ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Ναθαναήλ, Στέλιος Σταύρου Α. Πελεκάνος, για τον Αιτητή. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2019-09-23 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΑΚΟΥ , Πολιτική Αίτηση Αρ. 146/2019, 23/9/2019 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2019:D385

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Αίτηση Αρ. 146/2019)

 

23 Σεπτεμβρίου 2019

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964,

ΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ 2018

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ xxx ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΜΕ Α.Δ.Τ. xx4390, ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΕΝΤΑΛΜΑ ΣΥΛΛΗΨΗΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 18/07/2019, ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ ΣΤΗ ΒΑΣΗ ΤΗΣ ΕΝΟΡΚΗΣ ΔΗΛΩΣΗΣ ΤΟΥ Α/ΑΣΤΥΦ. xx90 xxx ΠΑΝΤΕΛΗ, ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΝΟΜΟΥ, ΚΕΦΑΛΑΙΟ 155, ΑΡΘΡΑ 18, 19, 20 ΚΑΙ 21

 

--------------------------------------------

 

Α. Πελεκάνος, για τον Αιτητή.

 

---------------------------------------------

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:  Εναντίον του αιτητή εκδόθηκε στις 18.7.2019 ένταλμα σύλληψης στη βάση ένορκης δήλωσης αστυφύλακα της ΥΚΑΝ Λεμεσού ότι ο αιτητής ενέχετο σε υπόθεση που αφορούσε τα αδικήματα της συνωμοσίας προς διάπραξη κακουργήματος, παράνομης εισαγωγής ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β, παράνομης κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β και παράνομης κατοχής του ιδίου φαρμάκου με σκοπό την προμήθεια σε άλλο πρόσωπο, αδικήματα που διαπράχθηκαν μεταξύ άγνωστης ημερομηνίας και 18.3.2019 στη Λεμεσό. 

 

        Ο όρκος λήφθηκε ενώπιον Επαρχακού Δικαστή Λεμεσού στις 18.7.2019 και ώρα, καθώς σημειώθηκε, 13:23.  Σε συντομία τα δεδομένα που οδήγησαν στο αίτημα για σύλληψη του αιτητή προς διευκόλυνση των αστυνομικών εξετάσεων ήταν ότι είχε εξασφαλιστεί   πληροφορία   στις 14.3.2019  στη  βάση  της   οποίας κατονομαζόμενο πρόσωπο  από  τη  Βοσνία-Ερζεγοβίνη, θα εισήγαγε με τη βοήθεια συνεργατών μεγάλες ποσότητες ναρκωτικών στη Δημοκρατία ατμοπλοϊκώς σε εμπορευματοκιβώτια.  Τέθηκε υπό διακριτική παρακολούθηση τόσο το πρόσωπο αυτό, όσο και άλλο πρόσωπο, που επίσης κατονομάζεται, με το οποίο είχε συνάντηση.  Στη βάση νεότερης ενημέρωσης  από  την  ίδια πηγή, τα ναρκωτικά  θα εισάγονταν από τον Καναδά.  Μετά από περαιτέρω διακριτικές παρακολουθήσεις από μέλη της ΥΚΑΝ, εντοπίστηκε συγκεκριμένο εμπορευματοκιβώτιο που εισήχθηκε στο όνομα εταιρείας που ανήκε σε τρίτο πρόσωπο εντός του οποίου στις 18.3.2019, κρυμμένα σε ειδικά κατασκευασμένα κιβώτια από ψευδοτάβανα, υπήρχαν συσκευασίες από νάϋλο και αλουμινόχαρτο που περιείχαν ποσότητα πράσινης ξηρής φυτικής ύλης συνολικού βάρους 83 κιλών και 627,2 γραμμαρίων.  Επ΄ αυτοφώρω συνελήφθησαν το ένα εκ των προαναφερθέντων προσώπων και άλλα τρία πρόσωπα, ενώ συνελήφθησαν επίσης στη βάση δικαστικών ενταλμάτων το έτερο των προαναφερθέντων προσώπων και ο διευθυντής της εταιρείας στο όνομα της οποίας είχε εισαχθεί το εμπορευματοκιβώτιο. Στη συνέχεια, στη βάση διατάγματος προσωποκράτησης από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού, τα πρόσωπα αυτά τέθηκαν υπό κράτηση για περίοδο οκτώ ημερών προς διευκόλυνση των αστυνομικών εξετάσεων.  Στις 29.3.2019 δυνάμει γραπτής μαρτυρίας συνελήφθησαν ακόμη δύο πρόσωπα τα οποία επίσης τέθηκαν υπό προσωποκράτηση, ενώ καταζητείτο ακόμη ένα.  Στις 12.4.2019 καταχωρήθηκε ποινική υπόθεση με κατηγορούμενους έξι από τα διάφορα αναμειχθέντα στην υπόθεση πρόσωπα, τα ονόματα των οποίων δεν είναι αναγκαίο να αναφερθούν για σκοπούς της παρούσης, και παραπέμφθηκαν ενώπιον Κακουργιοδικείου. 

 

        Σε ό,τι αφορά τον αιτητή, ο ενόρκως δηλών κατέγραψε ότι πρόσφατα είχε ληφθεί πληροφορία ότι ο αιτητής είναι το πρόσωπο που διοργάνωσε την εισαγωγή των ναρκωτικών από τον Καναδά στη Δημοκρατία, σύμφωνα δε με την ίδια πληροφορία ο αιτητής είχε ταξιδέψει κατά την επίδικη χρονική περίοδο στον Καναδά προσωπικά και διευθέτησε την αποστολή ναρκωτικών στην Κύπρο.  Από εξετάσεις που έγιναν, πράγματι κατά την επίδικη χρονική περίοδο ο αιτητής βρισκόταν στο εξωτερικό και σύμφωνα με μαρτυρία που είχε προκύψει κατά τη διερεύνηση της υπόθεσης, ο αιτητής διατηρούσε σχέσεις με πρόσωπα τα οποία παραπέμφθηκαν στη δίκη ενώπιον του Κακουργιοδικείου για τη συγκεκριμένη  υπόθεση.  Ενόψει των ανωτέρω, ο αστυφύλακας ζήτησε από το Δικαστήριο την έκδοση εντάλματος σύλληψης «... για όλα τα υπό διερεύνηση αδικήματα και έρευνα της οικίας του, για ανεύρεση και περισυλλογή τεκμηρίων που σχετίζονται με την υπόθεση, όπως ναρκωτικά, έγγραφα, κινητά τηλέφωνα, ηλεκτρονικούς υπολογιστές κ.ά., για διευκόλυνση των αστυνομικών εξετάσεων.».

 

        Το Δικαστήριο εξέδωσε το σχετικό ένταλμα αναγράφοντας τα εξής:

 

«Με βάση το περιεχόμενο του όρκου του Α/αστυφ. ΧΧΧ, κρίνω ότι υπάρχουν εύλογες υποψίες που δικαιολογούν την έκδοση του με βάση το Σύνταγμα, το Νόμο και τη Νομολογία.  Έχω ικανοποιηθεί λογικά για την αναγκαιότητα έκδοσης του εντάλματος.»

 

        Υπό το φως όλων των ανωτέρω είναι που επιδιώκεται η ακύρωση του εντάλματος σύλληψης με την υπό κρίση αίτηση για την εξασφάλιση άδειας του Δικαστηρίου για να καταχωρηθεί στη συνέχεια αίτηση με κλήση τύπου Certiorari.  Δύο είναι οι βασικές θέσεις που περιέχονται στην αίτηση, η οποία συνοδεύεται από όλα τα απαραίτητα έγγραφα, θέσεις που υποστηρίχθηκαν περαιτέρω από το συνήγορο κατά την προφορική του αγόρευση.  Οι αιτιάσεις αυτές αφορούν στο ότι το εκδοθέν ένταλμα σύλληψης πάσχει από έλλειψη νομιμότητας διότι το Δικαστήριο ενήργησε στην ουσία ως απλή σφραγίδα των όσων ο αστυφύλακας κατέγραψε στην ένορκη του δήλωση, τα οποία και δεν αποκάλυπταν εύλογη υπόνοια για τη σύνδεση του αιτητή με τα υπό διερεύνηση αδικήματα και εν πάση περιπτώσει δεν είχε καταδειχθεί η αναγκαιότητα προς σύλληψη και κράτηση του αιτητή.  Ως προς το πρώτο, η θέση είναι ότι η αποστέρηση της ελευθερίας δεν μπορεί να δικαιολογείται με τη γενικόλογη αναφορά του Δικαστηρίου ότι ικανοποιήθηκε ως προς την εύλογη υποψία που αποτελεί προϋπόθεση του Νόμου για έκδοση του εντάλματος και ούτε φαίνεται το Δικαστήριο να ερώτησε οτιδήποτε ή να ζήτησε διευκρίνιση επί οποιουδήποτε στοιχείου που καταγράφηκε στον όρκο του.  Μια πληροφορία γενική και αόριστη, που θεωρήθηκε όμως δεδομένη, δεν έπρεπε να επιτρέψει στο Δικαστήριο να ενεργήσει μηχανικά για τη στοιχειοθέτηση της εύλογης υπόνοιας.  Συνάγεται ότι δεν εξήγαγε το Δικαστήριο τα δικά του συμπεράσματα επί της αιτήσεως της αστυνομίας.

 

        Ως προς το δεύτερο λόγο, το ένταλμα σύλληψης εκδόθηκε  χωρίς τη διαπίστωση της αναγκαιότητας προς τούτο μη τηρώντας την αρχή της αναλογικότητας, καταλήγοντας σε δυσανάλογο υπό τις περιστάσεις μέτρο, επεμβαίνοντας έτσι στο δικαίωμα του αιτητή για διατήρηση της προσωπικής του ελευθερίας και ασφάλειας.  Η ένορκη δήλωση του αστυφύλακα δεν ήταν δυνατό να αποτελέσει εύλογο υπόβαθρο περί της εξαγωγής του αναγκαίου της έκδοσης του εντάλματος σύλληψης.

 

        Εξετάζοντας την αίτηση είναι αρκετό να λεχθεί ότι οι αρχές που διέπουν τη χορήγηση άδειας για την καταχώρηση προνομιακών ενταλμάτων αφορούν τη νομιμότητα της διαδικασίας έκδοσης και όχι την ορθότητα της απόφασης, (Κρασοπούλλη (2013) 1 Α.Α.Δ. 492, Πολυκάρπου (1991) 1 Α.Α.Δ. 207, κ.ά.).  Τα προνομιακά εντάλματα, δεν έχουν σκοπό να αντικαταστήσουν την απόφαση του εκδώσαντος το διάταγμα Δικαστηρίου, ούτε και είναι δυνατό με τη διαδικασία αυτή να υπαγορεύεται ο τρόπος με τον οποίο λειτουργεί  το  εν  λόγω Δικαστήριο (Αίτηση Γενικού Εισαγγελέα (Αρ. 2) (1997) 1 Α.Α.Δ. 925).  Το Certiorari και τα άλλα προνομιακά εντάλματα δεν χρησιμοποιούνται ως μανδύας μεταμφιεσμένης έφεσης.  Η εύλογη υποψία που πρέπει να τύχει ικανοποίησης δυνάμει του άρθρου 18 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155, δεν εξαντλείται σε μια μηχανική εφαρμογή της έννοιας αυτής και ούτε βέβαια είναι αρκετή η προς τούτο πεποίθηση του αστυνομικού οργάνου.  Χρειάζεται η ικανοποίηση από τον ίδιο τον Δικαστή που εκδίδει το ένταλμα, ο οποίος οφείλει να εξαγάγει τα δικά του συμπεράσματα στη βάση βέβαια των γεγονότων που υποστηρίζουν το αίτημα.  Ο Δικαστής πρέπει να ικανοποιείται περί της εύλογης υπόνοιας, αλλά και της αναγκαιότητας της έκδοσης του εντάλματος, αναλογιζόμενος και τις συνέπειες και επιπτώσεις αυτού, (Μάρθα Κυπριανού (2013) 1 Α.Α.Δ. 17).  Η στοιχειοθέτηση της εύλογης υπόνοιας από την προσφερόμενη μαρτυρία είναι απαραίτητη, (Παναγιώτου (2002) 1 Α.Α.Δ. 1957 και K.C. Saveriades & Co (2010) 1 Α.Α.Δ. 1401).

 

        Στην  υπό εξέταση περίπτωση δεν διαπιστώνεται ούτε καν εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση για να χορηγηθεί η άδεια.  Αυτό διότι η υποστηρικτική ένορκη δήλωση του αστυφύλακα περιέχει όλα εκείνα τα αναγκαία δεδομένα που στοιχειοθετούσαν την εύλογη υποψία ή αιτία περί της ανάμειξης του αιτητή στα υπό διερεύνηση αδικήματα.  Όπως λέχθηκε στην Έκτορα Μακρίδη (2014) 1 Α.Α.Δ. 756, ECLI:CY:AD:2014:A238, η διαπίστωση περί της εύλογης υπόνοιας αποτελεί προϋπόθεση δικαιοδοτικής φύσης στηριζόμενη στο όλο περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης.  Το Δικαστήριο δεν είναι υποχρεωμένο να αναπαράγει τη μαρτυρία που έχει ενώπιον του και από τη στιγμή που η εύλογη υπόνοια αναδύεται αβίαστα από τα ενώπιον του δεδομένα, καθίσταται αχρείαστη η οποιαδήποτε περαιτέρω λεκτική κάλυψη και αιτιολόγηση της κατάληξης προς έκδοση του εντάλματος. 

 

        Το εξωτερικό έρεισμα και γνώρισμα της εσωτερικής νοητικής διεργασίας του Δικαστηρίου τυπικά ικανοποιείται με το λεκτικό που έχει ορίσει το άρθρο 19 του Κεφ. 155 μετά την τροποποίηση που έγινε με το Νόμο αρ. 10(Ι)/96 και που προβλέπει ότι ο Δικαστής βεβαιώνει ότι «έχει ικανοποιηθεί λογικά για την ύπαρξη της ανάγκης εκδόσεως του εντάλματος» καταγράφοντας αυτό ακριβώς στο ένταλμα που προϋποθέτει την προηγούμενη νοητική ικανοποίηση του από το σύνολο του όρκου που έχει εξετάσει.  Παρόμοια πρόνοια  υπάρχει στη βάση του ίδιου τροποποιητικού Νόμου αρ. 10(Ι)/96 και στο άρθρο 28(1) αναφορικά με την έκδοση εντάλματος έρευνας.  Να σημειωθεί ότι το άρθρο 18 για την έκδοση εντάλματος σύλληψης ομιλεί για την ικανοποίηση του Δικαστή στη βάση «εύλογης υπόνοιας», το δε άρθρο 27 για την έκδοση εντάλματος έρευνας ομιλεί για «εύλογη αιτία», έννοιες προφανώς αλληλένδετες.  Δεν είναι βεβαίως μόνο το τυπικό λεκτικό που έχει σημασία, αλλά και το κατ΄  ουσίαν, στη βάση του εξεταστέου υλικού, «εύλογο» της ικανοποίησης του Δικαστή έχοντας όμως υπόψη ότι το Ανώτατο Δικαστήριο στη δικαιοδοσία των προνομιακών ενταλμάτων δεν ενεργεί ως Εφετείο, αλλά ελέγχει μόνο το νόμιμο της δικαιοδοτικής πράξης του κατώτερου Δικαστηρίου.

 

        Στη βάση αυτή τα δεδομένα που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστή έφεραν τον αιτητή να εμπλέκεται σε υπόθεση εισαγωγής ναρκωτικών, όπως καταγράφηκε στην αρχή της παρούσας απόφασης, η δε πληροφορία που δόθηκε συνέδεε τον αιτητή ως εκείνο το πρόσωπο που οργάνωσε την εισαγωγή από τον Καναδά από τον οποίο εισήχθησαν, όπως καταγράφηκε στον όρκο, στις 12.3.2019 τρία εμπορευματοκιβώτια, το ένα εκ των οποίων θεωρήθηκε ύποπτο και εντός του οποίου εν τέλει ανευρέθηκαν ναρκωτικές ουσίες.  Η πληροφορία έφερε τον αιτητή-ύποπτο να είχε ταξιδέψει στον Καναδά κατά την επίδικη χρονική περίοδο, ενώ ταυτόχρονα σύμφωνα με τη μαρτυρία που προέκυψε κατά τη διερεύνηση της υπόθεσης, ο ύποπτος διατηρούσε σχέσεις με πρόσωπα που εν τέλει παραπέμφθηκαν σε δίκη ενώπιον Κακουργιοδικείου.  Επομένως όλα τα συνδετικά στοιχεία σ΄ αυτό το πολύ αρχικό στάδιο της διερεύνησης μιας πιθανής διάπραξης ποινικών αδικημάτων ήταν υπαρκτά και εύλογα αναδύονταν από την αστυνομική αίτηση.  Η «πληροφορία» δεν ήταν απογυμνωμένη ούτε ασύνδετη με τα υπόλοιπα καταγραφέντα στον αστυνομικό όρκο και αποτιμάται στο σύνολο των δεδομένων.

 

 Δεν πρέπει άλλωστε να λησμονείται ότι τα υπό διερεύνηση αδικήματα αφορούν ναρκωτικές ουσίες και στο εκδοθέν ένταλμα σύλληψης μνημονεύθηκε και ο περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμος υπ΄ αρ. 29/77, το άρθρο 29(3) του οποίου τέθηκε επί του Ποινικού Τύπου αρ. 4 - (ένταλμα σύλληψης).  Αυτό περιέχει επίσης κριτήριο περί ευλόγου υποψίας για παράνομη κατοχή και ύπαρξη ελεγχόμενων φαρμάκων. Όπως λέχθηκε  στη Χαράλαμπος Σιακαλλή (2001) 1 Α.Α.Δ. 282, το κριτήριο του άρθρου 29(3) και του άρθρου 27 του Κεφ. 155, είναι ουσιαστικά ενιαίο.  Το άρθρο 27 αφορά βέβαια στην έκδοση εντάλματος έρευνας, αλλά το ίδιο ισχύει και για τα άρθρα 18 και 19 του Κεφ. 155.

 

Στην πρόσφατη απόφαση xxx Ευαγγέλου, Πολιτική Αίτηση αρ. 149/19, ημερ. 9.9.2019, ECLI:CY:AD:2019:D354, το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε αίτημα για χορήγηση άδειας για καταχώρηση Certiorari διότι από την υπάρχουσα μαρτυρία σε υπόθεση που αφορούσε στη χρήση αποθήκης για φύλαξη ναρκωτικών, τα στοιχεία που είχαν τεθεί βασίστηκαν, όπως και στην παρούσα, σε πληροφορία.  Τα στοιχεία κρίθηκαν ικανά για να συνδέσουν τον αιτητή και να καταστήσουν την πληροφορία άξια προς διερεύνηση.  Όπως ορθά διαπιστώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση, ήταν στο πλαίσιο της διερεύνησης εκείνης που θα εξεταζόταν η επακριβής σχέση του αιτητή με την κατοικία-αποθήκη και την όποια συμμετοχή του στη διακίνηση ναρκωτικών.  Αυτά τα ζητήματα έπονταν της έκδοσης του εντάλματος σύλληψης που είχε δοθεί στη βάση εύλογης ικανοποίησης του Δικαστηρίου περί της ανάμειξης του αιτητή.  

 

        Οι σχετικές υποθέσεις που αναφέρθηκαν από τον συνήγορο κρίθηκαν η κάθε μια επί των δικών της γεγονότων και εν πάση περιπτώσει η  υπόθεση Γεωργίου, Πολιτική Αίτηση αρ. 39/19, ημερ. 26.6.2019, την  οποία ιδιαιτέρως μνημόνευσε ο συνήγορος, σε σχέση με την εκεί  παρατήρηση του Ανωτάτου Δικαστηρίου περί της αβεβαιότητας κατά πόσο το Δικαστήριο προχώρησε στην απαραίτητη εκείνη νοητική διεργασία ως προς την αναγκαιότητα έκδοσης του εντάλματος, αφορούσε σε περίπτωση όπου το κατώτερο Δικαστήριο δεν είχε διαγράψει μια από τις λέξεις στην  ένδειξη «Έχω/δεν έχω ικανοποιηθεί λογικά», με αποτέλεσμα όντως να υπήρχε αβεβαιότητα ως προς το κατά πόσο το Δικαστήριο είχε εξαγάγει ίδιον συμπέρασμα, ζήτημα που δεν μπορούσε να ικανοποιηθεί ή να πληρωθεί εκ των υστέρων.

 

        Σε αυτού τους είδους τις υποθέσεις και επειδή περί  «εύλογης υποψίας» ο λόγος και όχι στοιχειοθέτηση ή απόδειξη της  υπόθεσης εναντίον του αιτητή, πρέπει να διατηρείται μια λογική ισορροπία μεταξύ της ανάγκης διερεύνησης παρανόμων πράξεων από πλευράς της αστυνομίας δίδοντας σ΄ αυτή τα  ανάλογα και νόμιμα εφόδια για καταστολή του εγκλήματος και της ελευθερίας του πολίτη, η οποία παρά την προεξάρχουσα της  θέση, για καλό πάντοτε  λόγο που πιστοποιείται από δικαστική απόφαση, μπορεί να υποχωρήσει αναλόγως των αναγκών της υπό διερεύνησης υπόθεσης.  Στο πλαίσιο αυτό, η αναγκαιότητα έκδοσης του υπό κρίση εντάλματος διαφάνηκε να ήταν λογική και απόρροια της εύλογης υποψίας που διαπίστωσε το Δικαστήριο. Κρίνεται ότι τηρήθηκε η αναγκαία αναλογία μεταξύ των αντικρουομένων συμφερόντων και των αρχών που προεκτάθηκαν.  Η δικαστική κρίση περί του εύλογου της υποψίας ή αιτίας δεν είναι δυνατόν να είναι αυθαίρετη, αλλά από την άλλη δεν μπορεί να ελέγχεται μικροσκοπικά και με τέτοια εξονυχιστική διάθεση που να απολήγει σε ανεπίτρεπτη συμπίεση της δικαστικής ευχέρειας.

 

 Η σχετική νομολογία του ΕΔΑΔ στην οποία αναφέρθηκε ο συνήγορος αφορά περισσότερο την κράτηση ατόμου ως αναγκαίου μέτρου για να παρουσιαστεί σε δίκη, ενώ το υπό κρίση ερώτημα εξετάζεται στο πλαίσιο της διερεύνησης ευλόγων πληροφοριών για την ανάμειξη του αιτητή στην υπόθεση.  Δεν θα ήταν άτοπο να σημειωθεί ότι, όπως προέκυψε κατά τη συζήτηση της αίτησης, ο αιτητής παρουσιάστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου για σκοπούς προσωποκράτησης μετά τη σύλληψη του και εκδόθηκε εναντίον του σχετικό διάταγμα, χωρίς αυτό να εφεσιβληθεί.  Πολλά επομένως από τα τεθέντα από τον συνήγορο ερωτήματα π.χ. ως το χρόνο που διέρρευσε και την στο μεταξύ επαρκή διερεύνηση της υπόθεσης με τη σύλληψη και προσαγωγή άλλων ατόμων στο Δικαστήριο και την κράτηση των ναρκωτικών ουσιών και άλλων τεκμηρίων, παρέμειναν σε θεωρητικό επίπεδο. Άλλωστε η αστυνομία δεν εμποδίζεται να συνεχίζει το έργο της μέχρι την πλήρη εξιχνίαση των δεδομένων μιας παράνομης πράξης.

 

        Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η αίτηση απορρίπτεται.

 

 

 

 

 

 

                                              Στ. Ναθαναήλ,

                                                        Δ.

 

 

 

 

 

 

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο