ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2019:A313
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. Ε98/2014)
16 Ιουλίου, 2019
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΛΙΑΤΣΟΣ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές]
xxx xxx MAZUR,
Εφεσείοντα/Εναγόμενου
ΚΑΙ
xxx JAKOB,
Εφεσίβλητου/Ενάγοντα
Ν. Τσαρδελλής για Η. Νεοκλέους & Σία ΔΕΠΕ, για τον Εφεσείοντα.
Μ. Λοΐζου (κα) και Κ. Χατζηαναστασίου (κα) για Χάρης Κυριακίδης ΔΕΠΕ και για Μαρκίδη, Μαρκίδη & Σία ΔΕΠΕ, για τον Εφεσίβλητο.
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από το Δικαστή Παμπαλλή.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Με την παρούσα έφεση προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι ως συνέπεια της μη παραχώρησης αναβολής της ακρόασης μιας αίτησης για έκδοση προσωρινών διαταγμάτων ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού και της συνακόλουθης έκδοσης προσωρινών διαταγμάτων εναντίον του εφεσείοντα, υπήρξε παραβίαση, μεταξύ άλλων, των αρχών της δυνατότητας πρόσβασης στο δικαστήριο και προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ενός διάδικου.
Ως αποτέλεσμα της έκδοσης των πιο πάνω προσωρινών διαταγμάτων, ο εφεσείων καταχώρισε έφεση εδραζομένη αρχικώς επί έξι λόγων έφεσης. Κατά το στάδιο της ακρόασης της υπόθεσης απεσύρθησαν δύο εκ των πιο πάνω λόγων και προωθήθηκαν οι υπόλοιποι τέσσερις.
Το παράπονο επί του οποίου εδράζεται ο πρώτος λόγος έφεσης και επαναλήφθηκε και ενώπιον μας από τον ευπαίδευτο συνήγορο, εστιάζεται στην άρνηση του πρωτόδικου δικαστηρίου να εγκρίνει υποβληθέν αίτημα από τον εφεσείοντα για αναβολή.
Τα γεγονότα που συνθέτουν την υπόθεση αυτή δεν αμφισβητούνται.
Ο εφεσίβλητος με γενικώς οπισθογραφημένο κλητήριο, ημερ. 10 Φεβρουαρίου 2014, επιδίωξε την έκδοση, μεταξύ άλλων, αναγνωριστικών διαταγμάτων αναφορικά με την ύπαρξη κοινοπραξίας μεταξύ των διαδίκων, αποζημιώσεις, λογαριασμό κερδών και διεκδίκησε επίσης ποσό $21.000.000 ως συνέπεια αδικαιολόγητου πλουτισμού.
Καταχωρήθηκε ταυτοχρόνως με το κλητήριο ένταλμα μονομερής αίτηση για έκδοση σειράς προσωρινών διαταγμάτων, μεταξύ άλλων, απαγόρευσης πώλησης ή υποθήκευσης περιουσίας, όπως επίσης και διάταγμα για καταχώριση ενόρκου δηλώσεως αναφορικά με τα περιουσιακά στοιχεία που είναι εγγεγραμμένα επ' ονόματι του εφεσείοντα.
Το δικαστήριο, στις 10 Φεβρουαρίου 2014, αφού εξέτασε την αίτηση έκρινε ότι αυτή θα έπρεπε να επιδοθεί και έδωσε προς τούτο σχετικές οδηγίες, ορίζοντας, ταυτοχρόνως, την υπόθεση για ακρόαση στις 28 Φεβρουαρίου 2014.
Μετάφραση της αίτησης και όλων των συνοδευτικών εγγράφων στη ρωσική γλώσσα επιδόθηκαν στον εφεσείοντα στις 17 Φεβρουαρίου 2014.
Στις 28 Φεβρουαρίου 2014, ημέρα κατά την οποία η αίτηση ήταν ορισμένη για ακρόαση, εμφανίστηκε δικηγόρος εκ μέρους του εφεσείοντα. Δήλωσε την πρόθεση του τελευταίου να ενστεί στην έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων. Το δικαστήριο όρισε την υπόθεση για ακρόαση στις 6 Μαρτίου 2014, με οδηγίες για καταχώριση της ένστασης μέχρι τις 5 Μαρτίου 2014. Παράλληλα, ο συνήγορος του εφεσείοντα είχε δηλώσει στο δικαστήριο ότι ο πελάτης του δεν είχε λάβει αντίγραφο της αίτησης στα ελληνικά. Όπως είναι παραδεχτό, ο εν λόγω συνήγορος προμηθεύθηκε αντίγραφο της αίτησης και της ενόρκου δηλώσεως που την συνόδευε, από τους δικηγόρους του εφεσιβλήτου, εντός της ιδίας ημέρας.
Στις 6 Μαρτίου 2014 ο τότε συνήγορος του εφεσείοντα ζήτησε αναβολή της ακρόασης και ταυτοχρόνως παράταση του χρόνου για καταχώριση ένστασης, καθότι, όπως τονίστηκε, το υλικό που έπρεπε να μελετηθεί για την προετοιμασία της υπόθεσης ήταν μεγάλης έκτασης, περιλαμβανομένων κειμένων στα ρωσικά και στα αγγλικά. Κατεβλήθη, όπως τονίστηκε, προσπάθεια να συμπληρωθεί η μελέτη και να προετοιμαστεί η ένσταση, πλην, όμως, ο χρόνος δεν ήταν αρκετός.
Το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού αναφέρθηκε στο ιστορικό της υπόθεσης και τη φύση του επείγοντος έκδοσης διαταγμάτων της μορφής που ζητείτο, σημείωσε ότι η επίδοση έγινε από τις 17 Φεβρουαρίου 2014 και το υποβληθέν αίτημα αναβολής από τις 28 Φεβρουαρίου 2014 μέχρι τις 6 Μαρτίου 2014, χωρίς να καταχωρηθεί ένσταση. Για τους πιο πάνω λόγους το δικαστήριο απέρριψε το αίτημα για αναβολή.
Η πλευρά του εφεσιβλήτου ζήτησε την έκδοση των διαταγμάτων ως η αίτηση. Το δικαστήριο, προτού αποφασίσει, παραχώρησε τη δυνατότητα στο συνήγορο του εφεσείοντα να αγορεύσει για τη μη έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων.
Το πρωτόδικο δικαστήριο αφού αναφέρθηκε στη μελέτη που έγινε της μακροσκελούς, όπως χαρακτηρίζεται, ενόρκου δηλώσεως και όλων των εγγράφων που επισυνάπτονται, εξέδωσε τα αιτούμενα παρεμπίπτοντα διατάγματα, ως η αίτηση, διαφοροποιώντας το παρακλητικό (2) όσον αφορά το χρόνο καταχώρισης της ενόρκου δηλώσεως για σκοπούς συμμόρφωσης.
Το δικαστήριο είχε ενώπιον του μια αίτηση η οποία κατεχωρήθη μονομερώς. Μελετώντας την αίτηση διαπίστωσε ότι τα αιτούμενα διατάγματα ήταν επειγούσης φύσεως, πλην, όμως, για σκοπούς δικαιότερης προσέγγισης, έκρινε ότι θα έπρεπε η αίτηση να επιδοθεί. Καταδεικνύεται η πρόθεση του δικαστηρίου να επιληφθεί τελεσίδικα της αίτησης, ορίζοντας την αμέσως για ακρόαση. Κατά την ορισθείσα ημερομηνία δικηγόρος, ο οποίος εμφανίστηκε για τον εφεσείοντα - καθ'ου η αίτηση, αφού έθεσε στο δικαστήριο τη δυσκολία που αντιμετώπιζε έτσι ώστε να ανταποκριθεί στις ανάγκες της ακρόασης, την ανέβαλε, αρχικώς, για τις 4 Μαρτίου 2014, αλλά όταν ο συνήγορος εξέφρασε ότι ο χρόνος είναι πολύ περιορισμένος, το δικαστήριο την προγραμμάτισε για τις 6 Μαρτίου 2014. Τούτο καταδεικνύει τη σαφή πρόθεση του πρωτόδικου δικαστηρίου να επιληφθεί μιας μονομερούς αιτήσεως ως εκ της φύσεως των αιτούμενων διαταγμάτων. Στις 6 Μαρτίου 2014 έχουν διαδραματιστεί όσα περιγράφονται πιο πάνω, που στόχευαν και πάλι στην αναβολή της ακρόασης, με δεδομένο ότι δεν είχε μέχρι τη στιγμή εκείνη, παρόλη τη διαταγή του δικαστηρίου, καταχωρηθεί ένσταση από πλευράς εφεσείοντα.
Το κρίσιμο ερώτημα είναι αν ο τρόπος χειρισμού από το πρωτόδικο δικαστήριο είναι τέτοιος που να παραβιάζει το συνταγματικό δικαίωμα υπεράσπισης ενός διάδικου, σε βαθμό που να δικαιολογεί την επέμβαση του Εφετείου.
Όπως τονίστηκε στην υπόθεση Andreas Sophocleous & Sons Ltd v. Ορφανίδης Δημόσια Εταιρεία Λτδ κ.ά., Ποιν. Έφ. 109/2015, ημερ. 6 Δεκεμβρίου 2017, ECLI:CY:AD:2017:B446, η αναβολή μιας ακρόασης είναι ιδιαίτερα ανεπιθύμητη και οι αναβολές πρέπει να αποφεύγονται κατά το δυνατό και μόνο σε ασυνήθιστες περιπτώσεις να εγκρίνονται.
Στην ίδια υπόθεση Sophocleous (άνω) τονίστηκαν τα εξής:
«Το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος και το Άρθρο 6.1 της Σύμβασης των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, διασφαλίζουν το δικαίωμα διάδικου να δικαστεί η υπόθεση του εντός ευλόγου χρόνου. (Σπανιά (ανωτέρω)). Η νομολογία των δικαστηρίων είναι απόλυτα ευθυγραμμισμένη με τις αρχές του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου (Γενικός Εισαγγελέας ν. Μενελάου (2004) 2 Α.Α.Δ. 223). Οι καθυστερήσεις θέτουν σε κίνδυνο το σύστημα απονομής της δικαιοσύνης και πλήττουν την αποτελεσματικότητα της.»
Το θέμα του εύλογου χρόνου για εκδίκαση μιας αίτησης εξετάζεται, λαμβανομένων υπόψη, της γενικότερης συμπεριφοράς ενός διάδικου σε συνάρτηση με τυχόν επιπτώσεις στα δικαιώματα του αντιδίκου του.
Επί του προκειμένου, θεωρούμε τον τρόπο με τον οποίο χειρίστηκε το θέμα το πρωτόδικο δικαστήριο ως απολύτως ορθό. Το δικαστήριο άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια και έδωσε αναβολή την πρώτη φορά, ήτοι στις 28 Φεβρουαρίου 2014. Ο εφεσείων, όχι μόνο άφησε το χρονικό διάστημα μεταξύ της επιδόσεως της αίτησης, που έγινε στις 17 Φεβρουαρίου 2014, μέχρι την πρώτη ημέρα ορισμού της ακρόασης, χωρίς να καταχωρίσει ένσταση, παρέλειψε και στη συνέχεια να το πράξει, αγνοώντας και τη δεύτερη οδηγία του δικαστηρίου για καταχώριση ενστάσεως που δεν έγινε, ούτε την ημέρα που ήταν προγραμματισμένη η υπόθεση για ακρόαση (6 Μαρτίου 2014). Το δικαστήριο είχε τονίσει και συμμεριζόμαστε την άποψη αυτή, ότι η φύση των αιτούμενων διαταγμάτων ήταν τέτοιας δραστικής εμβέλειας που έχρηζαν αντιμετώπισης με τον πλέον σύντομο χρόνο. Σ' αντίθετη περίπτωση, οι τυχόν επιπτώσεις στον εφεσίβλητο που προσέφυγε στο δικαστήριο, ενδεχομένως να ήταν μοιραίες.
Ως εκ τούτου, θεωρούμε ότι ο πρώτος λόγος έφεσης δεν έχει έρεισμα και απορρίπτεται.
Σε συνάρτηση με το δεύτερο λόγο έφεσης και τη λιτή διατύπωση του εκδοθέντος διατάγματος, πρέπει να σημειώσουμε ότι το δικαστήριο σε προγενέστερο σημείο του ίδιου πρακτικού, ημερ. 6 Μαρτίου 2014, αναφέρεται σε μελέτη της αίτησης της ενόρκου δηλώσεως και των επισυνημμένων τεκμηρίων, κρίνοντας, ορθά, ότι υπάρχουν σοβαρά ζητήματα προς εκδίκαση και ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις έκδοσης.
Ίσως θα ήταν προτιμότερο να υπήρχε μεγαλύτερη έκταση του σκεπτικού του δικαστηρίου, πλην, όμως, δεν θεωρούμε ότι υπάρχει οποιοσδήποτε λόγος επέμβασης, ως εκ τούτου και ο δεύτερος λόγος απορρίπτεται.
Το παράπονο το οποίο εξάγεται από τον τέταρτο λόγο έφεσης είναι ότι δεν επετράπη στο συνήγορο να αναπτύξει το θέμα της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου να επιληφθεί της αιτήσεως.
Έχουμε διεξέλθει τα πρακτικά της διαδικασίας ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου και το παράπονο του εφεσείοντα δεν έχει έρεισμα. Το δικαστήριο, μετά που απέρριψε το αίτημα για αναβολή και προτού προχωρήσει να εξετάσει το αίτημα του συνήγορου του εφεσείοντα για έκδοση των ζητούμενων διαταγμάτων, έδωσε την ευκαιρία στον τότε δικηγόρο να αγορεύσει. Ο συνήγορος ανέφερε αναφορικά με το επίμαχο θέμα:
″Συνακόλουθα εισηγούμαι προς το Δικαστήριο ότι το Δικαστήριο σας στερείται δικαιοδοσίας να προχωρήσει στην εκδίκαση αυτής της υπόθεσης διότι ο Καθ' ου η αίτηση δεν έχει καταστεί Εναγόμενος εν τη εννοία του νόμου και του έχουν αποστερηθεί τα δικαιώματα του να υπερασπίζεται σε οποιαδήποτε διαδικασία.″
Και επίσης ανέφερε:
″Επιπρόσθετα θεωρώ ότι το Δικαστήριο σας δεν πρέπει να ασκήσει τη διακριτική του εξουσία και να εκδώσει όλα τα διατάγματα τα οποία εξαιτείται ο αιτητής, ακόμα και αν είχε δικαιοδοσία γιατί όπως διευκρινίζει στην αίτηση του ο αιτητής τη θεραπεία την οποία ζητά ..″
Με όλο το σεβασμό προς τον ευπαίδευτο συνήγορο, το παράπονο είναι ανυπόστατο, πέραν του ότι υπάρχει μια ασαφής αναφορά στο θέμα της δικαιοδοσίας, ελλείπει, ως αποτέλεσμα της παράλειψης καταχώρισης ένστασης, το υπόβαθρο γεγονότων για προβολή τέτοιου θέματος δικαιοδοσίας.
Ο παρών λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Με τον έκτο λόγο έφεσης ο εφεσείων παραπονείται ότι θα έπρεπε το δικαστήριο, προτού επιληφθεί της αίτησης για έκδοση προσωρινών διαταγμάτων, να βεβαιωθεί ότι υπήρξε επίδοση της αγωγής στον εφεσείοντα.
Ο λόγος αυτός είναι ανυπόστατος. Ουδέποτε τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου τέτοιο θέμα και επίσης, η εξέταση μονομερών αιτήσεων δεν επιβάλλει την προγενέστερη επίδοση του κλητηρίου εντάλματος.
Η έφεση απορρίπτεται με €3.000 πλέον Φ.Π.Α. υπέρ του εφεσιβλήτου και εναντίον του εφεσείοντα.
Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.
Α. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.