ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2019:D370
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 163/2019)
17 Σεπτεμβρίου 2019
[Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ 2018
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ xxx xxx ΛΕΙΒΑΔΙΩΤΗ ΕΚ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
ΚΑΙ ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ Ε.Δ. Μ.Γ. ΛΟΪΖΟΥ ΗΜΕΡ. 02/09/19 ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΙΔΙΩΤΙΚΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ ΑΡ. 30681/2013 ΤΟΥ Ε.Δ. ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΗΜΕΡ. 16/05/2019
-------------------
Χρ. Κληρίδης, για την αιτήτρια.
------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ: Η αιτήτρια, στα πλαίσια ιδιωτικής ποινικής υπόθεσης ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, αντιμετωπίζει κατηγορίες για έκδοση προς τον παραπονούμενο/κατήγορο επιταγών χωρίς αντίκρισμα. Μετά την περάτωση της υπόθεσης του κατηγόρου, αντί άλλης ενέργειας η αιτήτρια καταχώρισε αίτηση ζητώντας όπως η ποινική υπόθεση απορριφθεί ως καταχρηστική της διαδικασίας. Το Επαρχιακό Δικαστήριο εκδίκασε σε ενδιάμεση διαδικασία την αίτηση και στις 2.9.2019 εξέδωσε πολυσέλιδη απορριπτική απόφαση.
Κατ΄ αρχάς το Δικαστήριο, εξετάζοντας με λεπτομέρεια τους ισχυρισμούς που τέθηκαν από πλευράς της αιτήτριας και με εκτεταμένη αναφορά στη νομολογία έκρινε ότι οι ισχυρισμοί για ανάρμοστο κίνητρο του κατηγόρου δεν επαρκούσαν ώστε να εξαχθεί συμπέρασμα περί κατάχρησης της διαδικασίας που να απολήγει σε καταπίεση της αιτήτριας. Με τον ίδιο τρόπο εξέτασε και απέρριψε την εισήγηση περί κινδύνου διπλής διακινδύνευσης καταδίκης κρίνοντας ότι για τους λόγους που παρέθεσε δεν τίθεται ζήτημα εφαρμογής του δόγματος της διπλής διακινδύνευσης ώστε η παρούσα ποινική δίωξη να διακοπεί ως καταχρηστική λόγω προηγουμένων ιδιωτικών ποινικών υποθέσεων που είχαν διακοπεί. Τέλος, το Δικαστήριο εξέτασε τον ισχυρισμό της αιτήτριας ότι υπάρχει σημαντική αλληλοεπικάλυψη μεταξύ των γεγονότων της υπό συζήτηση ποινικής υπόθεσης με τα γεγονότα ποινικής δίωξης της αιτήτριας στην Ελλάδα καταλήγοντας ότι η αιτήτρια δεν διατρέχει τέτοιο κίνδυνο.
Με την παρούσα αίτηση η αιτήτρια ζητά άδεια για καταχώριση αίτησης προς έκδοση προνομιακού εντάλματος της φύσεως certiorari για ακύρωση της εν λόγω απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου και διάταγμα αναστολής της περαιτέρω διαδικασίας μέχρι την εκδίκαση της αίτησης αυτής. Προς υποστήριξη της αίτησης έχουν παρουσιαστεί ως τεκμήρια δύο ογκώδεις φάκελοι με σωρεία τεκμηρίων περιλαμβανομένων των πρακτικών της ποινικής υπόθεσης και των τεκμηρίων που έχουν καταχωριστεί στα πλαίσια της υπόθεσης εκείνης.
Οι λόγοι επί των οποίων βασίζεται η αίτηση, όπως αυτοί φαίνονται στην Έκθεση που τη συνοδεύει, αναφέρουν ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο τελώντας υπό εμφανή νομική πλάνη αγνόησε τα ενώπιον του τεθέντα γεγονότα και απέτυχε ουσιαστικά να εφαρμόσει τη ξεκάθαρη νομολογία περί του θέματος της κατάχρησης αναφορικά με το κίνητρο προώθησης ιδιωτικής ποινικής υπόθεσης, προβάλλοντας ότι υπήρχε πολλαπλότητα διαδικασιών και συνύπαρξη δύο τρεχουσών διαδικασιών σε δύο διαφορετικά Δικαστήρια, σε δύο διαφορετικές δικαιοδοσίες, ώστε να μην ήταν δυνατό να θεωρηθεί η συμπεριφορά του παραπονούμενου ως μία μη ασυνήθιστη αντίδραση. Τα γεγονότα εμφανώς κατεδείκνυαν καταπιεστική συμπεριφορά σε βαθμό κατάχρησης της διαδικασίας. Η ποινική υπόθεση που εκκρεμεί στην Ελλάδα βασίζεται ουσιαστικά στα ίδια γεγονότα. Τυχόν καταδίκη της αιτήτριας στην Κύπρο στα πλαίσια της επίδικης ιδιωτικής ποινικής υπόθεσης θα χρησιμοποιηθεί ως επιβαρυντικό στοιχείο για να πλήξει την αξιοπιστία της στην υπόθεση που αντιμετωπίζει στην Ελλάδα σε τέτοιο βαθμό που η καταδίκη της να καθίσταται αναπόφευκτη και να εκτίθεται στο σαφή κίνδυνο να εκτίσει δύο ποινές. Απερίφραστα δήλωσε ο παραπονούμενος ότι η συμπεριφορά του και οι πολλαπλές διαδικασίες που προκάλεσε σκοπό έχουν να εισπράξει, κάτι που αποτελεί πρόκληση προς το κυπριακό σύστημα δικαιοσύνης και το καθιστά όργανο είσπραξης σε βάρος πολύτιμου δικαστικού χρόνου τη στιγμή που θα ήταν υπεραρκετή η ποινική δίωξη στην Ελλάδα. Γενικά, αναπτύσσονται εν εκτάσει στην αίτηση οι ισχυρισμοί σε σχέση με την παράλληλη ποινική δίωξη στην Ελλάδα. Αναφέρεται περαιτέρω ότι με την απόφασή του το Επαρχιακό Δικαστήριο παραβίασε το δικαίωμα της αιτήτριας για δίκαιη δίκη ή και το δικαίωμά της για μη αυτοενοχοποίηση εξαναγκάζοντας την να παρουσιάσει μαρτυρία η οποία δυνατό να χρησιμοποιηθεί εναντίον της στην εν Ελλάδι διαδικασία. Το Επαρχιακό Δικαστήριο την έθεσε ενώπιον ενός αδυσώπητου διλήμματος. Εάν δώσει μαρτυρία και κριθεί αναξιόπιστη και καταδικαστεί στην Κύπρο τούτο θα έχει ασφαλώς επιπτώσεις και συνέπειες στις κατηγορίες που αντιμετωπίζει στην Ελλάδα. Εάν, από την άλλη, δεν δώσει μαρτυρία στην Κύπρο, επικαλούμενη το δικαίωμα της για μη αυτοενοχοποίηση, ουσιαστικά παραμένει η υπόθεση της ανυπεράσπιστη. Τα ίδια ισχύουν και σε σχέση με τους μάρτυρες που δύναται να κλητεύσει προς υπεράσπισή της. Ως αποτέλεσμα, με την προώθηση της ποινικής υπόθεσης στην Κύπρο δεν διασφαλίζεται δίκαιη δίκη. Συνεπώς, η αιτήτρια καταλήγει ότι υπάρχει παραβίαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης, των συνταγματικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων της και ειδικά του δικαιώματος για δίκαιη δίκη, καταφανής νομική πλάνη, υπέρβαση δικαιοδοσίας ή και κατάχρηση εξουσίας, εφόσον το Επαρχιακό Δικαστήριο προχωρεί στην εκδίκαση μιας ποινικής υπόθεσης που προωθείται παντελώς καταχρηστικά και παράνομα.
Αγορεύοντας προς υποστήριξη της αίτησης ο ευπαίδευτος δικηγόρος της αιτήτριας επικεντρώθηκε στα ζητήματα που σχετίζονται με την ποινική υπόθεση που εκκρεμεί στην Ελλάδα και προηγείται χρονικά, αποτελώντας την κυρίως δίκη, εισηγούμενος ότι αφορά το ίδιο ακριβώς χρέος για το οποίο εκδόθηκαν οι ακάλυπτες επιταγές στις οποίες αφορά η επίδικη ιδιωτική ποινική, με τέτοιο τρόπο ώστε να βασίζονται στα ίδια βασικά γεγονότα. Η μεταξύ τους συνάφεια τονίζεται ή και καταφαίνεται και από το γεγονός ότι ο ίδιος ο ιδιώτης κατήγορος επέλεξε να συνδέσει τις δύο υποθέσεις υποστηρίζοντας στην εν Ελλάδι διαδικασία ότι η δίκη στην Κύπρο συνιστά περαιτέρω αποδεικτικό στοιχείο του δόλου της αιτήτριας.
Ως προς αυτό το καίριο ζήτημα της σχέσης των δύο υποθέσεων, το Επαρχιακό Δικαστήριο, εισηγήθηκε ο ευπαίδευτος δικηγόρος της αιτήτριας, χρησιμοποίησε εσφαλμένο νομικό κριτήριο αναφέροντας ότι «το ζήτημα . είναι κατά πόσον η κατηγορούμενη διατρέχει πραγματικό κίνδυνο να εκδικαστεί στην Κύπρο για κάποιο αδίκημα για το οποίο έχει ήδη δικαστεί, καταδικαστεί και τιμωρηθεί στην Ελλάδα ή αν υπάρχει μια τόσο σημαντική αλληλοεπικάλυψη μεταξύ των γεγονότων των αδικημάτων των δύο ποινικών διώξεων, που καθιστά περαιτέρω δίκη στην Κύπρο για τη διαδοχική ποινική δίωξή της, κατάχρηση της διαδικασίας.». Ενώ το ορθό κριτήριο είναι ότι υφίσταται κατάχρηση της διαδικασίας (abuse of process) όταν από τις ιδιαίτερες περιστάσεις της υπόθεσης θα είναι αδύνατο ο κατηγορούμενος να έχει δίκαιη δίκη και όταν προσβάλλεται το αίσθημα δικαιοσύνης του Δικαστηρίου. Παρέπεμψε σχετικά σε απόσπασμα από τον Blackstone's Criminal Practice 2016, pp. 1342-1343, όπου αναφέρονται και τα εξής:
«. a stay will be granted where the court concludes that in all the circumstances a trial will offend the court's sense of justice an propriety (per Lord Lowry in R. v. Horseferry Road Magistrates' Court, ex p Bennett [1994] 1 AC 42 (at 74G)), or will undermine public confidence in the criminal justice system and bring it into disrepute (per Lord Steyn in Latif [1996] 1 WLR 104 (at 112F)).»
Εν προκειμένω, κατέληξε ο ευπαίδευτος δικηγόρος της αιτήτριας, δεν τίθεται ζήτημα «διπλής διακινδύνευσης», αλλά , για τους λόγους που εξήγησε και φαίνονται ως άνω περιληπτικά στην Έκθεση, διαπιστώνεται παραβίαση της δίκαιης δίκης, τίθεται θέμα ανθρωπίνων δικαιωμάτων και προσβάλλεται το αίσθημα δικαιοσύνης. Η απόδοση θεραπείας στο τέλος της ιδιωτικής ποινικής υπόθεσης με έφεση δεν θα έχει πλέον νόημα εφόσον στο μεταξύ κατά την εξέλιξη και μέχρι την περάτωση της υπόθεσης θα έχουν ήδη καταπατηθεί τα ανθρώπινα δικαιώματα της αιτήτριας και θα επηρεαστεί ανεπιστρεπτί η θέση της στην εν Ελλάδι διαδικασία. Γι΄αυτό, παρά το πρωτότυπο της υπόθεσης, αποκαλύπτεται τουλάχιστον εκ πρώτης όψεως υπόθεση για να δοθεί η ζητουμένη άδεια, καταλήγει η εισήγηση.
To πρωταρχικό ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσον το Ανώτατο Δικαστήριο έχει εξουσία υπό τις περιστάσεις να ακυρώσει την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου με ένταλμα certiorari ώστε να εξεταστεί κατά πόσον είναι κατάλληλη περίπτωση για να δοθεί η ζητουμένη άδεια.
Πάγια είναι η νομολογία ότι στόχος του διατάγματος certiorari δεν είναι η διόρθωση λανθασμένης απόφασης, αλλά ο έλεγχος της νομιμότητας της απόφασης (Αίτηση Κρασοπούλη (2013) 1 ΑΑΔ 492, Αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα Αρ. 2 (1998) 1 ΑΑΔ 1718). Σκοπός δεν είναι η αντικατάσταση της άποψης που διαμόρφωσε το κατώτερο Δικαστήριο αναφορικά με ζητήματα που αποφάσισε στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του, ούτε εκδίδεται προκειμένου να υπαγορευθεί ο τρόπος με τον οποίο το κατώτερο Δικαστήριο θα πρέπει να αποφασίσει τέτοια ζητήματα (Αίτηση Γενικού Εισαγγελέα Αρ. 2 (1997) 1 ΑΑΔ 925). Το ένταλμα certiorari δεν μπορεί να εκδίδεται ως μανδύας μεταμφιεσμένης έφεσης. Όπως επιγραμματικά αναφέρεται στο σύγγραμμα Basu "Commentary on the Constitution of India", 5η έκδοση, 3ος τόμος, σελ. 583:
«This fundamental characteristic of the scope of certiorari should never be forgotten. While appeal is a remedy of correcting an erroneous decision (whether on fact or on law), the writ of certiorari does not issue to correct a mere erroneous decision or irregularity in procedure.»
(βλ. Π. Αρτέμης, Προνομιακά Εντάλματα, σελ. 159)
Εν προκειμένω, τα όσα η αιτήτρια επικαλείται δεν στοιχειοθετούν, ούτε για σκοπούς παροχής άδειας, ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο ενήργησε εκτός της δικαιοδοσίας του ή κατά νομική πλάνη τέτοιας φύσεως ή κατά άλλο τρόπο που να καθιστά την απόφασή του ελεγχόμενη ως προς τη νομιμότητά της. Όσα αποδίδονται στην υπό εξέταση απόφαση, ακόμα και αν αξιολογούνταν ως σφάλματα, θα αποτελούσαν νομικά σφάλματα που θα καθιστούσαν την απόφαση μη ορθή, ελεγχόμενη στο τέλος με έφεση όπου θα μπορούσαν να εξεταστούν οι ισχυρισμοί περί παραβίασης της δίκαιης δίκης με δυνατότητα ασφαλώς απόδοσης θεραπείας στα πλαίσια της κυπριακής υπόθεσης. Δεν θα επρόκειτο όμως, ακόμα και αν το Δικαστήριο άσκησε εσφαλμένα την κρίση του, για απόφαση στερούμενη νομιμότητας, ώστε να ήταν επιτρεπτή η εξαιρετικής φύσεως ακυρωτική θεραπεία. Στην πραγματικότητα επιδιώκεται, υπό τον μανδύα της προνομιακής θεραπείας ο μεταμφιεσμένος εφετειακού τύπου έλεγχος της απόφασης και η αντικατάσταση της κρίσης που, είτε ορθά είτε λανθασμένα, διαμόρφωσε το κατώτερο Δικαστήριο στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του.
Η αίτηση απορρίπτεται.
Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
/ΚΧ»Π