ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2019:A393
ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 239/18)
26 Σεπτεμβρίου, 2019
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
XXXX ΜΠΟΜΠΟΛΑΣ
Εφεσείων
ΚΑΙ
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εφεσίβλητος
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΝΟΜΟ ΚΕΦ. 155 ΚΑΙ ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΣΥΛΛΗΨΗΣ ΚΑΙ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΩΝ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ ΕΚΖΗΤΟΥΜΕΝΩΝ ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΚΡΑΤΩΝ ΜΕΛΩΝ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΈΝΩΣΗΣ ΝΟΜΟΣ 133(Ι)/2004
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΕΝΤΑΛΜΑ ΣΥΛΛΗΨΗΣ ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΗΜΕΡ. 3.5.2016 ΚΑΤΑ ΤΟΥ Κ. XXXX ΜΠΟΜΠΟΛΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
---------
Π. Πολυβίου με Γ. Παπαϊωάννου και Δρ. Π. Τσιρίδη, για τον εφεσείοντα.
Ν. Κέκκος, ανώτερος δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον εφεσίβλητο.
---------
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τη Μιχαηλίδου, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.: Στις 3.5.2016 εκδόθηκε Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης (ΕΕΣ) κατά του εφεσείοντος. Με απόφαση του υπ΄ αρ. 6916 το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών (το ΣE) διέταξε τη μη εκτέλεση του σε σχέση με την ποινική υπόθεση ΤΑΕ Λευκωσίας Σ/303/2016. Έκρινε, μεταξύ άλλων, το ΣΕ, ότι η πλειονότητα των περιγραφομένων στο ΕΕΣ πράξεων φέρεται να έχουν τελεστεί, εν όλω ή εν μέρει στην Ελλάδα, άρθρο 4(2) της Απόφασης-Πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ της 13ης Ιουνίου 2002 σχετικά με τις διαδικασίες για το ΕΕΣ και την παράδοση μεταξύ των κρατών-μελών[1] (άρθρο 11, εδάφιο (ζ) του Ελληνικού Νόμου 3251/2004,[2] υποχρεωτικός λόγος μη εκτέλεσης του ΕΕΣ). Με την ίδια απόφαση, το ΣΕ διέταξε τη διαβίβαση της δικογραφίας στην Εισαγγελία Πλημμελειοδικών Αθηνών, προκειμένου να διερευνηθεί η τέλεση αξιόποινων πράξεων στην Κυπριακή Δημοκρατία.
Ακολούθησαν εκ μέρους των Ελληνικών Εισαγγελιών Αρχών αιτήματα συνδρομής προς της Κυπριακές Αρχές, για παράδοση του συνόλου της δικογραφίας. Στη συνέχεια η Εισαγγελία Πλημμελειοδικών Αθηνών, ξεκίνησε ποινική διαδικασία κατά τριών φυσικών προσώπων για το αδίκημα της δωροδοκίας αλλοδαπών δημοσίων λειτουργών, στο πλαίσιο της οποίας, ο εφεσείων κλήθηκε ως ύποπτος, προκειμένου να παράσχει εξηγήσεις σε σχέση με την υπό διερεύνηση υπόθεση, ώστε να κριθεί κατά πόσο συντρέχει περίπτωση άσκησης ποινικής δίωξης εναντίον του.
Μετά από όσα προηγήθηκαν, ο εφεσείων αποτάθηκε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, επιδιώκοντας την έκδοση διατάγματος με το οποίο να ακυρώνεται και/ή αναστέλλεται το εναντίον του ΕΕΣ, καθώς και άλλα επικουρικά του κυρίως αιτήματος διατάγματα.[3]
Η αίτηση βασίζεται, μεταξύ άλλων στην Απόφαση-Πλαίσιο και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ κρατών μελών, όπως αυτή τροποποιήθηκε με την Απόφαση-Πλαίσιο 2009/299/ΔΕΥ του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 26ης Φεβρουαρίου 2009, στα άρθρα 4(1)(γ), 7, 11(1)(α) και 17(1) του περί Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης και Διαδικασιών Παράδοσης Εκζητουμένων μεταξύ των Κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης Νόμου, Νόμος 133(Ι)/2004, στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και άλλα.[4]
Προέταξε και επικέντρωσε την όλη επιχειρηματολογία του, ο εφεσείων, στις ειδικές περιστάσεις και/ή λόγους, όπως τους καταγράφει στην ένορκη του δήλωση, που συνοδεύει την αίτηση και τις οποίες αναπαράγει το πρωτόδικο Δικαστήριο, που συνηγορούν στο ότι η διατήρηση της ισχύος του ΕΕΣ εκ μέρους της Κυπριακής Δημοκρατίας, ως μη αναγκαίου υπό τις περιστάσεις μέτρου προς επίτευξη του σκοπού για τον οποίο εκδόθηκε, παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας:
(α) ο αιτητής είναι Έλληνας υπήκοος και κάτοικος, με επιχειρηματικές δραστηριότητας που δεν έχουν το κέντρο βάρους τους στην Κύπρο και με οικογενειακή και προσωπική ζωή εκτός Κύπρου,
(β) η διατήρηση σε ισχύ του ΕΕΣ εμποδίζει τον αιτητή να ταξιδεύει από την Ελλάδα σε άλλα κράτη-μέλη εκτός Κύπρου,
(γ) η Ελλάδα έχει ήδη αρνηθεί να εκτελέσει το ΕΕΣ. Η διατήρηση του ΕΕΣ είναι δυσανάλογος περιορισμός του δικαιώματος του σε ελεύθερη διακίνηση και τιμωρητικό μέτρο. Αφ΄ης στιγμής ασκήθηκε εναντίον του ποινική δίωξη στην Ελλάδα, επαφίεται στις αρμόδιες Ελληνικές Αρχές πλέον να αποφασίσουν κατά πόσον χρειάζονται περιορισμοί στη διακίνηση του,
(δ) η διατήρηση ΕΕΣ ισοδυναμεί με απόδοση προτεραιότητας στο νομικό σύστημα της Κύπρου έναντι του νομικού συστήματος της Ελλάδας, κατά παράβαση της αρχής της αμοιβαίας εκτίμησης μεταξύ των κρατών μελών,
(ε) μετά βεβαιότητας στο εγγύς μέλλον θα πληρωθούν αναπόφευκτα οι προϋποθέσεις για την εφαρμογή της αρχής του ne bis in idem, που θα εμποδίζει δεύτερη δίκη, για το ίδιο κατ΄ ισχυρισμό παράπτωμα στην Κύπρο, και
(στ) δεδομένου ότι το ΕΕΣ εκδόθηκε με σκοπό τη διερεύνηση της υπόθεσης εναντίον του αιτητή και οι Ελληνικές Δικαστικές Αρχές έχουν ήδη επιληφθεί του συνόλου της υποθέσεως, το ΕΕΣ καθίσταται άνευ αντικειμένου.
Παρά την απόρριψη της εκτέλεσης του ΕΕΣ από την Ελληνική Δημοκρατία, η Κυπριακή Δημοκρατία, μη αποποιούμενη την άσκηση της δικαιοδοσίας της, εμμένει να διατηρεί σε ισχύ το ΕΕΣ, ως αναγκαίο εργαλείο για διερεύνηση αξιόποινων πράξεων που τελέσθηκαν στην Κύπρο και τυχόν προσαγωγή του εφεσείοντος ενώπιον της Κυπριακής δικαιοσύνης, αντικρούοντας τα όσα ο εφεσείων προβάλλει περί παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας ή παραβίασης ατομικών του δικαιωμάτων ή και αρχών του Ενωσιακού Δικαίου.
Το νομικό πλαίσιο στο οποίο στηρίζεται η έκδοση ενός ΕΕΣ είναι «Ο Περί Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης και Διαδικασιών Παράδοσης Εκζητούμενων Μεταξύ των Κρατών Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης» Νόμος 133(Ι)/2004, όπως τροποποιήθηκε[5] ο οποίος ενσωματώνει πλήρως τις διατάξεις της Απόφασης-Πλαίσιο του Συμβουλίου (ο Νόμος).
Το άρθρο 1 ορίζει ότι :
«1. Το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης είναι δικαστική απόφαση η οποία εκδίδεται από κράτος μέλος προς το σκοπό της σύλληψης και της παράδοσης από άλλο κράτος μέλος προσώπου που καταζητείται για την άσκηση ποινικής δίωξης ή για την εκτέλεση ποινής ή μέτρου στερητικών της ελευθερίας.
2. Τα κράτη μέλη εκτελούν κάθε ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης βάσει της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης και σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας απόφασης-πλαίσιο.
3. H παρούσα απόφαση-πλαίσιο δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την τροποποίηση της υποχρέωσης σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των θεμελιωδών νομικών αρχών, όπως διατυπώνονται στο άρθρο 6 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. »
Το Επαρχιακό Δικαστήριο σε μια λεπτομερή, εμπεριστατωμένη και ιδιαιτέρως ισορροπημένη απόφαση, εξετάζοντας τις εκατέρωθεν θέσεις, αιτιάσεις και ενστάσεις, έθεσε το ορθό ερώτημα, πριν καταλήξει στο κατά πόσο οι περιστάσεις δικαιολογούσαν τον τερματισμό της ισχύος του ΕΕΣ και/ή την αναστολή του:
«Έχοντας απορρίψει τις προδικαστικές ενστάσεις του Καθ΄ ου, το ερώτημα που θα πρέπει να απαντηθεί έχοντας κατά νου τις αιτούμενες θεραπείες και τους λόγους ένστασης του Καθ΄ ου είναι, κατά πόσον η άσκηση ποινικής δίωξης στην Ελλάδα εναντίον του Αιτητή και η συνεπακόλουθη ανάκριση εναντίον του για πράξεις δωροδοκίας αλλοδαπών δημοσίων υπαλλήλων κατ΄ εξακολούθηση, θα πρέπει να οδηγήσουν, υπό τις περιστάσεις της παρούσας, σε τερματισμό της ισχύος του Ε.Ε.Σ.»
Με παραπομπή στη νομολογία, Κωνσταντίνος (Ντίνος) Μιχαηλίδης ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2013) 1 Α.Α.Δ. 1764, όπου έγινε εκτενής αναφορά στη διαδικασία του ΕΕΣ, στην Αναφορικά με την Ayre, Πολιτική Έφεση Αρ. 416/16, 16.1.2017, ECLI:CY:AD:2017:A5, τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ε-01494/15 Moriello και C-486/14 Piotr Kossowski και τις σχετικές πρόνοιες της Απόφασης-Πλαίσιο και του Νόμου, το Δικαστήριο έκρινε, υπό το φως των περιστάσεων της υπόθεσης, ότι η διατήρηση του ΕΕΣ εξακολουθούσε να είναι αναλογικού χαρακτήρα και απέρριψε την αίτηση:
«.καταρχάς αποτελεί κατάληξη μου ότι η Δημοκρατία δεν υποχρεούται στην ανάκληση του Ε.Ε.Σ. λόγω του ότι το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών αρνήθηκε να το εκτελέσει. Εξ όσων έχουν τεθεί ενώπιον μου ο λόγος για τον οποίο ζητήθηκε και εκδόθηκε το Ε.Ε.Σ. εναντίον του Αιτητή εξακολουθεί να υφίσταται. Επίσης αποτελεί κατάληξη μου ότι η απόφαση του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών για μη εκτέλεση του Ε.Ε.Σ. δεν υποχρεώνει τα υπόλοιπα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης να μην εκτελέσουν το Ε.Ε.Σ. που εκκρεμεί εναντίον του Αιτητή, ούτε και δεσμεύει τις δικαστικές αρχές οποιουδήποτε άλλου κράτους ως προς τον χειρισμό και την πορεία που θα ακολουθήσουν.»
[.]
Επίσης, υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης και το εφαρμοστέο εθνικό και ενωσιακό δίκαιο, συμπεριλαμβανομένων των θεμελιωδών δικαιωμάτων, κρίνω ότι η διατήρηση του Ε.Ε.Σ. εξακολουθεί να είναι αναλογικού χαρακτήρα, λαμβάνοντας υπόψη τη σοβαρότητα των αδικημάτων, την ποινή που πιθανόν να επιβληθεί καθώς επίσης και το συμφέρον του δημοσίου, δεδομένου ότι τα πρόσωπα που φέρονται να χρηματίστηκαν κατείχαν δημόσιες θέσεις, τουλάχιστον στη βάση του αναφερθέντος μαρτυρικού υλικού.
Περαιτέρω, αποτελεί κατάληξη μου ότι το Ε.Ε.Σ. είναι το μοναδικό αποτελεσματικό μέτρο σε σχέση με τα άλλα μέτρα που υπάρχουν στην παράγραφο 2.5 της Ανακοίνωσης της Επιτροπής - Εγχειρίδιο για τον τρόπο έκδοσης και εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης (2017/C/335/01).»
Με την έφεση προσβάλλεται με έξι λόγους έφεσης η ορθότητα της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου:
(1) Το πρωτόδικο Δικαστήριο, έκρινε λανθασμένα και/ή κατέληξε στο εσφαλμένο συμπέρασμα, στη σελ. 21 της πρωτόδικης απόφασης ότι «η διατήρηση του ΕΕΣ εξακολουθεί να είναι αναλογικού χαρακτήρα, λαμβάνοντας υπόψιν τη σοβαρότητα των αδικημάτων, την ποινή που πιθανόν να επιβληθεί καθώς επίσης και το συμφέρον του δημοσίου, δεδομένου ότι τα πρόσωπα που φέρονται να χρηματίστηκαν κατείχαν δημόσιες θέσεις, τουλάχιστον στη βάση του αναφερθέντος μαρτυρικού υλικού» χωρίς να λάβει υπόψιν και/ή να αξιολογήσει και/ή να βασιστεί στις θέσεις του εφεσείοντα ως αυτές προβλήθηκαν μέσα από την Αίτηση, και τη γραπτή και προφορική αγόρευση των δικηγόρων του ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
(2) Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε εσφαλμένα στις σελ. 19 και 20 της πρωτόδικης απόφασης ότι «η Δημοκρατία δεν υποχρεούται στην ανάκληση του ΕΕΣ λόγω του ότι το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών αρνήθηκε να το εκτελέσει» και ότι «η απόφαση του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών για μη εκτέλεση του Ε.Ε.Σ. δεν υποχρεώνει τα υπόλοιπα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης να μην εκτελέσουν το Ε.Ε.Σ. ούτε και δεσμεύει τις δικαστικές αρχές οποιουδήποτε άλλου κράτους ως προς τον χειρισμό και την πορεία που θα ακολουθήσουν.
(3) Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα εξέτασε και/ή έκρινε ότι «δεν υπάρχει πιθανότητα άλλο κράτος μέλος να εκδώσει παρόμοια [με αυτήν του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών] απόφαση αφού κανένα άλλο κράτος δεν συνδέεται με τα εν λόγω αδικήματα.
(4) Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα ασχολήθηκε στις σελ. 18 και 19 της πρωτόδικης απόφασης με το ζήτημα του ne bis in idem, καθότι o εφεσείων κατά την πρωτόδικη διαδικασία και/ή κατά την ακροαματική διαδικασία δεν βασίστηκε στην εν λόγω αρχή ως βάση για έγκριση της Αίτησης του.
(5) Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε στο συμπέρασμα στη σελ. 21 της πρωτόδικης απόφασης ότι το «ΕΕΣ είναι το μοναδικό αποτελεσματικό μέτρο σε σχέση με τα άλλα μέτρα που υπάρχουν στην παρ. 2.5 της Ανακοίνωσης της Επιτροπής-Εγχειρίδιο για τον τρόπο έκδοσης και εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης.
(6) Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι «ουδείς λόγος ευσταθεί για έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων» και απέρριψε την Αίτηση του Εφεσείοντα.
Εφεσείων και εφεσίβλητος, αναγνωρίζουν ότι η αρχή της αναλογικότητας ως γενική αρχή του Ευρωπαϊκού Δικαίου, άρθρο 5(4) της Συνθήκης Εγκαθίδρυσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης,[6] επιβάλλει στα κράτη μέλη να μην λαμβάνουν οποιοδήποτε μέτρο που υπερβαίνει τα όρια του αναγκαίου και κατάλληλου απαιτούμενου προς επίτευξη του σκοπού του.
Μέτρα που περιορίζουν το δικαίωμα ελευθερίας ή το δικαίωμα ελεύθερης διακίνησης προωθούνται και εφαρμόζονται, κατά τον εφεσείοντα, τηρουμένου ενός ιδιαιτέρως αυστηρού κριτηρίου αναλογικότητας (Fromancais v. Forma, C-66/82, (1983) ECR 305, Digital Rights Ireland & Other, C-293/12 και C-594/12).
Η Απόφαση-Πλαίσιο πρέπει να ερμηνεύεται κατά τέτοιο τρόπο ώστε να είναι σύμφωνη με τις διατάξεις του πρωτογενούς ενωσιακού δικαίου και, εν προκειμένω, με το Άρθρο 6 της Συνθήκης Εγκαθίδρυσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με την ΕΣΔΑ και σε τελευταία κατάληξη σε συμμόρφωση με το δίκαιο της Ένωσης. Η αρχή της αναλογικότητας, ως αναγνωρισμένη αρχή δικαίου, απαντάται στις παραγράφους 5.7 και 10.3 του Εγχειριδίου για τον τρόπο έκδοσης και εκτέλεσης του ΕΕΣ 2017/C/335/01, Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (το Εγχειρίδιο):
«5.7 Αναλογικότητα - ο ρόλος του κράτους μέλους εκτέλεσης
Η απόφαση-πλαίσιο για το ΕΕΣ δεν προβλέπει τη δυνατότητα αξιολόγησης από το κράτος μέλος εκτέλεσης της αναλογικότητας του ΕΕΣ. Τούτο συνάδει με την αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης. Εάν στο κράτος μέλος εκτέλεσης ανακύψουν σοβαροί προβληματισμοί σχετικά με την αναλογικότητα του παραληφθέντος ΕΕΣ, οι δικαστικές αρχές έκδοσης και εκτέλεσης του εντάλματος παροτρύνονται να επικοινωνούν απευθείας μεταξύ τους. Εκτιμάται ότι τέτοιες περιπτώσεις είναι πιθανό να ανακύψουν μόνον υπό εξαιρετικές περιστάσεις. Κατόπιν σχετικής διαβούλευσης, οι αρμόδιες δικαστικές αρχές ενδέχεται να είναι σε θέση να βρουν καταλληλότερη λύση (βλέπε ενότητα 4.4 σχετικά με την επικοινωνία μεταξύ των αρμόδιων αρχών). Για παράδειγμα, ανάλογα με τις περιστάσεις της υπόθεσης, ενδέχεται να είναι δυνατή η ανάκληση του ΕΕΣ και η χρήση άλλων μέτρων που προβλέπονται από το εθνικό ή το ενωσιακό δίκαιο.»
10.3 Εξέταση της ανάγκης διατήρησης ή μη του Ε.Ε.Σ. από τις δικαστικές αρχές έκδοσης του εντάλματος:
«Η απόφαση - πλαίσιο για το ΕΕΣ δεν ορίζει να είναι υποχρεωτική η ανάκληση ενός ΕΕΣ εάν ένα κράτος μέλος αρνηθεί να το εκτελέσειˑ άλλα κράτη μέλη ενδέχεται να είναι ακόμη σε θέση να εκτελέσουν το ΕΕΣ. Ως εκ τούτου, το ΕΕΣ και η αντίστοιχη καταχώριση στο SIS παραμένουν σε ισχύ, εκτός εάν η δικαστική αρχή έκδοσης του εντάλματος αποφασίσει να το ανακαλέσει.
Ωστόσο, πρέπει να υπάρχουν πάντα βάσιμοι λόγοι για οποιοδήποτε υφιστάμενο ΕΕΣ. Όταν εξετάζει αν θα διατηρήσει ή όχι το ΕΕΣ μετά από την άρνηση ενός κράτους μέλους να το εκτελέσει, η δικαστική αρχή έκδοσης του εντάλματος πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις περιστάσεις της υπόθεσης και το εφαρμοστέο εθνικό και ενωσιακό δίκαιο, συμπεριλαμβανομένων των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Ειδικότερα, μπορούν να εξετάζονται τα ακόλουθα ερωτήματα:
(α) Είναι πιθανό ο λόγος υποχρεωτικής μη εκτέλεσης που εφάρμοσε η δικαστική αρχή εκτέλεσης να εφαρμοστεί από τα άλλα κράτη μέλη; Το ερώτημα αυτό είναι σκόπιμο ιδίως όσον αφορά την αρχή ne bis in idem (άρθρο 3 σημείο 2 της απόφασης — πλαίσιο για το ΕΕΣ)
(β) Η διατήρηση του ΕΕΣ εξακολουθεί να είναι αναλογικού χαρακτήρα (βλέπε ενότητα 2.4)
(γ) Αποτελεί το ΕΕΣ πιθανότατα το μοναδικό αποτελεσματικό μέτρο (βλέπε ενότητα 2.5).»
Το κράτος εκτέλεσης του εντάλματος δεν ασκεί ιδίαν ποινική εξουσία, αλλά απλώς παρέχει συνδρομή σε ένα άλλο κράτος-μέλος, με αποτέλεσμα το ίδιο να έχει μειωμένο ποινικό ενδιαφέρον, ζήτημα βεβαίως που, στην υπό κρίση περίπτωση, δεν ισχύει εφόσον τα αδικήματα εξετάζονται από την Ελληνική δικαιοσύνη για τα ίδια αδικήματα που διαπράχθηκαν στην Ελλάδα. Παρά ταύτα, σε τέτοια περίπτωση, θα πρέπει να ληφθεί υπόψιν το ενδιαφέρον της Κυπριακής Δημοκρατίας να διατηρεί το ΕΕΣ, προς το σκοπό εξέτασης των σοβαρών ποινικών αδικημάτων για την καταπολέμηση της εγκληματικότητας και συγκεκριμένα της διαφθοράς στην Κύπρο. Όπως η απόφαση περί εκτέλεσης του εντάλματος προϋποθέτει στάθμιση, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, του συμφέροντος του εκζητούμενου, να μην υποβληθεί σε μεταχείριση που δεν συνάδει με την ΕΣΔΑ, αναλόγως προϋποθέτει και την ύπαρξη κρατικού συμφέροντος για την παράδοση του και ο μηχανισμός του ΕΕΣ τίθεται σε εφαρμογή με πλήρη σεβασμό για τα ανθρώπινα δικαιώματα του εκζητούμενου προσώπου.[7] Η ένταξη, εξ άλλου, του ΕΕΣ στο σχήμα της διακρατικής επιμεριστικής ποινικής διαδικασίας, όπως παρατηρεί ο Διονύσιος Δ. Μουζάκης, δικηγόρος, στο σύγγραμμα του «Το Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης»[8] «.δεν επιτρέπεται σε καμιά περίπτωση να οδηγεί σε μια αμοιβαία μετάθεση της ευθύνης μεταξύ των κρατών μελών έκδοσης και εκτέλεσης του εντάλματος. Πράγματι, η συλλογιστική ότι, ως προς το μεν κράτος εκτέλεσης του εντάλματος, η εκτέλεσή του αποτελεί απλή συνδρομή σε μια αλλοδαπή ποινική διαδικασία, ως προς το δε κράτος έκδοσης, ότι η έκδοση του εντάλματος αυτή καθ΄ εαυτή δεν αποτελεί προσβολή στα θεμελιώδη δικαιώματα του καταζητούμενου, αφού αυτή επέρχεται το πρώτον με την ανεξάρτητη κυρίαρχη συμπεριφορά των αρχών του κράτους εκτέλεσης του εντάλματος στο πλαίσιο της κυριαρχικής τους εξουσίας, θα οδηγούσε στο ανυπόφορο αποτέλεσμα ότι κανένα από τα δύο εμπλεκόμενα κράτη μέλη δεν είναι τελικά υπεύθυνο.»
Όπως παρατηρεί ο συγγραφέας στη συνέχεια, οι διατάξεις της Απόφασης-Πλαίσιο, άρθρο 10, παράγρ. (2) και η υπ΄ αρ. 10 αιτιολογική σκέψη της Απόφασης-Πλαίσιο, δημιουργούν νομιμότητα του ΕΕΣ και της ποινικής διαδικασίας, που αποτελεί τη βάση του, με αποτέλεσμα η επίκληση λόγων αναγόμενων στην προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων του καταζητούμενου προσώπου με την άρνηση εκτέλεσης του εντάλματος, να μπορεί να γίνει μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις: «Το βάρος επίκλησης της ενδεχόμενης παραβίασης των θεμελιωδών δικαιωμάτων του και της πρόκλησης αμφιβολιών βαρύνει σ΄ αυτήν την περίπτωση το ενδιαφερόμενο πρόσωπο. Σε περίπτωση αμφιβολίας, το Δικαστήριο πρέπει να αποφανθεί pro reo και να αρνηθεί την εκτέλεση του εντάλματος.» Στις παραμέτρους αυτές κινήθηκε το Επαρχιακό Δικαστήριο που εξέδωσε το ΕΕΣ, για να αποφανθεί επί της αιτήσεως για ακύρωση ή αναστολή της συνέχισης της ισχύος του ΕΕΣ.
Ό,τι προκύπτει από την αίτηση και την ένορκη δήλωση που συνόδευε την αίτηση προς υποστήριξη της παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας, που ήταν και είναι το κύριο επίδικο θέμα, ορίστηκαν: η παραβίαση των ατομικών δικαιωμάτων του εφεσείοντος, ως πιο πάνω έχουμε εκθέσει, η τιμωρητική πλέον φύση της συνέχισης της ισχύος του ΕΕΣ και η κατάχρηση και πολλαπλότητα των διαδικασιών. Όλα τα ανωτέρω το Δικαστήριο τα έλαβε υπόψιν, τα εξέτασε σφαιρικά και εμπεριστατωμένα πριν καταλήξει στο κατά πόσο η διατήρηση του ΕΕΣ ήταν αναλογικού χαρακτήρα.
Το επιχείρημα ότι με την απόφαση του το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει ανατρέψει το τεκμήριο της αθωότητας, καθότι η διατήρηση της ισχύος του ΕΕΣ μοναδικό αποτέλεσμα έχει την τιμωρία του εφεσείοντος, δεν υποστηρίζεται ούτε από το μηχανισμό του ΕΕΣ, ούτε και από τα ενώπιον του Δικαστηρίου τεθέντα γεγονότα. Αποδοχή της θέσης του εφεσείοντος, όπως ορθά παρατηρεί ο ευπαίδευτος συνήγορος για τη Δημοκρατία, θα εξουδετέρωνε το μηχανισμό του ΕΕΣ για προσαγωγή αδικοπραγούντων ενώπιον της δικαιοσύνης.
Η διαδικασία, όπως ορθά παρατηρεί και το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν στοχεύει στη θεμελίωση τυχόν ποινικών ευθυνών του εκζητουμένου ούτε αποτελεί ή ισοδυναμεί με ποινική δίωξη. Μόνο οι δικαστικές αρχές της χώρας που εξέδωσαν το ΕΕΣ, είναι υπεύθυνες για την εξέταση και διαπίστωση ποινικών ευθυνών για τα κατ΄ ισχυρισμόν διαπραχθέντα αδικήματα στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας (Αναφορικά με την Ayre, Πολιτική Έφεση Αρ. 416/16, 16.1.2017, ECLI:CY:AD:2017:A5). Καταρρίπτονται ως εκ τούτου τα όποια επιχειρήματα του εφεσείοντος, είτε περί κατάχρησης της διαδικασίας, είτε περί τιμωρητικού μέτρου.
Οι αιτιάσεις του εφεσείοντος δεν είναι δυνατόν να κατισχύσουν του καλώς νοούμενου κοινωνικού συμφέροντος, στην ορθή εφαρμογή της ποινικής δικαιοσύνης και του κυριαρχικού δικαιώματος του κράτους να διατηρεί σε ισχύ το ΕΕΣ:
«Κανένα κράτος δεν υποχρεούται να αποποιηθεί ή να ασκήσει δικαιοδοσία αν δεν το επιθυμεί. Ενόσω δεν έχει επιτευχθεί συμφωνία για τη συγκέντρωση των ποινικών διαδικασιών, οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών θα πρέπει να μπορούν να συνεχίσουν τις ποινικές διαδικασίες για κάθε αξιόποινη πράξη που εμπίπτει στη δική τους δικαιοδοσία.» (Απόφαση-Πλαίσιο 2009/948 ΔΕΥ του Συμβουλίου της 30ης Νοεμβρίου 2009 για την πρόληψη και τον διακανονισμό συγκρούσεων δικαιοδοσίας σε ποινικές υποθέσεις, σημείο 11).
Παραπονείται ο εφεσείων ότι λανθασμένα το Δικαστήριο εξέτασε το ζήτημα του ne bis in idem, καθότι ο εφεσείων κατά την πρωτόδικη διαδικασία και/ή κατά την ακροαματική διαδικασία, δεν βασίστηκε στην εν λόγω αρχή ως βάση για έγκριση της αίτησης του. Δεν συμφωνούμε με τον τρόπο που προσεγγίζει το ζήτημα ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντος. Το Δικαστήριο κινήθηκε, θεωρούμε, προς αυτή την κατεύθυνση, για να απαντήσει στο κατά πόσον η έναρξη της διερεύνησης από τις Ελληνικές αρχές, πληρούσε τις αρχές του δεδικασμένου, στη βάση του όρου που έθεσε ο ίδιος ο εφεσείων ως προς το ότι, στο εγγύς μέλλον, θα πληρωθούν οι προϋποθέσεις για την εφαρμογή της εν λόγω αρχής, που θα εμποδίζει τη διεξαγωγή δεύτερης δίκης, για το ίδιο κατ΄ ισχυρισμόν παράπτωμα, στην Κύπρο, με αποτέλεσμα η εμμονή στη διατήρηση του ΕΕΣ να αποτελεί ανεπίτρεπτη, αυθαίρετη, καταχρηστική διαδικασία, και καταπίεση και παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας (4ος λόγος έφεσης). Άλλωστε, ο ίδιος ο εφεσείων εισήγαγε το ζήτημα με την ένορκη δήλωση του Ηλία Αναγνωστόπουλου, που συνόδευε την αίτηση του, εξ ου και το Δικαστήριο απάντησε το ζήτημα παραπέμποντας στο σύγγραμμα του εν λόγω προσώπου υπό τον τίτλο «Ne bis in idem, Ευρωπαϊκές και Διεθνείς Όψεις», Αθήνα, 2008, σελ. 174:
«Η αρχή ne bis in idem, όπως λειτουργεί σήμερα, δεν εμποδίζει τα περισσότερα κράτη τα οποία έχουν, σύμφωνα με την νομοθεσία τους, ποινική εξουσία για την επίμαχη πράξη, να ανοίξουν την προβλεπόμενη διαδικασία κατά του εμπλεκόμενου προσώπου, έστω και αν έχει ήδη ανοίξει διαδικασία σε άλλο κράτος εναντίον του και αυτό ευρίσκεται στην διάθεση των αρχών του ευ λόγω κράτους.
Τούτο σημαίνει ότι για την αυτήν πράξη μπορούν να εκκρεμούν παραλλήλως περισσότερες ποινικές διαδικασίες σε διάφορα κράτη, η συνέχιση και η έκβαση των οποίων εξαρτάται από το ποιο κράτος θα αποδειχθεί ταχύτερο στην ολοκλήρωση της διαδικασίας, ώστε να τεθεί σε ενέργεια η διακρατική ισχύς του κανόνα ne bis in idem. »
Έστω και αν το Δικαστήριο εξέλαβε λανθασμένα την εκ μέρους του εφεσείοντος επίκληση της αρχής ne bis in idem, ορθά κατέληξε στο ότι η Κυπριακή Δημοκρατία δεν εμποδίζεται στην εκτέλεση του ΕΕΣ για να διερευνήσει την υπόθεση εναντίον του εφεσείοντος, η οποία ενδέχεται να εκκρεμεί παραλλήλως με τη διαδικασία που έχει ξεκινήσει στην Ελλάδα, ώστε στο τέλος της ημέρας να διαφανεί «ποιο κράτος θα αποδειχθεί ταχύτερο στην ολοκλήρωση της διαδικασίας». Για τους ίδιους λόγους δεν είναι δυνατόν να αξιολογηθεί η προώθηση του ΕΕΣ για τους ως άνω σκοπούς ως κατάχρηση της διαδικασίας υπό την έννοια της επιδίωξης όμοιων σκοπών με την υιοθέτηση παράλληλων ένδικων μέσων.
Την ίδια αντίκρυση έχει ο εφεσείων ως προς την κατάληξη του Δικαστηρίου ότι δεν υπάρχει πιθανότητα άλλο κράτος-μέλος να εκδώσει «παρόμοια με αυτήν του Συμβούλιου Εφετών απόφαση αφού κανένα άλλο κράτος δεν συνδέεται με τα εν λόγω αδικήματα», θεωρώντας το ζήτημα ως μη επίδικο ή σχετικό με την αιτούμενη θεραπεία. Η εξέταση και του ζητήματος αυτού από το πρωτόδικο Δικαστήριο κινήθηκε και πάλι στις παραμέτρους της §10.3 του Εγχειριδίου ανωτέρω, οπότε δεν θεωρούμε ότι η εκ του περισσού έστω κατά το δικηγόρο του εφεσείοντος ενασχόληση του Δικαστηρίου με το ζήτημα επηρέασε την κατά τα άλλα ορθή κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου και δεν διαπιστώνουμε να έχει επηρεάσει κατ΄ ελάχιστο την ορθή αντίληψη του Δικαστηρίου, όπως εισηγείται ο εφεσείων, ως προς το επίδικο ζήτημα.
Αποτελεί κοινό έδαφος ότι στην υπό κρίση περίπτωση τόσο το εθνικό ένταλμα σύλληψης, όσο και το ΕΕΣ, έχουν εκδοθεί νομίμως από Δικαστήριο της Κυπριακής Δημοκρατίας, δυνάμει της Σύμβασης και του Νόμου και για τη διερεύνηση ποινικών παραβάσεων από πρόσωπα που κατείχαν δημόσιες θέσεις και που φέρονται, βάσει του μαρτυρικού υλικού, να χρηματίστηκαν. Ο σκοπός και το πνεύμα της Σύμβασης, του Νόμου και των συναφών Οδηγιών ως ανωτέρω, καταλείπουν εξουσία στο εκδώσαν το ΕΕΣ κράτος, Κυπριακή Δημοκρατία, ενόσω δεν έχει επιτευχθεί συμφωνία για τη συγκέντρωση των ποινικών διαδικασιών, να συνεχίσει τη διερεύνηση των αξιόποινων πράξεων που διαπράχθηκαν στο έδαφος της και εμπίπτουν στη δικαιοδοσία της, τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας, η οποία υπό τις ανωτέρω περιστάσεις της υπόθεσης δεν παραβιάζεται.
Τα ατομικά δικαιώματα του εφεσείοντος δεν είναι απόλυτα αλλά δύνανται να τύχουν περιορισμού ως επιβάλλεται εκ του Νόμου. Εν πάση περιπτώσει ο εφεσείων δεν έχει καταδείξει ότι έχει πληγεί ο πυρήνας των δικαιωμάτων του σε τέτοιο βαθμό ώστε να παραβιάζεται καθ΄ οιονδήποτε τρόπο το Άρθρο 6 της ΕΣΔΑ.
Τούτων δοθέντων, η έφεση απορρίπτεται με €2.500 έξοδα υπέρ του εφεσίβλητου.
Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.
Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.
Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
/φκ
[1] EEL 190, 18.4.2002, σ.1.
[3] «1. Διάταγμα με το οποίο ακυρώνεται και/ή αναστέλλεται το Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης κατά του Αιτητή ημερομηνίας 3.5.2016 (στο εξής «Ε.Ε.Σ.»).
2. Διάταγμα με το οποίο να διατάσσονται οι αρμόδιοι λειτουργοί και/ή αξιωματούχοι και/ή αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας να αποκαλύψουν εντός 7 ημερών από την έκδοση του παρόντος διατάγματος όλα τα μέτρα που έλαβαν σε σχέση και/ή αναφορικά με και/ή δυνάμει και/ή σε συνέχεια του Ε.Ε.Σ., συμπεριλαμβανομένων χωρίς περιορισμό διαβιβάσεων και/ή κοινοποιήσεων και/ή γνωστοποιήσεων του Ε.Ε.Σ. σε άλλα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και/ή άλλου και/ή στην Interpol και/ή καταχωρήσεων σε μητρώα και/ή στο Ευρωπαϊκό σύστημα καταγραφής πληροφοριών και/.ή σε οποιανδήποτε βάση δεδομένων (database) σε σχέση με Ευρωπαϊκά Εντάλματα Σύλληψης και/ή στο Schengen Information System.
3. Διάταγμα με το οποίο να διατάσσονται οι αρμόδιοι λειτουργοί και/ή αξιωματούχοι και/ή αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας όπως εντός 7 ημερών από την έκδοση του παρόντος διατάγματος να λάβουν όλα τα αναγκαία και/ή εύλογα μέτρα προς:
(α) Διαβίβαση και/ή κοινοποίηση και/ή γνωστοποίηση της ακύρωσης και/ή αναστολής του Ε.Ε.Σ. σε όλα τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και/ή στην Interpol και/ή οπουδήποτε αλλού είχε διαβιβαστεί και/ή κοινοποιηθεί και γνωστοποιηθεί το Ε.Ε.Σ.
(β) Διαγραφή όλων των στοιχείων του αιτητή από οιονδήποτε κεντρικό Ευρωπαϊκό σύστημα καταγραφής πληροφοριών και/ή οποιανδήποτε βάση δεδομένων (database) σε σχέση με και/ή από το Schengen Information System και/ή από την Interpol.»
[4] Στους περί Ποινικής Δικονομίας Θεσμούς, στο Προοίμιο και στα άρθρα 1-31 και 54 της Απόφασης Πλαίσιο του Συμβουλίου 2007/533/JHA σχετικά με την εγκατάσταση, τη λειτουργία και τη χρήση του συστήματος πληροφοριών Σένγκεν δεύτερης γενιάς (SIS II), στο άρθρο 6 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, στα άρθρα 7, 8, 47 και 50 του EU Charter of Fundamental Rights, στα άρθρα 5.1 και 6 της Σύμβασης για την Προστασία των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Θεμελιωδών Ελευθεριών του Συμβουλίου της Ευρώπης, στο άρθρο 6.3 της Συνθήκης της Λισαβώνας, στη Νομολογία των Κυπριακών Δικαστηρίων και του Κοινοδικαίου, του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και στις συμφυείς εξουσίες του Δικαστηρίου.
[5] Ν.112(Ι)/2006, Ν. 183(Ι)/2014, Ν. 21(Ι)/2017.
[6] «Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, το περιεχόμενο και η μορφή της δράσης της Ένωσης δεν υπερβαίνουν τα απαιτούμενα για την επίτευξη των στόχων των Συνθηκών.»
[7] Morgan C., The European Arrest Warrant and defendant's rights: an overview, in in R. Blekxtoon / W. van Ballegooij (eds.), Handbook on the European Arrest Warrant , TCM Asser Press, The Hague, 2005, σελ. 196