010 ακυρώνεται.  Επιδικάζονται έξοδα υπέρ του εφεσείοντος και εναντίον της εφεσίβλητης, τα οποία καθορίζονται στο ποσό των €2.000,00, συν Φ.Π.Α.

 

 

 

   

    

                                                     Π. Παναγή, Δ.

 

 

 

                                                     Δ. Μιχαηλίδου, Δ.

 

 

 

                                                     Γ.Ν. Γιασεμής, Δ.

 

/ΜΠ



[1] «(4)  Οποιοσδήποτε θεωρεί τον εαυτό του αδικημένο από την απόφαση οποιουδήποτε διαιτητή ή διαιτητών δύναται να υποβάλει έφεση στο Δικαστήριο εντός είκοσι και μιας ημερών (21) από της ημερομηνίας της προς αυτόν γνωστοποιήσεως της απόφασης.»

[2] «(2)  Ο ΄Εφορος δύναται, επί τη λήψει της δυνάμει του εδαφίου (1) παραπομπής:

 

(α) ........................................................................................................................

 

(β)  να παραπέμπη την διαφοράν προς επίλυσιν εις διαιτησίαν ήτις διεξάγεται συμφώνως προς τας διατάξεις της εκάστοτε ισχυούσης νομοθεσίας περί διαιτησίας.»

 

[3]     «6.  Το συνυποσχετικό, εκτός αν εκφράζεται σε αυτό αντίθετη πρόθεση, θεωρείται ότι περιλαμβάνει τις διατάξεις που εκτίθενται στον Πρώτο Πίνακα του Νόμου αυτού, στην έκταση που αυτές δύνανται, βάσει του συνυποσχετικού, να εφαρμοστούν στην παραπομπή.        


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο