ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2019:D541
5 Αυγούστου, 2019
[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡO 155.4 TOY ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 KAI 9 TOY ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964 (Ν.33/1964)
KAI
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ 2018
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ THN ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΧΧΧΧ KHANEHSA ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ HABEAS CORPUS
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ TO ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΝΟΜΟ 14/60, ΤΩΝ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΩΝ ΤΟΥ 1964 ΜΕΧΡΙ 1991, ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΑΣΠΙΣΗ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ, ΤΟΝ ΧΑΡΤΗ ΘΕΜΕΛΙΩΔΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ Ε.Ε., ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ ΝΟΜΟ, TΩΝ ΠΕΡΙ ΑΛΛΟΔΑΠΩΝ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΕΩΣ ΝΟΜΟ (ΚΕΦ. 105), ΤΗΝ ΟΔΗΓΙΑ 2013/33/ΕΕ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΙΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΟΔΟΧΗ ΤΩΝ ΑΙΤΟΥΝΤΩΝ ΔΙΕΘΝΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ, ΤΗΝ ΟΔΗΓΙΑ 2008/115/ΕΚ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΙΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ 16Ης ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2008 ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΚΟΙΝΟΥΣ ΚΑΝΟΝΕΣ ΚΑΙ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΣΤΑ ΚΡΑΤΗ ΜΕΛΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΠΑΡΑΝΟΜΩΣ ΔΙΑΜΕΝΟΝΤΩΝ ΥΠΗΚΟΩΝ ΤΡΙΤΩΝ ΧΩΡΩΝ
1. ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ
2. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ
ΟΙ ΟΠΟΙΟΙ ΠΑΡΑΝΟΜΑ ΣΥΝΕΧΙΖΟΥΝ ΝΑ ΕΧΟΥΝ ΥΠΟ ΚΡΑΤΗΣΗ ΤΟΝ ΧΧΧΧ KHANEHSAR KATA ΠΑΡΑΒΑΣΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 11 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 5 (1) ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΑΣΠΙΣΗ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ, ΤΟ ΑΡΘΡΟΥ 6 ΤΟΥ ΧΑΡΤΗ ΘΕΜΕΛΙΩΔΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ Ε.Ε, ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 9ΣΤ ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ ΝΟΜΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 8 ΚΑΙ 9 ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ 2013/33ΕΕ ΣΧΕΤΙΚΑ ME ΤΙΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΟΔΟΧΗ ΤΩΝ ΑΙΤΟΥΝΤΩΝ ΔΙΕΘΝΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ, ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 18ΠΣΤ ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΛΛΟΔΑΠΩΝ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΕΩΣ ΝΟΜΟΥ (ΚΕΦ. 105) ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 15 ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ 2008/15ΕΚ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΙΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ 16Ης ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2008 ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΚΟΙΝΟΥΣ ΚΑΝΟΝΕΣ ΚΑΙ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΣΤΑ ΚΡΑΤΗ ΜΕΛΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΠΑΡΑΝΟΜΩΣ ΔΙΑΜΕΝΟΝΤΩΝ ΥΠΗΚΟΩΝ ΤΡΙΤΩΝ ΧΩΡΩΝ
----------
Ν. Χαραλαμπίδου (κα) με Ε. Ηρακλείδου (κα), για τον Αιτητή.
Μ. Στυλιανού, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για το Γενικό Εισαγγελέα
της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ων η Αίτηση.
Αιτητής παρών.
----------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Με την παρούσα αίτηση ζητείται η έκδοση προνομιακού εντάλματος Habeas Corpus ad subjiciendum με το οποίο να κηρύσσεται η κράτηση του αιτητή παράνομη.
Το ιστορικό καταγράφεται τόσο στην ένορκη δήλωση του αιτητή, όσο και στην ένορκη δήλωση του Α. Π., Λειτουργού στο Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, Κλάδο Ασύλου, και δεν υπάρχει ουσιαστική αμφισβήτηση. Για σκοπούς της παρούσας αίτησης παραθέτω, σε συντομία, τα γεγονότα που ενδιαφέρουν:
Ο αιτητής, υπήκοος του Ιράν, εισήλθε στη Δημοκρατία παράνομα σε άγνωστη ημερομηνία και στις 30.6.2004 υπέβαλε αίτηση για διεθνή προστασία. Στις 12.12.2004 υπέβαλε αίτηση στο Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης όπως παραμείνει στην Κύπρο υπό το καθεστώς του αιτητή πολιτικού ασύλου. Στις 25.8.2005 του δόθηκε άδεια παραμονής μέχρι 25.2.2006.
Στις 13.2.2006 η Υπηρεσία Ασύλου απέρριψε την αίτησή του για διεθνή προστασία και στις 30.3.2006 ο αιτητής υπέβαλε διοικητική προσφυγή στην Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων. Στις 9.4.2009 υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση άδειας προσωρινής παραμονής ως αιτητής ασύλου, η οποία ενεκρίθη με ισχύ μέχρι 23.10.2009. Στις 16.10.2009 είχε υποβάλει εκ νέου αίτηση για άδεια παραμονής η οποία απορρίφθηκε.
Στις 2.2.2011 η Αναθεωρητική Αρχή προσφύγων απέρριψε τη διοικητική προσφυγή του αιτητή και στις 14.4.2011 το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης κάλεσε τον αιτητή όπως αναχωρήσει από τη Δημοκρατία. Στις 17.6.2011 τα στοιχεία του αιτητή καταχωρήθηκαν στον κατάλογο των αναζητουμένων προσώπων. Στις 13.9.2012 ο αιτητής απέκτησε παιδί με την ομοεθνή του, A.H..
Στις 26.10.2012 εντοπίστηκε από την Αστυνομία, ενώ είχε στην κατοχή του μάχαιρα και συνελήφθη. Στις 27.12.2012 καταδικάστηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού σε ποινή φυλάκισης 75 ημερών για το αδίκημα της παράνομης παραμονής στη Δημοκρατία και του επεβλήθη €3.000 εγγύηση για τρία χρόνια για το αδίκημα της μεταφοράς μάχαιρας απολήγουσας σε αιχμηρό άκρο.
Στις 28.12.2012 εκδόθηκε εναντίον του διάταγμα κράτησης και απέλασης, τα οποία ακυρώθηκαν ενόψει του ότι ο αιτητής στις 17.5.2013 καταδικάστηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού σε ποινή φυλάκισης ενός μηνός για τροχαία αδικήματα. Στις 13.6.2013 εκδόθηκε εναντίον του διάταγμα κράτησης και απέλασης, το οποίο ακυρώθηκε στις 21.10.2013 και αφέθηκε ελεύθερος υπό όρους.
Στις 8.12.2017 εκδόθηκε από το Οικογενειακό Δικαστήριο προσωρινό διάταγμα αποστέρησης γονικής μέριμνας των τέκνων της A.H., μετά από αίτημα της Διευθύντριας Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας, περιλαμβανομένου του τέκνου που απέκτησε με τον αιτητή. Στις 19.7.2018 ο τότε δικηγόρος του αιτητή ζήτησε όπως του χορηγηθεί άδεια παραμονής και εργασίας. Στις 20.7.2018 συνελήφθη από μέλη της ΥΑΜ Λεμεσού για το αδίκημα της παράνομης παραμονής.
Στις 21.7.2018 εκδόθηκε εναντίον του διάταγμα κράτησης και απέλασης δυνάμει του άρθρου 14 του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου, Κεφ. 105. Στις 9.8.2018 το διάταγμα απέλασης ανεστάλη για διερεύνηση από Λειτουργό του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, ενώ στις 30.8.2018 η εισήγηση του Λειτουργού ήταν να εκτελεστούν τα διατάγματα κράτησης και απέλασης. Στις 11.9.2018, κατόπιν επανεξέτασης, αποφασίστηκε όπως ανανεωθεί η κράτησή του, σημειώνοντας ότι δε συνεργάζεται για τον επαναπατρισμό του. Στις 17.9.2018 αποφασίστηκε όπως προωθηθεί το διάταγμα απέλασης και επίσης, την ίδια ημερομηνία απορρίφθηκε αίτημα του δικηγόρου του για παραχώρηση άδειας παραμονής του στη Δημοκρατία. Ζητήθηκε επανεξέταση στις 2.10.2018. Στις 5.10.2018 και κατόπιν επανεξέτασης της κράτησης του αιτητή, αποφασίστηκε όπως ανανεωθεί η κράτησή του. Ακολούθησαν στις 6.11.2018, 5.12.2018, 6.2.2019, 20.3.2019 και 5.4.2019 επανεξετάσεις της κράτησης, με τελευταία ημερομηνία τις 8.5.2019, όπου ανανεώθηκε η κράτησή του για περίοδο ενός μηνός.
Στις 14.5.2019 υπέβαλε αίτηση με νέα στοιχεία στην Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, την οποία προώθησε στην Υπηρεσία Ασύλου και η αίτηση εκκρεμεί. Στις 15.5.2019 το διάταγμα κράτησης ημερομηνίας 21.7.2018 ακυρώθηκε και εκδόθηκε νέο δυνάμει του άρθρου 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, (Ν.6(Ι)/2000), και την ίδια ημέρα ανεστάλη το διάταγμα απέλασης, λόγω του αιτήματος για επανάνοιγμα της υπόθεσης.
Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι κρατείται εδώ και 11 μήνες, χωρίς να ενημερώνεται για οποιαδήποτε εξέλιξη της αίτησης που υπέβαλε για άσυλο και για οποιεσδήποτε τυχόν ενέργειες λαμβάνονται από τις αρχές για την απέλασή του. Η επιστροφή του στο Ιράν δεν είναι δυνατή χωρίς την έκδοση διαβατηρίου και ο ίδιος δεν μπορεί να απελαθεί στο Ιράν, λόγω του συνεχιζόμενου φόβου δίωξης του. Περαιτέρω, η επιστροφή του στο Ιράν δεν είναι δυνατή λόγω της ύπαρξης της υπόθεσης υπ΄αριθμό 491/2017, η οποία εκκρεμεί ενώπιον του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λεμεσού, με την οποία γίνεται προσπάθεια να του αφαιρεθεί η γονική μέριμνα για το παιδί του. Προβάλλει ότι η κράτησή του είναι παράνομη λόγω της παρατεταμένης της διάρκειας, χωρίς να λαμβάνεται καμία ενέργεια με στόχο την προετοιμασία απέλασής του, για την οποία δεν υφίσταται εύλογη προοπτική εκτέλεσης, δεδομένης της αίτησης ασύλου που εκκρεμεί, ενώ αυτή έχει ανασταλεί. Ισχυρίζεται, περαιτέρω, ότι δεν υπήρξε επανεξέταση της κράτησής του κάθε δύο μήνες, όπως προνοεί το άρθρο 18ΠΣΤ του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου, Κεφ. 105, δυνάμει του οποίου βρισκόταν αρχικά υπό κράτηση. Επίσης, και η κράτηση, δυνάμει του άρθρου 9ΣΤ(2)(δ) του περί Προσφύγων Νόμου, είναι παράνομη, αφού συνεχίζεται και διαρκεί σχεδόν ένα χρόνο από το αρχικό διάταγμα κράτησης, η δε αίτηση για επανάνοιγμα της υπόθεσης στην Υπηρεσία Ασύλου έχει υποβληθεί εδώ και τρεις μήνες, χωρίς ακόμα να εξεταστεί χωρίς δική του υπαιτιότητα. Προβάλλει πως, παρά την αναστολή της απέλασής του, αυτή διατηρείται σε ισχύ για αδικαιολόγητα μεγάλο χρονικό διάστημα, χωρίς να έχει εξεταστεί οποιοδήποτε άλλο μέτρο το οποίο να είναι λιγότερο επαχθές και περιοριστικό από την κράτηση.
Οι καθ΄ ων η αίτηση προβάλλουν προδικαστικές ενστάσεις (α) ότι η αίτηση επιδιώκει τον έλεγχο της νομιμότητας του διατάγματος κράτησης ημερομηνίας 15.5.2019, η οποία, σύμφωνα με το άρθρο 9ΣΤ(6) υπόκειται σε προσφυγή δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, (β) ότι παρέχεται στον αιτητή υπαλλαχτική θεραπεία, ήτοι καταχώρηση προσφυγής ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας και (γ) ότι η αίτηση είναι πρόωρη.
Επί της ουσίας, οι καθ' ων η αίτηση εισηγούνται ότι η κράτηση είναι αποτέλεσμα νόμιμων διοικητικών πράξεων και σύμφωνα με τις πρόνοιες της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, του Κεφ. 105 και του Ν. 6(Ι)/2000. Το δε διάταγμα κράτησης εκδόθηκε νομίμως εφόσον υπήρχαν βάσιμες υποψίες ότι ο αιτητής υπέβαλε αίτηση για διεθνή προστασία προς παρεμπόδιση της εκτέλεσης της απόφασης επαναπατρισμού. Ως μάλιστα διοικητική πράξη, υπόκειτο σε έλεγχο ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Τυχόν δε έκδοση του αιτούμενου προνομιακού εντάλματος θα σήμαινε αναρμοδίως απόφανση επί της νομιμότητας του διατάγματος κράτησης ημερομηνίας 15.5.2019, όταν το μόνο αρμόδιο επί της νομιμότητας διοικητικής πράξης είναι το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας. Στην απουσία τέτοιας προσφυγής, δημιουργείται αμάχητο τεκμήριο υπέρ της νομιμότητας των διοικητικών πράξεων. Οι διαδικασίες απέλασης του αιτητή έχουν ανασταλεί ενόψει της αίτησης διεθνούς προστασίας δυνάμει του περί Προσφύγων Νόμου, στα πλαίσια της οποίας δεν υφίσταται χρονικός περιορισμός στην κράτηση αιτητή όταν υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να θεωρείται ότι ο αιτητής απλά καθυστερεί ή εμποδίζει την εκτέλεση απόφασης επιστροφής ή ότι η κράτησή του ήταν αναγκαία για την προστασία της δημόσιας τάξης.
Στην υπόθεση Habibi Pour Ali Fasel ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Πολιτική Έφεση 236/2015, ημερομηνίας 31.3.2016, αναφέρθηκαν τα εξής ως προς τη σημασία του Habeas Corpus:
«Όπως είναι καλά γνωστό το προνομιακό ένταλμα της φύσεως Habeas Corpus ad subjiciendum διασφαλίζει την ελευθερία του ατόμου. Όπως αναφέρθηκε στην Δημητράκης Χ'Σάββας (1993) 1 Α.Α.Δ. «Το Habeas Corpus ad subjiciendum είναι προνομιακή διαδικασία για τη διασφάλιση της ελευθερίας του πολίτη. Παρέχει αποτελεσματικό μέσο άμεσης απελευθέρωσης από παράνομη ή αδικαιολόγητη κράτηση, είτε στη φυλακή, είτε σε ιδιωτικό χώρο, από Αρχή ή ιδιώτη. Απαραίτητη προϋπόθεση δι' έκδοση του εντάλματος η απόδειξη, εκ μέρους του αιτούντος, του παράνομου της κράτησης ή φυλάκισης (Βλέπε Καρφοπούλου (1998) 1 A.Α.Δ. 55).»
Η κράτηση του αιτητή δεν αμφισβητήθηκε με προσφυγή, ούτε στο αρχικό στάδιο που διατάχθηκε δυνάμει του άρθρου 14 του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, λόγω του ότι κρίθηκε ότι ήταν απαγορευμένος μετανάστης και υπήρχε κίνδυνος διαφυγής και παρεμπόδισης της διαδικασίας απέλασης, ούτε σε δεύτερο στάδιο δυνάμει του περί Προσφύγων Νόμου, λόγω του ότι θεωρήθηκε ότι υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας, προκειμένου να καθυστερεί ή να εμποδίσει την εκτέλεση απόφασης επιστροφής. Συνεπώς, η κράτηση τεκμαίρεται ότι είναι νόμιμη και για τα δύο στάδια. Όμως, μία νόμιμη κράτηση είναι δυνατό να καταστεί εκ των υστέρων παράνομη όταν διαπιστώνεται υπέρβαση του εύλογου χρόνου για το σκοπό της κράτησης (Essa Morad Khlaief v. Δημοκρατίας κ.ά (2003) 1 ΑΑΔ 1402, Habibi Pour Ali Fasel v. Δημοκρατίας, ανωτέρω, και J.N. v. The United Kingdom, Application no. 37289/12, 19.5.2016).
Ως εκ των ανωτέρω, θεωρώ ότι οι προδικαστικές ενστάσεις δεν ευσταθούν. Από την ένορκη δήλωση του αιτητή και την αγόρευση της ευπαιδεύτου συνηγόρου του αιτητή είναι εμφανές ότι αυτό που αμφισβητείται με την παρούσα αίτηση είναι η ισχυριζόμενη παρατεταμένη διάρκεια της κράτησης, η οποία την καθιστά παράνομη. Αναφορικά με το πρόωρο της αίτησης, το άρθρο 9ΣΤ(7)(α) του περί Προσφύγων Νόμου δεν προνοεί οτιδήποτε ως προς το χρόνο που μπορεί κάποιος να αιτηθεί Habeas Corpus. Το κατά πόσο ο χρόνος που κρατείται μέχρι σήμερα είναι εύλογος ή όχι αποτελεί την ουσία της αίτησης.
Η εξουσία του Δικαστηρίου για έλεγχο της διάρκειας της κράτησης βασίζεται στο Άρθρο 11.2 του Συντάγματος και το άρθρο 5 της ΕΣΔΑ.
Ο αιτητής κρατείται από τις 20.7.2018, αρχικά με βάση διάταγμα κράτησης δυνάμει του άρθρου 18ΠΣΤ(1)(β) του Κεφ.105, ενώ από τις 15.5.2019 οπόταν το εν λόγω διάταγμα ακυρώθηκε, δυνάμει διατάγματος κράτησης στη βάση του άρθρου 9ΣΤ(2)(δ) του περί Προσφύγων Νόμου. Όπως προκύπτει από τα γεγονότα που τέθηκαν ενώπιόν μου, ο αιτητής καθ΄όλη τη διάρκεια της κράτησης του δυνάμει του πρώτου διατάγματος του Κεφ. 105, αρνείτο να συνεργαστεί με τις Αρχές για την έκδοση διαβατηρίου, ισχυριζόμενος ότι υπάρχει κίνδυνος να διωχθεί στη χώρα του και λόγω της εκκρεμότητας της υπόθεσης ενώπιον του Οικογενειακού Δικαστηρίου. Ως εκ τούτου δεν κατέστη εφικτός ο επαναπατρισμός του, μέχρι και τις 15.5.2019 που ίσχυε το διάταγμα απέλασης.
Το άρθρο 5.1(στ) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων επί του οποίου στηρίζεται η υπό κρίση αίτηση προβλέπει τα εξής:
«Τo δικαίωμα στηv πρoσωπική ελευθερία και ασφάλεια
Άρθρον 5.- 1. Παv πρόσωπov έχει δικαίωμα εις τηv ελευθερίαv και τηv ασφάλειαv. Ουδείς επιτρέπεται vα στερηθή της ελευθερίας τoυ ειμή εις τας ακoλoύθoυς περιπτώσεις και συμφώvως πρoς τηv vόμιμov διαδικασίαv:
α) ..................
β) ..................
γ) ..................
δ) ..................
ε) ..................
στ) εάv πρόκειται περί voμίμoυ συλλήψεως ή κρατήσεως ατόμoυ επί σκoπώ όπως εμπoδισθή από τoυ vα εισέλθη παραvόμως εv τη χώρα ή εvαvτίov τoυ oπoίoυ εκκρεμεί διαδικασία απελάσεως ή εκδόσεως.»
Σύμφωνα δε με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Guo Shuying v. Δημοκρατίας κ.ά. (2012) 1 ΑΑΔ 2725, Essa Mored Khlaief v. Κυπριακής Δημοκρατίας, πιο πάνω, Habibi Pour Ali Fasel ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, πιο πάνω), και του ΕΔΑΔ (M.A. ν. Cyprus υπόθεση αρ. 41872/10, απόφαση ημερομηνίας 23.7.2013, Chahal v. United Kingdom Υπόθεση αρ. 22414/93 απόφαση ημερομηνίας 15.11.1995), η στέρηση της ελευθερίας δικαιολογείται μόνο όταν ευρίσκονται σε εξέλιξη οι διαδικασίες απομάκρυνσης και εκτελούνται με τη δέουσα επιμέλεια. Το ίδιο προβλέπεται και από το άρθρο 15 της Οδηγίας 2008/115/ΕΚ, όπως έχει ερμηνευθεί από το ΔΕΕ στην υπόθεση C-61/11, El Dridi, 28.4.2011, που έχει παραπέμψει η κα Χαραλαμπίδου. Στην εν λόγω απόφαση αναφέρθηκε, μεταξύ άλλων, ότι η στέρηση της ελευθερίας δυνάμει του άρθρου 15 της Οδηγίας θα πρέπει να έχει τη μικρότερη δυνατή διάρκεια και να διατηρείται μόνον καθόσο χρόνο η διαδικασία απομακρύνσεως εξελίσσεται και εκτελείται με τη δέουσα επιμέλεια. Θα πρέπει επίσης να υπόκειται σε επανεξέταση ανά εύλογα χρονικά διαστήματα. Καθορίζεται, ως μέγιστη διάρκεια στερήσεως της ελευθερίας του αιτητή, αυτή των 18 μηνών. Απαιτείται προς τούτο η εφαρμογή της αρχής αναλογικότητας. Η κράτηση αιτητή που υπόκειται σε διαδικασία απέλασης, δεν πρέπει να παρατείνεται για δυσανάλογο χρονικό διάστημα, ήτοι, να μην υπερβαίνει το χρονικό διάστημα που απαιτείται για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού.
Οι πρόνοιες της Οδηγίας έχουν ενσωματωθεί στο εθνικό δίκαιο και αντικατοπτρίζονται στο άρθρο 18ΠΣΤ του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμο Κεφ. 105, το οποίο προνοεί τα ακόλουθα:
«18ΠΣΤ.-(1) Εκτός εάν στη συγκεκριμένη περίπτωση επιτρέπεται να εφαρμοστούν αποτελεσματικά άλλα επαρκή αλλά λιγότερο αναγκαστικά μέτρα, ο Υπουργός Εσωτερικών δύναται να εκδίδει διάταγμα με το οποίο να θέτει υπό κράτηση υπήκοο τρίτης χώρας υποκείμενο σε διαδικασίες επιστροφής, μόνο για την προετοιμασία της επιστροφής και/ή τη διεκπεραίωση της διαδικασίας απομάκρυνσης, ιδίως όταν -
(α) υπάρχει κίνδυνος διαφυγής, ή
(β) ο συγκεκριμένος υπήκοος τρίτης χώρας αποφεύγει ή παρεμποδίζει την προετοιμασία της επιστροφής ή τη διαδικασία απομάκρυνσης.
Τέτοια κράτηση έχει τη μικρότερη δυνατή διάρκεια και διατηρείται μόνο καθόσον χρόνο η διαδικασία απομάκρυνσης εξελίσσεται και εκτελείται με τη δέουσα επιμέλεια.
(2) Η κράτηση διατάσσεται εγγράφως βάσει του άρθρου 14 και συνοδεύεται από αιτιολόγηση των πραγματικών και νομικών λόγων.
(3) (α) Το διάταγμα κράτησης υπόκειται σε προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, σύμφωνα με τις διατάξεις του εν λόγω Άρθρου και υπό τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες το εν λόγω Άρθρο επιτρέπει τέτοια προσφυγή.
(β) Ο Υπουργός Εσωτερικών ενημερώνει αμέσως κάθε επηρεαζόμενο υπήκοο τρίτης χώρας σχετικά με τη δυνατότητα προσφυγής η οποία αναφέρεται στην παράγραφο (α).
(γ) Ο Υπουργός Εσωτερικών απολύει αμέσως τον επηρεαζόμενο υπήκοο τρίτης χώρας, εάν το διάταγμα κράτησής του ακυρωθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ή ανακληθεί από τον Υπουργό Εσωτερικών.
(4) Ο Υπουργός Εσωτερικών επανεξετάζει κάθε διάταγμα κράτησης το οποίο εκδίδει δυνάμει του παρόντος άρθρου-
(α) αυτεπάγγελτα ανά δίμηνο, και
(β) σε οποιοδήποτε εύλογο χρονικό διάστημα, κατ' αίτηση του επηρεαζόμενου υπηκόου τρίτης χώρας.
(5) (α) Η διάρκεια κράτησης βάσει του παρόντος άρθρου υπόκειται σε αίτηση για την έκδοση εντάλματος habeas corpus δυνάμει του Άρθρου 155.4 του Συντάγματος, σύμφωνα με τις διατάξεις του εν λόγω Άρθρου.
(β) Ο Υπουργός Εσωτερικών ενημερώνει αμέσως κάθε επηρεαζόμενο υπήκοο τρίτης χώρας σχετικά με τη δυνατότητα αίτησης η οποία αναφέρεται στην παράγραφο (α).
(γ) Ο Υπουργός Εσωτερικών απολύει αμέσως τον επηρεαζόμενο υπήκοο τρίτης χώρας, εάν η αίτησή του δυνάμει της παραγράφου (α) γίνει δεκτή από το Ανώτατο Δικαστήριο.
(6) Οσάκις καθίσταται πρόδηλο ότι δεν υφίσταται πλέον λογικά προοπτική απομάκρυνσης για νομικούς ή άλλους λόγους ή όταν παύουν να ισχύουν οι όροι του εδαφίου (1), η κράτηση παύει να δικαιολογείται και το συγκεκριμένο πρόσωπο απολύεται αμέσως.
(7) Με την επιφύλαξη της παραγράφου (γ) του εδαφίου (3) και της παραγράφου (γ) του εδαφίου (5), η κράτηση εξακολουθεί καθ' όλη τη χρονική περίοδο κατά την οποία πληρούνται οι όροι του εδαφίου (1) και είναι αναγκαία για να διασφαλισθεί η επιτυχής απομάκρυνση και δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες.
(8) Ο Υπουργός Εσωτερικών δε δύναται να παρατείνει το χρονικό διάστημα που αναφέρεται στο εδάφιο (7) παρά μόνο για πρόσθετο περιορισμένο χρόνο που δεν υπερβαίνει τους δώδεκα μήνες σε περιπτώσεις κατά τις οποίες, παρ' όλες τις εύλογες προσπάθειες, η επιχείρηση απομάκρυνσης είναι πιθανόν να διαρκέσει περισσότερο επειδή-
(α) ο συγκεκριμένος υπήκοος της τρίτης χώρας αρνείται να συνεργαστεί, ή
(β) καθυστερεί η λήψη αναγκαίων εγγράφων από τρίτες χώρες.»
Η κα Χαραλαμπίδου εισηγήθηκε ότι, με δεδομένη την άρνηση του αιτητή να προβεί σε ανανέωση του διαβατηρίου, οι καθ΄ ων η αίτηση όφειλαν να λάβουν ενέργειες προς σκοπό της απέλασης, κάτι που παρέλειψαν να πράξουν, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει προοπτική απέλασης και, συνεπώς, η κράτηση του αιτητή να καθίσταται παράνομη με βάση του άρθρο 5 της ΕΣΔΑ, το άρθρο 15 της Οδηγίας 2008/115/ΕΚ και τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, στην οποία παρέπεμψε.
Όπως τέθηκε στη Fasel v. Δημοκρατίας (πιο πάνω):
«Σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση βεβαίως, η κρίση επί του κατά πόσο η κράτηση έχει υπερβεί τον εύλογο χρόνο είναι κρίση πραγματική που πρέπει να λαμβάνει υπ΄όψη όλα τα ενώπιον του Δικαστηρίου δεδομένα. ... Όμως δεν μπορεί να θεωρηθεί in abstracto. Πρέπει να συσχετισθεί προς τους λόγους της καθυστέρησης απέλασης και τις υφιστάμενες δυνατότητες διεκπεραίωσης της . . . . ..»
Περαιτέρω, στην υπόθεση Ιn Re Oktru (2004) 1 ΑΑΔ 608, αναφέρθηκε ότι σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση η κρίση επί του κατά πόσον η κράτηση έχει υπερβεί τον εύλογο χρόνο είναι κρίση πραγματική που πρέπει να λαμβάνει υπόψη σφαιρικά όλα τα ενώπιον του Δικαστηρίου δεδομένα.
Στην προκείμενη περίπτωση, με βάση τα δεδομένα που τέθηκαν ενώπιον μου, η κράτηση του αιτητή στη βάση του άρθρου 18ΠΣΤ του Κεφ. 105 παρατάθηκε μέχρι τις 15.5.2019, μετά από αριθμό επανεξετάσεων, με στόχο την απέλασή του. Λόγω άρνησης του αιτητή να συνεργαστεί με τις Αρχές για την έκδοση διαβατηρίου, ισχυριζόμενος ότι υπάρχει κίνδυνος να διωχθεί στη χώρα του, δεν κατέστη δυνατή η απέλασή του. Το ζήτημα αυτό λογικά θα επιλυθεί με την αίτηση για άσυλο σε περίπτωση έγκρισης του επανανοίγματος, όπου θα εξεταστούν οι ισχυρισμοί του.
Λόγω της υποβολής του αιτήματος για επανάνοιγμα της αίτησής του για άσυλο, κατέστη αναγκαίο να ανασταλεί η διαδικασία απέλασης μέχρι να εξεταστεί το εν λόγω αίτημα. Στα πλαίσια αυτά ακυρώθηκε η κράτηση δυνάμει του Κεφ. 105 και εκδόθηκε νέο διάταγμα κράτησης δυνάμει του άρθρου 9ΣΤ(2)(δ) του περί Προσφύγων Νόμου το οποίο προνοεί ως ακολούθως:
«9ΣΤ.-(1) Απαγορεύεται η κράτηση αιτητή λόγω μόνο της ιδιότητάς του ως αιτητή, καθώς και η κράτηση ανήλικου αιτητή.
(2) Εκτός εάν στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι εφικτό να εφαρμοστούν αποτελεσματικά άλλα λιγότερο περιοριστικά εναλλακτικά μέτρα, όπως τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (3), και εφόσον κρίνεται αναγκαίο και κατόπιν ατομικής αξιολόγησης κάθε περίπτωσης, ο Υπουργός δύναται να εκδίδει γραπτό διάταγμα με το οποίο να θέτει υπό κράτηση αιτητή, μόνο για οποιοδήποτε από τους ακόλουθους λόγους:
(α) ......................
(β) ......................
(γ) .......................
(δ) όταν κρατείται στο πλαίσιο της διαδικασίας επιστροφής δυνάμει των άρθρων 18ΟΓ μέχρι 18ΠΘ του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, προκειμένου να προετοιμάζεται η επιστροφή ή/και να διεξάγεται η διαδικασία απομάκρυνσης, και ο Υπουργός τεκμηριώνει βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, συμπεριλαμβανομένου του γεγονότος ότι το πρόσωπο είχε ήδη την ευκαιρία πρόσβασης στη διαδικασία χορήγησης ασύλου, ότι υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να θεωρείται ότι το πρόσωπο υποβάλλει αίτηση διεθνούς προστασίας, προκειμένου να καθυστερεί απλώς ή να εμποδίζει την εκτέλεση απόφασης επιστροφής·»
Σύμφωνα με το άρθρο 9ΣΤ(4) του ίδιου Νόμου προνοείται ότι:
«(4)(α) Η κράτηση αιτητή έχει τη μικρότερη δυνατή διάρκεια και διαρκεί μόνο για όσο διάστημα ισχύει λόγος κράτησης που προβλέπεται στο εδάφιο (2).
(β) Οι διοικητικές διαδικασίες που συνδέονται με λόγο κράτησης που προβλέπεται στο εδάφιο (2) εκτελούνται χωρίς περιττές καθυστερήσεις. Καθυστερήσεις των διοικητικών διαδικασιών που δεν μπορούν να αποδοθούν στο αιτητή δεν δικαιολογούν την συνέχιση της κράτησης.»
Ο ίδιος ο αιτητής ζήτησε επανάνοιγμα της αίτησης του για άσυλο και, εφόσον θεωρήθηκε από τις Αρχές ότι υπάρχει εύλογη υπόνοια ότι το αίτημα έγινε προκειμένου να καθυστερήσει ή να εμποδίσει την εκτέλεση της απόφασης επιστροφής, διατάχθηκε η κράτησή του.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο αιτητής είχε υποβάλει αίτηση για άσυλο και στο παρελθόν η οποία απερρίφθη τόσο από την Υπηρεσία Ασύλου το 2006 όσο και από την Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων το 2011, οπόταν κλήθηκε να αναχωρήσει από τη Δημοκρατία, κάτι που δεν έπραξε. Πρόκειται για αιτητή ο οποίος παρέμεινε για μεγάλο χρονικό διάστημα στη Δημοκρατία παράνομα. Εν πάση περιπτώσει, δεν υπήρξε αμφισβήτηση της νομιμότητας του εν λόγω διατάγματος κράτησης με προσφυγή, συνεπώς τεκμαίρεται ότι αυτό είναι νόμιμο.
Το διάταγμα κράτησης εκδόθηκε στις 15.5.2019 και εξακολουθεί να εκκρεμεί η εξέταση του αιτήματος του για επανάνοιγμα της αίτησης του για άσυλο. Από τα τεκμήρια που επισυνάπτονται στην ένσταση διαφαίνεται ότι η αίτηση μεταβιβάστηκε στην Υπηρεσία Ασύλου στις 14.5.2019. Με αυτά τα δεδομένα δεν κρίνω ότι υπάρχει τέτοια καθυστέρηση στην εξέταση της αίτησης που να καθιστά την κράτηση παράνομη ούτε ότι η κράτηση δεν υφίσταται για τον επιδιωκόμενο σκοπό.
Η επισήμανση στο Τεκμ. 27, που επισυνάπτεται στην ένσταση, από την αρμόδια Αρχή ότι ο «επαναπατρισμός του στο παρόν στάδιο καθίσταται αδύνατος», την οποία επικαλείται η κα Χαραλαμπίδου, έγινε υπό τα δεδομένα που επικρατούσαν κατά το στάδιο πριν την υποβολή του αιτήματος για επανάνοιγμα της αίτησης ασύλου. Κατά την αίτηση, όμως, για επανάνοιγμα της εν λόγω αίτησης, θα εξεταστεί εκ νέου ο ισχυρισμός του αιτητή περί φόβου επαναπατρισμού. Συνεπώς, στη βάση των νέων δεδομένων που δημιουργήθηκαν με τις ενέργειες του ίδιου του αιτητή, με την καταχώρηση της αίτησης για άσυλο, δεν μπορεί να γίνεται λόγος περί αδυναμίας επαναπατρισμού του.
Έχοντας υπόψη τα ιδιαίτερα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης, όπως έχουν αναλυθεί πιο πάνω, θεωρώ ότι η παρούσα διαφοροποιείται από τις υποθέσεις Todorovic (2014) 1 , ECLI:CY:AD:2014:D98AAΔ 304 και Seyed Mahdi Rashidi Azar, Πολ. Αιτ. 54/2016, ημερομηνίας 22.8.2016, ECLI:CY:AD:2016:D406, στις οποίες παρέπεμψε η κα Χαραλαμπίδου. Εν προκειμένω, ο αιτητής επωφελήθηκε με την αναστολή της απέλασής του και έχοντας καταλήξει ότι ο χρόνος που μεσολάβησε από την έκδοση του διατάγματος κράτησης δυνάμει του άρθρου 9ΣΤ, μέχρι την καταχώρηση της παρούσας αίτησης, δεν κρίνεται παρατεταμένος, υπό τις περιστάσεις, σε βαθμό που να δικαιολογεί την έκδοση του αιτούμενου προνομιακού εντάλματος, δεν θεωρώ ότι η κράτηση του παραβαίνει το άρθρο 5 της ΕΣΔΑ ή το άρθρο 15 της Οδηγίας 2008/115/ΕΚ.
Προτού ολοκληρώσω, θεωρώ αναγκαίο να τονίσω ότι η διοίκηση θα πρέπει να συμπληρώσει τάχιστα την εξέταση της αίτησης για άσυλο.
Η αίτηση απορρίπτεται.
Κ. Σταματίου,
Δ.
/ΧΤΘ