ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Ναθαναήλ, Στέλιος Σταύρου Σταματίου, Κατερίνα Στυλιανίδου-Πούγιουρου, Αντρούλα Α. Μαρκίδης με Α. Δημητρίου και Μ. Ζήρα (κα) για Μαρκίδη, Μαρκίδη amp;amp;amp; Σία ΔΕΠΕ amp;amp;amp; Ιωαννίδης Δημητρίου ΔΕΠΕ, για την Εφεσείουσα Ε. Φλωρέντζου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2019-07-05 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο SUZAN DIKRAZ, ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΩΣ ΜΟΝΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΟΥ (MUTEVELLI) ΤΟΥ ΒΑΚΟΥΦΙΟΥ BEKIR PASHA ν. ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ κ.α., ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 344/2016, 5/7/2019 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2019:A280

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                                ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 344/2016

 

5 Ιουλίου, 2019.

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

SUZAN DIKRAZ, ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΩΣ ΜΟΝΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΟΥ (MUTEVELLI) ΤΟΥ ΒΑΚΟΥΦΙΟΥ BEKIR PASHA, ΕΚ ΤΟΥΡΚΙΑΣ

(ΑΡ. ΤΟΥΡΚΙΚΗΣ ΤΑΥΤ. xxxxxxx9432),

                                                             Εφεσείουσας/Αιτήτριας,                                                                                                                                                     

-      ΚΑΙ -

 

1.     ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

2.     ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟΥ ΚΑΙ ΧΩΡΟΜΕΤΡΙΚΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΛΑΡΝΑΚΑΣ,

                                Εφεσιβλήτων/Καθ΄ ων η Αίτηση

 

                *********************

 

Α. Μαρκίδης με Α. Δημητρίου και Μ. Ζήρα (κα) για Μαρκίδη, Μαρκίδη & Σία ΔΕΠΕ & Ιωαννίδης Δημητρίου ΔΕΠΕ, για την Εφεσείουσα

Ε. Φλωρέντζου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.  

**********************

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα  δώσει η Α. Πούγιουρου, Δ.

**********************

 

Α  Π  Ο  Φ  Α  Σ  Η

 

     ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ:  Με την πρωτογενή Αίτηση Αρ. 31/15 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας, η αιτήτρια/εφεσείουσα, Τουρκικής υπηκοότητας, αξίωνε εναντίον του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, του Υψηλού Συμβουλίου του ΕΒΚΑΦ και του Διευθυντή Κτηματολογίου και Χωρομετρικού Τμήματος Λάρνακας, Καθ' ων η Αίτηση 1, 2 και 3  αντίστοιχα, διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο να διατάσσετο η διαγραφή του ονόματος των εκπροσώπων του ΕΒΚΑΦ ως Επιτρόπων του Βακουφίου Bekir PashaDelegates of EVKAF as Mutαvellis of Bekir Pasha Vakf») από τους τίτλους ιδιοκτησίας αριθμού ακινήτων στη Λάρνακα και η αντικατάσταση του με το όνομα  της Αιτήτριας, υπό την ιδιότητά της ως μόνης Επιτρόπου/Διαχειριστή (Mutevelli) του Βακουφίου Bekir Pasha.  Επιπρόσθετα και/ή διαζευκτικά αξίωνε διακήρυξη του Δικαστηρίου ότι υπό την πιο πάνω ιδιότητά της είχε δικαίωμα, χωρίς την προηγούμενη συγκατάθεση του Υψηλού Συμβουλίου του ΕΒΚΑΦ και/ή εκπροσώπου του, να διαχειρίζεται τα ακίνητα του συγκεκριμένου Βακουφίου και να συμβάλλεται με τρίτους σε σχέση με αυτά.

 

Η αίτηση επιδόθηκε στο Υψηλό Συμβούλιο του ΕΒΚΑΦ, (Καθ' ου η Αίτηση 2)  το οποίο όμως δεν εμφανίστηκε στη διαδικασία και ούτε επέδειξε οποιοδήποτε ενδιαφέρον, γι΄ αυτό και η αίτηση προχώρησε σε απόδειξη εναντίον του, μέσω της ακροαματικής διαδικασίας που διεξήχθηκε  σε σχέση με τους υπόλοιπους Καθ' ων η Αίτηση.

 

Η αίτηση στηρίζετο στα άρθρα 21, 22 και 29 του Περί Δικαστηρίων Νόμου, στα άρθρα 35, 40 και 43 του Περί Επιτρόπων Εμπιστευμάτων Νόμου, ΚΕΦ. 193, στο ΚΕΦ. 224, στους Περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμούς, στον Περί Ιδρυμάτων Νόμο της Τουρκικής Δημοκρατίας (Νόμος Αρ. 2762 του 1935), στον Περί Ιδρυμάτων Νόμο της Τουρκικής Δημοκρατίας (Νόμος Αρ. 5737 του 2008), στον Αστικό Κώδικα της Τουρκικής Δημοκρατίας (Νόμος Αρ. 4721) και στον Περί Διεθνούς Ιδιωτικού Δικαίου και Δικαιοδοσίας Νόμο της Τουρκικής Δημοκρατίας (Νόμος Αρ. 5718/07).

 

Τα γεγονότα επί των οποίων στηρίζετο η αίτηση εμφαίνετο   από τις Ενόρκους Δηλώσεις, ημερομηνίας 13/3/2015,  που συνόδευαν την αίτηση δηλ.  της Μελίνας Ζήρα, δικηγόρου, στην οποία επισυνάπτετο γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα της Κυπριακής Δημοκρατίας και της ίδιας της αιτήτριας, στην οποία  επισυνάπτοντο αριθμός εγγράφων στην Τουρκική γλώσσα που έφεραν πιστοποίηση (Apostille), μαζί με τη πιστή μετάφραση τους στα Ελληνικά.

 

Ο Γενικός Εισαγγελέας και ο Διευθυντής του Κτηματολογίου καταχώρησαν ειδοποίηση περί προθέσεως ένστασης, με την οποίαν  επικαλούντο 12 λόγους ένστασης. Συνοδεύετο δε από την Ένορκη Δήλωση της xxx Πάλμα, Κτηματολογικής Λειτουργού Α΄, ημερομηνίας 6/8/2015 στην οποίαν επισυνάπτετο αριθμός τεκμηρίων μεταξύ των οποίων οι Φάκελοι του Κτηματολογίου υπ' αρ. Α706/1947 και Α708/1947 ως Τεκμήριο 4.

 

Η αίτηση προχώρησε σε ακρόαση, κατά την οποία έδωσαν μαρτυρία για την πλευρά της Αιτήτριας ο xxx Akyildiz, (ΜΑ1) εμπειρογνώμονας επί του Τουρκικού Δικαίου, η Fatma Kurt (ΜΑ2) δικηγόρος στην Τουρκία με ειδικότητα στο Δίκαιο των Εμπιστευμάτων και ο Αλέξανδρος Μαρκίδης, (ΜΑ3) δικηγόρος στην Κυπριακή Δημοκρατία.   Η πλευρά των Καθ΄ ων η Αίτηση 1 και 3/Εφεσιβλήτων δεν προσκόμισε προφορική μαρτυρία, αλλά περιορίστηκε στην αντεξέταση των Akyildiz και Kurt.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε κατ΄ αρχάς με την αξιολόγηση της διά ζώσης μαρτυρίας, σε συνάρτηση με τις ενόρκους δηλώσεις που συνόδευαν την αίτηση και ένσταση και τα τεκμήρια που επισυνάπτοντo σ' αυτές και τα άλλα που κατατέθηκαν κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας.  Διαπίστωσε ότι όλα τα στοιχεία που παρουσίασε η Αιτήτρια προς υποστήριξη της διασύνδεσης της με συγκεκριμένο Ίδρυμα στην Τουρκία προέρχοντο από τη χώρα αυτή, σημειώνοντας ότι η σημαντικότερη παράμετρος του ζητήματος, που είναι η ταύτιση του Τουρκικού Ιδρύματος με το Βακούφιο Bekir Pasha, το επίδικο,  στο οποίο ανήκει η περιουσία και επί του  οποίου Βακούφιου στηρίζονται οι  αξιώσεις της αιτήτριας, είχεν υποβαθμιστεί.

 

Διαπίστωσε ότι η σημαντικότητα της ταύτισης του επίδικου Βακούφιου με το Τουρκικό Ίδρυμα, συνίστατο στο ότι, εφόσον το επίδικο Βακούφιο ιδρύθηκε κατ' ισχυρισμόν εκτός Κύπρου, οπότε τύγχανε εφαρμογής η νομοθεσία της Τουρκίας,  το άρθρο 110.2 του δικού μας Συντάγματος και το ΚΕΦ. 337, ήταν ανεφάρμοστα στην υπό κρίση περίπτωση  εξ ου και δεν περιλαμβάνοντο στη νομική βάση της αίτησης.

 

Το Δικαστήριο συνόψισε τη γραμμή των θέσεων της Αιτήτριας στο ότι το επίδικο Βακούφιο είναι μία αλλοδαπή νομική προσωπικότητα, την περιουσία της οποίας διαχειρίζεται το πρόσωπο που τη διευθύνει, όπως υποστηρίζεται από το Τουρκικό Δίκαιο και την Τουρκία.  Ενόψει των θέσεων αυτών, κατά την εισήγηση της εφεσείουσας,  το Δικαστήριο δεν θα έπρεπε να εφαρμόσει το Τουρκικό Δίκαιο και ούτε ήταν  αναγκαία η εγγραφή της απόφασης του Τουρκικού Δικαστηρίου στην Κύπρο, με την οποία αναγνωρίστηκε το δικαίωμα της ως νόμιμης διαχειρίστριας του Βακούφιου Ιδρύματος, αλλά  αρκούσε σχετική μαρτυρία ως προς την ύπαρξη της απόφασης.

 

Το Δικαστήριο προχώρησε στη συνέχεια και αξιολόγησε την έκθεση του xxx Μαρδά, ημερομηνίας 6/6/2013, (Τεκμήριο 15 στην Ένορκη Δήλωση της αιτήτριας), εμπειρογνώμονα επί θεμάτων  του Κτηματολογίου. Έκρινε ότι η προσπάθεια του, μέσω της μαρτυρίας του, σύνδεσης του επίδικου Βακουφίου με το Βακούφιο «Εμπουμπεκίρ Πασά», του οποίου τα έγγραφα Ίδρυσης «βρίσκονται μάλλον στην Τουρκία» ήταν αυθαίρετη και δεν υποστηρίζετο από το περιεχόμενο των Φακέλων του Κτηματολογίου που επισυνάπτοντο ως
Τεκμήριο 4 στην Ένορκη Δήλωση της Πάλμα, που συνόδευε την ένσταση.  Σ΄ όσον αφορά δε το κατ΄ ισχυρισμόν Ιδρυτικό Έγγραφο του  Βακουφίου
Bekir Pasha  στο οποίο υπήρχε ο όρος  ότι το Βακούφιο θα «προστεθεί και προσαρτηθεί στα Ιδρύματα που βρίσκονται στην Κωνσταντινούπολη» σημειώνει ότι εντοπίζονται στο Έγγραφο αναφορές σε σχέση με  περιουσίες στη Λάρνακα και Λευκωσία, αλλά σε άλλες  περιοχές από την Τερσεφάνου, Δρομολαξιά και Μενεού, που βρίσκεται η περιουσία του επίδικου Βακούφιου. Προσθέτει δε ότι στο  έγγραφο  αυτό (Τεκμήριο 2 στην ένορκη δήλωση της αιτήτριας) γίνεται αναφορά σε   «Ιμπραήμ Ογλού Σεϊχούλ Χαράμ Χατζή Εμπουπεκίρ Πασά».  Με αναφορά στην Κυπριακή νομοθεσία σ' όσον αφορά το ΕΒΚΑΦ, έκρινε περαιτέρω  σημαντική τη μαρτυρία της Πάλμα, που προέκυπτε από τους δύο Φακέλους του Κτηματολογίου,  σ΄ ό,τι αφορά το καθεστώς εγγραφής της περιουσίας του Βακούφιου Bekir Pasha, όπου διαφάνηκε ότι η περιουσία του συγκεκριμένου Βακούφιου ενεγράφη δυνάμει χρησικτησίας  στη βάση των προνοιών του ΚΕΦ. 224, επ΄ ονόματι των αντιπροσώπων του ΕΒΚΑΦ το 1947.

 

Σ΄ όσον αφορά τη γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα, (Τεκμήριο Α στην Ένορκη Δήλωση της Ζήρα που συνόδευε επίσης την αίτηση) για την οποία μαρτύρησε ο κ. Μαρκίδης,   το Δικαστήριο δεν απέδωσε καμιά βαρύτητα στην επιστολή της αιτήτριας που επισυνάπτετο στη γνωμάτευση, στην οποίαν  αυτοαποκαλείτο ως «η Επίτροπος του Βακούφιου Βekir Pasha», όπως ούτε και στην ίδια τη γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα, λόγω μη τεκμηρίωσης της θέσης του Γενικού Εισαγγελέα  ότι η Τουρκική δικαστική απόφαση αναφέρετο στο επίδικο Βακούφιο, Bekir Pasha.  Ήταν διαπίστωση του ότι η όποια εκφρασθείσα γνώμη του Γενικού Εισαγγελέα, ο οποίος σημειωτέον ήταν διάδικος στην πρωτόδικη διαδικασία, δεν ήταν δεσμευτική για το Δικαστήριο.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε ικανοποιηθεί ότι το επίδικο συνιστούσε  Βακούφιο, εκτός της έννοιας του περί ΕΒΚΑΦ και Βακουφίων Νόμου, ΚΕΦ. 337, ή ότι δεν ετύγχανε εφαρμογής το ΚΕΦ. 337, προσθέτοντας ότι  διαφορετικά δεν θα επρόκειτο για βακούφιο στην Κυπριακή έννομη τάξη, αλλά για ένα καταπίστευμα που έγινε στο εξωτερικό και αφορούσε  και σε ακίνητη περιουσία στην Κύπρο.  Ήταν περαιτέρω διαπίστωση του ότι το ΚΕΦ.337 εφαρμόζεται σε όλα τα Μαζμπούτα και Μουλχάκα βακούφια στη βάση του άρθρου 3 του πιο πάνω Νόμου που περιλαμβάνουν όλα τα βακούφια που ήταν γνωστά και αναγνωρισμένα πριν την έναρξη ισχύος του Νόμου ως Μαζμπούτα και ως Μουλχάκα Μεσρούτα Βακούφια.  Στον ορισμό των Βακουφίων Μαζμπούτα περιλαμβάνονται και όλες οι ιδιοκτησίες που περιήλθαν ή που διαχειρίζονταν από τους αντιπροσώπους του ΕΒΚΑΦ πριν την έναρξη ισχύος του Νόμου στις 22/10/1955.

 

Καταλήγοντας έκρινε ότι εφόσον ισχύουν στην παρούσα περίπτωση οι πρόνοιες του ΚΕΦ. 337 αποκλειστική δικαιοδοσία στη βάση του άρθρου 2 αυτού  έχει το Ανώτατο Δικαστήριο ενώ αίτηση για αλλαγή του Μουτεβελλή μόνο με τη συγκατάθεση του Γενικού Εισαγγελέα θα μπορούσε να γίνει (βλ. Αίτηση Βακούφιο (VAKF) της Siddika κ.ά. (2008) 1(Α) Α.Α.Δ. 13 και την  υπόθεση Εφετείου Balce (2010) 1(A) A.A.Δ. 680). Μετά τις πιο πάνω διαπιστώσεις του προέβη στη συνέχεια σε απόρριψη της αίτησης.

 

Με την παρούσα έφεση η εφεσείουσα προσβάλλει  την απορριπτική   απόφαση με πέντε λόγους έφεσης.  Ο λόγος έφεσης 1 αναφέρεται στις εσφαλμένες διαπιστώσεις του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι το Μουλχάκ Βακούφιο Esbak  Seyhulharem Elhac Ebubekir Pasa (Αρ. Εγγραφής Β.02.1. VGM. 1.03.02.120-99/3646) δεν είναι το ίδιο νομικό πρόσωπο με το  Βακούφιο Bekir Pasha  επί του οποίου είναι εγγεγραμμένα τα ακίνητα που περιγράφονται στο Τεκμήριο 14 της Ένορκης Δήλωσης της εφεσείουσας  και ότι δεν προκύπτει ταύτιση των ονομασιών τους. Ο λόγος έφεσης 2 αναφέρεται στη διαπίστωση του Δικαστηρίου ότι η εγγραφή των «Delegates of Evkaf» ως επιτρόπων (trustees/Mutevellis) του Βακουφίου «Bekir Pasha» επιτεύχθηκε δυνάμει  χρησικτησίας σύμφωνα με τις  πρόνοιες του ΚΕΦ. 224.  Ο λόγος έφεσης 3 προσβάλλει ως λανθασμένο το συμπέρασμα του Δικαστηρίου ότι «....... δεν έχει ικανοποιηθεί ότι Βακούφιο Bekir Pasha πρόκειται για Βακούφιο εκτός της έννοιας του περί Εβκάφ και Βακουφίων Νόμου, ΚΕΦ. 337 ή ότι δεν τυγχάνει εφαρμογής το ΚΕΦ. 337....»

 

Ο λόγος έφεσης 4 αναφέρεται στο εσφαλμένο συμπέρασμα ότι το επίδικο Βακούφιο υπόκειται στις πρόνοιες του Νόμου Αρ. 139/91 και ότι εμπίπτει στον όρο «τουρκοκυπριακή περιουσία» και τέλος  ο λόγος έφεσης  5 στο συμπέρασμα ότι το Βακούφιο, Bekir Pasha  δεν ιδρύθηκε στην Τουρκία.

 

Όλοι οι λόγοι έφεσης είναι συναφείς και στηρίζονται περίπου στην ίδια αιτιολογία.  Κύριος άξονας της επιχειρηματολογίας της εφεσείουσας είναι ότι με τη μαρτυρία που είχε προσκομίσει  πρωτόδικα είχε αποδειχθεί  η ταύτιση των δύο Βακουφίων και ότι το Bekir Pasha ήταν στην πραγματικότητα το Τούρκικο Βακούφιο.    Ενόψει της συνάφειας των λόγων έφεσης θα εξεταστούν μαζί.

 

 Προς υποστήριξη του λόγου έφεσης 1 η εφεσείουσα, μέσω του περιγράμματος αγόρευσης των δικηγόρων της, εισηγήθηκε ότι όλη η μαρτυρία που προέρχετο από την ένορκη δήλωση της εφεσείουσας που συνόδευε την αίτηση, και αναφέρετο στο  ότι το Βακούφιο Bekir Pasha επρόκειτο για το ίδιο Ίδρυμα με εκείνο της Τουρκίας  παρέμεινε αναντίλεκτη∙ εφόσον οι εφεσίβλητοι δεν άσκησαν το δικαίωμα τους της αντεξέτασης της εφεσείουσας επί της ενόρκου δηλώσεως της,  αλλ' ούτε και προβλήθηκε αντίθετος ισχυρισμός στην ένορκη δήλωση της Πάλμα, που συνόδευε την ένσταση.  Περαιτέρω με την Έκθεση του Μαρδά (Τεκμήριο 15 στην ένορκη δήλωση της εφεσείουσας) καθίστατο σαφές ότι τα ακίνητα που ανήκουν στο επίδικο Βακούφιο ταυτοποιούντο με εκείνα που ανήκουν στο Βακούφιο που ιδρύθηκε στην Τουρκία, του οποίου επίτροπος τυγχάνει να είναι η εφεσείουσα, η οποία μαρτυρία επίσης δεν αμφισβητήθηκε.  Ούτε αμφισβητήθηκαν τα Τεκμήρια 16, 17, 18 και 19 που επισυνάφθηκαν στην ένορκη δήλωση της εφεσείουσας, που συνιστά αλληλογραφία της εφεσείουσας με το ΕΒΚΑΦ, τα οποία καταμαρτυρούσαν ότι η εφεσείουσα είναι η επίτροπος του Βακουφίου στο οποίο ανήκουν τα ακίνητα που είναι εγγεγραμμένα επ' ονόματι των εκπροσώπων του ΕΒΚΑΦ. 

 

Εξετάσαμε την εισήγηση με προσοχή ανατρέχοντας στα πρακτικά, στις ένορκες δηλώσεις που συνόδευαν την αίτηση και ένσταση και στα τεκμήρια που κατατέθηκαν είτε κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας είτε επισυνάπτοντο στις ένορκες δηλώσεις.   

 

Κατ' αρχάς θα πρέπει να σημειωθεί η παρατήρηση του  πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η εφεσείουσα στήριξε τις αξιώσεις και την επιχειρηματολογία της στο ότι ήταν η επίτροπος ενός Βακουφίου που ιδρύθηκε  στην Τουρκία, στη βάση αριθμού εγγραφών που προέρχοντο από την Τουρκία.  Θα προσθέταμε ότι ανεπίτρεπτα δικονομικά, αλλά και ουσιαστικά, τέθηκε στη νομική βάση της αίτησης αλλοδαπή και μη ισχύουσα νομοθεσία.  Δεν επιτρεπόταν η αναφορά σε Νόμους της Τουρκίας ως να ίσχυαν στη Δημοκρατία.  Το αλλοδαπό δίκαιο αποδεικνύεται με αναφορά στο σώμα της δικογραφίας και απόδειξη του, όπως κάθε άλλο πραγματικό γεγονός, με κατάλληλη μαρτυρία  (βλ.  Dicey and Morris Rule: "foreign law must be pleaded and proved as fact" και την υπόθεση Zeeland and Navigation Company Ltd v. Banque Worms (2000) 1 (B) A.A.Δ. 707).  Η δικογράφηση του αλλοδαπού δικαίου αποτελεί εξαίρεση στο σύνηθες κανόνα ότι ο νόμος και οι συνέπειες του τεκμαίρονται, εφόσον θεωρούνται γεγονός γι' αυτόν και τίθεται στο σώμα της αγωγής (Bullen & Leake: Precedents of Pleadings 12η Έκδ. σελ. 39). 

 

Σ' όσον αφορά τα διάφορα έγγραφα που καταρτίσθηκαν από διάφορες αρχές εκτός της Κυπριακής Δημοκρατίας, στο  πλαίσιο της απόδειξης ορθά παρουσιάστηκαν με τη μέθοδο του Apostille.    

 

Αξιολογώντας τις θέσεις της εφεσείουσας, μέσω της ένορκης δήλωσης της που συνοδεύει την αίτηση,  το Δικαστήριο προέβη στη  διαπίστωση ότι τα στοιχεία που παρέθεσε πρωτόδικα, δηλαδή αντίγραφα πιστοποιητικών της Πρωθυπουργίας της Τουρκίας ημερ. 18/10/2012 και 26/9/2007, φωτοαντίγραφο απόφασης της Γενικής Διεύθυνσης Ιδρυμάτων ημερ. 29/1/1991 και φωτοαντίγραφο αναγνωριστικής απόφασης Τουρκικού Δικαστηρίου ημερ. 27/2/1991, υποστήριζαν ότι η εφεσείουσα διασυνδέεται με κάποιο Ίδρυμα που ιδρύθηκε στην Τουρκία.  Όπως αναφέρει, τα μεν πιστοποιητικά της Πρωθυπουργίας της Τουρκίας αναφέρονται στη διεύθυνση του Ιδρύματος Μουλχάκ Εμπουμπεκίρ Πασά και  Ιδρύματος Εμπουμπεκίρ Πασά του οποίου είναι η διαχειρίστρια υπό τον έλεγχο της Γενικής Διεύθυνσης Ιδρυμάτων,  η δε δικαστική απόφαση ημερ. 27/2/1991 αναγνωρίζει το δικαίωμα της εφεσείουσας να διοριστεί ως επίτροπος του Βακουφίου που περιγράφεται ως "Mulhak Esbak Seyhul Harem Ebubekir Pasa Bin Imbrahim Aga.»  Με την απόφαση της Γενικής Διεύθυνσης Ιδρυμάτων ημερ. 29/1/1991 η εφεσείουσα διορίστηκε ως επίτροπος του «Esbak Seyhulharem Elhac Ebebekir Pasa Foundation in Antalya".  Σημειώνει ως θέση της εφεσείουσας, ότι το επίδικο Βακούφιο ιδρύθηκε στις 25/5/1748, όταν η Κύπρος συνιστούσε τμήμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και είναι καταγραμμένο στο λεγόμενο «Ανεξάρτητο Βιβλίο» και επίσης στη «Γενική Διεύθυνση Ιδρυμάτων (Βακουφίων) - Περιφερειακή Διεύθυνση Αττάλειας».

 

Ανατρέξαμε στα εν λόγω έγγραφα καθώς και στο περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης της εφεσείουσας, στην οποίαν η ίδια περιγράφεται ως «η μόνη επίτροπος (Mutevelli) του Μουλχάκ Βακουφίου Esbak Seyhulharem Elhac Ebubekir Pasa (το «Βακούφιο Bekir Pasha») ή το «Βακούφιο» ή το «Ίδρυμα».»  Στο Τεκμήριο 2 που είναι πιστή μετάφραση του Τεκμηρίου 1, που, σύμφωνα με τα αναγραφέντα  στην αρχή του Τεκμηρίου,  είναι αντίγραφο του Καταστατικού του «Ιδρύματος (Βακουφίου) Χατζή Εμπουμπεκίρ Πασά»,  στο τέλος αναφέρεται επί λέξει:  «Είναι πιστό αντίγραφο ημερομηνίας 25 του πέμπτου μήνα του 1161 έτος Εγίρας (1748 μ.χ.) του καταστατικού του ιδρύματος Ιμπραήμ ογλού Σεϊχούλ Χαράμ Χατζί Εμπουμπεκίρ Πασά καταγεγραμμένο στο Ανεξάρτητο βιβλίο νούμερο 24, σελίδα 65, σειρά 22.»

 

Από ενδελεχή μελέτη του Καταστατικού του Ιδρύματος Χατζή Εμπουμπεκίρ Πασά, διαπιστώνεται ότι  αυτό αναφέρεται «στις περιοχές της Τούζλας και της παραλίας της Τούζλας του νησιού Κύπρος».  Σύμφωνα με το περιεχόμενο του,  ο Χατζή Εμπουμπεκίρ Πασάς ως κυβερνήτης, φρόντισε να σκάψουν πηγάδια από την περιουσία του τα οποία ενώνοντο μεταξύ τους, με αποτέλεσμα   να μεταφερθεί νερό στις κωμοπόλεις.  Συνεχίζει δε ότι επιδιόρθωσε σχολείο στη Λευκωσία και διόρισε δασκάλους, ότι ανήγειρε επίσης 23 καταστήματα και άνοιξε ξανά «μεγάλο αριθμό πηγαδιών στις όχθες του ποταμού, που περνά πάνω από το Γαλλικό κήπο και δίπλα από τον κήπο «Σταύρου» το οποίο βρίσκεται στα σύνορα του χωριού Ιπρίν,  στην περιοχή Τούζλα και ότι κατάφερε να βρει νερό και αυτό να ρέει στη Λάρνακα (Ισκελέ) και στην Τούζλα.  Κάτω απ'  το μέρος που ρέει το νερό, υπάρχει ένας χώρος που ονομάζεται Κολόμπο, 37 στρέμματα αυτού του χώρου ανήκουν στον Εμπουμπεκίρ το χωράφι αυτό συνορεύει από τις δύο πλευρές με αζήτητη κρατική γη, από τη μια πλευρά με δημόσιο δρόμο και μια πλευρά με το χωράφι του Σεφέρ Ογλού».

 

  Αναφέρεται δε και σε άλλες περιοχές στις οποίες ανήγειρε αλευρόμυλους και φύτεψε δέντρα.  Διόρισε μάλιστα και διαχειριστή του Ιδρύματος με τον όρο:  «Το παρόν ίδρυμα θα προστεθεί και θα προσαρτηθεί /ιλχάκ/στα ιδρύματα που βρίσκονται στην Κωνσταντινούπολη (Ισταμπούλ), στη Τζέντα, στο νησί Μόρα και σε άλλα μέρη......»

 

Ενόψει των πιο πάνω αναφορών σ' όσον αφορά τις τοποθεσίες,  συμφωνούμε με το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι δεν υπάρχει σαφής  ταύτιση των περιουσιών που αναφέρει το Τεκμήριο 2 με τις περιοχές Τερσεφάνου, Δρομολαξιά και Μενεού στις οποίες βρίσκονται τα ακίνητα,  τα οποία είναι εγγεγραμμένα επ' ονόματι των εκπροσώπων του ΕΒΚΑΦ ως Mutevellis του Βακούφιου Bekir Pasha.   Ούτε και με την προφορική μαρτυρία που προσκομίστηκε από πλευράς εφεσείουσας, έγινε οποιαδήποτε προσπάθεια έστω άρσης της ασάφειας που αναδύεται στην περιγραφή των ακινήτων που αφορά το Καταστατικό του Τουρκικού Ιδρύματος (Τεκμήριο 2), προς το σκοπό  ταύτισης τους  με τα ακίνητα του Βακουφίου Bekir Pasha.  Το γεγονός ότι δεν αντεξετάστηκε η εφεσείουσα επί της ενόρκου δηλώσεως της που συνόδευε την αίτηση, δεν την απαλλάσσει από την υποχρέωση απόδειξης των ισχυρισμών της επί των οποίων στηρίζει το αίτημα της για την εγγραφή  επ' ονόματι της των ακινήτων που ανήκουν στο Βακούφιο Bekir Pasha


Ήταν περαιτέρω εισήγηση του δικηγόρου της εφεσείουσας ότι με την έκθεση του Μαρδά (Τεκμήριο 15 της ένορκης δήλωσης της εφεσείουσας)  υπήρξε ταυτοποίηση των ακινήτων του
Bekir Pasha  με εκείνα που αναφέρονται στο Ιδρυτικό Έγγραφο (Τεκμήριο 2).  Ανατρέξαμε στο περιεχόμενο της έκθεσης Μαρδά αλλά δεν εντοπίσαμε καμιά αναφορά ή επεξήγηση που να στοιχειοθετεί τη θέση  ότι πρόκειται περί των ιδίων ακινήτων.   

 

Ούτε επίσης η αλληλογραφία της εφεσείουσας με το ΕΒΚΑΦ δηλ.  τα Τεκμήρια 16, 17, 18 και 19, στα οποία παραπέμπει ο δικηγόρος της, πιστοποιούν κάτι τέτοιο.  Σημειώνεται ότι το Τεκμήριο 17 συνιστά πιστή μετάφραση του Τεκμηρίου 16 που είναι  επιστολή της εφεσείουσας προς το ΕΒΚΑΦ ημερ. 13/6/2005, που φέρει τον τίτλο «TRUST OF EBUBEKIR PASHA WAKF» και πιο κάτω άλλο τίτλο "ANNULMENT NΟTICE".  Με το έγγραφο αυτό η εφεσείουσα, υπό την ιδιότητα της ως επιτρόπου, του «waqf EBUBEKIR PASHA (Esbak Seyhulharem Elhac Ebubekirpasa Vakfi), ακυρώνει από την ημερομηνία λήψης της επιστολής οποιοδήποτε γραπτό ή προφορικό ή άλλως  δικαίωμα αντιπροσώπευσης του Βακούφιου που δόθηκε στο παρελθόν σε σχέση με την ακίνητη περιουσία του στο Ελληνοκυπριακό τμήμα της Κύπρου. 

 

Η απάντηση του ΕΒΚΑΦ με το Τεκμήριο 19 προς το δικηγόρο της εφεσείουσας  ότι η περιουσία βρίσκεται στο νότιο τμήμα της Κύπρου και εκτός του ελέγχου της διεύθυνσης τους και η πρόσκληση του δικηγόρου και της εφεσείουσας «ως νόμιμου πληρεξούσιου» να προσέλθει στην Γενική Διεύθυνση τους προς συζήτηση του θέματος πιο λεπτομερώς,  κατ' ουδένα λόγο μπορεί να εκληφθεί ότι  συμπερασματικά  το ΕΒΚΑF αναγνωρίζει την εφεσείουσα ως νόμιμη εκπρόσωπο του Βακούφιου Bekir Pasha ή ότι αυτό  είναι εκείνο που ιδρύθηκε στην Τουρκία και αφορά το Τεκμήριο 2, ως η εισήγηση από πλευράς εφεσείουσας. Εξάλλου, όπως σχολιάζει και το Δικαστήριο, η στάση του ΕΒΚΑΦ έχει αλλάξει, σύμφωνα με την Ένορκη Δήλωση της εφεσείουσας.   

 

  Δεν υπάρχει επίσης ταύτιση του ονόματος του επίδικου Βακουφίου με το ίδρυμα της Τουρκίας, γεγονός που εντόπισε επίσης το πρωτόδικο Δικαστήριο και θεώρησε ότι ήταν επίσης ένας λόγος που συνηγορούσε στη μη ταύτιση των δύο Βακουφίων.

 

Είναι φανερό ότι η δικαστική απόφαση (Τεκμήριο 7 και η μετάφραση του,  Τεκμήριο 8) αναφέρονται σε «Esbak Seyhulharem Elhak  Ebubekir Pasa» ενώ τα άλλα έγγραφα σε Ίδρυμα Εμπουμεκίρ Πασά.  Η προσπάθεια σύνδεσης των δύο ονομάτων από τον Μαρδά, όπως αναφέρει το Δικαστήριο, ήταν αυθαίρετη και χωρίς να δώσει καμιά δικαιολογία για την προσθήκη στο όνομα του Βακουφίου τη λέξη «Εμπουμπεκίρ».

 

Ήταν εισήγηση επίσης των δικηγόρων της εφεσείουσας ότι υπήρξε παράλειψη  από πλευράς εφεσιβλήτων  αντεξέτασης των Akyildiz και Kurt επί βασικών σημείων της μαρτυρίας τους, όπως στο μέρος που ταύτιζαν το επίδικο Βακούφιο με εκείνο που ιδρύθηκε στην Τουρκία.  Από τα πρακτικά στα οποία έχουμε ανατρέξει  διαφαίνεται ότι ο Akyildiz αντεξετάστηκε επισταμένα επί του θέματος του Τουρκικού Βακουφίου καθώς και του επίδικου, ιδιαίτερα ως προς τη σχέση της εφεσείουσας με το επίδικο, αλλά και για εκείνη που απορρέει από την δικαστική απόφαση.  Αντεξετάστηκε επίσης και επί του σημείου που αφορούσε στη διαχείριση του επίδικου Βακουφίου από το 1947 - 1974 και η απάντηση του ήταν ότι κατά την περίοδο αυτή, το ΕΒΚΑΦ λειτουργούσε ως βοηθός του κέντρου που διευθύνει τα Βακούφια που βρίσκεται στην Τουρκία.  Σ'  όσον αφορά την Kurt η μαρτυρία της  γενικά και η αντεξέταση της περιστράφηκε γύρω από τις γνωματεύσεις της ως προς το νομικό καθεστώς των Τουρκικών Ιδρυμάτων και του «Ιδρύματος Ebubekir Pasha που φέρει την ονομασία Mulhak Mora Valisi ve Muhafizi Seyhulharem Sercavusani Dergahi Ali Elhac Ebubekir Pasa Bin Ibrahim Aga Vakfi» στον έγγραφο κατάλογο του Τουρκικού ΕΒΚΑΦ.  Σημειώνεται ότι όλη η μαρτυρία της σχετίζετο με το συγκεκριμένο  ίδρυμα και το διορισμό της εφεσείουσας ως επιτρόπου του ενώ η  γραμμή Υπεράσπισης από πλευράς εφεσιβλήτων   ήταν η μη διασύνδεση των δύο Βακουφίων και όχι η σχέση της εφεσείουσας με το Τουρκικό  Βακούφιο. 

 

Προς υποστήριξη των θέσεων της, η εφεσείουσα έδωσε έμφαση και στη γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα που κατ' ισχυρισμόν  επιβεβαιώνει τη σχέση της  με το επίδικο Βακούφιο, για την οποίαν έδωσε μαρτυρία ο κ. Μαρκίδης, ο οποίος μάλιστα δεν αντεξετάστηκε. 

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο σημειώνει στην απόφαση του ότι, ως διάδικος ο Γενικός Εισαγγελέας δικαιούτο να προβάλει τη θέση του ενώπιον του Δικαστηρίου και «εφόσον το ζήτημα παρέμεινε επίδικο, η όποια εκφρασθείσα άποψη μελετάται, αλλά, δεν είναι δεσμευτική για το Δικαστήριο».  Προηγήθηκε όμως η διαπίστωση του ότι και στην επιστολή του Γενικού Εισαγγελέα δεν υπήρχε ταύτιση του Τουρκικού Ιδρύματος με το Βακούφιο Bekir Pasha.  Σ'  όσον αφορά δε την αναφορά στην επιστολή ότι δεν υπήρχε αμφισβήτηση από πλευράς ΕΒΚΑΦ, το Δικαστήριο δεν απέδωσε καμιά βαρύτητα σημειώνοντας ότι ήταν άγνωστα τα συμφέροντα που μπορούσε  να εξυπηρετήσει  η στάση του ΕΒΚΑΦ. 

 

Συμφωνούμε με την προσέγγιση αυτή του Δικαστηρίου.  Η επιστολή  του Γενικού Εισαγγελέα αποτελεί μια γνωμάτευση του προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, που του είχε ζητηθεί και κατ' ουδένα λόγο οι οποιεσδήποτε αναφορές είτε για το ΕΒΚΑΦ είτε για την ιδιότητα της εφεσείουσας συνιστούν δηλώσεις/παραδοχές από πλευράς του, δεσμευτικού χαρακτήρα. 

 

Για να καταλήξει το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι δεν υπήρξε ταύτιση των δύο Ιδρυμάτων έλαβε υπόψη του και τον τρόπο εγγραφής του επίδικου Βακουφίου επ' ονόματι των «Delegates of EVKAF of Nicosia as Mutavellis of Bekir Pasha Vakf» (αντικείμενο του λόγου έφεσης 2).  Έκρινε ότι η ουσία της μαρτυρίας της Πάλμα, όπως προέκυπτε από την ένορκη δήλωση της που συνοδεύει την ένσταση, έγκειτο στην παρουσία των δύο Φακέλων του Κτηματολογίου, στη βάση των οποίων η περιουσία του επίδικου Βακουφίου  τιτλοποιήθηκε  επ' ονόματι των αντιπροσώπων του ΕΒΚΑΦ δυνάμει χρησικτησίας, σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμησις) Νόμου, ΚΕΦ. 224 που τέθηκε σε εφαρμογή την 1/9/1946.  Από μελέτη των Φακέλων (Τεκμήριο 4 στην ένορκη δήλωση της Πάλμα) εντοπίζονται, όπως σημειώνει και το Δικαστήριο, τα πιστοποιητικά των τοπικών Χωρητικών Αρχών ότι οι περιουσίες ανήκουν στο ΕΒΚΑΦ από αρχαιοτάτων χρόνων οι οποίες κατέχονταν και καρπούνταν από τους διαχειριστές του ΕΒΚΑΦ.  Από τα στοιχεία των Φακέλων δεν προκύπτει η ιδιαίτερη κατηγορία στην οποίαν ανήκει το Βακούφιο αλλά ότι ανήκουν στην κατηγορία «ljare - i - vahide".  Είναι ξεκάθαρο επίσης το όνομα του Βακούφιου σε «Bekir Pasha Vakf".  Ήταν εισήγηση από πλευράς εφεσείουσας ότι ορισμένες αναφορές στις εκθέσεις της επιτόπιας έρευνας  παραπέμπουν σε εκπροσώπους του ΕΒΚΑΦ της Λευκωσίας εκ μέρους και για λογαριασμό του Bekir Pasha Vakf, που  καταρρίπτουν το επιχείρημα ότι τα ακίνητα αυτά ενεγράφησαν δυνάμει χρησικτησίας.  Δεν συμφωνούμε με την εισήγηση.  Ο ίδιος ο Μαρδάς στην έκθεση του αναφέρει ότι τα ακίνητα του Βακουφίου στη Λάρνακα ενεγράφησαν επ' ονόματι των αντιπροσώπων του ΕΒΚΑΦ για πρώτη φορά μετά από αίτηση του ΕΒΚΑΦ, ενώ πριν το 1948 δεν υπήρχαν τίτλοι.  Είχαν δε καταχωριστεί κατά τη Γενική Χωρομετρία περί το 1915 στο όνομα «Βακούφιο Μπεκίρ Πασά».  Εκτός από τα πιο πάνω κρίνουμε ότι δεν μπορεί να αποφασιστεί στην παρούσα διαδικασία και ούτε συνιστά επίδικο θέμα εξάλλου η νομιμότητα του τρόπου εγγραφής των ακινήτων επ' ονόματι των εκπροσώπων του ΕΒΚΑΦ. Ιδιαίτερα, όπως διαπιστώνει και το πρωτόδικο Δικαστήριο, όπου από το 1991 τέθηκαν υπό τη κηδεμονία του Κηδεμόνα των Τουρκοκυπριακών Περιουσιών. 

 

Ενόψει όλων των πιο πάνω κρίνουμε  την προσέγγιση του Δικαστηρίου ως προς τη σημασία που ενείχε ο τρόπος  εγγραφής των ακινήτων επ' ονόματι των εκπροσώπων του ΕΒΚΑΦ, στη βάση των Φακέλων του Κτηματολογίου και την ένορκη δήλωση της Πάλμα για σκοπούς εξέτασης του θέματος ταύτισης των δύο Βακουφίων ότι  δεν ενέχει οτιδήποτε το μεμπτόν. 

 

Κατά την προφορική του αγόρευση ο δικηγόρος της εφεσείουσας εισηγήθηκε ότι δεν μπορεί η πλευρά των εφεσιβλήτων να θέτει θέμα χρησικτησίας στην παρούσα περίπτωση, εφόσον δεν περιλαμβάνεται στην ένορκη δήλωση της Πάλμα.  Δεν συμφωνούμε με την εισήγηση.  Η παράγραφος 4 της ένορκης δήλωσης της αναφέρει επί λέξει  τα εξής:

 

«4. Τα επίδικα τεμάχια αφορούν τεράστιας έκτασης και αξίας περιουσία και είναι εγγεγραμμένα στο κτηματολογικό μητρώο στο όνομα των «Delegates of EVKAF of Nicosia as Mutabellis of Bekir Pasha Vakf», και ενεγράφησαν το 1947 κατόπιν αίτησης των αντιπροσώπων του γραφείου του ΕΒΚΑΦ, ως αντιπροσώπων του εν λόγω βακουφίου.  Αντίγραφα των σχετικών φακέλων του Κτηματολογίου με αρ. Α706/1947 και Α708/1947, επισυνάπτονται ως ΤΕΚ. 4.  Στο σημείο τούτο αναφέρεται ότι στα κτηματολογικά μητρώα τα επίδικα τεμάχια είναι εγγεγραμμένα στο όνομα Bekir Pasha, ενώ στα πιστοποιητικά που επισυνάπτονται στην αίτηση φέρουν ως μουταβελί την αιτήτρια στο ίδιο «Εsbak Seyhulharem Elhac Ebubekir Pasa», κάτι το οποίο δεν μπορεί να αντιστοιχεί με την επίδικη περιουσία.»

            (Η υπογράμμιση είναι δική μας)

 

Συνεπώς η εισήγηση από πλευράς εφεσείουσας περί ταύτισης των δύο Βακουφίων για τους λόγους που εισηγήθηκε και προώθησε πρωτόδικα, δεν μας βρίσκει σύμφωνους.

 

Ενόψει  της κατάληξης μας αυτής η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το επίδικο Βακούφιο  διέπεται από τις πρόνοιες του περί Εβκάφ και Βακουφίων Νόμου, ΚΕΦ. 337 όπως επίσης και του Νόμου 139/1991 και ότι εμπίπτει στον όρο Τουρκοκυπριακή Περιουσία ήταν εύλογα ορθή.

 

Σημειώνεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έκρινε ότι δεν υφίστατο το Τουρκικό Βακούφιο.  Εκείνο που αποφάσισε είναι ότι αυτό δεν ταυτίζετο με το επίδικο Βακούφιο.

 

Αν και το Δικαστήριο δεν εξέτασε τον πρώτο λόγο της ένστασης των εφεσιβλήτων ότι δηλ.  δεν θα μπορούσε να γίνει επίκληση της δικαστικής απόφασης, εφόσον δεν ενεγράφη στην Κύπρο για σκοπούς εκτέλεσης και παρά το γεγονός ότι η παράλειψη αυτή δεν προσβάλλεται με αντέφεση, εξετάσαμε την εισήγηση  η οποία όμως δεν μας βρίσκει σύμφωνους.

 

Στην υπόθεση Seamark Consultancy Services Ltd v. Lasala (2007) 1 A.A.Δ. 162, όπου ηγέρθηκε θέμα κατά πόσο ήταν αναγκαία η εγγραφή και αναγνώριση Αμερικανικής δικαστικής απόφασης στην Κύπρο, δυνάμει της οποίας είχε δημιουργηθεί καταπίστευμα και οι ενάγοντες είχαν διοριστεί συνδιαχειριστές του καταπιστεύματος με εξουσία έγερσης αγωγής, το Εφετείο επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση ανέφερε τα εξής:

 

«Άλλοι λόγοι εφέσεως είναι ότι η αγωγή των εφεσιβλήτων ήταν class action αλλά δεν τηρήθηκαν οι σχετικοί θεσμοί και ότι οι εφεσίβλητοι-ενάγοντες για να επιτύχουν στην αγωγή τους στην Κύπρο θα έπρεπε να είχαν εγγράψει την απόφαση του Αμερικανικού Δικαστηρίου δυνάμει της οποίας δημιουργήθηκε το προαναφερόμενο καταπίστευμα και οι ίδιοι διορίστηκαν ως συνδιαχειριστές του, αλλά δεν το έπραξαν. Και αυτά τα θέματα τα εξέτασε και τα αποφάσισε το πρωτόδικο δικαστήριο με ικανοποιητικό τρόπο. Ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο παρατήρησε πως δεν ήταν αναγκαία η εγγραφή και αναγνώριση οποιασδήποτε Αμερικανικής δικαστικής απόφασης, δεδομένου ότι δεν εκδόθηκε οποιαδήποτε τελεσίδικη δικαστική απόφαση στις Η.Π.Α. την οποία οι εφεσίβλητοι επεδίωκαν να εκτελέσουν στην Κύπρο. Οι εφεσίβλητοι προωθούν τις αξιώσεις τους στην Κύπρο με στόχο να επιτύχουν στο μέλλον απόφαση υπέρ τους. Η επίκληση απ' αυτούς της Αμερικανικής δικαστικής απόφασης σύμφωνα με την οποία δημιουργήθηκε στις Η.Π.Α. το προαναφερόμενο καταπίστευμα και οι ίδιοι διορίστηκαν συνδιαχειριστές του δεν επέβαλλε στους εφεσίβλητους την υποχρέωση να εγγράψουν στην Κύπρο τη σχετική Αμερικανική απόφαση. .»

 

Εν όψει όλων των πιο πάνω καταλήγουμε ότι ορθά ενέταξε το πρωτόδικο Δικαστήριο την περιουσία του επίδικου Βακουφίου στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών, με αποτέλεσμα η συγκατάθεση του Γενικού Εισαγγελέα να καθίσταται απαραίτητη προϋπόθεση για αλλαγή του Mutevelli.

 

Το άρθρο 2 των περί  Τουρκοκυπριακών Περιουσιών (Διαχείριση και ΄Αλλα Θέματα) (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμων του 1991 μέχρι 2012, καθορίζει τον ορισμό της Τουρκοκυπριακής περιουσίας ότι «περιλαμβάνει κάθε ιδιοκτησία κινητή ή ακίνητη που ανήκει σε Τουρκοκύπριο και βρίσκεται στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές και περιλαμβάνει και τη βακούφικη περιουσία».  Στον ορισμό δε του «Τουρκοκύπριου» στο ίδιο άρθρο  περιλαμβάνεται και το ΕΒΚΑΦ.  Σύμφωνα με το άρθρο 3 του ιδίου Νόμου ο Υπουργός Εσωτερικών διορίστηκε ως Κηδεμόνας των Τουρκοκυπριακών περιουσιών τις οποίες διαχειρίζεται σύμφωνα με το Νόμο διαρκούσης της έκρυθμης κατάστασης. 

 

Το επίδικο Βακούφιο εντάσσεται στις πρόνοιες του περί Εβκάφ και Βακουφίων Νόμου, Κεφ. 337, εφόσον σύμφωνα με το άρθρο 3 αυτού καλύπτει όλα τα Μαζμπούτα και Μουλχάκα Βακούφια καθώς και τέτοια άλλα Βακούφια τα οποία δυνατόν να δημιουργηθούν μετά την έναρξη της ισχύος του Νόμου στις 22.10.1955.  Στον ορισμό του όρου «Μαζπουτά» περιλαμβάνονται και ιδιοκτησίες που περιήλθαν ή που διαχειρίζονται από τους Αντιπροσώπους του ΕΒΚΑΦ πριν από τις 22/10/1955.  Αίτηση για αλλαγή του Μουτεβελλή στη βάση του άρθρου 55 του εν λόγω Νόμου μόνο με τη συγκατάθεση του Γενικού Εισαγγελέα μπορεί να επιτευχθεί. 

 

Στην υπόθεση Balce (ανωτέρω) αναφέρθηκαν τα εξής ως προς το Νόμο περί Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών:

«Το θέμα της συνταγματικότητας του Νόμου περί Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών υπήρξε αντικείμενο της Κυπριακής νομολογίας σε αριθμό αποφάσεων. (Α. Χρ. Σολομωνίδης Λτδ κ.ά. v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας κ.ά. (2003) 1(B) Α.Α.Δ. 1275, Κίτση v. Γενικού Εισαγγελέα (2001) 1 Α.Α.Δ. 1077).

 

Στην υπόθεση Α. Χρ. Σολομωνίδης (πιο πάνω), αναφέρθηκαν τα ακόλουθα στη σελ. 1282:

 

«Η πολιτεία, κάτω από τις συνθήκες που δημιουργήθηκαν με την τουρκική εισβολή, είχε καθήκον να λάβει τα αναγκαία μέτρα για τη διαχείριση και προστασία των εγκαταλειφθεισών τουρκοκυπριακών περιουσιών προς το συμφέρον της κοινωνικής τάξης. Τα μέτρα αυτά σκοπό δεν είχαν τη θέσπιση μόνιμων περιορισμών ή στέρηση των δικαιωμάτων των νομίμων ιδιοκτητών, αλλά την προσωρινή, για όσο χρόνο ήταν αναγκαίο, προστασία και διαχείριση της περιουσίας. Τα δε μέτρα που λήφθηκαν ήταν, κατά την άποψη μας, τα απολύτως αναγκαία και ανάλογα με την κατάσταση που έπρεπε να αντιμετωπισθεί.»

 

 

Περαιτέρω, το άρθρο 2 του Νόμου Περί Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών ορίζει τα ακόλουθα:

 

«'τουρκοκυπριακή περιουσία' περιλαμβάνει κάθε ιδιοκτησία κινητή ή ακίνητη που ανήκει σε Τουρκοκύπριο και βρίσκεται στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές και περιλαμβάνει και τη βακούφικη περιουσία.»

 

(Η υπογράμμιση είναι δική μας).

 

Επίσης, ορίζεται ως «τουρκοκύπριος» τουρκοκύπριος που δεν έχει τη συνήθη διαμονή του σε ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές, όπως η αιτήτρια-εφεσείουσα, που διέμενε πάντοτε στις κατεχόμενες περιοχές.

 

Συνεπώς, έχοντας υπόψη τα λεχθέντα, καταλήγουμε πως ήταν ορθό το συμπέρασμα και η πρωτόδικη απόφαση πως η επίδικη βακουφική περιουσία υπάγεται στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών. Είναι ορθή επίσης η θέση, ότι η συγκατάθεση του Γενικού Εισαγγελέα είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να αναλάβει δικαιοδοσία το Δικαστήριο, αλλά το θέμα δεν έχει πλέον ουσιαστική σημασία, αφού αρμοδιότητα έχει τώρα ο Κηδεμόνας και η εφαρμογή του σχετικού Νόμου έχει καταστήσει ανενεργές τις διατάξεις του άρθρου 55 του περί Εβκάφ και Βακουφίων Νόμου, Κεφ. 337

 

Η ίδια αρχή υιοθετήθηκε στη μεταγενέστερη υπόθεση Inci Hakki, υπό την ιδιότητα διαχειριστή της βακουφικής περιουσίας του Barutcuzade Ahmet Vasif Efendi ν. Υπηρεσίας Εθνικού Κτηματολογίου κ.α., υπόθεση αρ. 209/2011, 31/10/2012.  Στην τελευταία απόφαση τονίστηκε περαιτέρω ότι οι πρόνοιες του Άρθρου 110.2 του Συντάγματος που αφορά στα βακούφια και τη διαχείριση τους βρίσκονται υπό αναστολή ενόσω διαρκεί η έκρυθμη κατάσταση και οι συνέπειες που επέφερε η Τουρκική εισβολή.

 

Ενόψει όλων των πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον της εφεσείουσας, όπως υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

                                                            ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.

 

                                                                   Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.

 

                                                                   Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.

 

/Α.Λ.Ο.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο