ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2019:A271
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτικές Εφέσεις Αρ. 204/13, 205/13, 206/13 και 207/13)
2 Ιουλίου 2019
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΓΟΥ, Δ/στές]
(Πολιτική Έφεση Αρ. 204/13)
xxxx ΚΑΠΟΝΙΔΗΣ,
Εφεσείων/Αιτητής
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΔΙΑ
ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ,
Εφεσίβλητης/Αποζημιούσας Αρχής
------------------------------------------------
(Πολιτική Έφεση Αρ. 205/13)
xxxx ΚΑΠΟΝΙΔΗΣ,
Εφεσείων/Αιτητής
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΔΙΑ
ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ,
Εφεσίβλητης/Αποζημιούσας Αρχής
------------------------------------------------
(Πολιτική Έφεση Αρ. 206/13)
xxxx ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,
Εφεσείων/Αιτητής
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΔΙΑ
ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ,
Εφεσίβλητης/Αποζημιούσας Αρχής
------------------------------------------------
(Πολιτική Έφεση Αρ. 207/13)
xxxx ΚΑΠΟΝΙΔΗΣ,
Εφεσείων/Αιτητής
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΔΙΑ
ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ,
Εφεσίβλητης/Αποζημιούσας Αρχής
------------------------------------------------
Ε. Πουλλά-Μακαρούνα (κα), για τους Εφεσείοντες.
Φρ. Σωτηρίου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας,
για τον Γενικό Εισαγγελέα.
------------------------------------------------
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του
Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Ναθαναήλ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Το πρωτόδικο Δικαστήριο εκδίκασε τέσσερεις συνενωμένες Παραπομπές αναφορικά με την αξία του τεμαχίου 643 αρ. εγγραφής 6162 Φ/Σχ.ΧΧΧV/53 στο χωριό Γιόλου της επαρχίας Πάφου έκτασης 10.907 τ.μ. του οποίου οι απαιτητές ήσαν εγγεγραμμένοι κατά το ¼ μερίδιο έκαστος. Το τεμάχιο είχε απαλλοτριωθεί εξ ολοκλήρου με σκοπό την ανέγερση του νέου δημοτικού σχολείου στο χωριό με τη Γνωστοποίηση Απαλλοτρίωσης ημερ. 3.11.2000 και με το Διάταγμα Απαλλοτρίωσης που δημοσιεύθηκε στη συνέχεια στις 26.10.2001. Η απαλλοτριούσα αρχή προσέφερε σε ένα έκαστον των απαιτητών το ποσό των €61.509,65, δηλαδή, το συνολικό ποσό των €246.03,60 για το όλο τεμάχιο. Η προσφορά δεν έγινε δεκτή και έτσι η διαφορά προχώρησε σε ακρόαση.
Κατά τους απαιτητές-εφεσείοντες, η εύλογη και δίκαιη αξία του απαλλοτριωθέντος τεμαχίου στις 3.11.2000 ήταν €512.580,43 ενώ με τιμές ημερομηνίας 30.1.2010, η αξία ανήλθε στο €1.180.000. Προς το σκοπό του καθορισμού και της απόδειξης της αξίας του τεμαχίου κατέθεσε ο εκτιμητής και σύμβουλος ακινήτων Α.Λ. εκ μέρους των απαιτητών, ο οποίος παρέθεσε διάφορα συγκριτικά περιγράφοντας το υπό εκτίμηση τεμάχιο ως χωράφι σε τοποθεσία με σχετικά ψηλό υψόμετρο που προσέφερε ωραία θέα στην περιοχή, με πρόσβαση σε δημόσιο δρόμο, εφαπτόμενο όλων των δημόσιων υπηρεσιών και βρισκόμενο μόνο 20 μ. δυτικά από τον κύριο δρόμο προς και από την Πάφο. Η ύπαρξη μεγάλων δένδρων εντός του τεμαχίου που βρισκόταν στη ζώνη ανάπτυξης Η2, προσέφερε πρόσθετα στο όλο ποιοτικό περιβάλλον του ακινήτου. Η ζώνη ανάπτυξης Η2 είναι οικιστική ζώνη με συντελεστή δόμησης 90% και με κάλυψη 50% με μέγιστο επιτρεπόμενο ύψος δύο ορόφων.
Προς το σκοπό προώθησης της υπόθεσης τους, ο εκ των απαιτητών-εφεσείων στην Πολιτική Έφεση αρ. 204/13, κατέθεσε πως το τεμάχιο ήταν το μοναδικό αξιοποιήσιμο που κατείχε η οικογένεια του και πως είχαν εκπονηθεί από το 1995 αρχιτεκτονικά και στατικά σχέδια για διπλοκατοικία και προς τούτο εκδόθηκαν η σχετική πολεοδομική άδεια και η άδεια οικοδομής. Η διπλοκατοικία ανεγέρθηκε και πρόθεση ήταν να προχωρήσουν και στο μέλλον να ανεγείρουν και άλλες κατοικίες για σκοπούς εκμετάλλευσης. Όμως το 1998 δημοσιεύθηκε Γνωστοποίηση Απαλλοτρίωσης του επιδίκου και στη συνέχεια διάταγμα απαλλοτρίωσης εναντίον των οποίων καταχωρήθηκε η προσφυγή υπ΄ αρ. 95/99, η οποία όμως απορρίφθηκε με σχετική απόφαση στις 4.2.2000. Η απαλλοτρίωση δεν προωθήθηκε με προσφορά και θεωρήθηκε ως εγκαταλειφθείσα. Παρά ταύτα, στις 3.11.2000 και στις 26.10.2001, δημοσιεύθηκαν νέα Γνωστοποίηση και Διάταγμα Απαλλοτρίωσης, ενώ η απαλλοτριούσα αρχή προσέφερε σε ένα έκαστο των απαιτητών ΛΚ36.000 αποζημίωση που δεν έγινε αποδεκτή. Η προσφυγή υπ΄ αρ. 2/2002 που προσέβαλε τη νομιμότητα της απαλλοτρίωσης απορρίφθηκε στις 2.4.2003, όπως απορρίφθηκε και η Αναθεωρητική Έφεση υπ΄ αρ. 3621 στις 20.12.2005. Στη συνέχεια καταχωρήθηκαν οι Ειδοποιήσεις Παραπομπών στις 25.5.2006 για σκοπούς καθορισμού αποζημίωσης.
Ο Μ.Σ., Κτηματολογικός Λειτουργός 2ης Τάξης στο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο Πάφου που ασχολείτο τα τελευταία 20 χρόνια με εκτιμήσεις ακίνητης ιδιοκτησίας, κατέθεσε από πλευράς της αποζημιούσας αρχής. Ετοίμασε εκθέσεις εκτιμήσεων και συγκριτικές πωλήσεις ακινήτων τις οποίες και ανέλυσε για να καταλήξει ότι η αξία του τεμαχίου ήταν κατά την απαλλοτρίωση €20.50 ανά τετραγωνικό μέτρο. Σε τιμές του 2010, αφού εξήγησε τον τρόπο που εργάστηκε, κατέληξε ότι ο μέσος όρος ανά τετραγωνικό μέτρο ήταν €77.46 στρογγυλοποιημένο σε €75 ανά τετραγωνικό μέτρο. Η στρογγυλοποίηση έγινε προς τα κάτω λόγω της μηδαμινής ζήτησης και της κρίσης που υπήρχε. Συνεπώς το όλο ακίνητο στις 30.1.2010 είχε αξία €820.000.
Το Δικαστήριο αναφέρθηκε στη νομική πτυχή του καθορισμού της δίκαιης και εύλογης αποζημίωσης για την απώλεια που προκαλείται στον ιδιοκτήτη ως αποτέλεσμα της αποξένωσης του με αναφορά στο άρθρο 10 του περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμου αρ. 15/62, όπου, στην παράγραφο (α), η αξία λογίζεται να είναι ίση με το ποσό που θα απέφερε η ιδιοκτησία εάν πωλείτο εκουσίως στην ελεύθερη αγορά κατά το χρόνο της δημοσίευσης της οικείας Γνωστοποιήσεως Απαλλοτριώσεως. Με πρόσθετες αναφορές στη σχετική νομολογία, έκρινε ότι οι διαφορές που υπήρχαν μεταξύ των δύο εμπειρογνωμόνων έπρεπε να λυθούν κατά τρόπο που λάμβαναν υπόψη τις συγκριτικές πωλήσεις που αυτοί χρησιμοποίησαν. Πέραν, όμως, της μεταξύ τους συμφωνίας ότι η πολεοδομική ζώνη Η2 υπερτερούσε της ζώνης Η3 κατά 20%, δεν υπήρχε συμφωνία ως προς το ποσοστό αύξησης της αγοραίας αξίας κτήματος που ήταν σε υποδεέστερη τοποθεσία του επιδίκου, με τον Α. Λ. να το τοποθετεί στο 20%, ενώ ο Μ. Σ. στο 10%. Ούτε υπήρχε συμφωνία ως προς το ποσοστό αύξησης της αγοραίας αξίας περίκλειστου κτήματος, με τον πρώτο να δηλώνει 25% και το δεύτερο 20%.
Κατά το Δικαστήριο, ο Α. Λ. φανερά ήθελε να βοηθήσει τους εφεσείοντες-πελάτες του και όχι να έδιδε αντικειμενική εικόνα. Κρίθηκε ότι λανθασμένα ο Α. Λ. θεώρησε ότι το επίδικο υπερτερούσε έναντι άλλων όταν οι ίδιοι οι εφεσείοντες είχαν αποδεχθεί ότι είχε κλίση 20% κατά τα 3/5 του και μορφολογικά δεν ήταν πιθανόν κατάλληλο για ανέγερση σχολείου, υιοθετώντας προς τούτο αρχική έκθεση του Τμήματος Πολεοδομίας. Το Δικαστήριο συζήτησε και τα συγκριτικά που χρησιμοποιήθηκαν προβαίνοντας σε ανάλογα σχόλια.
Όμως το Δικαστήριο δεν συμφώνησε ούτε με τις συγκριτικές πωλήσεις που είχε υιοθετήσει ο μάρτυρας της αποζημιούσας αρχής, ο οποίος και είχε δεχθεί ότι μειονεκτούσαν έναντι του επίδικου, εξηγώντας ότι υπήρχαν πωλήσεις μεταγενέστερες του 2000 που θα μπορούσαν να είχαν ληφθεί υπόψη. Καθόρισε εν τέλει τον μέσο όρο των αξιών όλων των συγκριτικών πωλήσεων στα €35,2 ανά τετραγωνικό μέτρο. Κατέληξε, επομένως, ότι εάν το επίδικο κτήμα πωλείτο στην ελεύθερη αγορά κατά το χρόνο της Γνωστοποίησης, αυτό θα απέφερε μια τιμή της τάξης των €383.943 με επιπρόσθετη τη συμφωνηθείσα μεταξύ των διαδίκων αξία της υπό κατασκευής κατοικίας €34.172,02, ένα σύνολο εν τέλει €418.120 με τόκο προς 9% από 3.11.2000.
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι κατά θεμελιωμένη αρχή, ένας διάδικος ενώ δικαιούται να προβάλει στο δικόγραφο του διαζευκτικούς ισχυρισμούς, εν τούτοις, κατά την ακροαματική διαδικασία θα πρέπει να επιλέξει την εκδοχή που εν τέλει θα προωθήσει. Οι απαιτητές επέλεξαν να προωθήσουν μέχρι τέλους και τις δύο εκδοχές, δηλαδή, ότι η ημερομηνία καθορισμού της αξίας ήταν η ημέρα δημοσίευσης της Γνωστοποίησης Απαλλοτρίωσης, αλλά και πως ουσιώδης ημερομηνία ήταν και η ημερομηνία της δίκης και γι΄ αυτό είχαν κατατεθεί από τον εκτιμητή Α. Λ. και συγκριτικές πωλήσεις για το έτος 2010. Απέρριψε την εισήγηση ότι λόγω της μεγάλης χρονικής περιόδου που διέρρευσε από την ημερομηνία δημοσίευσης της γνωστοποίησης και της πραγματικής καταβολής της αποζημίωσης, υπήρξε παραβίαση του άρθρου 1 του Πρωτοκόλλου αρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και ότι το Δικαστήριο δικαιούτο να επιδικάσει αποζημιώσεις με βάση τις υποθέσεις Michael Theodossiou Ltd v. Cyprus 31811/04, ημερ. 15.1.2009 και Serghides v. Cyprus 44730/98, ημερ. 10.6.2003, με γνώμονα τις τρέχουσες τιμές και όχι τις τιμές κατά τη Γνωστοποίηση.
Διατύπωσε περαιτέρω την άποψη ότι στερείτο δικαιοδοσίας να εξετάσει παράβαση της Ευρωπαϊκής Σύμβασης ή να καθορίσει άλλη χρονική βάση υπολογισμού της αποζημίωσης, δεδομένου ότι ο σχετικός Νόμος καθορίζει επακριβώς την ημερομηνία καταβολής της αποζημίωσης. Εν πάση περιπτώσει προχωρώντας να εξετάσει την εισήγηση έκρινε ότι η αποζημιούσα αρχή δεν έφερε οποιαδήποτε ευθύνη για την καθυστέρηση της περάτωσης της διαδικασίας απαλλοτρίωσης εφόσον σε σύντομο χρόνο μετά τη Γνωστοποίηση προσέφερε ένα σημαντικό ποσό ως αποζημίωση που δεν έγινε δεκτό με αποτέλεσμα να προχωρήσουν οι απαιτητές όπως είχαν δικαίωμα σε προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο πράγμα που καθυστέρησε τον περαιτέρω καθορισμό της αποζημίωσης. Η αποζημιούσα αρχή προσέφερε στις 26.10.2011 πριν αρχίσει η εκδίκαση της υπόθεσης ενώπιον του Δικαστηρίου προς φιλική διευθέτηση το ποσό των ΛΚ225.000, αλλά και πάλι οι απαιτητές απέρριψαν την προσφορά. Στα δεδομένα αυτά δεν υπήρξε παραβίαση του Άρθρου 6(1) της Σύμβασης ή του Άρθρου 1 του Πρωτοκόλλου υπ΄ αρ. 1 της Σύμβασης.
Εν τέλει το Δικαστήριο αποσυνενώνοντας τις Παραπομπές επιδίκασε σε κάθε μια από αυτές, χωριστά, υπέρ του απαιτητή και εναντίον της αποζημιούσας αρχής €104.530 με τόκο προς 9% από 3.11.2000 μέχρι εξόφλησης πλέον έξοδα και επί πλέον τα έξοδα του εκτιμητή τους στο ποσό των €5.000 συν Φ.Π.Α.
Η έφεση βάλλει κατά της πρωτόδικης κρίσης ποικιλοτρόπως. Πρωτίστως αμφισβητεί την απόφαση του Δικαστηρίου να μην εφαρμόσει τις υποθέσεις του ΕΔΑΔ ως ανωτέρω, θεωρώντας ότι στερείτο δικαιοδοσίας να εξετάσει παραβίαση της Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ή να καθορίσει άλλη βάση ως προς το χρόνο εκτίμησης της αποζημίωσης. Περιλαμβάνεται παράπονο ως προς τις εκφρασθείσες υπό του Δικαστηρίου θέσεις, εντελώς εξωγενείς, αντινομικές και προσωπικές, ότι οι υπολογισμοί του Α. Λ. δεν χρειάζονταν να αξιολογηθούν ως προς τις τιμές του 2010 εφόσον αφενός οι πωλήσεις του 2009 παρουσίαζαν μείωση της τάξης του 50%, ενώ, περαιτέρω, το 2012 η Δημοκρατία υπέβαλε αίτηση για στήριξη από το μηχανισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης και υπεγράφη επαχθές μνημόνιο με αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, οι τιμές των ακινήτων να είχαν υποστεί περαιτέρω μείωση.
Πρόσθετα, αναφέρεται ότι λανθασμένα το Δικαστήριο εξέλαβε ότι η πρώτη απαλλοτρίωση του 1997 δεν δικογραφείτο και δεν την έλαβε υπόψη εφόσον η καταχώρηση του δικογράφου έγινε στη βάση της πρακτικής που ακολουθείται και δεν προβλέπεται από τους σχετικούς Κανονισμούς. Με τον τρόπο αυτό παραγνώρισε τη διάρκεια της όλης προσπάθειας απαλλοτρίωσης, γεγονός που έθεσε υπέρμετρο βάρος στους εφεσείοντες.
Κατά τους εφεσείοντες, το Δικαστήριο λανθασμένα θεώρησε ότι αυτοί δεν είχαν προωθήσει δικονομικά ή ουσιαστικά ορθά τις αξιώσεις τους εφόσον η θέση τους ήταν σταθερή ότι έπρεπε να αποζημιωθούν με τις τιμές που ίσχυαν κατά τη δικάσιμο λόγω της μακρόχρονης καθυστέρησης στην καταβολή της αποζημίωσης ή στην έναρξη της δίκης, ή, ακόμη κατά την έκδοση της απόφασης. Λανθασμένη όμως θεωρούν και την αξιολόγηση της μαρτυρίας με αναφορά στους δύο εμπειρογνώμονες και τα συγκριτικά που χρησιμοποιήθηκαν, αλλά και σε παρεμφερή ζητήματα σε σχέση με τη μορφολογία του ακινήτου και τις αναπροσαρμογές των τιμών.
Από τα πιο πάνω καθίσταται πρόδηλό ότι οι εφέσεις εστιάζονται στο χρόνο της καταβλητέας αποζημίωσης. Από την απάντηση στο ερώτημα αυτό, θα εξαρτηθούν πλείστα όσα άλλα θέματα. Σε συμφωνία με το Δικαστήριο και τα όσα επιμελώς αναδεικνύει η συνήγορος της εφεσίβλητης στο δικό της περίγραμμα, ο χρόνος καθορισμού της αποζημίωσης δεν μπορεί να λογιστεί παρά ως εκείνος της Γνωστοποίησης της Απαλλοτρίωσης.
Αυτό προνοείται ρητά από το άρθρο 10 του περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμου αρ. 15/62, το οποίο στην παράγραφο (α) προνοεί ότι η αξία της ιδιοκτησίας λογίζεται ίση προς το ποσό που θα απέφερε εάν πωλείτο εκούσια στην ελεύθερη αγορά κατά το χρόνο της δημοσίευσης της Γνωστοποίησης Απαλλοτρίωσης. Ως ημερομηνία της Γνωστοποίησης λογίζεται εκείνη που κατά το άρθρο 4(1) δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και επιδίδεται σε κάθε ενδιαφερόμενο μέρος. Από την ημερομηνία αυτή το ενδιαφερόμενο μέρος έχει δικαίωμα υποβολής ενστάσεως εντός τριάντα ημερών και από την ημερομηνία επίσης της δημοσίευσης δίνονται διάφορα δικαιώματα στην απαλλοτριούσα αρχή για προκαταρκτική έρευνα του χώρου και για εκτίμηση της αξίας της περιουσίας.
Στην Ιωαννίδου-Κουτσελίνη Μαρία κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2014) 3 Α.Α.Δ. 361, ECLI:CY:AD:2014:D750, η Πλήρης Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου εξέτασε την προστασία της ιδιοκτησίας και με αναφορά σε πληθώρα νομολογίας, έκρινε ότι η προστασία του δικαιώματος ιδιοκτησίας είναι συνταγματικά κατοχυρωμένη και διαφοροποιείται μόνο στο βαθμό που επιτρέπει το ίδιο το Σύνταγμα ή ο Νόμος. Το ΕΔΑΔ στις δικές του αποφάσεις σέβεται, όπως λέχθηκε, την πολιτική επιλογή του κράτους μέλους ως προς την προστασία της περιουσίας, εκτός όπου αυτή εμφανίζεται να μην έχει εύλογη αιτιολογία, αφήνοντας έτσι στα συμβαλλόμενα κράτη να αποφασίσουν την έννοια του δημοσίου συμφέροντος ανάλογα με την περίπτωση και ανάλογα με το τι εφαρμόζεται στο οικείο σύστημα δικαίου.
Συνεπώς και η επιλογή του Νομοθέτη να συναρτά την αποζημίωση με το χρόνο της αποστέρησης της περιουσίας είναι και αποδεκτή, αλλά και λογική. Η όλη φιλοσοφία της νομοθεσίας περί απαλλοτριώσεως σε συνδυασμό με την κατοχύρωση του δικαιώματος προστασίας της περιουσίας κατά το Άρθρο 23 του Συντάγματος, στοχεύει στην αποστέρηση της περιουσίας ως αποτέλεσμα απαλλοτρίωσης για το δημόσιο βέβαια συμφέρον με ανάλογη αποζημίωση η οποία λογικά έχει αναφορά στο χρόνο που το κράτος ή η δημοτική αρχή αποφάσισε να προχωρήσει σε έργα δημοσίας ωφέλειας και προς τούτο δημοσιοποιεί με τον πλέον επίσημο τρόπο την απόφαση δημοσιεύοντας τη Γνωστοποίηση στην Επίσημη Εφημερίδα. Ο ιδιοκτήτης της γης λαμβάνει ως αντιστάθμισμα αποζημίωση η οποία, εάν δεν συμφωνηθεί μεταξύ των μερών, καθορίζεται από το Δικαστήριο και εν ανάγκη και τελεσίδικα από το Ανώτατο Δικαστήριο κατ΄ έφεση, με τον ιδιοκτήτη να ενεργεί σε κάθε μια από τις περιπτώσεις αυτές εντός των νομίμων δικαιωμάτων του. Για όσο χρόνο τυχόν καθυστερεί η καταβολή της αποζημίωσης, η αποζημιούσα αρχή οφείλει να καταβάλλει τόκο μέχρι την τελική πληρωμή του ποσού. Με τον τρόπο αυτό αναγνωρίζεται η ανάγκη για πρόσθετο χρηματικό αντιστάθμισμα λόγω της παρόδου του χρόνου.
Τόσο η νομοθεσία, όσο και η νομολογία στη Δημοκρατία, δεν επιτρέπουν θεώρηση του χρόνου καταβολής αποζημίωσης σε περίοδο άλλη από αυτή της δημοσίευσης της Γνωστοποίησης. Οι υποθέσεις Serghides και Michael Theodossiou Ltd - ανωτέρω - δεν διαφοροποιούν τα πράγματα ως προς την Κυπριακή έννομη τάξη διότι τα εκεί αποφασισθέντα από το ΕΔΑΔ είχαν ευθεία αναφορά στην καθυστέρηση που είχε σημειωθεί, πολύ μεγάλη, μεταξύ της αρχικής απαλλοτρίωσης και της τελικής καταβολής της αποζημίωσης. Η καθυστέρηση η οποία είχε σημειωθεί είχε ως επίπτωση την απόφαση του ΕΔΑΔ να θεωρήσει ότι υπήρξε παράβαση του Άρθρου 6 της Σύμβασης. Με άλλα λόγια για να δικαιούτο το πρωτόδικο Δικαστήριο να απέδιδε την αξία της απαλλοτριωθείσας γης σε τιμές του 2010, θα έπρεπε να είχε προηγηθεί εύρημα με το οποίο να αφορούσε στην καθυστέρηση της υπόθεσης. Αυτό αναγνωρίζεται ευθέως από το ΕΔΑΔ στην υπόθεση Serghides σκέψη 27. Το ίδιο το Δικαστήριο δεν μπορούσε να ενεργούσε ως ΕΔΑΔ και δεν είχε προς τούτο, ως ορθά αποφάσισε, δικαιοδοσία. Από πλευράς εθνικού δικαίου, ο νομοθέτης εξακολουθεί να διατηρεί στην Κυπριακή έννομη τάξη το άρθρο 10(α). Επομένως από οποιαδήποτε άποψη, ο χρόνος καθορισμού της αποζημίωσης είναι ο χρόνος της απαλλοτρίωσης.
Πρόσθετα, όσον αφορά αυτή την πτυχή των αποφάσεων παρατηρείται ότι και οι δύο είχαν κριθεί πριν την εφαρμογή στη Δημοκρατία του περί Αποτελεσματικών Θεραπειών για Παραβίαση του Δικαιώματος σε Διάγνωση Αστικών Αδικημάτων και Υποχρεώσεων σε Εύλογο Χρόνο Νόμου αρ. 2(Ι)/2010, με τον οποίο καθιερώθηκε ειδικός μηχανισμός για τον προσδιορισμό τυχόν αποζημιώσεων σε περίπτωση καθυστέρησης εκδίκασης μιας υπόθεσης είτε πρωτοδίκως, είτε κατ΄ έφεση. Επομένως, οι εφεσείοντες-απαιτητές έχουν στη διάθεση τους τον μηχανισμό αυτό και δεν μπορούν τώρα να συζητούν ζήτημα παραβίασης του ευλόγου χρόνου εκδίκασης της υπόθεσης για να αποκτήσουν όφελος. Το ίδιο το ΕΔΑΔ και πάλι αναγνωρίζει τη δυνατότητα στη Serghides, σκέψη 23, να καθορίσει το κάθε κράτος-μέλος τον τρόπο με τον οποίο θα συμμορφώνεται με τυχόν απόφαση παραβίασης του δικαιώματος προστασίας της ιδιοκτησίας. Ο μηχανισμός του Νόμου αρ. 2(Ι)/2010, παρέχει αυτό το εργαλείο.
Όπως ορθά, άλλωστε, σημειώνει η συνήγορος της εφεσίβλητης απαλλοτριούσας αρχής, οι εφεσείοντες δεν ήγειραν τέτοιο ζήτημα με την παραπομπή τους, ούτε ακόμη και μετά την τροποποίηση της έκθεσης απαίτησης, που είχε καταχωρηθεί στις 9.3.2011. Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου στις υποθέσεις αυτές γίνεται στη βάση των Compensation Assessment Tribunal Rules 1956. Ο σχετικός Τύπος που προνοείται στον Κανονισμό 3(1) καθορίζει, μεταξύ άλλων, τις λεπτομέρειες που πρέπει να δίδονται αναφορικά με τα δεδομένα της υπόθεσης. Στη συνέχεια μπορούν να δοθούν οδηγίες από το Δικαστήριο για την καταχώρηση δήλωσης αναφορικά με καλύτερες λεπτομέρειες της παραπομπής περιλαμβανομένων και οποιωνδήποτε γεγονότων και ισχυρισμών που είναι σχετικοί με το υπό κρίση θέμα. Παρατηρείται εδώ ότι είχε καταχωρηθεί έκθεση απαιτήσεως, η οποία τροποποιήθηκε, και η οποία ουδόλως είχε αναφορά σε οποιαδήποτε αποζημίωση λόγω καθυστέρησης, παρά μόνο μνημονεύονται οι δύο εκτιμήσεις που έγιναν από τον Α.Λ., το 2004 και το 2010. Ως ποσό που αναζητήθηκε σε κάθε μια από τις παραπομπές αναφερόταν το ποσό που σχετιζόταν με τη δεύτερη εκτίμηση του 2010, πλέον τόκους οι οποίοι μάλιστα λογίζονταν από το 2000, όταν δημοσιεύθηκε η Γνωστοποίηση, πλέον έξοδα. Επομένως, οι απαιτητές επιδιώκοντας ανάκτηση αποζημίωσης στη βάση των τιμών του 2010, ενσωμάτωσαν ουσιαστικά την όποια καθυστέρηση (εάν βεβαίως μπορούσε να γίνει σχετικό εύρημα περί καθυστέρησης), και οι ίδιοι αποδέχθηκαν ότι το αντιστάθμισμα ήταν η καταβολή τόκου από την ημέρα της Γνωστοποίησης μέχρι την ημέρα πληρωμής της αποζημίωσης.
Οι Κανονισμοί του 1956 είχαν εξεταστεί στην Demetriou & Others v. Republic (1985) 1 C.L.R. 217, όπου είχαν γίνει δύο απαλλοτριώσεις, αλλά στη δικογραφία αναφερόταν μόνο η μία, ενώ η μαρτυρία επεκτάθηκε και στις δύο με το Εφετείο να θεωρεί ότι ήταν ανεπίτρεπτη η πρωτόδικη κρίση επί αμφοτέρων θεωρώντας ότι υπήρξε παρέκκλιση από τις γραπτές προτάσεις. Αυτή η θέση όμως αμφισβητήθηκε μεταγενέστερα στη Δημοκρατία ν. Πέτσα (1996) 1 Α.Α.Δ. 1342, όπου λέχθηκε ότι στη διαδικασία παραπομπής το Δικαστήριο «διατηρεί θεσμοθετημένες δυνατότητες διεύρυνσης οι οποίες καταδεικνύουν τον τουλάχιστον εν μέρει εξεταστικό χαρακτήρα της διαδικασίας: βλ. τον Καν. 7(1) που προβλέπει ότι το δικαστήριο με ιδίαν πρωτοβουλία μπορεί να απαιτήσει από διάδικο να παράσχει περαιτέρω και καλύτερες λεπτομέρειες των λόγων της παραπομπής.» Στη βάση επομένως των εδώ δεδομένων, η μη αναφορά στην παραπομπή των προηγούμενων απαλλοτριώσεων του 1997-1998 σε σχέση πάντοτε με τη θεμελίωση της ολικής καθυστέρησης, μαζί με τη μη αξίωση για αποζημίωση λόγω καθυστέρησης, δικαιολογούσε το Δικαστήριο στη θέση του ότι ούτε οι πρώτες απαλλοτριώσεις, ούτε η καθυστέρηση ήσαν ενώπιον του ως επίδικο ζήτημα. Άλλωστε, όπως υποδείχθηκε και στη Demetriou - ανωτέρω - κάθε απαλλοτρίωση είναι χωριστή πράξη και εκτιμάται κατά αυτό τον τρόπο ώστε και η αποζημίωση που προσφέρεται ή επιδικάζεται να λαμβάνει υπόψη τον παράγοντα αυτό.
Τα πιο πάνω καλύπτουν και τη δεύτερη πτυχή των υποθέσεων του ΕΔΑΔ όσον αφορά την παραβίαση του Άρθρου 1 του πρόσθετου Πρωτοκόλλου για τη μη έγκαιρη καταβολή της αποζημίωσης. Περαιτέρω, σε αντίθεση με τις δύο αυτές υποθέσεις, στις παρούσες διαφορές δεν παρατηρείται τέτοια καθυστέρηση που να είναι δυσανάλογη με την παραχώρηση αποζημίωσης σε εύλογο χρόνο και την προσφορά καταβολής της στους επηρεαζόμενους. Όπως ορθά αναφέρθηκε στο ζήτημα από το πρωτόδικο Δικαστήριο, σε σύντομο χρόνο μετά τη Γνωστοποίηση της απαλλοτρίωσης, δηλαδή, ένα έτος μετά, η απαλλοτριούσα αρχή προσέφερε το συνολικό ποσό των ΛΚ144.000 για το όλο τεμάχιο. Οι εφεσείοντες ασκώντας το νόμιμο δικαίωμα τους να μην αποδεχθούν την προσφορά αποζημίωσης, προσέφυγαν στο Δικαστήριο αμφισβητώντας την ορθότητα της απαλλοτρίωσης. Δεν μπορούν ταυτόχρονα λοιπόν να παραπονούνται και για καθυστέρηση. Ορθά και πάλι το Δικαστήριο παρατήρησε ότι η αποζημιούσα αρχή θα υπονόμευε τις εκκρεμούσες διαδικασίες των προσφυγών στο Ανώτατο Δικαστήριο εάν προσέφευγε και η ίδια και συνεπώς δεν υπήρχε τρόπος επιτάχυνσης της διαδικασίας που επέλεξαν οι εφεσείοντες. Παρά τις προσφυγές και τις απορρίψεις που έγιναν σε επίπεδο πρωτόδικο, αλλά και κατ΄ έφεση, η απαλλοτριούσα αρχή προσέφερε και πάλι στους εφεσείοντες το αυξημένο ποσό των ΛΚ225.000 στις 26.10.2011 προτού, δηλαδή, αρχίσει η εκδίκαση των υποθέσεων, αλλά και πάλι απορρίφθηκε από αυτούς. Είναι αντινομικό, επομένως, να παραπονούνται οι εφεσείοντες για καθυστέρηση τη στιγμή που οι ίδιοι επιδίωκαν νομίμως τον καθορισμό της δίκαιης αποζημίωσης από Δικαστήριο της Δημοκρατίας για τον οποίο καθορισμό ήταν πλέον αναγκαία η τήρηση ορισμένης διαδικασίας, αλλά και η διεξαγωγή αντιπαραθετικής δίκης. Ούτε είναι βάσιμη η θέση των εφεσειόντων ότι δεν έπρεπε το πρωτόδικο Δικαστήριο να προβεί σε αναφορά για τη δεύτερη αυτή προσπάθεια εξώδικης διευθέτησης με την προσφορά μεγαλύτερου ποσού εφόσον η προσφορά αυτή λάμβανε υπόψη τη δεύτερη εκτίμηση του Α. Λ. του 2010.
Από τη στιγμή που κρίνεται ότι ορθά το Δικαστήριο αποφάσισε την απόδοση αποζημίωσης με βάση την ημερομηνία γνωστοποίησης της απαλλοτρίωσης το 2000, τα οποιαδήποτε σχόλια του για τα οποία παραπονούνται οι εφεσείοντες ως προς το λόγο της μη αξιολόγησης των συγκριτικών πωλήσεων του Α. Λ. με τιμές του 2010, τα οποία σχόλια θα έπρεπε να είχαν αποφευχθεί, δεν έχουν οποιαδήποτε επίπτωση στην ορθότητα της απόφασης του.
Παραμένει ο τελευταίος λόγος αναφορικά με τη λανθασμένη, κατά την εισήγηση, αξιολόγηση της μαρτυρίας ενώπιον του Δικαστηρίου και ιδιαίτερα των εμπειρογνωμόνων. Όπως έχει επιβεβαιωθεί από τη νομολογία η διαδικασία καθορισμού της καταβλητέας αποζημίωσης είναι ιδιόμορφη και επιβάλλει την προσαγωγή μαρτυρίας ως προς την αξία της γης που απαλλοτριώνεται, (Λίνα Νεοκλέους ν. Γενικού Εισαγγελέα (1993) 1 Α.Α.Δ. 352). Η δίκαιη και εύλογη αποζημίωση που απαντάται στο Άρθρο 23.4(γ) του Συντάγματος, έχει ερμηνευθεί να συνεπάγεται την εξίσωση της αποζημίωσης με την απώλεια του ιδιοκτήτη αποτιμούμενη σε χρήμα με τις οικονομικές συνέπειες της απαλλοτρίωσης να προσδιορίζουν το μέτρο αυτής και όχι αυτή τούτη την αξία του απαλλοτριούμενου τεμαχίου, (Σεργίδης ν. Δημοκρατίας (1991) 1 Α.Α.Δ. 119). Στο σύγγραμμα Cripps: Compulsory Acquisition of Land, 11η έκδ., σελ. 885, αναφέρεται ότι η αξία της γης είναι αυτή που έχει για τον ιδιοκτήτη κατά την ημέρα της Γνωστοποίησης με όλα τα υπάρχοντα πλεονεκτήματα και όλες τις δυνατότητες. Τα ίδια αναφέρονται και στον Halsbury's Laws of England, 4η έκδ. Τόμος 8, σελ. 178, παρ. 250.
Ο καθορισμός της καταβλητέας αποζημίωσης αποφασίζεται από το Δικαστήριο εκτιμώντας τη μαρτυρία των εκατέρωθεν εμπειρογνωμόνων. Το Δικαστήριο δεν είναι υποχρεωμένο να υιοθετήσει κατ΄ ανάγκην τις απόψεις του ενός ή του άλλου εφόσον το ίδιο έχει την ευθύνη να καθορίσει την αποζημίωση, (Vasiliko Cement Works v. Σταύρου (1978) 1 Α.Α.Δ. 389). Εδώ το Δικαστήριο στην ουσία δεν ακολούθησε καμία από τις δύο θέσεις των εμπειρογνωμόνων και έδωσε προς τούτο ικανούς λόγους έχοντας και την πρωταρχική ευθύνη να αξιολογήσει τη μαρτυρία και να κρίνει ποια από τις δύο προσέφερε την καλύτερη επιστημονική βάση για την εξαγωγή συμπερασμάτων ή ακόμη και να αποφασίσει να μην ακολουθήσει καμία από τις δύο. Τα όσα οι εφεσείοντες αναφέρουν στο περίγραμμα τους περί λανθασμένης αξιολόγησης δεν βρίσκουν έρεισμα στην απόφαση δεδομένου ότι με αναλυτική διάθεση το Δικαστήριο προχώρησε να εξηγήσει τους λόγους γιατί δεν αποδέχθηκε τη μαρτυρία του Α. Λ., αλλά και γιατί δεν ακολούθησε στην ουσία ούτε και τη μαρτυρία του Μ.Σ.. Υιοθετείται η προσέγγιση του Δικαστηρίου ως ορθή και δεν χρειάζεται η επανάληψη της θεωρώντας ότι το Δικαστήριο προέβη σε καταγραφή όλων των αναγκαίων συγκριτικών και η κρίση του δεν μπορεί να λογιστεί ως λανθασμένη καθ΄ οιονδήποτε τρόπο. Ούτε είναι ορθή η θέση των εφεσειόντων ότι υπήρξε προκατάληψη του Δικαστηρίου εναντίον του Α.Λ. εν αντιθέσει με αυτή του Μ.Σ. διότι το Δικαστήριο έδωσε σαφείς λόγους για τις κρίσεις του επί της μεθοδολογίας και των εκτιμήσεων των συγκριτικών οι οποίες παρουσιάζονται απόλυτα λογικές. Ούτε η μαρτυρία του Α. Κ. εκ των εφεσειόντων μπορούσε να προσθέσει οτιδήποτε, όπως ορθά είπε το Δικαστήριο, δεδομένου ότι ο ίδιος δεν ήταν εκτιμητής και περισσότερο κατέθεσε για το ιστορικό της απαλλοτρίωσης και τη συναισθηματική για τους εφεσείοντες αξία του απαλλοτριωθέντος.
Ως εκ των ανωτέρω οι εφέσεις απορρίπτονται με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων και υπέρ της εφεσίβλητης Δημοκρατίας, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Δ.
Δ.
Δ.