ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Ναθαναήλ, Στέλιος Σταύρου Σταματίου, Κατερίνα Στυλιανίδου-Πούγιουρου, Αντρούλα Κ. Ανδρέου, για τον Εφεσείοντα. Κ. Δημητριάδης, για τους Εφεσίβλητους/Εναγόμενους Ντ. Παπαδόπουλος, για τους Εφεσίβλητους/Εναγόμενους Κ. Ανδρέου, για τον Εφεσείοντα. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2019-07-19 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΛΙΠΕΡΗ, ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΑ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΠΟΥΝΤΖΙΟΥΡΗ ν. ECCLESIASTICAL INSURANCE OFFICE PLC κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. 42/2013, 19/7/2019 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2019:A329

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                                (Πολιτική Έφεση Αρ. 42/2013)

 

19 Ιουλίου 2019 

    

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/στές]

 

xxx xxx ΛΙΠΕΡΗ, ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΑ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΠΟΥΝΤΖΙΟΥΡΗ

 ΤΕΩΣ ΕΞ ΑΡΑΔΙΠΠΟΥ,

Εφεσείων/Ενάγων στις Αγωγές Αρ. 8028/05 και 8027/05

 

ΚΑΙ

 

1.   ECCLESIASTICAL INSURANCE OFFICE PLC,

2.   G.A.P. VASSILOPOULOS INSURANCE AGENCIES LTD,

Εφεσιβλήτων/Εναγομένων στην Αγωγή Αρ. 8028/05

ALICO AMERICAN LIFE INSURANCE COMPANY,

Εφεσιβλήτων/Εναγομένων στην Αγωγή Αρ. 8027/05

---------------------------------------------

Κ. Ανδρέου, για τον Εφεσείοντα.

Κ. Δημητριάδης, για τους Εφεσίβλητους/Εναγόμενους

στην Αγωγή Αρ. 8027/05.

 

Ντ. Παπαδόπουλος, για τους Εφεσίβλητους/Εναγόμενους

στην Αγωγή Αρ. 8028/05.

----------------------------------------------

 

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ:  Η απόφαση δεν είναι ομόφωνη. 

Η απόφαση της πλειοψηφίας με την οποία συμφωνεί

η Πούγιουρου, Δ., θα δοθεί από τον Ναθαναήλ, Δ.

Η Σταματίου, Δ., θα δώσει διϊστάμενη απόφαση.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:  Είναι νομολογημένο ότι τα ασφαλιστικά συμβόλαια ερμηνεύονται όπως κάθε άλλο έγγραφο σύμφωνα με τους κανόνες ερμηνείας σε σχέση βέβαια με συμβάσεις εμπορικού ή καταναλωτικού τύπου.  Ο σκοπός είναι να αποδοθεί στο κείμενο και στις λέξεις που χρησιμοποιούνται η πρόθεση των μερών ώστε να ανευρεθεί εκείνη η σημασία που το κείμενο θα μετέδιδε στο συνετό και λογικό άνθρωπο που κατέχει όλες τις πληροφορίες που θα ήταν λογικά διαθέσιμες στα μέρη στην κατάσταση που αυτά ήταν όταν συνομολογούσαν τη σύμβαση, (Investors Compensation Scheme Ltd v. West Bromwich Building Soc. (1998) 1 W.L.R. 896)

 

        Σε περίπτωση  όρων στους οποίους εντοπίζονται αντιφάσεις ή αμφιβολίες, ο εφαρμοστέος κανόνας είναι ο κανόνας ερμηνείας του κοινοδικαίου  «verba chartarum fortius  accipiuntur contra proferentem», ήτοι, τυχόν αμφιβολίες ή ασάφειες επιλύονται εναντίον του μέρους που ετοίμασε το κείμενο.  Ο κανόνας είναι συνδεδεμένος με τον άλλο γνωστό κανόνα ότι εκείνος ο διάδικος που βασίζεται σε εξαιρέσεις ή όρους που περιέχουν εξαιρέσεις, μπορεί να επιτύχει μόνο εάν η έννοια που αναδύεται είναι καθαρή ως αποτέλεσμα μιας λογικής ερμηνείας του όρου, (MacGillivray on Insurance Law  11η Έκδ. σελ. 309-311, παρ. 11-033 μέχρι 11-036).  Αυτό διότι οι όροι ενός συμβολαίου ετοιμάζονται από τους ίδιους τους ασφαλιστές και έτσι ο κανόνας είναι ότι πρέπει να ερμηνεύονται με αρνητική διάθεση και εναντίον τους, (Raul Colinvaux: The Law of Insurance 5η Έκδ. σελ. 37, παρ. 2-10).

 

        Ο αποβιώσας είχε συνομολογήσει δύο ασφαλιστικά προς όφελος του συμβόλαια.  Το ένα με την Alico American Life Insurance Company, Τεκμήριο 3, και το άλλο με την Ecclesiastical Insurance Office Plc, Τεκμήριο 11.  Το πρώτο κάλυπτε, μεταξύ άλλων, θάνατο από ατύχημα στο ποσό των ΛΚ20.000 και, μετά από προσθήκη, και μηνιαία σύνταξη εκ ΛΚ200 στη σύζυγο του αποβιώσαντος, εφ΄ όρου ζωής.  Το δεύτερο κάλυπτε, μέσω του αντιπροσώπου της Ecclesiastical, G.A.P. Vassilopoulos Ltd, διά συμβολαίου  ομαδικής ασφάλισης, ποσό ΛΚ50.000 για θάνατο, σωματική βλάβη, κλπ. 

 

        Το συμβόλαιο της Ecclesiastical περιείχε τον εξής όρο:

 

«Η Εταιρεία τηρουμένων των όρων, εξαιρέσεων και διατάξεων που περιέχονται στο παρόν ή οπισθογραφούνται σ΄ αυτό θα πληρώσει στον Ασφαλισμένο ή τους νόμιμους διαχειριστές της περιουσίας του  το/τα Ωφελήματα που αναφέρονται στον Πίνακα εάν κατά την περίοδο ασφάλειας, ο Ασφαλισμένος υποστεί σωματική βλάβη που προξενείται από βίαια, τυχαία, εξωγενή και ορατά αίτια και που έχει σαν αποτέλεσμα, άμεσο και ανεξάρτητο από οποιαδήποτε άλλη αιτία σε διάστημα δώδεκα ημερολογιακών μηνών, το θάνατο ή ανικανότητα ή περιορισμό σε νοσοκομείο ή έξοδα.»

 

        Το συμβόλαιο της Alico περιείχε όρο για τον «τραυματισμό» ως εξής, στον οποίο και βασίστηκε η υπεράσπιση, παράγραφος 4, για να αποποιηθεί της ευθύνης:

 

«΄Τραυματισμός΄» οπουδήποτε χρησιμοποιείται στο παρόν έντυπο σημαίνει σωματικό τραυματισμό από ατύχημα επισυμβάν ενώ το παρόν έντυπο βρίσκεται σε ισχύ για τον Ονομαζόμενο Ασφαλισμένο του οποίου ο τραυματισμός αποτελεί την βάση της απαίτησης, και συνεπαγόμενο, άμεσα και ανεξάρτητα από όλες τις άλλες αιτίες, σε καλυπτόμενη από το συμβόλαιο απώλεια.»

 

Τα γεγονότα που οδήγησαν στην έγερση της διαφοράς και συνακόλουθα στις δύο αγωγές πρωτοδίκως έχουν σε συντομία ως εξής:  ο αποβιώσας, ο διαχειριστής της περιουσίας του οποίου ανέλαβε να εγείρει της αγωγές εναντίον των ασφαλιστικών εταιρειών, οδηγώντας το όχημα του στις 29.10.2018, απώλεσε τον έλεγχο του οχήματος με αποτέλεσμα να συγκρουσθεί διαδοχικά με σταθευμένο όχημα και στη συνέχεια με φωσφορούχο κώνο και εν τέλει ακινητοποιήθηκε.  Ο αποβιώσας, σύμφωνα με τη μαρτυρία, έφερε ζώνη ασφαλείας και όταν τον πλησίασε άτομο που κινείτο στο δρόμο, ο Μ.Ε.2, ήταν μελανιασμένος και ανέπνεε δύσκολα.  Δεν εντοπίστηκαν αίματα.  Ειδοποιήθηκε ασθενοφόρο, αλλά την ώρα που τον παρέλαβε, το άτομο δεν ανέπνεε και του έγιναν μαλάξεις από τους νοσοκόμους αρχίζοντας από την ώρα που ο αποβιώσας ήταν ακόμη στο όχημα του.

Το ζητούμενο στη βάση των πιο πάνω γεγονότων ήταν κατά πόσο υπό τις  συνθήκες, ο θάνατος καλυπτόταν από τα αντίστοιχα ασφαλιστικά συμβόλαια.

 

 Είναι αναγκαίο να προστεθεί ότι ουδείς ισχυρισμός υπήρξε από πλευράς των ασφαλιστικών εταιρειών ότι ο αποβιώσας είχε εν γνώσει του, ή, εν γνώσει των εταιρειών, οποιοδήποτε ιατρικό πρόβλημα καρδίας ή παρακολουθείτο για τέτοιο πρόβλημα.

 

        Επομένως ορθά δεν είχε τεθεί ζήτημα είτε απόκρυψης πληροφοριών, είτε αποσιωποίησης δεδομένων που να περιέπλεκαν το όλο θέμα.  Οι εφεσίβλητοι είχαν απλώς αρνηθεί ευθύνη.  Η μεν Ecclesiastical διότι ο θάνατος προήλθε «μάλλον από ασθένεια» και όχι συνεπεία του «τραυματισμού του σε τροχαίο ατύχημα» (παρ. 7 Έκθεσης Υπεράσπισης), μια ασαφής και μη παραδεκτή τοποθέτηση από πλευράς ισχυρισμών επί γεγονότων, η δε Alico διότι ο θάνατος προήλθε από «έμφραγμα του μυοκαρδίου και/ή θρομβωτική απόφραξη της αριστεράς κατιούσας στεφανιαίας αρτηρίας» και «δεν προήλθε από ατύχημα» (παρ. 5 της υπεράσπισης).

 

        Αποτελούσε όμως ουσιώδες γεγονός ότι ο αποβιώσας όταν ακινητοποιήθηκε το όχημα του, το οποίο σύμφωνα με την αποδεκτή μαρτυρία του xxx Ιακωβίδη, Λοχία xxx, Μ.Ε.1, είχε σε σημείο του δρόμου κινηθεί ανεξέλεγκτα με αποτέλεσμα να συγκρουστεί αρχικά με σταθμευμένο όχημα και στη συνέχεια με φωσφορούχο κώνο, ήταν ακόμη ζωντανός, εφόσον ο xxx Αβραάμ, Μ.Ε.2, ως το δεύτερο άτομο που τον πλησίασε τον είδε να αναπνέει με δυσκολία, καθήμενο στη θέση του οδηγού με προσδεδεμένη τη ζώνη ασφαλείας, λίγο μελανό και χωρίς αίματα.  Αυτό συνάδει με τη μαρτυρία της ειδικού παθολογοανατόμου-ιατροδικαστή Ελένης Αντωνίου, Μ.Ε.3, η οποία, μεταξύ άλλων, κατέθεσε ότι ο αποβιώσας έφερε εκχύμωση η οποία έγινε από την πρόσκρουση του στέρνου στο τιμόνι και εφόσον ο οδηγός ήταν ακόμη ζωντανός, δεδομένου ότι οι εκχυμώσεις εμφανίζονται μόνο σε ζώντες.

 

        Η Δρ. Αντωνίου ήταν επίσης σαφής στη μαρτυρία της ότι το τροχαίο ατύχημα επεσυνέβη πριν το θρομβωτικό επεισόδιο.  Αυτό είχε καταγράψει και στο έντυπο «Αποδεικτικό Θανάτου - Δήλωση Ιατρού» της Alico, Τεκμήριο 5, όπου ως αιτία θανάτου αναφέρεται:

 

          «Συμπίεση στέρνου επί του τιμονιού με πιθανότητα τραυματισμού αριστερής κατιούσας αρτηρίας η οποία έφερε αθηρωματικές πλάκες.»

 

Και ότι:

 

           «Ο θάνατος οφείλεται σε νόσημα το οποίο βοήθησε τροχαίο δυστύχημα που έγινε 29/10/03 ημερομηνία θανάτου.»

 

        Εξήγησε ότι δεν υπήρχε καμιά διαφορά μεταξύ των Τεκμηρίων 5, ανωτέρω, και του Τεκμηρίου 6, «Μεταθανάτια Ιατροδικαστική εξέταση» όπου έγραψε, μεταξύ άλλων, ότι «Άμεσα η αιτία θανάτου δεν επήλθε από τραύματα του τροχαίου δυστυχήματος.  Έμμεσα υπάρχει πιθανότητα συμπίεσης του στέρνου επί του τιμονιού.» και αλλού στο σημείο «Καρδιαγγειακό Σύστημα», ότι «Δεξιά στεφανιαία αρτηρία 50% στένωση.  Υπερτροφία μυοκαρδίου.»  Περαιτέρω, πρόσθεσε ότι «Και μηχανικά το τροχαίο δυστύχημα παρόλο του ότι δεν επέφερε τον θάνατο γιατί δεν είχε δημιουργήσει τέτοιου είδους τραυματισμούς που θα μπορούσε να πεθάνει ο άνθρωπος λέμε ότι το τροχαίο δυστύχημα βοήθησε μηχανικά.».

 

         Η μάρτυρας και στην αντεξέταση ήταν θετική στο ότι από τη στιγμή που υπήρξε συμπίεση του στέρνου στο τιμόνι (και όχι στη ζώνη ασφαλείας διότι το αποτύπωμα θα ήταν πλατύτερο και διαφορετικού τύπου), αυτό ήταν το έναυσμα για το έμφραγμα το οποίο  δημιουργήθηκε   λόγω  εξέλκωσης  της αθηρωματικής πλάκας που προϋπήρχε ως χρόνιο νόσημα.  Η μαρτυρία του                Δρ. Κωνσταντίνου Καποδίστρια, Μ.Υ.1, δεν έθεσε τα πράγματα διαφορετικά.  Συμφωνώντας ότι οι αθηρωματικές πλάκες χρειάζονται χρόνια να δημιουργηθούν, η εξέλκωση και η θρόμβωση της πλάκας γίνονται σε λεπτά.  Περιέγραψε τη φυσιολογική διεργασία του εμφράγματος λέγοντας ότι είναι απίθανο να επισυμβεί λόγω εξωτερικού παράγοντα, αλλά δεν ήταν απόλυτος.  Υπήρξαν περιστατικά στη βιβλιογραφία όπου λόγω κτυπήματος στο στέρνο προήλθε έμφραγμα.

 

       Η ανάγνωση της μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ήταν ορθή.  Περί πιθανοτήτων ο λόγος όπως τον έχει ερμηνεύσει η νομολογία.  Δεν αμφισβητείτο ότι ο θάνατος ήταν αποτέλεσμα του εμφράγματος και όχι από το δυστύχημα, το οποίο δεν ήταν σοβαρό ώστε να είχε δημιουργήσει θανάσιμους τραυματισμούς.  Η Μ.Ε.3 δεν κρίθηκε αναξιόπιστη, ούτε η μαρτυρία της κρίθηκε ασαφής ή προβληματική.  Το ζήτημα δεν ήταν εν τέλει κατά πόσον η αιτία θανάτου ήταν το δυστύχημα ή το έμφραγμα, αλλά κατά πόσον με δεδομένη και αναντίλεκτη τη θέση της Μ.Ε.3 ότι το τροχαίο δυστύχημα προηγήθηκε της εξέλκωσης, το ερώτημα ήταν αν αυτό ενέπιπτε στους ασφαλιστικούς όρους.  Το Δικαστήριο έδωσε μεγαλύτερη από ό,τι έπρεπε σημασία στα όσα είπε η Μ.Ε.3 ότι δεν αποκλειόταν, ως ενδεχόμενο και μόνο, ο αποβιώσας να είχε υποστεί έμφραγμα πριν το τροχαίο και ότι θα μπορούσε να είχε αποβιώσει και χωρίς το δυστύχημα λόγω της πάθησης που είχε.  Κανείς δεν γνώριζε όμως πότε αυτό θα συνέβαινε εφόσον δεν  υπήρχε κάποια προδιαγεγραμμένη πορεία.  Όπως είπε η Δρ. Αντωνίου, «έτυχε άνθρωπος να είχε πάθει 21 εμφράγματα και είχε πεθάνει στο 22ο έμφραγμα».

 

        Τα δεδομένα όμως ήταν, και επαναλαμβάνεται, ότι ο αποβιώσας δεν είχε καν αντίληψη των αθηρωματικών πλακών και της στένωσης προηγουμένως.  Το έμφραγμα δεν έγινε από μόνο του όπως στεκόταν ή καθόταν και τον «έπιασε» πόνος ως η φυσιολογική διεργασία ενός εμφράγματος, όπως την περιέγραψε ο Δρ. Καποδίστριας.  Εδώ υπήρξε στην πράξη το δυστύχημα από την άποψη ότι το όχημα που οδηγούσε ο αποβιώσας ξέφυγε της πορείας του και κτύπησε σε άλλο όχημα και στη συνέχεια σε κώνο.  Το γιατί έφυγε  από  την  πορεία  του   μόνο  ο αποβιώσας θα μπορούσε να πει.  Εκείνο όμως που παρουσιαζόταν ήταν ότι υπήρξε απώλεια ελέγχου του οχήματος, με αποτέλεσμα τη διαδοχική του σύγκρουση.  Αυτό άλλωστε καταγράφεται και στην Αστυνομική Έκθεση, Τεκμήριο 12.  Επομένως πρόκειτο για τροχαίο δυστύχημα.  Η θέση της Δρ. Αντωνίου, η οποία είχε διενεργήσει και τη νεκροψία, ήταν ενδεικτική στο ότι ο αποβιώσας είχε πρώτα το δυστύχημα και μετά υπέστη το έμφραγμα.  Στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων και υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες και διαθέσιμη μαρτυρία, αυτή η εκδοχή ήταν πιο πιθανή από άλλη. Ορθά σημειώνει ο συνήγορος του εφεσείοντα-διαχειριστή ότι το ειδικό βάρος μεταφέρθηκε στους εφεσίβλητους να έδειχναν, για παράδειγμα, το αντίθετο.  Όμως δεν το έπραξαν.  Οι θέσεις του Δρ. Καποδίστρια ήταν γενικόλογες ως απόρροια γενικότερης ιατρικής γνώσης.

 

        Υπό το φως των πιο πάνω, υπεισέρχεται στην εικόνα η εξέταση της θεωρίας ή αρχής της πρόσφορης πλησιέστερης αιτίας («proximate cause»).  Όπως εξηγείται στο σύγγραμμα του MacGillivray on Insurance Law - πιο πάνω - σελ. 799, κ.ε., όπως και σε όλους κλάδους του ασφαλιστικού δικαίου, ο ασφαλιζόμενος πρέπει να δείξει ότι η βλάβη που υπέστη είχε αιτιώδη συνάφεια και δημιουργήθηκε από τη λειτουργία ή κίνηση του μηχανισμού του κινδύνου για τον οποίο είχε ασφαλιστεί.  Όμως, όπως παρατηρεί ο συγγραφέας, τα ασφαλιστικά συμβόλαια ατυχημάτων έχουν δημιουργήσει ιδιαίτερα προβλήματα διότι περιέχουν ρητές εξαιρέσεις για διάφορα ζητήματα και έχουν ανακύψει δυσκολίες στην εφαρμογή τους και στην απόφαση κατά πόσο το ατύχημα, το οποίο έδωσε λαβή για αξίωση από τους ασφαλιστές, είχε δημιουργηθεί από ασθένεια ή είχε συνεισφέρει στο ατύχημα η ασθένεια ή ήταν η ασθένεια που είχε συνεισφέρει ή δημιουργήσει το ατύχημα.  Όπου υπάρχουν δύο πιθανές πρόσφορες πιθανές αιτίες για τη δημιουργηθείσα βλάβη, τότε πρέπει να αποφασιστεί η πλησιέστερη αιτία της βλάβης ή του θανάτου και εδώ είναι δυνατόν να γίνει μια διάκριση μεταξύ εκείνων των υποθέσεων όπου η βλάβη ή ο θάνατος επεσυνέβη λόγω της ασθένειας και εκείνων των υποθέσεων όπου η ασθένεια απλά επιδεινώνει και μεγιστοποιεί τις συνέπειες μίας βλάβης που δημιουργήθηκε από άλλη αιτία.

 

  Στην υπόθεση Issit v. Railway Passengers Assurance Co (1889) 22 Q.B.D. 504, η ασφαλιστική κάλυψη για θάνατο αφορούσε τις συνέπειες βλάβης που θα προέκυπταν από δυστύχημα.  Ο ασφαλιζόμενος είχε πέσει και υποστεί εξάρθρωση του ώμου και αναγκάστηκε να μείνει στο κρεβάτι.  Το δυστύχημα τον έκανε επιρρεπή σε κρυολογήματα. Αφού κρυολόγησε, απεβίωσε από πνευμονία ένα μήνα μετά το δυστύχημα.  Αποφασίστηκε ότι ο ασφαλιζόμενος είχε αποθάνει  ως αποτέλεσμα του δυστυχήματος και του τραυματισμού.  Δεν ήταν αναγκαίο ότι ο θάνατος έπρεπε να ήταν άμεση συνέπεια του τραυματισμού, αλλά μόνο ότι η βλάβη είχε προκύψει ως άμεση συνέπεια του δυστυχήματος και ότι ο επακολουθήσας θάνατος ήταν το φυσικό αποτέλεσμα της βλάβης αυτής. 

 

        Τα ασφαλιστικά συμβόλαια του είδους επιβάλλουν, κατά κανόνα, όπως αποδειχθεί ότι η βλάβη ήταν η εγγύτερη αιτία του κινδύνου εναντίον του οποίου είχε γίνει η ασφάλεια.  Και συχνά αναφέρεται ότι το δυστύχημα πρέπει να είναι η άμεση ή εγγύτερη αιτία θανάτου ή βλάβης.  Στην υπόθεση In Re Etherington and Lancashire and Yorkshire Accident Insurance Co (1909) 1 K.B. 591, το ασφαλιστικό συμβόλαιο κάλυπτε σωματική βλάβη «caused by violent, accidental, external and visible means» (που είναι η ίδια φρασεολογία που χρησιμοποιείται και στα επίδικα συμβόλαια: «που προξενείται από βίαια, τυχαία, εξωγενή και ορατά αίτια»).  Ο ασφαλισμένος είχε πέσει από το άλογο του και βρέχτηκε ως το κόκαλο («wet to the skin») και έπρεπε να επιστρέψει στο σπίτι με το άλογο του φορώντας τα βρεγμένα αυτά ρούχα.  Ως αποτέλεσμα οι αντοχές του είχαν χαμηλώσει.  Υπέστη συνεπώς πνευμονία από την οποία και πέθανε.  Αποφασίστηκε ότι η άμεση αιτία του θανάτου ήταν το δυστύχημα και ότι αν το ατύχημα ακολουθείται από οποιαδήποτε φυσιολογικά αποτελέσματα, «. the whole train of events is a proximate cause of the death».

 

        Τα ασφαλιστικά συμβόλαια του είδους επίσης περιέχουν τη φράση, «independently and exclusively of all other causes».  Αυτή η φράση που είναι παρόμοια με αυτή που χρησιμοποιείται στα επίδικα συμβόλαια,  («άμεσο και ανεξάρτητο από οποιαδήποτε άλλη αιτία»), έχει εισαχθεί στα συμβόλαια από τους ασφαλιστές ως αποτέλεσμα του γεγονότος ότι τα Δικαστήρια είχαν δώσει ευρεία ερμηνεία στις λέξεις «sole cause» και, από την άλλη, στενή ερμηνεία στις λέξεις «intervening cause», ώστε να προσπαθήσουν να περιορίσουν τους κινδύνους που αναλάμβαναν.  Όμως στην υπόθεση Fidelity and Casuallty Company of New York v. Mitchell (1917) AC 592, που ακολουθήθηκε στη συνέχεια από άλλες, το συμβόλαιο κάλυπτε σωματική βλάβη λόγω ατυχήματος που δημιουργείτο «directly, independently and exclusively of all other causes».  Ο ασφαλισμένος είχε στο παρελθόν μόλυνση από φυματίωση στον αριστερό πνεύμονα και είχε, επομένως, μια λανθάνουσα φυματίωση στο σύστημα του.  Λόγω ατυχήματος κτύπησε τον καρπό του και ενώ στη συνήθη πορεία των πραγμάτων θα ανέκαμπτε σχετικά γρήγορα, η βλάβη προκάλεσε τη φυματίωση να επανέλθει με αποτέλεσμα να καταστήσει τον ασφαλισμένο ανίκανο. Η Δικαστική Επιτροπή του Ανακτοσυμβουλίου αποφάσισε ότι η ανικανότητα ήταν το άμεσο, ανεξάρτητο και αποκλειστικό αποτέλεσμα από οποιαδήποτε άλλη αιτία και έτσι ο ασφαλιζόμενος μπορούσε να αποζημιωθεί δυνάμει του συμβολαίου.  Σημειώθηκε ότι το ατύχημα είχε δύο χωριστές επιπτώσεις, επί τω ότι κτύπησε ο καρπός και την ίδια στιγμή επανέφερε τη φυματίωση.  Επίσης λέχθηκε ότι η φυματίωση δεν θα επανερχόταν στην επιφάνεια αν δεν  υπήρχε το δυστύχημα. 

 

        Η Jason v. Batten (1930) Ltd (1969) 1 Lloyd's Rep. 281,  την οποία χρησιμοποίησε το πρωτόδικο Δικαστήριο και ανέφεραν ενώπιον του Εφετείου και οι εφεσίβλητοι, είχε διαφορετικά γεγονότα.  Εκεί ο ασφαλιζόμενος που υπέφερε από ασθένεια της αορτής είχε αυτοκινητικό δυστύχημα και έξι ημέρες μετά έπαθε θρόμβωση που τον κατέστησε ανίκανο για αρκετές εβδομάδες.  Το Δικαστήριο βρήκε ότι το άγχος που συνόδευσε το δυστύχημα επιτάχυνε τη θρόμβωση την οποία θα επάθαινε εν πάση περιπτώσει εντός τριών ετών λόγω της κατάστασης του.  Αποφασίστηκε επίσης ότι το ατύχημα δεν ήταν η αιτία της θρόμβωσης ανεξάρτητα από οποιεσδήποτε άλλες αιτίες διότι η κατάσταση της υγείας του ήταν μια συνυπάρχουσα αιτία.  Στην προκείμενη υπόθεση δεν υπήρχε γνώση των προβλημάτων της αθηρωματικής πλάκας και ήταν το προηγηθέν ατύχημα που λόγω της συμπίεσης του στέρνου στο τιμόνι δημιούργησε εκείνη την αλυσίδα που προκάλεσε την εξέλκωση των αθηρωμάτων ώστε να επισυμβεί ο θάνατος.  Πρόσθετα, ο θάνατος επήλθε ως άμεση συνέπεια του δυστυχήματος, χωρίς να υπήρξε μαρτυρία ότι ο αποβιώσας θα έχανε εν πάση περιπτώσει τη ζωή του.  Το αίτιο επομένως («trigerring effect»), ήταν το δυστύχημα.  Το δυστύχημα ήταν το άμεσο αποτέλεσμα της απώλειας ζωής εφόσον είχε ως συνέπεια το θάνατο για τους λόγους που έχουν ήδη καταγραφεί ανωτέρω.

 

        Στο βαθμό, επομένως, που οι όροι που έχουν καταγραφεί ανωτέρω επιδέχονται ερμηνείας, αυτή πρέπει να γίνει προς όφελος του εφεσείοντα.

 

        Η έφεση επιτυγχάνει.  Η πρωτόδικη απόφαση ακυρώνεται στο σύνολο της.  Εκδίδεται απόφαση υπέρ του εφεσείοντα και εναντίον των εφεσιβλήτων ως ακολούθως:

 

        (α)  Στην αγωγή υπ΄ αρ. 8027/2005, για το ποσό των ΛΚ20.000 ή το αντίστοιχο εκ €34.172,03 πλέον το ποσό των ΛΚ200 ή το αντίστοιχο εκ €347,72 μηνιαίως από 29.10.2003 πλέον νόμιμο τόκο από της εγέρσεως της αγωγής στις 26.10.2005.

 

        (β) Στην αγωγή υπ΄ αρ. 8028/05, για το ποσό των ΛΚ50.000 ή  το αντίστοιχο σε €85.430,07 πλέον νόμιμο τόκο από της εγέρσεως της αγωγής στις 26.10.2005.

 

 

 

 

        Τα έξοδα πρωτοδίκως και κατ΄ έφεση επιδικάζονται  υπέρ του εφεσείοντος και εναντίον των εφεσιβλήτων αντιστοίχως σε κάθε έφεση όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

 

 

 

 

 

 

                                                Δ.

 

 

 

 

 

                                                Δ.

 

 

 

 

 

 

 

/ΕΘ

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Έφεση Αρ. 42/2013)

 

19 Ιουλίου, 2019

                                                        

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

xxx xxx ΛΙΠΕΡΗΣ, ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΑ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΠΟΥΤΖΙΟΥΡΗ, ΤΕΩΣ ΕΞ ΑΡΑΔΙΠΠΟΥ,

Εφεσείων/Ενάγων στις Αγωγές Αρ. 8028/05 και 8027/05,

 

ΚΑΙ

 

1.   ECCLESIASTICAL INSURANCE OFFICE PLC,

2.   G.A.P. VASSILOPOULOS INSURANCE AGENCIES LTD,

Εφεσίβλητοι/Εναγόμενοι στην Αγωγή Αρ. 8028/05,

 

ALICO AMERICAN INSURANCE COMPANY,

Εφεσίβλητοι/Εναγόμενοι στην Αγωγή  Αρ. 8027/05.

_ _ _ _ _ _

Κ. Ανδρέου, για τον Εφεσείοντα.

Κ. Δημητριάδης, για τoν Εφεσίβλητο στην Αγωγή 8027/2005.

Ντ. Παπαδόπουλος, για τoν Εφεσίβλητο στην Αγωγή

 8028/2005.

_ _ _ _ _ _

 

Δ Ι Ι Σ Τ Α Μ Ε Ν Η   Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Με όλο το σεβασμό προς την απόφαση της πλειοψηφίας, διατηρώ διαφορετική άποψη και καταλήγω σε διαφορετικό αποτέλεσμα.

 

Υιοθετώ για σκοπούς της παρούσας, τόσο την αναφορά στα γεγονότα, όσο και στις νομικές αρχές που διέπουν την ερμηνεία ασφαλιστικών συμβολαίων, καθώς και την αρχή της πρόσφορης πλησιέστερης αιτίας («proximate cause»).

 

Ο όρος που ενδιαφέρει στο συμβόλαιο της Ecclesiastical, είναι ο εξής:

 

«Η Εταιρεία τηρουμένων των όρων, εξαιρέσεων και διατάξεων που περιέχονται στο παρόν ή οπισθογραφούνται σ΄ αυτό θα πληρώσει στον Ασφαλισμένο ή τους νόμιμους διαχειριστές της περιουσίας του το/τα Ωφελήματα που αναφέρονται στον Πίνακα εάν κατά την περίοδο ασφάλειας, ο Ασφαλισμένος υποστεί σωματική βλάβη που προξενείται από βίαια, τυχαία, εξωγενή και ορατά αίτια και που έχει σαν αποτέλεσμα, άμεσο και ανεξάρτητο από οποιαδήποτε άλλη αιτία σε διάστημα δώδεκα ημερολογιακών μηνών, το θάνατο ή ανικανότητα ή περιορισμό σε νοσοκομείο ή έξοδα.»

 

Στο συμβόλαιο της Alico ο όρος για «τον τραυματισμό», στον οποίο βασίστηκε η υπεράσπιση, προνοεί τα ακόλουθα:

 

«'Τραυματισμός' οπουδήποτε χρησιμοποιείται στο παρόν έντυπο σημαίνει σωματικό τραυματισμό από ατύχημα επισυμβάν ενώ το παρόν έντυπο βρίσκεται σε ισχύ για τον Ονομαζόμενο Ασφαλισμένο του οποίου ο τραυματισμός αποτελεί την βάση της απαίτησης, και συνεπαγόμενο, άμεσα και ανεξάρτητα από όλες τις άλλες αιτίες, σε καλυπτόμενη από το συμβόλαιο απώλεια.»

 

Η φράση «άμεσα και ανεξάρτητα από όλες τις άλλες αιτίες» («independently and exclusively of all other causes») που περιέχεται σε τέτοιου είδους συμβόλαια αναλύεται στο σύγγραμμα του MacGillivray on Insurance Law 12η έκδοση σελ. 891 - 894, με παραπομπή σε νομολογία. Στην υπόθεση Fidelity and Casualty Co of New York v. Mitchell [1917] A.C. 592, στην οποία γίνεται αναφορά στην απόφαση της πλειοψηφίας, το συμβόλαιο περιείχε όρο ότι κάλυπτε σωματική βλάβη λόγω ατυχήματος που δημιουργείτο «directly, independently and exclusively of all other causes». Ο ασφαλισμένος είχε ατύχημα, συνεπεία του οποίου τραυμάτισε τον καρπό του. Λόγω του ότι είχε στο παρελθόν μόλυνση από φυματίωση στον αριστερό πνεύμονα και είχε, μία λανθάνουσα φυματίωση στο σύστημα του, ενώ στη συνήθη πορεία των πραγμάτων θα ανέκαμπτε γρήγορα, επανήλθε η φυματίωση, με αποτέλεσμα να καταστήσει τον ασφαλισμένο ανίκανο. Η Δικαστική Επιτροπή του Ανακτοβουλίου, αποφάσισε ότι η ανικανότητα ήταν το άμεσο, ανεξάρτητο και αποκλειστικό αποτέλεσμα από οποιαδήποτε άλλη αιτία και έτσι ο ασφαλιζόμενος μπορούσε να αποζημιωθεί δυνάμει του συμβολαίου. Σημειώθηκε ότι το δυστύχημα είχε δύο χωριστές επιπτώσεις επί τω ότι κτύπησε ο καρπός και την ίδια στιγμή επανέφερε τη φυματίωση. Περαιτέρω, θεωρήθηκε σημαντικό να σημειωθεί ότι η φυματίωση δε θα επανερχόταν αν δεν υπήρχε το δυστύχημα και ότι η υπόθεση αυτή διαφοροποιείται από τις υποθέσεις όπου υφίσταται μία κατάσταση κατά το χρόνο του δυστυχήματος και, σε συνδυασμό με το δυστύχημα, επιφέρει τραυματισμό ή θάνατο.

 

Η υπόθεση Jason v. Baten (1930) Ltd [1969] 1 Lloyd's Rep. 281, στην οποία αναφέρθηκε τόσο το πρωτόδικο Δικαστήριο, όσο και οι εφεσίβλητοι ενώπιόν μας, και παραπέμπει σ΄ αυτή διαφοροποιώντας την ως προς τα γεγονότα η πλειοψηφία, αφορά περίπτωση όπου ο ασφαλισμένος, ο οποίος υπέφερε από ασθένεια της αορτής, είχε αυτοκινητιστικό δυστύχημα και έξι μέρες μετά έπαθε θρόμβωση που τον κατέστησε ανίκανο για αρκετές εβδομάδες. Το Δικαστήριο βρήκε ότι το άγχος που συνόδευσε το δυστύχημα επιτάχυνε τη θρόμβωση, την οποία θα πάθαινε, εν πάση περιπτώσει, εντός τριών ετών λόγω της κατάστασής του. Αποφασίστηκε, περαιτέρω, ότι το δυστύχημα δεν ήταν η αιτία της θρόμβωσης, ανεξάρτητα από οποιεσδήποτε άλλες αιτίες, επειδή η ασθένεια της αορτής αποτελούσε συνυπάρχουσα και συνεργιστική αιτία (concurrent and cooperative cause). Το στοιχείο αυτό διαφοροποιεί την υπόθεση από τη Mitchell, πιο πάνω, όπου το δυστύχημα προκάλεσε φυματίωση, η οποία δε θα προκαλείτο εάν δεν συνέβαινε το δυστύχημα. Περαιτέρω, κρίθηκε ότι δεν απαιτείτο να αποφασιστεί κατά πόσο η ασθένεια της αορτής ή το δυστύχημα ήταν η πρόσφορη πλησιέστερη αιτία της ανικανότητας του ασφαλισμένου. Ο τρόπος που εξελίχθηκαν τα γεγονότα ήταν τέτοιος που αυτά εντάσσονταν στην εξαίρεση του ασφαλιστηρίου εγγράφου, με το ασφαλιστήριο συμβόλαιο να ερμηνεύει τον ασφαλισμένο κίνδυνο πιο στενά απ΄ ότι η αρχή του κοινοδικαίου περί πρόσφορης πλησιέστερης αιτίας.

 

Όπως επισημαίνεται στο πιο πάνω σύγγραμμα MacGillivray on Insurance Law, υπάρχει μία κατηγορία υποθέσεων οι οποίες παρουσιάζουν ιδιαίτερη δυσκολία, επειδή ο ασφαλισμένος ο οποίος ήδη πάσχει από μία ασθένεια εμπλέκεται σε δυστύχημα και, τόσο η ασθένεια, όσο και το δυστύχημα, συνδράμουν στον τραυματισμό ή το θάνατο. Σε περίπτωση κατά την οποία κατά το χρόνο του δυστυχήματος υπάρχει μία υφιστάμενη ασθένεια η οποία, σε συνδυασμό με το δυστύχημα, έχει ως αποτέλεσμα τον τραυματισμό ή το θάνατο του ασφαλισμένου, το δυστύχημα δεν θεωρείται ως ανεξάρτητη αιτία.

 

Η Δρ. Αντωνίου (ME3), η οποία διενήργησε τη νενομισμένη νεκροψία, στο έντυπο που συντάχθηκε στις 30.10.2003 (Τεκμ. 6), ανέφερε, ως προς τα αίτια του θανάτου, τα ακόλουθα:

 

«Α. Έμφραγμα μυοκαρδίου.

Β. Θρομβωτική απόφραξη αριστερής κατιούσας στεφανιαίας αρτηρίας σε

     σημείο εξέλκωσης αθηρωματικής πλάκας.

Γ. Άμεσα η αιτία θανάτου δεν επήλθε από τραύματα του τροχαίου δυστυχήματος. Έμμεσα υπάρχει πιθανότητα συμπίεσης του στέρνου επί του τιμονιού.»

 

Σε άλλο έντυπο που συμπλήρωσε η ΜΕ3 για την ασφαλιστική εταιρεία Alico, στις 8.11.2003, Τεκμ. 5, συμπλήρωσε στο σημείο Α, που αναφέρεται σε «ασθένεια ή κατάσταση που επέφερε αμέσως το θάνατο (αυτό δεν σημαίνει τον τρόπο θανάτου όπως καρδιακή ανεπάρκεια, ατονία κλπ, αλλά σημαίνει την ασθένεια, το τραύμα ή την επιπλοκή που προξένησε το θάνατο)» κατέγραψε «συμπίεση στέρνου επί του τιμονιού με πιθανότητα τραυματισμού αριστεράς κατιούσας αρτηρίας η οποία έφερε αθηρωματικές πλάκες». Στο δε σημείο Β, που αναφέρεται σε «προηγούμενα αίτια (νοσηρές καταστάσεις αν υπάρχουν, που προξένησαν την παραπάνω αιτία)», κατέγραψε «έμφραγμα μυοκαρδίου από θρομβωτική απόφραξη αριστεράς κατιούσας στεφανιαίας». Στη δεύτερη σελίδα του εν λόγω Τεκμηρίου ανέφερε, στα τελικά της σχόλια, τα εξής:

 

«Ο θάνατος οφείλεται σε στεφανιαία νόσο στην οποία βοήθησε το τροχαίο δυστύχημα συμπιέζοντας το στέρνο επί του τιμονιού του αυτοκινήτου που οδηγούσε ο Ελευθέριος Πουτζιουρής. Το στέρνο πιέζοντας την αρτηρία η οποία έφερε αθηρωματική πλάκα η αθηρωματική πλάκα έχει τραυματισθεί και δημιουργήσει θρομβωτική απόφραξη του εν λόγω αγγείου με αποτέλεσμα το έμφραγμα του μυοκαρδίου το οποίο ήταν και η  άμεση αιτία θανάτου.»

 

Κατά την κυρίως εξέτασή της η ΜΕ3 ανέφερε τα ακόλουθα σε σχετική ερώτηση για τα αίτια του θανάτου:

 

«Α - Από έμφραγμα μυοκαρδίου το οποίο έμφραγμα προκάλεσε η θρομβωτική απόφραξη της αριστεράς κατιούσας στεφανιαίας αρτηρίας. Διαβάζει το Τεκμήριο 6 όπου έγινε μια εξέλκωση στο σημείο αυτό της αρτηρίας την οποία εξέλκωση είχαν προκαλέσει οι αθηρωματικές πλάκες του αγγείου αυτού. Στη συγκεκριμένη περίπτωση επειδή είχε προκληθεί ένας τραυματισμός από τροχαίο δυστύχημα ο μοναδικός τραυματισμός ήταν στο στέρνο όπου το στέρνο με την πίεση επί του τιμονιού του αυτοκινήτου, το ίδιο το στέρνο κατά κάποιο τρόπο πίεσε αντίστοιχα την καρδιά γι΄ αυτό επί της αρτηρίας αυτής της συγκεκριμένης που είχαμε μιλήσει προηγουμένως η οποία είχε πάρα πολλές αθηρωματικές πλάκες έσπασε κάποιο αθήρωμα σε εκείνο το σημείο, η αρτηρία άρχισε να αιμορραγεί και έκαμε θρομβωτική απόφραξη η οποία θρομβωτική απόφραξη δημιούργησε το έμφραγμα του μυοκαρδίου που ήταν και άμεση αιτία θανάτου.»

 

Διευκρίνισε ότι στη μέση και αριστερά πλευρά του στέρνου υπήρχε εκχύμωση η οποία έγινε από τη πρόσκρουση του στέρνου επί του τιμονιού του αυτοκινήτου και μία εκχύμωση μπορεί να δημιουργηθεί μόνο σε ζωντανό άνθρωπο. Επανέλαβε δε σε αρκετά σημεία της μαρτυρίας της ότι η θρομβωτική απόφραξη έγινε συνεπεία εξέλκωσης και αιμορραγίας του αγγείου που δείχνει ότι είχε προηγηθεί το τροχαίο δυστύχημα, το οποίο όμως δεν επέφερε το θάνατο γιατί δεν είχε δημιουργήσει τέτοιου είδους τραυματισμούς που θα μπορούσε να πεθάνει ο άνθρωπος, δηλαδή το τροχαίο δυστύχημα βοήθησε μηχανικά. Κατά την αντεξέταση της δεν απέκλεισε την πιθανότητα ο αποβιώσαντας λίγα δευτερόλεπτα πριν τη σύγκρουση να υπέστη έμφραγμα καθότι δεν γνώριζε πως έγινε το δυστύχημα. Εκείνο όμως που επιβεβαίωσε κατά την αντεξέταση ήταν ότι πρέπει οπωσδήποτε να προϋπήρχε πρόβλημα στην καρδία του αποβιώσαντα, δηλαδή να υπήρχε αθηρωματική νόσος χρόνια, καθότι απαιτούνται μερικά χρόνια για να δημιουργηθεί η κατάσταση της αθηρωματικής νόσου. Ως προς την ελαφριά εκχύμωση που βρέθηκε στο στέρνο του αποβιώσαντος αυτό επέμεινε ότι προήλθε από τη συμπίεση στο τιμόνι του αυτοκινήτου, παρόλο που δεν γνώριζε ότι ο αποβιώσας ήταν προσδεδεμένος με ζώνη ασφαλείας από την οποία δε θα μπορούσε να προκληθεί αυτού του τύπου η εκχύμωση, όπως ανέφερε. Δεν μπορούσε να αποκλείσει το ενδεχόμενο να έχασε τις αισθήσεις του ή να ένιωσε ζαλάδα ή να λιποθύμησε ο αποβιώσας πριν τη σύγκρουση, ούτε μπορούσε να αποκλείσει το ενδεχόμενο η εκχύμωση στο στέρνο να προκλήθηκε από μαλάξεις ή από κάποιο άλλο αντικείμενο.

 

Περαιτέρω, υπήρξε ενώπιον του Δικαστηρίου η αποδεκτή μαρτυρία του ΜΥ1, σύμφωνα με την οποία σπάνια προκαλείται έμφραγμα από εξωτερική πίεση και, εν πάση περιπτώσει, ένα τέτοιο αποτέλεσμα προϋποθέτει έντονη σοβαρή εξωτερική πίεση, κάτι που σύμφωνα με τη μαρτυρία δεν υπήρχε στη δεδομένη περίπτωση.

 

Προκύπτει συναφώς, τόσο από τη μαρτυρία της ΜΕ3, όσο και από τη μαρτυρία του ΜΥ1, η οποία έγινε αποδεκτή από το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι απαιτείτο χρόνος για να δημιουργηθούν τα προβλήματα της αθηρωματικής πλάκας, τα οποία προϋπήρχαν του δυστυχήματος. Περαιτέρω, σαφής υπήρξε και η θέση της ΜΕ3 ότι άμεσα ο θάνατος δεν επήλθε από τραύματα του τροχαίου δυστυχήματος και μόνο έμμεσα υπήρχε πιθανότητα συμπίεσης του στέρνου επί του τιμονιού, λόγω της ύπαρξης πρόσφατης ελαφριάς εκχύμωσης στο στέρνο, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί εκείνη η αλυσίδα που προκάλεσε την εξέλκωση των αθηρωμάτων, έτσι ώστε να επισυμβεί ο θάνατος. Σημειώνεται ότι η ΜΕ3 δήλωσε πως δεν γνώριζε πως έγινε το δυστύχημα, ούτε γνώριζε ότι ο αποβιώσας ήταν προσδεδεμένος με ζώνη ασφαλείας. Η εκχύμωση, σύμφωνα με τη δική της μαρτυρία, δεν θα μπορούσε να προκληθεί από τη ζώνη ασφαλείας.

 

Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω, δεν κρίνω ότι ήταν λανθασμένα τα ακόλουθα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου:

 

«..το εύρημα του Δικαστηρίου ως προς την αιτία θανάτου του αποβιώσαντος εξάγεται με βάση το αποτέλεσμα της μεταθανάτιας ιατροδικαστικής εξέτασης όπως αυτό καταγράφεται στο Τεκμήριο 6 και υποστηρίχθηκε από τη ΜΕ3 ενώπιον του Δικαστηρίου, δηλαδή αιτία θανάτου ήταν το έμφραγμα μυοκαρδίου και η θρομβωτική απόφραξη της αριστεράς κατιούσας στεφανιαίας αρτηρίας σε σημείο εξέλκωσης αθηρωματικής πλάκας. Αποτελεί, επίσης, εύρημα του Δικαστηρίου ότι άμεσα η αιτία θανάτου δεν επήλθε από τραύματα του τροχαίου δυστυχήματος, στο οποίο ως είναι αναντίλεκτο ενεπλάκη ο αποβιώσας. Το ότι έμμεσα υπάρχει πιθανότητα συμπίεσης του στέρνου επί του τιμονιού δεν μεταβάλλει, υπό τις περιστάσεις, το πιο πάνω εύρημα του Δικαστηρίου, δεδομένου ότι με βάση τη μαρτυρία που προσήχθη εκ μέρους του ενάγοντος πρόκειται περί πιθανότητας.»

 

Ως εκ των ανωτέρω, θεωρώ ότι ορθά κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι η περίπτωση δεν καλύπτετο από τους όρους των πιο πάνω συμβολαίων. Το δυστύχημα από μόνο του δεν μπορούσε να προκαλέσει το έμφραγμα και κατά συνέπεια, το θάνατο. Η προϋπάρχουσα ασθένεια, ακόμα και αν γίνει αποδεκτή η μαρτυρία της ΜΕ3 στο μέγιστο βαθμό, αποτελούσε συνυπάρχουσα και συνεργιστική αιτία του θανάτου. Η παρούσα διαφοροποιείται από την υπόθεση Mitchell, πιο πάνω, όπου, εάν δεν γινόταν το δυστύχημα, δε θα επανερχόταν η φυματίωση. Εδώ, εάν δεν προϋπήρχε η αθηρωματική νόσος, δε θα μπορούσε να δημιουργηθεί το έμφραγμα. Συνεπώς, η ύπαρξη της συνυπάρχουσας αθηρωματικής νόσου αποτελούσε συνεργιστική αιτία του θανάτου, όπως έγινε στην υπόθεση Jason v. Baten, πιο πάνω. Συνακόλουθα, ο θάνατος δεν ήταν το άμεσο και ανεξάρτητο από οποιανδήποτε άλλη αιτία αποτέλεσμα του δυστυχήματος.

 

Ενόψει των πιο πάνω, θα απέρριπτα την έφεση.

 

 

 

                                                                       ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο