ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Παμπαλλής, Κώστας Σταύρου Λιάτσος, Αντώνης Ψαρά-Μιλτιάδου, Τάσια Μ. Κιτρομηλίδης, για τους Εφεσείοντες. για την Εφεσίβλητη. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2019-07-16 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο Φ. ΖΙΤΤΗ κ.α. ν. ΦΘΑΡΤΕΜΠΟΡΙΚΗ Α/ΦΟΙ Α. ΚΑΤΣΑΡΗΣ Π. ΛΤΔ, Πολιτική Έφεση Αρ. Ε92/2014, 16/7/2019 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2019:A308

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. Ε92/2014)

 

 

16 Ιουλίου, 2019

 

 

[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΛΙΑΤΣΟΣ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές]

 

 

 

                                 1. Φ. ΖΙΤΤΗ

                                 2. Κ. ΖΙΤΤΗ

                                 3. Μ. ΖΙΤΤΗ

   4. Α. ΖΙΤΤΗ

 

                                                        Εφεσείοντες/Καθ'ων η αίτηση

 

και

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ

ΦΘΑΡΤΕΜΠΟΡΙΚΗ Α/ΦΟΙ Α. ΚΑΤΣΑΡΗΣ Π. ΛΤΔ

 

Εφεσίβλητης/Αιτήτριας

 

 

Μ. Κιτρομηλίδης, για τους Εφεσείοντες.

 

Α. Παστός για Μάμας Χατζηχριστοφή & Συνεργάτες ΔΕΠΕ,

 για την Εφεσίβλητη.

 

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.:  Η απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από το Δικαστή Παμπαλλή.

 

 

 

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.:  Η παρούσα έφεση στρέφεται εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, με την οποία ακυρώθηκε η μεταβίβαση, δυνάμει δωρεάς, ακινήτων από την εφεσείουσα αρ. 1 στους εφεσείοντες 2 ως 4, τέκνα και σύζυγου τέκνου.

 

 H εφεσίβλητη διατηρούσε εμπορικές συναλλαγές με εταιρεία, στην οποία παρέδιδε εμπορεύματα με πίστωση. Στις 18 Μαΐου 2010, η εν λόγω εταιρεία είχε υπογράψει γραμμάτιο συνήθους τύπου προς όφελος της εφεσίβλητης, με ημερομηνία λήξης την 18η Μαΐου 2011, για το ποσό των €169.536, με τόκο 0,5%. Η εφεσείουσα 1, μαζί με τρία άλλα πρόσωπα είχαν εγγυηθεί την εν λόγω υποχρέωση της εταιρείας.

 

Στις 3 Δεκεμβρίου 2010, πριν τη λήξη του γραμματίου η εφεσείουσα αρ.1 μεταβίβασε, δυνάμει δωρεάς, στους εφεσείοντες 2 και 3 διάφορα τεμάχια (χωράφια). Περαιτέρω, στις 26 Ιουλίου 2011 μεταβίβασε, και πάλι δυνάμει δωρεάς, μια οικία στους εφεσείοντες 2 και 3 και ένα χωράφι στον εφεσείοντα 2, ο οποίος στη συνέχεια το μεταβίβασε στη σύζυγο του εφεσείουσα 4.

 

Το πιο πάνω αναφερθέν γραμμάτιο δεν τιμήθηκε στη λήξη του και η εφεσίβλητη καταχώρισε, στις 6 Ιουλίου 2011, αγωγή εναντίον της εφεσείουσας 1 και τριών άλλων προσώπων. Στις 14 Νοεμβρίου 2011 εκδόθηκε, εκ συμφώνου, απόφαση εναντίον της εφεσείουσας αρ. 1 και των τριών άλλων προσώπων.

 

Η εφεσίβλητη, κατόπιν έρευνας, διαπίστωσε τη διενέργεια των πιο πάνω μεταβιβάσεων, οι οποίες έγιναν, χρονικά, τόσο πριν όσο και μετά την έγερση της αγωγής.

 

Ως αποτέλεσμα τούτου η εφεσίβλητη καταχώρισε, στις                             9 Ιανουαρίου 2012, αίτηση για ακύρωση των μεταβιβάσεων, ισχυριζόμενη ότι αυτές έγιναν δόλια, με σκοπό να την παρεμποδίσουν. Το δικαστήριο, αξιολογώντας την ενώπιον του τεθείσα μαρτυρία κατέληξε ότι οι εφεσείοντες «δεν κατάφεραν να αποσείσουν το βάρος απόδειξης που ήταν επιφορτισμένοι ότι οι μεταβιβάσεις έγιναν καλή τη πίστει και δεν έγιναν με πρόθεση να παρεμποδίσουν ή να καθυστερήσουν την αιτήτρια».

 

Προχώρησε με βάση το πιο πάνω συμπέρασμα και ακύρωσε τις μεταβιβάσεις που έγιναν δια δωρεάς και διέταξε την επανεγγραφή των κτημάτων επ' ονόματι της εφεσείουσας 1.

 

Με τον πρώτο, τέταρτο και πέμπτο λόγο έφεσης οι εφεσείοντες προβάλουν ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι είχαν πρόθεση να εμποδίσουν ή να καθυστερήσουν την είσπραξη του οφειλόμενου ποσού από την εφεσίβλητη και ότι το δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε στο εύρημα ότι το ποσό του γραμματίου δεν επρόκειτο να εξοφληθεί. Περαιτέρω, ισχυρίζονται ότι η εφεσίβλητη δεν εμπίπτει εντός της έννοιας «πιστωτή» και επομένως εφόσον η εφεσείουσα 1 δεν θεωρούσε ότι ήταν πιστωτής της η εφεσίβλητη, κατά το χρόνο της μεταβίβασης, δεν υπήρχε πρόθεση καταδολίευσης.

 

Πριν αποφανθούμε επί των λόγων έφεσης επί της ουσίας του θέματος της δόλιας μεταβίβασης, θεωρούμε κατάλληλο να επαναλάβουμε τις αρχές της νομολογίας, ως προς τη δυνατότητα του Εφετείου να επέμβει στην αξιολόγηση των μαρτύρων που κατέθεσαν πρωτοδίκως.

 

Στην υπόθεση The Pissouri Farm Ltd v. Α. Βουγιουκλάκης Λτδ, Πολ. Έφ. 433/2012, ημερ. 27 Μαΐου 2019, ECLI:CY:AD:2019:A198, υιοθετήθηκε το πιο κάτω απόσπασμα από την υπόθεση Παπανδρέας Αθανάση ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 45/2014, ημερ. 5 Οκτωβρίου 2016, ECLI:CY:AD:2016:B470:

 

″Με δεδομένο ότι τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου βασίζονται κυρίως πάνω στην αξιολόγηση της προφορικής μαρτυρίας που παρουσιάζεται, μπορεί να αποτυπωθεί ως απόσταγμα της όλης σχετικής νομολογίας, ότι το ζήτημα της αξιολόγησης της μαρτυρίας και συνακόλουθα της αξιοπιστίας των μαρτύρων, ανήκει στο πρωτόδικο δικαστήριο, το οποίο έχει την ευκαιρία να παρακολουθήσει, στα πλαίσια της ενώπιόν του ζωντανής διαδικασίας την όλη συμπεριφορά των μαρτύρων. Η εξουσία του Εφετείου για επέμβαση στα ευρήματα αξιοπιστίας ή στα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου, θα πρέπει πάντοτε να ασκείται με μεγάλη προσοχή, ακριβώς ώστε να μην εξουδετερώνεται το μεγάλο πλεονέκτημα που έχει το πρωτόδικο δικαστήριο της άμεσης επαφής με τους μάρτυρες. Ως εκ τούτου, το Εφετείο επεμβαίνει μόνο αν η αξιολόγηση της μαρτυρίας ή τα ευρήματα ή τα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου συγκρούονται με την κοινή λογική ή δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία ή από τα ίδια τα ευρήματά του. Σε σχέση με ζητήματα αντιφάσεων στη μαρτυρία, επέμβαση του Εφετείου χωρεί στην περίπτωση και μόνο όπου αυτές είναι τέτοιας μορφής που να δημιουργούν ρήγμα στην υπόθεση. Ως τέτοιες μπορούν να καθορισθούν οι αντιφάσεις οι οποίες, υπό το φως της φύσης της υπόθεσης και του ζητήματος που καλύπτουν, πλήττουν καίρια την αξιοπιστία ενός μάρτυρα ή φανερώνουν διάθεση καταφυγής στο ψεύδος.″

 

 

Tο δικαστήριο με βάση τις διατάξεις των άρθρων 3 και 4 του  περί Δολίων Μεταβιβάσεων (Ακύρωση) Νόμου, Κεφ. 62, έχει εξουσία να ακυρώσει, μεταξύ άλλων, οποιαδήποτε μεταβίβαση ή διάθεση ακίνητης περιουσίας που θεωρείται ως «δόλια».

 

Το άρθρο 3 προβλέπει ότι:

″1) Κάθε δωρεά, πώληση, ενέχυρο, υποθήκη ή άλλη ΅εταβίβαση ή διάθεση οποιασδήποτε κινητής ή ακίνητης περιουσίας που γίνεται από οποιοδήποτε πρόσωπο ΅ε πρόθεση να παρε΅ποδίσει ή καθυστερήσει τους πιστωτές του ή οποιοδήποτε από αυτούς να ανακτήσουν από αυτόν, τα χρέη αυτού ή αυτών, θα θεωρείται ότι είναι δόλια, και θα είναι άκυρη εναντίον του εν λόγω πιστωτή ή πιστωτών και ανεξάρτητα από οποιαδήποτε τέτοια δωρεά, πώληση, ενέχυρο, υποθήκη ή άλλη ΅εταβίβαση ή διάθεση, η περιουσία που φέρεται ότι ΅εταβιβάστηκε ή έτυχε ΅εταχείρισης κατά άλλο τρόπο δύναται να κατασχεθεί και να πωληθεί προς ικανοποίηση οποιουδήποτε χρέους από δικαστική απόφαση που οφείλεται από το πρόσωπο που προβαίνει στη δωρεά, πώληση, ενέχυρο, υποθήκη ή άλλη ΅εταβίβαση ή διάθεση.

 

(2) Σε οποιαδήποτε αίτηση, βάσει των διατάξεων του Νό΅ου αυτού για ακύρωση ΅εταβίβασης ή εκχώρησης οποιασδήποτε περιουσίας που έγινε σε οποιοδήποτε γονιό, σύζυγο, παιδί, αδελφό ή αδελφή του δικαιοπάροχου ή εκχωρητή, όχι ΅ε χρη΅ατικό αντάλλαγ΅α ή ΅ε αντάλλαγ΅α άλλη περιουσία ισοδύνα΅ης αξίας ή ΅ε καλή αντιπαροχή, το βάρος απόδειξης ότι αυτή η ΅εταβίβαση ή εκχώρηση έγινε καλή τη πίστει και δεν έγινε ΅ε πρόθεση να παρε΅ποδίσει ή καθυστερήσει τους πιστωτές του θα έχει ο δικαιοπάροχος ή εκχωρητής και το πρόσωπο στο οποίο έγινε η εν λόγω ΅εταβίβαση ή εκχώρηση.

 

(3) Κα΅ιά πώληση, υποθήκη, ΅εταβίβαση ή εκχώρηση που γίνεται ΅ε αντάλλαγ΅α χρη΅άτων ή άλλης περιουσίας ισοδύνα΅ης αξίας δεν θα είναι ακυρώσι΅η βάσει των διατάξεων του Νό΅ου αυτού, εκτός αν ο αγοραστής, ο ενυπόθηκος δανειστής, ο δικαιοδόχος ή εκδοχέας φανεί ότι έχει αποδεχτεί αυτή εν γνώσει του ότι η πώληση αυτή, υποθήκη, ΅εταβίβαση ή εκχώρηση έγινε από τον πωλητή, ενυπόθηκο οφειλέτη, δικαιοπάροχο ή εκχωρητή ΅ε πρόθεση να καθυστερήσει ή καταδολιεύσει τους πιστωτές του″.

 

 

Η διαδικασία ακύρωσης προβλέπεται στο άρθρο 4 του Κεφ. 62 ήτοι:

″Οιαδήποτε δωρεά, πώληση, ενέχυρο, υποθήκη ή άλλη μεταβίβαση ή διάθεση οποιασδήποτε κινητής ή ακίνητης περιουσίας που θεωρείται ως δόλια βάσει των διατάξεων του άρθρου 3 του Νόμου αυτού η οποία έγινε πριν από ή μετά την έναρξη αγωγής ή άλλης διαδικασίας στην οποία το δικαίωμα για ανάκτηση του χρέους έχει αποδειχτεί, δύναται να ακυρωθεί με διάταγμα του Δικαστηρίου που εξασφαλίζεται με αίτηση οποιουδήποτε εξ αποφάσεως πιστωτή που γίνεται στην εν λόγω αγωγή ή άλλη διαδικασία, και στο Δικαστήριο ενώπιον του οποίου η αγωγή ή άλλη διαδικασία έχει ακουστεί ή εκκρεμεί.″

 

 

Στη βάση του εδαφίου (2) του άρθρου 3 του Κεφ. 62, όταν η μεταβίβαση γίνει σε παιδί, χωρίς χρηματικό αντάλλαγμα, δημιουργείται μαχητό τεκμήριο ότι η μεταβίβαση ήταν δόλια και το βάρος απόδειξης, ότι αυτή έγινε καλή τη πίστει, είναι στους ώμους του δικαιοπάροχου. Το εν λόγω μαχητό τεκμήριο μπορεί να ανατραπεί στη βάση του ισοζυγίου των πιθανοτήτων με την προσκόμιση αξιόπιστης μαρτυρίας.

 

Η πρόθεση που ο μεταβιβάζων είχε, κατά το χρόνο της μεταβίβασης, αποτελεί το ουσιώδες, ώστε να διαπιστωθεί αν η πράξη έγινε για να καθυστερήσει τους πιστωτές του.

 

Αρχικώς θα εξετάσουμε τον προβληθέντα ισχυρισμό των εφεσειόντων, ότι η εφεσίβλητη δεν ήταν πιστωτής εντός της εννοίας του Κεφ. 62.

 

Το ποιος μπορεί να θεωρηθεί πιστωτής είναι θέμα πραγματικό και το δικαστήριο θα πρέπει να το αποφασίσει με κριτήριο το χρόνο μεταβίβασης. Θα πρέπει να αποδειχθεί ότι πρόκειται για πιστωτή, τον οποίο ο οφειλέτης, κατά το χρόνο της μεταβίβασης, είχε πρόθεση να παρεμποδίσει στην ανάκτηση του οφειλόμενου προς αυτόν χρέους.

 

Από παλαιότερα η νομολογία καθόρισε το ζητούμενο. Σύμφωνα με την υπόθεση Lymperopoulou v. Christodoulou and others (1957) Vol. 22 CLR 184, δόλια μεταβίβαση μπορεί να ακυρωθεί μόνο εάν ο πιστωτής που υποβάλλει την αίτηση ακύρωσης, συγκαταλέγεται μεταξύ αυτών που ο οφειλέτης κατά το χρόνο της μεταβίβασης, είχε πρόθεση να παρεμποδίσει ή να καθυστερήσει στην ανάκτηση του οφειλόμενου προς αυτόν χρέους του.

 

Οι εφεσείοντες προβάλλουν ότι το δικαστήριο λανθασμένα κατέληξε ότι η εφεσίβλητη ήταν πιστωτής με βάση τις πρόνοιες του Νόμου. Η αίτηση για ακύρωση δόλιας μεταβίβασης, όπως υποστήριξαν, μπορεί να γίνει από πιστωτή υπέρ του οποίου έχει εκδοθεί δικαστική απόφαση, παραπέμποντας στο άρθρο 2 της Πολιτικής Δικονομίας, Κεφ. 6, το οποίο προβλέπει ότι "εκ δικαστικής αποφάσεως πιστωτής" σημαίνει πρόσωπο υπέρ του οποίου εκδίδεται δικαστική απόφαση με την οποία διατάσσεται η πληρωμή χρημάτων.

 

Σημειώνουν οι εφεσείοντες, και είναι άλλωστε αποδεχτό ότι, κατά το χρόνο που έγιναν μερικές εκ των μεταβιβάσεων, δεν είχε εκδοθεί δικαστική απόφαση υπέρ της εφεσίβλητης. Περαιτέρω προβάλουν ότι η εφεσίβλητη δεν έχει αποδείξει το δικαίωμα της να κατατάσσεται ως πιστωτής του προσώπου από το οποίο οφείλεται το χρέος με βάση το άρθρο 2 του Κεφ. 62.

 

Τα όσα εισηγήθηκαν επί του προκειμένου οι εφεσείοντες δεν μας βρίσκουν σύμφωνους. Το ίδιο το άρθρο 4 του Κεφ. 62, προκαθορίζει ότι, «... θεωρείται δόλια . που .. έγινε πριν από ή μετά την έναρξη αγωγής .». Θα πρέπει κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης για ακύρωση να υπάρχει απόφαση υπέρ του αιτητή.

 

Στην Πολ. Εφ. 214/2012, ΔΗ.ΜΑ.ΡΩ Λτδ (σε εκκαθάριση) ν. Lakis Georgiou Constructions, 28 Σεπτεμβρίου 2018, σημειώθηκε ότι:

 

"Η δωρεά, όπως είναι εν προκειμένω η περίπτωση, προς όφελος τρίτου του περιουσιακού στοιχείου της εφεσείουσας εταιρείας τεκμαίρεται να αποτελεί πράξη καταδολίευσης των εφεσιβλήτων και αυτό ανεξάρτητα από το χρονικό σημείο που έγινε η μεταβίβαση δηλαδή πριν ή μετά την καταχώρηση αγωγής, ή, στα δεδομένα της παρούσας διαφοράς, της έκδοσης της διαιτητικής απόφασης και της μεταγενέστερης εγγραφής της στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου."

 

Ήταν ο ισχυρισμός που προβλήθηκε από τους εφεσείοντες ότι η εφεσίβλητη δεν ήταν στη σκέψη της εφεσείουσας 1 ως πιστωτής, κατά το χρόνο της μεταβίβασης, συνεπώς δεν θα μπορούσε                     ν' αποδειχθεί ότι είχε πρόθεση να εμποδίσει την ανάκτηση του χρέους.

 

Η εφεσείουσα 1 κατά τη μαρτυρία της ανέφερε ότι δεν γνώριζε ότι είχε υπογράψει ως εγγυήτρια το σχετικό γραμμάτιο. Δέχτηκε ότι είχε υπογράψει, κάτι, το οποίο δεν γνώριζε τι ήταν και ότι κατά το χρόνο της μεταβίβασης δεν γνώριζε ότι οφείλει οποιοδήποτε ποσό σε κανένα. Επίσης αρνήθηκε ότι της είχε επιδοθεί οποιαδήποτε αγωγή για το οφειλόμενο ποσό του γραμματίου και ότι δεν γνώριζε, και πάλι, τι υπέγραφε, όταν υπέγραφε το διοριστήριο δικηγόρου για να την εκπροσωπεί στην αγωγή. Είχε, όπως αναφέρει, αποφασίσει να μοιράσει την περιουσία της στα παιδιά της και γι' αυτό το λόγο προέβηκε στις εν λόγω μεταβιβάσεις. Από το 2006, έλαβε την απόφαση να προβεί στις μεταβιβάσεις, αλλά, όπως είπε, δεν είχε χρόνο για να μεταβεί στο Κτηματολόγιο για το σκοπό αυτό.

 

Αντιθέτως, ο μάρτυρας 1 για την εφεσίβλητη, ο οποίος ήταν παρών, ως μάρτυρας κατά την υπογραφή του γραμματίου, ανέφερε ότι, κατά το χρόνο υπογραφής, παρίστατο και δικηγόρος  ο οποίος εξήγησε στην εφεσείουσα 1 ότι υπέγραφε γραμμάτιο.

 

Στη βάση της νομοθετικής πρόνοιας (άρθρο 4 του Κεφ. 62) και της νομολογίας, όπως έχουμε αναφέρει, το βάρος απόδειξης ότι η μεταβίβαση δεν ήταν δόλια, αλλά έγινε καλόπιστα, μετατίθεται στους ώμους του δικαιοπαρόχου.

 

Συνεπώς, το βάρος απόδειξης ότι η μεταβίβαση δεν έγινε δόλια βρισκόταν, εν προκειμένω, στους ώμους των εφεσειόντων, οι οποίοι έπρεπε να αποδείξουν ότι κατά το χρόνο της μεταβίβασης δεν ήταν στη σκέψη της εφεσείουσας 1, ότι η εφεσίβλητη ήταν πιστωτής και ότι η μεταβίβαση δεν έγινε με σκοπό να αποξενώσουν περιουσία για να μην μπορέσει η εφεσίβλητη να εισπράξει το οφειλόμενο ποσό.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο αποδέχθηκε τη μαρτυρία που προσέφερε η εφεσίβλητη και απέρριψε τη μαρτυρία της εφεσείουσας 1, χαρακτηρίζοντας την ως αναξιόπιστη. Η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ήταν, επί του προκειμένου, στη βάση της προσαχθείσας μαρτυρίας, ορθή. Η εφεσείουσα 1 γνώριζε ότι με τη μεταβίβαση θα εμπόδιζε την εφεσίβλητη να εισπράξει το λαβείν της.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο, παρέθεσε με πληρότητα τους λόγους που το οδήγησαν στο συμπέρασμα της επίγνωσης που είχε η εφεσείουσα 1, όταν προέβαινε στις σχετικές μεταβιβάσεις. Η μεγάλης διάρκειας εμπλοκή της με την επιχειρηματική δραστηριότητα «παζάρι», η δήθεν αφέλεια στο τι υπόγραφε, ή ότι δεν αντιλαμβανόταν ότι ως εγγυήτρια ενδεχομένως να καλείτο να πληρώσει, ούτε η δήθεν εμπιστοσύνη στα παιδιά της, έπεισαν ότι δεν αντιλαμβανόταν το περιεχόμενο της επιδοθείσας αγωγής, για το γραμμάτιο, ούτε το διοριστήριο δικηγόρου ή την εκ συμφώνου εκδοθείσα απόφαση.

 

Το κρίσιμο ερώτημα που αναφύεται είναι αν ο δικαιούχος γραμματίου, όταν η ημερομηνία πληρωμής δεν έχει φθάσει, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως πιστωτής του εγγυητή; Η απάντηση είναι θετική, εξαρτώμενη βεβαίως από τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης, έστω και αν το δικαίωμα του «πιστωτή» δεν είναι ακόμη εκτελεστό, αφού δεν μπορούσε να κινήσει αγωγή για να το ανακτήσει. Εν προκειμένω, τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, όπως περιγράφονται πιο πάνω και δη η τεκμηριωμένη αδυναμία ανταπόκρισης των πρωτοφειλετών στις υποχρεώσεις τους, σε συνάρτηση με τις ηθελημένες ενέργειες της εφεσείουσας και τη γνώση, οδηγούν στην επιβεβαίωση της ορθότητας του πρωτόδικου συμπεράσματος ως προς το χαρακτηρισμό της εφεσίβλητης ως πιστωτή.

 

Περαιτέρω, το ουσιώδες στοιχείο για να χαρακτηριστεί ως «δόλια» μια μεταβίβαση, είναι η πρόθεση του μεταβιβάζοντος κατά τον ουσιώδη χρόνο.

 

Σχετικό είναι το πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση Vassiliades v. Vassiliades and another (1941) XVII (Part 1) CLR 10:

 

"The Law of Cyprus as stated in sections 2 and 3 of the Fraudulent Transfers Avoidance Laws, 1886 and 1927 makes the intent of the transferor the crucial test for deciding whether the transfer or disposal is to be deemed to be "fraudulent". The fraud contemplated is note what has been called 'moral' fraud; But consist in the intention of the transferor to 'hinder' or 'delay' (that is something less than 'revent') his creditors. Whether or not that intention exists, must be decided as an inference of fact considering all the circumstances of the case".

 

Στην υπόθεση Τζίεπρα ν. Σάββα (2013) 1 Α.Α.Δ. 2410 αποφασίστηκε ότι:

 

"Το Κεφ. 62, και ειδικά το ’ρθρο 4, παρέχει εξουσία στο δικαστήριο να ακυρώσει, μεταξύ άλλων, οποιαδήποτε μεταβίβαση ή διάθεση ακίνητης περιουσίας που θεωρείται ως «δόλια» βάσει των διατάξεων του ’ρθρου 3 του Νόμου. Το ’ρθρο 3(1) του Κεφ. 62 προνοεί, μεταξύ άλλων, ότι κάθε μεταβίβαση ή διάθεση ακίνητης περιουσίας, που γίνεται από οποιοδήποτε πρόσωπο, με πρόθεση να παρεμποδίσει ή να καθυστερήσει τους πιστωτές του ή οποιοδήποτε απ' αυτούς να ανακτήσουν απ' αυτόν τα χρέη τους, θα θεωρείται ότι είναι δόλια και θα είναι άκυρη εναντίον του εν λόγω πιστωτή ή πιστωτών.

 

Στην παλιά, αλλά καθοδηγητική απόφαση, Lymperopoulou v. Christodoulou a.ο. (1957) Vol. 22 C.L.R., 184 αποφασίστηκε ότι μια δόλια μεταβίβαση είναι άκυρη εναντίον πιστωτή ή πιστωτών τους οποίους, ο μεταβιβάζων και ο δεχόμενος τη μεταβίβαση είχαν πρόθεση να παρεμποδίσουν ή να καθυστερήσουν να ανακτήσουν τα χρέη τους. Δόλια μεταβίβαση δυνάμει των προνοιών του ’ρθρου 3(1) του περί Δολίων Μεταβιβάσεων (Ακύρωση) Νόμου, Κεφ. 62 μπορεί ν' ακυρωθεί μόνον εάν ο πιστωτής, που υποβάλλει την αίτηση ακύρωσης, συγκαταλέγεται μεταξύ αυτών που ο μεταβιβάζων (χρεώστης), κατά το χρόνο της μεταβίβασης, είχε πρόθεση να παρεμποδίσει ή να καθυστερήσει, στην ανάκτηση του οφειλόμενου, προς αυτόν, χρέους.″

 

 

Έχοντας ήδη καταλήξει ότι η εφεσείουσα αρ. 1 γνώριζε περί της ύπαρξης του οφειλόμενου χρέους και ότι η εφεσίβλητη ήταν πιστωτής κατά το χρόνο της μεταβίβασης, η μεταβίβαση θεωρείται ότι έγινε με σκοπό και πρόθεση να εμποδίσουν την εφεσίβλητη να ανακτήσει το εν λόγω οφειλόμενο ποσό. Αυτό ενισχύεται και από το χρόνο κατά τον οποίο έγιναν οι μεταβιβάσεις, αλλά και από την οικονομική κατάσταση της εταιρείας, όπως αναλύουμε κατωτέρω με το δεύτερο λόγο έφεσης. Ενώ η εφεσείουσα αρ. 1 είχε αναφέρει ότι είχε λάβει την απόφαση για διαμοιρασμό της περιουσίας της το 2006, προέβηκε σε αυτή τέσσερα χρόνια μετά, πέντε μήνες πριν τη λήξη του γραμματίου, καθώς και οι άλλες μεταβιβάσεις έγιναν 20 ημέρες μετά την καταχώριση της αγωγής.

 

Οι λόγοι έφεσης 1, 4 και 5 απορρίπτονται.

 

Με το δεύτερο λόγο έφεσης οι εφεσείοντες προβάλλουν ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι το ποσό του γραμματίου δεν επρόκειτο να εξοφληθεί. Εισηγήθηκαν ότι δεν υπήρξε οποιαδήποτε μαρτυρία προς αυτή την κατεύθυνση. Το πρωτόδικο δικαστήριο εξήγησε, με επάρκεια, γιατί κατέληξε στο συμπέρασμα της γνώσης των εφεσειόντων για μη πρόθεση αποπληρωμής του γραμματίου, εδραζόμενο στην αξιολόγηση της προσκομισθείσας μαρτυρίας και δεν βρίσκουμε έρεισμα στην εν λόγω εισήγηση. Ανέφερε δε επί τούτου:

 

″Το Δικαστήριο έχοντας κατά νου τα περιστατικά της κάθε μια από τις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου που αναφέρθησαν ανωτέρω και συγκρίνοντας τα με την παρούσα υπόθεση κρίνεται ότι τα γεγονότα της υπό εξέταση υπόθεσης διαφοροποιούνται από εκείνες τις υποθέσεις αφού η βασική δικαιολογία για τις μεταβιβάσεις, ότι αποτελούσαν τη συνέχιση και υλοποίηση της συμφωνίας διαμοιρασμού της περιουσίας της Καθ' ης η Αίτηση, απερρίφθη και εν απουσία οιουδήποτε άλλου λόγου που έγιναν αυτές, λαμβανομένου υπόψη του χρόνου που επέλεξε η Καθ' ης η Αίτηση 1 να προβεί σε αυτές οδηγεί στο συμπέρασμα ότι αυτές έγιναν γιατί βρισκόταν στη σκέψη της η Αιτήτρια ως πιστωτής δυνάμει του γραμματίου για το ποσό των σχεδόν €170.000 το οποίο δεν επρόκειτο να εξοφληθεί, αφού όπως αναφέρθηκε στη μαρτυρία που παρουσίασε τελικά δεν βγήκε από το ΚΑΠ και η εταιρεία του Μιχάλη έπαυσε να λειτουργεί και η Καθ' ης η Αίτηση 1 μαζί με τους άλλους Καθ' ων η Αίτηση, κατά το χρόνο των δόλιων μεταβιβάσεων είχαν πρόθεση να εμποδίσουν ή και να καθυστερήσουν την είσπραξη του λαβείν της Αιτήτριας.″

 

 

Ο δεύτερος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Ο τρίτος λόγος αφορά την εσφαλμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας από το πρωτόδικο δικαστήριο. Οι εφεσείοντες εισηγήθηκαν ότι η μαρτυρία της εφεσείουσας αρ. 1 παρέμεινε ακλόνητη και αναντίλεκτη ως προς τη γνώση για την υποχρέωση της με βάση το γραμμάτιο. Επίσης, ότι το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε σε αυθαίρετο συμπέρασμα ότι η αγωγή είχε επιδοθεί στην εφεσείουσα αρ. 1.

 

Έχουμε εξετάσει ανωτέρω, στα πλαίσια των λόγων εφέσεων 1, 4 και 5, το θέμα της αξιολόγησης της μαρτυρίας της εφεσείουσας        αρ. 1 ως προς το ότι ήταν εν γνώσει της κατά το χρόνο μεταβίβασης ότι η εφεσίβλητη ήταν πιστωτής και έχουμε αποφασίσει ότι ορθώς το πρωτόδικο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η εφεσείουσα αρ. 1 γνώριζε περί του χρέους το οποίο όφειλε όταν προέβαινε στις μεταβιβάσεις.

 

Η έφεση απορρίπτεται με €2.500 έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον των εφεσειόντων.

 

 

                                      Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.

 

 

 

                                      Α. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.

 

 

 

                                      Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.

/ΔΓ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο