ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Γενικός Eισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Muazzez Edhem Bahchecioglou κ.ά. (1998) 1 ΑΑΔ 426
Γαβριήλ Aνδρέας Γιάννη κ.ά. ν. Γεώργιου Aγαπίου (1998) 1 ΑΑΔ 1868
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας στους οποίους κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας Δ.43
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ECLI:CY:AD:2019:A359
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 297/2018)
11 Σεπτεμβρίου, 2019
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΠΑΝΑΓΗ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ,
ΓΙΑΣΕΜΗ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές]
ΚΑΤ' ΕΦΕΣΗ ΕΚ ΤΟΥ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ
ΕΝ ΥΠΟΘΕΣΗ ΥΠ' ΑΡΙΘΜΟΝ 111/2018
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ
ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ
(ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ
(ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ
ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ 2018
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ Μ.Α. ΚΤΗΜΑ ΜΑΚΕΝΖΥ ΛΙΜΙΤΕΔ ΑΠΟ ΤΗ ΛΑΡΝΑΚΑ (ΟΔΟΣ ΑΡΤΕΜΙΔΟΣ 21, 6020 ΛΑΡΝΑΚΑ) ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΚ ΣΥΜΦΩΝΟΥ ΑΠΟΦΑΣΗ ΗΜΕΡ. 17/05/2018 ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ ΣΤΗΝ ΑΓΩΓΗ 1082/2017 ΜΕΤΑΞΥ:
ΧΧΧΧ ΑΡΓΥΡΙΔΗ ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΟΣ ΧΧΧΧ RIZA ΑΛΛΩΣ ΧΧΧΧ
RIZA ΑΛΛΩΣ ΧΧΧΧ ALTIN
Ενάγοντα,
ΚΑΙ
1. ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
2. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ
ΤΟΥ ΩΣ ΚΗΔΕΜΟΝΑ ΤΟΥΡΚΟΚΥΠΡΙΑΚΩΝ ΠΕΡΙΟΥΣΙΩΝ
Εναγομένων
Α. Μαθηκολώνης με Κ. Καλλή, για την Εφεσείουσα.
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από το Δικαστή Παμπαλλή.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Με την παρούσα έφεση αμφισβητείται η ορθότητα της απόφασης Δικαστή του παρόντος Δικαστηρίου, δυνάμει της οποίας απορρίφθηκε αίτημα για παραχώρηση αδείας με σκοπό την καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος ακύρωσης, εκ συμφώνου, εκδοθείσας απόφασης ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας και αφορούσε κτηματική περιουσία στη Λάρνακα, που ανήκε σε Τουρκοκύπριο.
Η εφεσείουσα, δυνάμει σύμβασης μίσθωσης, ημερ. 1η Ιουνίου 2014, που συνήψε με τον Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών, κατείχε την επίδικη ακίνητη περιουσία. Επί αυτής είχαν ανεγερθεί κτιριακές εγκαταστάσεις, περιλαμβανομένων αιθουσών δεξιώσεων γάμων. Η περιουσία είχε, αρχικώς, τεθεί στις 11 Σεπτεμβρίου 1975 υπό επίταξη, ως τουρκοκυπριακή περιουσία, δυνάμει διατάγματος αρ. 671/75. Στη συνέχεια η εν λόγω περιουσία περιήλθε στην κατοχή του Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών, δυνάμει του περί Τουρκοκυπριακών Περιουσιών (Διαχείριση και άλλα θέματα) (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμου του 1991 (Ν. 139/91).
Ο Τουρκοκύπριος εγγεγραμμένος, κατά το ήμισυ, ιδιοκτήτης της περιουσίας, είχε καταχωρίσει ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας την αγωγή 3741/11, εναντίον της Δημοκρατίας και του Υπουργού Εσωτερικών ως Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών, αξιώνοντας αποζημιώσεις για παράνομη επέμβαση. Μετά από ακροαματική διαδικασία το Δικαστήριο, στις 21 Ιανουαρίου 2016, αναγνώρισε ως ιδιοκτήτη τον ενάγοντα (στην αγωγή 3741/11) και εξέδωσε διάταγμα για παράδοση κενής και ελεύθερης κατοχής της περιουσίας, καθώς και αποζημιώσεις.
Στις 4 Μαρτίου 2016 η εφεσείουσα καταχώρισε ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου αίτηση, με την οποία επεδίωκε τη χορήγηση αδείας για άσκηση έφεσης κατά της πιο πάνω απόφασης. Προβλήθηκε ότι εκδόθηκε απόφαση στην απουσία της και ως ενδιαφερόμενο πρόσωπο, είχε στερηθεί της δυνατότητας προβολής της υπεράσπισης της, κατά παράβαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης.
Στο πλαίσιο της Πολ. Αίτ. Αρ. 37/2016, Riza v. Δημοκρατίας, ημερ. 18 Νοεμβρίου 2016, το Ανώτατο Δικαστήριο απορρίπτοντας την αίτηση σημείωσε τα πιο κάτω:
″.. δεν είναι επιτρεπτό, η αιτήτρια, της οποίας τα συμφέροντα απέρρεαν από τη συμβατική της σχέση με τους παρανόμως επεμβαίνοντες εναγόμενους, να επικαλείται τις δυσμενείς αντανακλαστικές συνέπειες του λόγου της απόφασης για το μοναδικό λόγο ότι δεν της είχε ανακοινωθεί η δίκη. Οι αιτητές δεσμεύονται εκ του δεδικασμένου της απόφασης και των δικαιοπλαστικών συνεπειών της, ως πρόσωπα νομικώς ταυτιζόμενα με τους εναγόμενους, οι οποίοι παρανόμως, όπως ήταν το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ανέλαβαν νομική κατοχή (legal possession) (Υπουργός Εσωτερικών της Κυπριακής Δημοκρατίας ως Κηδεμόνα των Τ/Κ Περιουσιών ν. Μυλωνά (2002) 1 (Α) Α.Α.Δ. 120, 131) και εν συνεχεία παραχώρησαν τη χρήση της στην αιτήτρια. Η φυσική κατοχή κρίθηκε παράνομη, ως παρεπόμενο του παράνομου της νομικής ανάληψης της κατοχής (Γενικός Εισαγγελέας ν. Bahchecioglou κ.α. (1998) 1 Α.Α.Δ. 426). Δεν νοείται λοιπόν να επιδιώκεται η καταχώριση έφεσης εφ΄ όλης της ύλης και μάλιστα με προσβολή του δικαιοδοτικού βάθρου της δίκης, όπως η αιτήτρια επιδιώκει, τόσο εναντίον του ενάγοντα όσο και της Δημοκρατίας, από τρίτο πρόσωπο του οποίου τα συμφέροντα ταυτίζονται με τον παρανομούντα, κατά παράβαση του δεδικασμένου που θεμελιώνεται στην αρχή της τελεσιδικίας (Γαβριήλ κ.α. ν. Αγαπίου (1998) 1 Α.Α.Δ. 1868).″
Στις 7 Αυγούστου 2017, ο έτερος συνιδιοκτήτης, κατά ½ μερίδιο, του επίδικου κτήματος, καταχώρισε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας την αγωγή 1082/2017, εναντίον και πάλι της Δημοκρατίας και του Υπουργού Εσωτερικών ως Κηδεμόνα των Τουρκοκυπριακών Περιουσιών, αξιώνοντας την ίδια θεραπεία, όπως η προγενέστερη αγωγή 3741/2011. Στις 17 Μαΐου 2018, εκδόθηκε εκ συμφώνου απόφαση με ανάλογο διατακτικό, όπως και στην 3741/2011.
Στις 10 Φεβρουαρίου 2018 η εφεσείουσα καταχώρισε αίτηση για άδεια για καταχώριση αίτησης για την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari για ακύρωση της πιο πάνω απόφασης. Η αίτηση εδραζόταν στη θέση περί παραβίασης των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης αφού η ιδία, ούσα απούσα, ως μη διάδικος στη διαδικασία, δεν είχε την ευκαιρία να ακουστεί και να προβάλει την υπεράσπισή της.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο απορρίπτοντας την αίτηση αποφάσισε ότι τα εγερθέντα επί του προκειμένου ζητήματα είχαν ήδη αποφασισθεί στην Πολ. Έφ. Αρ. 37/2016 (Riza v. Δημοκρατίας (ανωτέρω)) και ως εκ τούτου, η αίτηση συνιστούσε καταχρηστικό διάβημα. Αναφέρονται δε τα εξής:
″Το ενώπιον του Δικαστηρίου αίτημα για χορήγηση άδειας προς καταχώρηση αίτησης με κλήση για την έκδοση προνομιακού εντάλματος εδράζεται ουσιαστικά στη θέση περί παραβίασης των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης, αφού η Αιτήτρια δεν ήταν μέρος της διαδικασίας που οδήγησε στην έκδοση απόφασης και ως εκ τούτου δεν είχε την ευκαιρία να ακουστεί και να προβάλει την υπεράσπισή της.
Η προώθηση της υπό κρίση αίτησης, με βάση τα όσα έχουν ήδη αποφασισθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο, στην Πολιτική Αίτηση 37/16, συνιστά, με όλο το σεβασμό, καταχρηστικό διάβημα. Τα ζητήματα έχουν ήδη κριθεί και έχει ήδη αποφασισθεί ότι δεν εντοπίζεται οποιαδήποτε παραβίαση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης ούτε, ως προέκταση, υπήρχε δικαίωμα παρεμβολής στη διαδικασία της αγωγής εκ μέρους της Αιτήτριας. Όπως ορθά σημειώνεται στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, τα όποια δικαιώματα της Αιτήτριας είναι δυνατό να διεκδικηθούν και να προστατευθούν αναλόγως, με αγωγή για αποζημιώσεις εις βάρος της Δημοκρατίας.
Δεν εντοπίζεται, με βάση τα πιο πάνω, να συντρέχουν οι προϋποθέσεις παροχής άδειας προς καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος.″
Η παρούσα έφεση στρέφεται, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, εναντίον της πιο πάνω απόφασης για απόρριψη της αίτησης για χορήγηση άδειας για καταχώριση αίτησης για ένταλμα Certiorari.
Με το μοναδικό λόγο έφεσης η εφεσείουσα προβάλλει ότι «το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα και κατά παράβαση του Αρ. 30(1) του Συντάγματος απέρριψε την αίτηση για χορήγηση άδειας για καταχώρηση αίτησης για ένταλμα certiorari, κρίνοντας ότι συντρέχει κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας».
Ήταν ο ισχυρισμός της εφεσείουσας ότι πρωτοδίκως εσφαλμένα αποδόθηκε ισχύ δεδικασμένου, εφόσον δεν υπάρχει ταυτότητα επίδικων θεμάτων ούτε και ταύτιση διαδίκων μεταξύ της επίδικης έφεσης και της Πολ. Έφ. Αρ. 37/2016 (Riza). Όπως προβλήθηκε στην αίτηση, αντικείμενο της έφεσης, πέραν του λόγου της παραβίασης της φυσικής δικαιοσύνης, προβάλλονταν και θέματα δόλου, συμπαιγνίας και συνωμοσίας. Δεν υπάρχει δεδικασμένο, εισηγήθηκε, καθότι το Δικαστήριο στη Riza δεν είχε αποφασίσει τελεσίδικα ότι δεν υπήρχε παραβίαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης.
Η παρούσα υπόθεση, όπως προβλήθηκε, επίσης διαφοροποιείται, καθότι η απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου εκδόθηκε εκ συμφώνου, ενώ στη Riza, η απόφαση εκδόθηκε μετά από ακροαματική διαδικασία. Τέλος, ότι ενώ στη Riza το Εφετείο υπέδειξε ότι η αιτήτρια (εφεσείουσα στην παρούσα έφεση) μπορούσε να διεκδικήσει τα δικαιώματα της με αγωγή στη βάση της Δ.43, θ. 1(2) των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, δεν μπορούσε να το πράξει στην παρούσα υπόθεση γιατί θα αντιπροτείνετο (από τους εναγόμενους) η ύπαρξη του άρθρου 15(3) του Νόμου 139/1991.
Το κρίσιμο ερώτημα που αναφύεται είναι κατά πόσο η τελεσίδικη κρίση του Δικαστηρίου όπως έχει διατυπωθεί στην Πολ. Αίτ. Αρ. 37/2016 (Riza) επί της νομιμότητας ή όχι της κατοχής του επιδίκου κτήματος από τον Υπουργό Εσωτερικών, και κατ΄ επέκταση από την εφεσείουσα, μπορεί να αποτελέσει εμπόδιο στην εκ νέου αναζήτηση δικαστικής κρίσης επί του προκειμένου.
Προτού δοθεί απάντηση επί του προκειμένου θα πρέπει να αναζητηθεί το αντικείμενο έκαστης των δύο διαδικασιών.
Στην υπόθεση Riza η εφεσείουσα υπέβαλε αίτηση με στόχο τη χορήγηση αδείας για την καταχώριση έφεσης εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας στην αγωγή αρ. 3741/2011. Όπως σημειώσαμε πιο πάνω στην απόφαση αυτή διαπιστώθηκε ότι η ακίνητη περιουσία, επί της οποίας έχει ανεγείρει υποστατικά η εφεσείουσα και κατά τον επίδικο χρόνο κατείχε, παραχωρήθηκε παρανόμως από τον Υπουργό Εσωτερικών προς την εφεσείουσα δυνάμει σύμβασης. Η Δημοκρατία και ο Υπουργός Εσωτερικών κρίθηκαν ως επεμβασίες και ως εκ τούτου εκδόθηκαν διατάγματα εκκένωσης και παράδοσης ελεύθερης κατοχής του ακινήτου στον τότε εφεσείοντα.
Στη μεταγενέστερη αγωγή υπ΄ αρ. 1082/2017 που καταχωρήθηκε 7 Αυγούστου 2017, ήτοι, μετά την έκδοση της απόφασης του Εφετείου στην υπόθεση Riza (18 Nοεμβρίου 2016), ο έτερος συνιδιοκτήτης του επιδίκου κτήματος διεκδίκησε την κατοχή του κτήματος επικαλούμενος παράνομη επέμβαση της Δημοκρατίας και του Υπουργού Εσωτερικών. Σε αυτή την υπόθεση εκδόθηκε απόφαση με το ίδιο ακριβώς περιεχόμενο όπως και η προγενέστερη αγωγή αρ. 3741/2011. Επιβεβαιώθηκε συναφώς ότι η Δημοκρατία και ο Υπουργός Εσωτερικών παρανόμως εισήλθαν στο κτήμα, χωρίς οποιαδήποτε εξουσιοδότηση από τον ιδιοκτήτη που υποδηλοί ότι οποιοδήποτε έννομο συμφέρον πηγάζει από την συμβατική σχέση που δημιουργήθηκε μεταξύ του Υπουργού Εσωτερικών και της εφεσείουσας δυνάμει της συμφωνίας μίσθωσης ημερ. 1 Ιουνίου 2014, δεν έχει και δεν μπορεί να έχει οποιοδήποτε νομικό έρεισμα.
Με την εκκαλούμενη απόφαση η εφεσείουσα είχε επιδιώξει την εξασφάλιση αδείας του Δικαστηρίου για την καταχώριση αίτησης με κλήση για την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari προκειμένου να ακυρώσει την εκ συμφώνου εκδοθείσα απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας στην αγωγή αρ. 1082/2017 ημερ. 17 Μαΐου 2018. Το όλο πλέγμα των προβληθέντων επιχειρημάτων τόσο πρωτοδίκως όσο και ενώπιον μας είχαν ως επίκεντρο την παραβίαση της αρχής της δίκαιης δίκης, όπως αυτή προσδιορίζεται στο Άρθρο 30.1 του Συντάγματος, γιατί η εφεσείουσα δεν είχε την ευκαιρία να εκθέσει ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου τη θέση της αναφορικά με το εγειρόμενο θέμα της νομιμότητας της κατοχής του επιδίκου κτήματος.
Είναι αναντίλεκτο γεγονός ότι το όποιο νομικό δικαίωμα παρουσίας της εφεσείουσας στο επίδικο κτήμα, στο σύνολο του, εδραζόταν στη μίσθωση που έγινε μεταξύ του Υπουργού Εσωτερικών ως Κηδεμόνα των Τουρκοκυπριακών Περιουσιών και της εφεσείουσας ημερ. 1 Ιουνίου 2014. Είναι νομικό αξίωμα, χωρίς οποιαδήποτε επί του προκειμένου αμφισβήτηση, ότι ουδένα νόμιμο δικαίωμα μπορεί να τεκμηριωθεί εδραζόμενο σε μια παρανομία. Παρανόμως κατείχετο το κτήμα από τον Κηδεμόνα και παρανόμως προχώρησε σε συμβατική σχέση με την εφεσείουσα παραχωρώντας το συγκεκριμένο επίδικο κτήμα.
Αυτό ήταν το σκεπτικό και το αποτέλεσμα της δικαστικής κρίσης στην Πολ. Αιτ. Αρ. 37/2016 Riza, συνεπώς η απάντηση στο προγενέστερο ερώτημα είναι θετική. Υπάρχει τελεσίδικη κρίση ότι ο Υπουργός Εσωτερικών παρανόμως εισήλθε στο συγκεκριμένο ακίνητο, που είναι ενιαίο με δύο συνιδιοκτήτες, και παρανόμως το «ενοικίασε» στην εφεσείουσα.
Το τι επιδίωξε η εφεσείουσα με την εκκαλούμενη απόφαση είναι η παραχώρηση μιας, εκ δευτέρου, παροχής δυνατότητας αμφισβήτησης της κρίσης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας στην αγωγή αρ. 3741/2011. Τέτοια δυνατότητα δεν μπορεί να παραχωρηθεί καθότι ο χρόνος έφεσης έχει παρέλθει και ορθώς το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι η αναζήτηση αυτής της εκ δευτέρου ευκαιρίας αποτελεί κατάχρηση.
Το γεγονός ότι η μια απόφαση είναι μετά από ακροαματική διαδικασία και η άλλη μετά από συμβιβασμό και εκ συμφώνου εκδόθηκε, ουδόλως επηρεάζει την κρίση του Δικαστηρίου. Ούτε επίσης το γεγονός ότι η εφεσείουσα αν της διδόταν η ευκαιρία να παραμερίσει την απόφαση στην αγωγή αρ. 1082/2017 θα προέβαλλε και αγώγιμο δικαίωμα για δόλο. Το Εφετείο στην Πολ. Αίτ. Αρ. 37/2016 Riza έχει προσδιορίσει, και ορθώς κατά τη γνώμη μας, ότι υπάρχει ενδεχομένως αγώγιμο δικαίωμα της εφεσείουσας εναντίον του Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών ή και της Δημοκρατίας, το οποίο η πρώτη μπορεί να αξιοποιήσει.
Με γνώμονα τα πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται χωρίς έξοδα.
Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.
Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗ, Δ.
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
/ΔΓ