ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Ιωακείμ ν. Ιωαννίδη (1991) 1 ΑΑΔ 996
Xριστοδούλου Aνδρέας ν. Θεοδώρας Aγαθοκλέους (1997) 1 ΑΑΔ 396
Stasis A. N. Estates Ltd ν. G. M. P. Katsambas Ltd (2006) 1 ΑΑΔ 860
Αυξεντίου Νίκος ν. Λαουάχα Δίγκλη (2007) 1 ΑΑΔ 1367
Damalona Limited ν. Aχιλλέας Φεραίου Eισαγωγές-Eξαγωγές Λτδ (2011) 1 ΑΑΔ 1082
Federal Bank of Lebanon (SAL) ν. Νίκου Κ. Σιακόλα (2011) 1 ΑΑΔ 1422
Χαράλαμπος Τσιντίδης Λτδ (Charalampos Tsintidis Ltd) ν. Ανδρέα Χαριδήμου (2012) 1 ΑΑΔ 2290
Μελικίδης Γεώργιος ν. Γεώργιου Παπαγεωργίου και Άλλων (2013) 1 ΑΑΔ 832
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ECLI:CY:AD:2019:A341
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 269/12)
23 Ιουλίου, 2019
[ΠΑΝΑΓΗ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗ, Δ/ΣΤΕΣ]
xxxx ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ
Εφεσείων
ΚΑΙ
1. xxxx ΜΙΧΑΗΛ
2. xxxx ΝΙΚΟΛΑΪΔΟΥ
Εφεσίβλητοι
-----
Εφεσείων παρών, εμφανίζεται προσωπικά.
Στ. Φλωράκη (κα) για Χλωρακιώτη & Φλωράκη ΔΕΠΕ, για τον εφεσίβλητο 1.
---------
ΠΑΝΑΓΗ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τη Δ. Μιχαηλίδου, Δ.
---------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.: Με την αγωγή του ο ενάγων-εφεσείων (εφεσείων) αξίωνε αρχικά εναντίον του εναγομένου-εφεσίβλητου 1 (εφεσίβλητου 1) και της εναγόμενης 2 (εφεσίβλητης 2) ποσό €20.000, ως οφειλόμενο δυνάμει επιταγής της Τράπεζας Κύπρου (η επιταγή). Στη συνέχεια εξεδόθη στις 11.6.2010 εναντίον της εφεσίβλητης 2 απόφαση, λόγω παράλειψης καταχώρισης εμφάνισης για το ως άνω ποσό, πλέον νόμιμο τόκο, πλέον έξοδα.
Ο εφεσείων, σύμφωνα με τις δικογραφημένες θέσεις του, ισχυρίστηκε ότι στις 16.9.2009 ο εφεσίβλητος 1 εξέδωσε, υπέγραψε και παρέδωσε την επιταγή προς όφελος της εν διαστάσει, κατά τον ουσιώδη χρόνο, συζύγου του, εφεσίβλητης 2, την οποία η τελευταία οπισθογράφησε και παρέδωσε στον ίδιο, η εξαργύρωση της οποίας όμως απέτυχε.
Ο εφεσίβλητος 1 πρόβαλε με την Υπεράσπιση του ότι η εν λόγω επιταγή εκδόθηκε επ΄ ονόματι της εφεσίβλητης 2, υπό μορφή δανεισμού, λόγω της φιλικής σχέσης που διατηρούσαν και συγκεκριμένα, ότι τα χρήματα της ήταν απαραίτητα με σκοπό να καταβληθούν στο λογαριασμό της μητέρας της, που νοσηλευόταν στο Απολλώνιο Νοσοκομείο στη Λευκωσία, ούτως ώστε να μπορέσει να πάρει εξιτήριο (η μητέρα). Ο εφεσίβλητος 1 δέχθηκε να τη βοηθήσει με αντάλλαγμα να υπογράψει η τελευταία στις 16.9.2009, ημερομηνία κατά την οποία η επιταγή θα καθίστατο πληρωτέα και θα εξαργυρωνόταν από το Απολλώνιο Νοσοκομείο, γραμμάτιο συνήθους τύπου €20.000 προς όφελος του ιδίου. Αργότερα, στις 13.2.2009, πληροφορούμενος ο εφεσίβλητος 1 από τη μητέρα της εφεσίβλητης 2, ότι το ζήτημα των νοσηλίων της είχαν ήδη διευθετηθεί από την ίδια και αντιλαμβανόμενος ότι εξαπατήθηκε από την εφεσίβλητη 2, με σκοπό την απόσπαση χρημάτων της ζήτησε εξηγήσεις. H εφεσίβλητη 2 τότε του αποκάλυψε, ότι χρειαζόταν τα χρήματα για να εξοφλήσει το μισό μερίδιο ενός αυτοκινήτου το οποίο ήθελε να αγοράσει από τον εφεσείοντα. Τότε ο εφεσίβλητος 1 ανακάλεσε αυθημερόν την επιταγή, προκαλώντας τη μη εξαργύρωση της άμα τη εμφανίσει της, λόγω εύλογης αιτίας. Εν κατακλείδι, η υπερασπιστική γραμμή του εφεσίβλητου 1 δομήθηκε στην αποτυχία νομίμου ανταλλάγματος και/ή την έκδοση της επιταγής με δόλο και/ή ψευδείς παραστάσεις από μέρους της εφεσίβλητης 2.
Ενώπιον του Δικαστηρίου κατέθεσαν ο εφεσείων (ΜΕ2), η εφεσίβλητη 2 σύζυγος του (ΜΕ3), υπάλληλος της Τράπεζας Κύπρου (ΜΕ1) και ο εφεσίβλητος 1 (ΜΥ1).
Το Δικαστήριο, κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας και με λεπτομερή αναφορά στα δικόγραφα, απέρριψε τη μαρτυρία του εφεσείοντος στο σύνολο της, πλην της παραδοχής του ότι δεν είχε άμεση δοσοληψία με τον εφεσίβλητο 1, ως ισχυρισμός που συνήδε με τη μαρτυρία του τελευταίου, η μαρτυρία του οποίου έγινε εν μέρει αποδεκτή, για τους λόγους που το Δικαστήριο παράθεσε:
«Κοντολογίς από τη μαρτυρία του Εναγόμενου 1 αποδέχομαι τον ισχυρισμό του ότι η Μ.Ε.3 δεν του έδωσε οποιοδήποτε αντάλλαγμα για την επίδικη επιταγή και κατά λογική συνέπεια αποδέχομαι και το συναφή ισχυρισμό του ότι εξαπατήθηκε από αυτή στην έκδοση της επιταγής, παρόλο που λόγω της διάστασης μεταξύ των ενόρκως προβαλλόμενων με τους δικογραφημένους ισχυρισμούς του δεν μπορώ να καταλήξω σε ασφαλές συμπέρασμα για το ουσιαστικό περιεχόμενο της εξαπάτησης.»
Ομοίως απέρριψε τη μαρτυρία της εφεσίβλητης 2 (ΜΕ3) ως βρίθουσας γενικόλογων και αόριστων ισχυρισμών ως προς τις θέσεις που πρόβαλε δια ζώσης, ότι έδωσε αντάλλαγμα για την έκδοση της επιταγής. Λαμβάνοντας δε υπόψη τη συζυγική της σχέση με τον εφεσείοντα - οι σχέσεις μεταξύ συζύγων είχαν εν τω μεταξύ αποκατασταθεί - τη δικαστική απόφαση που εξεδόθη εναντίον της και ότι ο εφεσείων δεν προώθησε μέτρα εκτελέσεως, κατέληξε ότι η εφεσίβλητη 2, προσήλθε στο Δικαστήριο με σκοπό να βοηθήσει την υπόθεση του εφεσείοντος:
«.Το κρίσιμο βεβαίως ερώτημα που απασχολεί το δικαστήριο είναι εάν αυτοί οι ισχυρισμοί του Ενάγοντα και της Μ.Ε.3 μπορούν να γίνουν πιστευτοί και αποδεκτοί από το δικαστήριο.
Το πρόβλημα για την εκδοχή του Ενάγοντα είναι ότι για να γίνουν πιστευτοί οι ισχυρισμοί του θα πρέπει όχι μόνο να αγνοηθούν αυτά τα ερωτήματα και συνακόλουθα η κοινή λογική, αλλά και να υπερκερασθεί ταυτόχρονα το γεγονός ότι η μόνη απόδειξη αυτών των ισχυρισμών είναι ο λόγος του ίδιου και της Μ.Ε.3, δηλ. δυο συζύγων, που τότε, σύμφωνα με όσα είπαν, ήταν σε διάσταση, αλλά σήμερα συζούν και πάλι και που, έστω και αν βάλουμε στην άκρη την εναντίον της Μ.Ε.3 εκδοθείσα δικαστική απόφαση και τη μη λήψη μέτρων εκτέλεσής της μέχρι σήμερα, έχουν κάθε συμφέρον να υποστηρίξουν ο ένας την εκδοχή του άλλου.
Ενισχυτική αυτής της αντίληψης του δικαστηρίου, σε σχέση ιδιαίτερα με την αξιοπιστία της Μ.Ε.3, νομίζω ότι είναι και η αξιολόγηση ενός άλλου εξίσου κρίσιμου ισχυρισμού της που είναι απόλυτα σχετικός με το έτερο επίδικο ζήτημα της υπόθεσης, δηλ. την ύπαρξη ή όχι ανταλλάγματος στην έκδοση της επιταγής από τον Εναγόμενο 1.
Και αυτό, γιατί σε σχέση με το θέμα αυτό η απάντηση της Μ.Ε.3, κατά την αντεξέτασή της, σε ερώτηση της ευπαίδευτης δικηγόρου του Εναγόμενου 1, εάν αυτός της χρωστά λεφτά ή όχι, ήταν «θα πω και ναι και όχι από τη στιγμή που είναι το θέμα του χωραφιού από τη στιγμή που θα το έπαιρνα πίσω άρα ούτε μου χρωστά ούτε του χρωστώ» και σε επόμενη ερώτηση εάν έδωσε οποιοδήποτε αντάλλαγμα στον Εναγόμενο 1 για να της δώσει τις €20.000.- απάντησε κατηγορηματικά «όχι» επιβεβαιώνοντας επί της ουσίας τους σχετικούς υπερασπιστικούς ισχυρισμούς του Εναγόμενου 1.
Για να είμαι δίκαιος με τη Μ.Ε.3 σε σχέση με το συγκεκριμένο ζήτημα στην παρ. 9 του Τεκ. 3 ισχυρίζεται ότι η επίδικη επιταγή (και μια ακόμη για το ποσό των €22.500.-) της δόθηκε από τον Εναγόμενο 1 ως εξασφάλιση για την επαναμεταβίβαση ακίνητης περιουσίας της μητέρας της στην Επισκοπή της Πάφου (σχετικό με αυτό το ζήτημα είναι το περιεχόμενο του Τεκ. 6) .
Το ίδιο υποστήριξε και κατά την κυρίως εξέταση και την αντεξέτασή της.
Το πρόβλημα είναι ότι με τις προαναφερόμενες απαντήσεις της η Μ.Ε.3 έχει καταστήσει, εκ των πραγμάτων, εξαιρετικά δύσκολη την αποδοχή της ανωτέρω εκδοχής της, καθώς πρόκειται για εξαιρετικής σημασίας ζήτημα για την παρούσα υπόθεση.
Η θέση του δικαστηρίου είναι ότι οι συγκεκριμένες διιστάμενες και ξεκάθαρα αντιφατικές θέσεις της Μ.Ε.3 σε σχέση με την ύπαρξη ή μη του ανταλλάγματος για την έκδοση της επίδικης επιταγής καθιστούν επισφαλή και συνακόλουθα απαγορευτική για το δικαστήριο την υιοθέτηση της εκδοχής της για την ύπαρξή του.
Αλλωστε το περιεχόμενο του Τεκ. 6 δεν αποδεικνύει τίποτε περισσότερο από την υποβολή κάποιων δηλώσεων στο Τμήμα Εσωτερικών Προσόδων για προτιθέμενες μεταβιβάσεις το 2004 και σε καμιά περίπτωση δεν συνιστά απόδειξη της ισχυριζόμενης συμφωνίας για επαναμεταβίβασή τους στη Μ.Ε.3.
Επιπρόσθετα των πιο πάνω παρατηρήσεων η μαρτυρία της Μ.Ε.3 βρίθει γενικόλογων και αόριστων ισχυρισμών, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα ότι ούτε για την ημερομηνία που της έδωσε την επιταγή ο Εναγόμενος 1 δεν ήταν σε θέση να δώσει μια ακριβή και ξεκάθαρη απάντηση.
Λαμβάνοντας δε πάντοτε υπόψη τη συζυγική της σχέση με τον Ενάγοντα και τη δικαστική απόφαση που εκκρεμεί εναντίον της, είναι ξεκάθαρο στη δική μου αντίληψη ότι προσήλθε στο δικαστήριο για να τον βοηθήσει στην έκδοση απόφασης εναντίον του Εναγομένου 1.
Για τους λόγους που έχω εξηγήσει η μαρτυρία του Ενάγοντα (Μ.Ε.2) απορρίπτεται στο σύνολό της, εκτός από τον ισχυρισμό του ότι δεν είχε άμεση δοσοληψία με τον Εναγόμενο 1, καθώς αυτός συνάδει και με τη μαρτυρία του Εναγόμενου 1.
Συνακόλουθα απορρίπτω τη μαρτυρία της Μ.Ε.3, εκτός από τον ισχυρισμό της ότι δεν έδωσε οποιοδήποτε αντάλλαγμα στον Εναγόμενο 1 για την επίδικη επιταγή, καθώς έχω πεισθεί, τόσο από το σύνολο της προσκομισθείσας μαρτυρίας του Ενάγοντα, όσο και από τη μαρτυρία του Εναγόμενου 1 με την οποία στο ζήτημα αυτό συμπίπτει, ότι ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.
Οσον αφορά τη μαρτυρία του Εναγόμενου 1 παρατηρείται η διατύπωση ισχυρισμών στη γραπτή του δήλωση (Τεκ. 9), την οποία υιοθέτησε ως μέρος της κυρίως εξέτασής του, οι οποίοι έρχονται σε αντίθεση με δικογραφημένους στην έκθεση υπεράσπισης ισχυρισμούς του και οι οποίοι κατά συνέπεια δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη.»
Στη βάση όλων των ανωτέρω και των εξαχθέντων πρωτογενώς συμπερασμάτων, το Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή με έξοδα σε βάρος του εφεσείοντος, κρίνοντας ότι:
«. το τεκμήριο του άρθρου 30(2) έχει ανατραπεί επιτυχώς από τον Εναγόμενο 1 και το βάρος απόδειξης έχει μετατοπισθεί στους ώμους του Ενάγοντα.
Εφόσον δε ο Ενάγοντας δεν έχει αποδείξει, με αξιόπιστη μαρτυρία, ότι έδωσε αξία στην επιταγή μετά που κατέστη κομιστής της, με άλλα λόγια δεν έχει αποδείξει ότι έδωσε αντιπαροχή για τον τίτλο του, σημαίνει ότι δεν έχει επιτύχει να αποδείξει ότι είναι νομιμοποιημένος κομιστής της ή αλλιώς ότι την κατείχε για αξία.
Ούτως ή άλλως στη βάση της Damalona[1] (ανωτέρω), αφ' ης η στιγμής η επιταγή εκδόθηκε από τον Εναγόμενο 1 στην εξ' αποφάσεως πιστωτή χωρίς αντιπαροχή και εάν ακόμη ο Ενάγοντας αποδείκνυε ότι είχε δώσει αντάλλαγμα στην εξ' αποφάσεως πιστωτή η αγωγή του δεν είχε πιθανότητα επιτυχίας εναντίον του Εναγόμενου 1.»
Η επίδικη απόφαση βάλλεται με οκτώ λόγους έφεσης οι οποίοι θα αντικριστούν σφαιρικά και εν πολλοίς ενιαία, αφορούν δε - κατά κύριο λόγο - στα λανθασμένα ευρήματα του Δικαστηρίου όπως καταγράφονται στο ανωτέρω απόσπασμα.
Παραπονείται ο εφεσείων, ότι το Δικαστήριο από τη στιγμή που απέρριψε την υπεράσπιση περί ανυπαρξίας ανταλλάγματος, λόγω μη δικογράφησης των προβληθέντων επ΄ ακροατηρίω θέσεων του εφεσίβλητου 1, επανέρχεται το τεκμήριο ύπαρξης του ανταλλάγματος και επομένως δεν μπορούσε (το Δικαστήριο) να καταλήξει στα δικά του συμπεράσματα ότι δεν υπήρχε αντάλλαγμα και μάλιστα τούτο στη βάση του τι είπε ο εφεσίβλητος 1 ή η εφεσίβλητη 2.
Αδίκως παραπονείται ο εφεσείων και επί λανθασμένου υποβάθρου υποστηρίζει τα ανωτέρω. Ό,τι απορρίφθηκε από το Δικαστήριο, όπως ήδη έχουμε αναφερθεί, ήσαν οι θέσεις και οι ισχυρισμοί του εφεσίβλητου 1, οι οποίοι έρχονται σε αντίθεση με το δικόγραφο του και οι οποίοι ορθά δεν λήφθηκαν υπόψη, για τους λόγους που με πολλή επιμέλεια και προσοχή κατέγραψε το Δικαστήριο. Ορθά λοιπόν το Δικαστήριο στη βάση της ενώπιον του αποδεκτής μαρτυρίας και ιδιαιτέρως της τελικής παραδοχής της εφεσίβλητης 2 ότι δεν δόθηκε αντάλλαγμα για την έκδοση της επιταγής, κατέληξε ότι το τεκμήριο του άρθρου 32 του περί Συναλλαγματικών Νόμου, Κεφ. 262, είχε ανατραπεί επιτυχώς από τον εφεσίβλητο 1 και το βάρος απόδειξης μετατοπίστηκε στους ώμους του εφεσείοντος.
Από αναδρομή στα πρακτικά διαπιστώνουμε ότι η θέση του εφεσείοντος ότι η εφεσίβλητη 2 αναφέρθηκε σε αντάλλαγμα, αντιπαροχή, για την έκδοση της επίδικης επιταγής, ένα χωράφι, δεν είναι δυνατόν να αντικρίζεται αποσπασματικά. Η εφεσίβλητη 2 έδωσε πολλαπλές υπαλλακτικές, αόριστες και επαμφοτερίζουσες θέσεις «περί του ανταλλάγματος» μέχρις ότου καταλήξει να επιβεβαιώσει τη θέση του εφεσίβλητου 1.
Το γεγονός ότι το Δικαστήριο δεν κατέληξε σε σαφές συμπέρασμα ως προς τη φύση και το εύρος των ψευδών παραστάσεων από μέρους της εφεσίβλητης 2 προς τον εφεσίβλητο 1, αν επρόκειτο δηλαδή για τα νοσήλια της μητέρας της, ή για την αγορά ενός χωραφιού που ανήκε στη μητέρα της και που το είχε δήθεν μεταβιβάσει στον εφεσίβλητο 1 με τη συμφωνία ότι θα της το επαναμεταβίβαζε, ή για την αγορά του ενός δευτέρου του αυτοκινήτου του εφεσείοντος δεν πλήττει την, κατά τα άλλα, ορθή αξιολόγηση της μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Το ζήτημα της αξιοπιστίας πρέπει να αντιμετωπίζεται θετικά και αυτοτελώς κατά τρόπο που να δημιουργείται βεβαιότητα ως προς τα γεγονότα της υπόθεσης, όπου τούτο βεβαίως είναι δυνατόν (Σωτηριάδης κ.α. ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 482).
Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απουσία ισχυρού λόγου περί του αντιθέτου έχει τη διακριτική ευχέρεια να αποδέχεται μέρος της μαρτυρίας που συγκεντρώνει τα απαραίτητα στοιχεία αξιοπιστίας και να απορρίψει άλλο ως αναξιόπιστο, ενεργώντας αναλόγως (Χρίστου ν. Khoreva (2002) 1(A) Α.A.Δ. 454). Η απόρριψη μέρος εκδοχής του μάρτυρα δεν οδηγεί αναγκαστικά και σε απόρριψη ολόκληρης της μαρτυρίας (Αυξεντίου ν. Δίγκλη (2007) 1 Α.Α.Δ. 1367). Τέτοια όμως ευχέρεια δεν είναι ούτε απόλυτη, ούτε ανεξέλεγκτη αλλά θα πρέπει να εξαντλείται προσεκτικά και αιτιολογημένα και όχι κατά τρόπο που οδηγεί προς την κατεύθυνση της ευχέρειας έκδοσης δικαστικής διαπίστωσης (Χαράλαμπος Τσιντίδης Λτδ (Charalampos Tsintidis Ltd) ν. Χαριδήμου (2012) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2290, Federal Bank of Lebanon (SAL) ν. Σιακόλα (2011) 1(Β) Α.Α.Δ. 1422). Έλλειψη δε επαρκούς αιτιολογίας για μερική αποδοχή της μαρτυρίας ή λανθασμένη αποτίμηση της από το Δικαστήριο, δυνατόν να οδηγήσει σε επιτυχία της έφεσης λόγω εσφαλμένης καθοδήγησης (Μελεκίδης ν. Παπαγεωργίου κ.α. (2013) 1(Α) Α.Α.Δ. 832). Η εισήγηση όμως πως η εκτίμηση της αξιοπιστίας είναι εσφαλμένη ή αδικαιολόγητη πρέπει να υποστηρίζεται ενώπιον του Εφετείου με πολύ πειστικά επιχειρήματα (Ιωακείμ ν. Ιωαννίδη (1991) 1 Α.Α.Δ. 996).
Εξετάσαμε με ιδιαίτερη προσοχή όσα μας ανέφερε ο δικηγόρος του εφεσίβλητου 1, σε συνάρτηση με τη μαρτυρία και όπου ήταν αναγκαίο ανατρέξαμε και στα πρακτικά της υπόθεσης. Ο εφεσείων δεν κατέστη δυνατόν να ικανοποιήσει ότι τα ευρήματα στα οποία κατέληξε το Δικαστήριο είναι εσφαλμένα. Ήταν εύλογα επιτρεπτό για το πρωτόδικο Δικαστήριο να καταλήξει στα σχετικά ευρήματα και σε σχέση με την αξιοπιστία και σε τέτοια περίπτωση δεν παρέχεται ευχέρεια στο Εφετείο να επέμβει (Χριστοδούλου ν. Αγαθοκλέους (1997) 1 Α.Α.Δ. 396). Αναδύεται ξεκάθαρα, όπως το Δικαστήριο σημειώνει, ότι η εφεσίβλητη 2 δεν έδωσε οποιαδήποτε αντιπαροχή.
Το νομικό βάρος απόδειξης αναφέρεται στη νομική υποχρέωση του διάδικου να αποδείξει τα επίδικα γεγονότα τα οποία επικαλείται με το δικόγραφο του (Α. Ν. Stasis Estates Ltd v. G.M.P. Katsambas Ltd (2006) 1 A.A.Δ. 860, Πελεκάνος κ.α. ν. Πελεκάνος κ.α. (2010) 1 Α.Α.Δ. 1746). Η μαρτυρία που τίθεται ενώπιον του Δικαστηρίου δυνατόν να ικανοποιήσει τις προϋποθέσεις της απόσεισης του νομικού βάρους απόδειξης αλλά να αποτύχει να ξεπεράσει το αποδεικτικό βάρος απόδειξης.
Κατ΄ ακολουθίαν των ανωτέρω ορθά το Δικαστήριο απεφάνθη στη βάση της ενώπιον του αποδεκτής μαρτυρίας ότι ο εφεσίβλητος 1 απέσεισε το αποδεικτικό βάρος που έφερε και ότι το τεκμήριο του άρθρου 32 έχει ανατραπεί επιτυχώς από τον εφεσίβλητο 1, το δε βάρος απόδειξης μετατοπίστηκε στους ώμους του εφεσείοντος, ο οποίος απέτυχε να αποσείσει.
Από την απόφαση του Δικαστηρίου δημιουργήθηκε βεβαιότητα ως προς το ουσιώδες επίδικο ζήτημα: της απουσίας ανταλλάγματος. Η εκ των πραγμάτων αδυναμία του Δικαστηρίου να προσδιορίσει τη φύση των ψευδών παραστάσεων δεν ανατρέπει τη βεβαιότητα της ορθής, κατά τα άλλα, κατάληξης του (Σωτηριάδης κ.α. (ανωτέρω)).
Ό,τι αναδύεται ως αναπόδραστο και βέβαιο συμπέρασμα από την ενώπιον του Δικαστηρίου αποδεκτή μαρτυρία, είναι πως στη βάση των πραγματικών γεγονότων, ο εφεσίβλητος 1 εξέδωσε την επιταγή επ΄ ονόματι της εφεσίβλητης 2, χωρίς να πάρει κανένα αντάλλαγμα.
Ζητήματα προκατάληψης του πρωτόδικου Δικαστηρίου όπως ηγέρθηκαν με τον 8ο λόγο έφεσης δεν προωθήθηκαν και ως εκ τούτου θεωρούμε ότι έχουν εγκαταλειφθεί.
Οι λόγοι έφεσης απορρίπτονται.
Η έφεση απορρίπτεται με €2.500 έξοδα πλέον ΦΠΑ υπέρ του εφεσίβλητου 1.
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.
Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
/φκ
[1] Damalona Limited ν. Αχιλλέας Φεραίου Εισαγωγές-Εξαγωγές Λτδ (2011) 1 Α.Α.Δ. 1082.