ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2019:A327
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 192/2013)
19 Ιουλίου 2019
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/στές]
xxx ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ,
Εφεσείων
ΚΑΙ
ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΠΙΣΤΩΤΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΚΟΚΚΙΝΟΤΡΙΜΙΘΙΑΣ,
Εφεσίβλητης
------------------------------------------
Ο. Λάμπρου (κα) για Α. Μαθηκολώνη, για τον Εφεσείοντα.
Α. Κλεάνθους, για την Εφεσίβλητη.
------------------------------------------
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του
Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Ναθαναήλ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η επιτυχής εγγραφή στο πρωτόδικο Δικαστήριο της διαιτητικής απόφασης ημερ. 18.11.2011με σκοπό την εκτέλεση της με βάση τον περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμο αρ. 22/85, όπως τροποποιήθηκε, αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας έφεσης, η οποία επιδιώκει την ανατροπή της με επιχειρήματα που προβλήθηκαν, ανεπιτυχώς όμως, και ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας.
Με νομικό υπόβαθρο τον προαναφερθέντα Νόμο, αλλά και τους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας και ιδιαίτερα το Θεσμό 47, οι εφεσίβλητοι καταχώρησαν σχετική αίτηση όπως η διαιτητική απόφαση που είχε εκδοθεί στις 18.11.2011 προς όφελος τους και εναντίον του εφεσείοντος και ενός άλλου νομικού προσώπου το οποίο δεν ενδιαφέρθηκε να καταχωρήσει σχετική εμφάνιση, εγγραφεί για σκοπούς εκτέλεσης στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας. Η απόφαση του διαιτητή αφορούσε το ποσό των €120.680,53 με τόκο 9% ετησίως από 18.11.2011 μέχρι εξόφλησης πλέον €125 έξοδα διαιτησίας. Η εν λόγω απόφαση γνωστοποιήθηκε γραπτώς στον εφεσείοντα στις 28.11.2011, είχε δε παρέλθει ο χρόνος των 21 ημερών που προνοείται από το Νόμο για σκοπούς έφεσης. Το Δικαστήριο αφού άκουσε την υπόθεση και τη δοθείσα μαρτυρία από τον ενόρκως δηλούντα στην αίτηση xxx Χατζηκωστή, γραμματέα των εφεσιβλήτων, εξέδωσε απόφαση με την οποία η εν λόγω διαιτητική απόφαση ενεγράφη στο Δικαστήριο για σκοπούς εκτέλεσης. Το Δικαστήριο σημείωσε ότι η διαιτητική απόφαση έφερε όλα τα απαραίτητα εξωτερικά στοιχεία έγκυρης διαιτητικής απόφασης, δηλαδή, έφερε το όνομα και την υπογραφή του διαιτητή που την εξέδωσε, είχε ημερομηνία έκδοσης, συναρτάτο προς τους διαδίκους οι οποίοι και είχαν ειδοποιηθεί για τη διαδικασία της διαιτησίας, αναφερόταν σαφέστατα ότι η απαίτηση των εφεσιβλήτων πήγαζε από ενυπόθηκο γραμμάτιο, ενώ καταγραφόταν και το χρέος που οφειλόταν στους εφεσίβλητους. Το Δικαστήριο μνημόνευσε το γεγονός ότι ο εφεσείων ως πρωτοφειλέτης παρουσιάστηκε και παραδέχθηκε το χρέος του ενώπιον του διορισθέντος διαιτητή Ανδρέα Αντωνιάδη, η δε απόφαση του διαιτητή γνωστοποιήθηκε σ΄ αυτόν χωρίς να αμφισβητηθεί και χωρίς να εφεσιβληθεί. Επομένως, η διαιτητική απόφαση είχε καταστεί τελεσίδικη και μπορούσε να εκτελεστεί κατά τον ίδιο τρόπο ως απόφαση αστικού Δικαστηρίου.
Το Δικαστήριο στη σύντομη απόφαση του απέρριψε όλες τις σχετικές ενστάσεις και υπερασπίσεις του εφεσείοντα οι οποίες σχετίζονταν με το ότι η επίδικη διαφορά ουδέποτε παραπέμφθηκε νόμιμα σε διαιτησία και ότι ο διαιτητής δεν είχε διοριστεί νόμιμα και έγκυρα και/ή καθόλου για να διεξάγει τη διαιτησία. Επιπλέον ότι ο φερόμενος ως διαιτητής ήταν πρόσωπο ακατάλληλο για να διοριστεί ως τέτοιος ένεκα των σχέσεων που είχε και διατηρούσε με τους εφεσίβλητους και τον Έφορο Συνεργατικών Εταιρειών εφόσον ήταν συνταξιούχος δημόσιος υπάλληλος εργαζόμενος στον Έφορο Υπηρεσίας Εποπτείας και Ανάπτυξης Συνεργατικών Ιδρυμάτων. Πρόσθετα, ότι ο εφεσείων ουδέποτε ειδοποιήθηκε νομότυπα για το διορισμό του διαιτητή και ούτε συμφώνησε ή συγκατατέθηκε γι΄ αυτόν. Ουδεμία πραγματική διαιτητική διαδικασία διεξήχθη, ούτε ακούστηκε μαρτυρία και η αίτηση για εγγραφή ήταν πρόωρη και αδικαιολόγητη εφόσον ουδεμία ειδοποίηση δόθηκε στον εφεσείοντα.
Ο λόγος της απόρριψης των όσων τέθηκαν από τον εφεσείοντα ήταν η παραπομπή του Δικαστηρίου στη σχετική νομολογία στη βάση της οποίας το Δικαστήριο στο πλαίσιο της διαδικασίας εγγραφής και εκτέλεσης διαιτητικής απόφασης δεν ελέγχει, ούτε και δικαιούται να ελέγξει, την ορθότητα της προηγηθείσας διαιτητικής απόφασης, αλλά ούτε και να υπεισέλθει στην ουσία της διαφοράς. Κατ΄ επέκταση το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν ήταν δυνατό να εξετάσει είτε τη διαδικασία διορισμού του διαιτητή, ούτε την εγκυρότητα του διορισμού, αλλά ούτε και ηδύνατο να ελέγξει την ορθότητα της καθ΄ αυτής διαιτητικής απόφασης ιδιαιτέρως από τη στιγμή που ο εφεσείων είχε παρουσιαστεί ενώπιον του διαιτητή και αποδέχθηκε την ύπαρξη του χρέους, ενώ με τη γνωστοποίηση της διαιτητικής απόφασης, ουδεμία έφεση καταχωρήθηκε.
Το σχετικό άρθρο 52(5) του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου αρ. 22/85, προνοεί ότι εάν η απόφαση του διαιτητή με βάση το εδάφιο (2) δεν εφεσιβληθεί συμφώνως του εδαφίου (4), τότε η διαιτητική απόφαση καθίσταται τελική και εκτελείται κατά τον ίδιο τρόπο ως απόφαση πολιτικού Δικαστηρίου. Όπως λέχθηκε στην υπόθεση ΣΠΕ Αγίας Νάπας ν. Κυριακίδη (2008) 1 Α.Α.Δ. 716, η διαδικασία που οδηγεί στην εκτέλεση διαιτητικής απόφασης ως να ήταν απόφαση Δικαστηρίου είναι τυπική. Αποτελεί ζήτημα τύπου η διαδικασία από την άποψη ότι η διαιτητική απόφαση που εκδόθηκε θα πρέπει να καταχωρηθεί στα αρχεία του Πρωτοκολλητείου ως να ήταν απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου για να δυνηθεί ο πιστωτής να προχωρήσει με την εκτέλεση της. Λέχθηκε επίσης ότι η αίτηση προς εγγραφή και εκτέλεση επιδίδεται στον ενδιαφερόμενο για να προβάλει, εάν επιθυμεί, ένσταση με αναφορά, όμως, μόνο στο επίδικο θέμα της αίτησης, της προώθησης, δηλαδή, της εγγραφής και εκτέλεσης της. Τα ίδια λέχθηκαν και στην Ανδρέας Χατζηγεωργίου Πίκολου ν. Νέας ΣΠΕ Αγλαντζιάς (2012) 1 Α.Α.Δ. 707. Επιβεβαιώθηκε εκεί ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο κατά την εν λόγω διαδικασία δεν ελέγχει την ορθότητα της απόφασης του διαιτητή παρά μόνο δίδεται στο πρόσωπο εναντίον του οποίου εκδόθηκε η διαιτητική απόφαση, η ευχέρεια να προβάλει ο,τιδήποτε έχει σχέση με τις προϋποθέσεις εγγραφής και εκτέλεσης της απόφασης. Αυτό διότι βασική προϋπόθεση για την εγγραφή της διαιτητικής απόφασης είναι η διαπίστωση από το Δικαστήριο ότι αυτή φέρει όλα τα απαραίτητα χαρακτηριστικά στοιχεία μιας έγκυρης διαιτητικής απόφασης και ότι αυτή γνωστοποιήθηκε δεόντως στον οφειλέτη.
Όλοι οι λόγοι που προβάλλονται εκ νέου στο σχετικό περίγραμμα έφεσης δεν είναι δυνατόν να επιτύχουν. Όπως έχει ήδη αναφερθεί η σχετική νομοθεσία του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου είναι αυτοτελής και αφορά σε ο,τιδήποτε σχετίζεται με διαφορά μεταξύ των προσώπων που καταγράφονται στο εδάφιο (1) του άρθρου 52 και επί τη λήψει παραπομπής της διαφοράς στον Έφορο Συνεργατικών Εταιρειών, αυτός δύναται, μεταξύ άλλων, να παραπέμψει τη διαφορά προς επίλυση, η οποία διεξάγεται δυνάμει της εν ισχύϊ νομοθεσίας περί Διαιτησίας. Οποιαδήποτε αμφισβήτηση της απόφασης του διαιτητή δεν νοείται εκτός εάν προηγουμένως είχε εφεσιβληθεί στο Δικαστήριο εντός 21 ημέρες από τη γνωστοποίηση της απόφασης. Η έφεση στο Δικαστήριο έχει ακριβώς την έννοια της αναψηλάφησης της απόφασης του διαιτητή με ενδεχόμενο την ακύρωση ή παραμερισμό της για τους λόγους που προβάλλονται. Η έφεση αποτελεί την ορθή διαδικασία αναζήτησης θεραπείας στο στάδιο της έκδοσης απόφασης από τον διαιτητή. Η όλη διαιτητική διαδικασία εξετάστηκε στην Παναγιώτης Κλεοβούλου ν. Συνεργατικού Ταμιευτηρίου Επαγγελματικού Κλάδου και Επιχειρηματιών Κύπρου (ΣΤΕΚΕΚ) Λτδ, Πολ. Έφ. αρ. 304/2010, ημερ. 10.7.2015, ECLI:CY:AD:2015:A507, όπου αναφέρθηκε ότι η φιλοσοφία του μηχανισμού επίλυσης διαφορών στο πλαίσιο διαδικασίας διαιτητικής μορφής, συναρτάται ακριβώς προς την ανάγκη για ταχεία και τελεσίδικη επίλυση της διαφοράς. Τα ίδια λέχθηκαν και στη Ζαμπά κ.ά. ν. Συνεργατικής Κυπριακής Τράπεζας κ.ά., Πολ. Έφ. αρ. 169/2012, ημερ. 6.6.2018, ECLI:CY:AD:2018:A273. Κατά την έφεση στο Δικαστήριο, μπορούν να εξεταστούν ζητήματα παρατυπίας από πλευράς του διαιτητή ή πλημμελούς εκτέλεσης των καθηκόντων του ή και ζητήματα αναφορικά με τη νομιμότητα της όλης διαδικασίας παραπομπής περιλαμβανομένης και της ορθής τήρησης πρακτικών εκ μέρους του διαιτητή, όπως διαπιστώθηκε στη σχετικά πρόσφατη απόφαση Μιχαήλ κ.ά. ν. Συνεργατική Πιστωτική Εταιρεία Στρουμπίου, Πολ. Έφ. αρ. 190/2012, ημερ. 28.6.2018.
Η τελεσιδικία της διαιτητικής απόφασης που τεκμαίρεται νομοθετικά δυνάμει του άρθρου 52(5), δίδει το έναυσμα για την εγγραφή και εκτέλεση της απόφασης ως εξωδικαστικού διατάγματος δυνάμει της Δ.47 των περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών. Αυτό ακριβώς είχε γίνει και στην παρούσα περίπτωση όπου η επιδίωξη εγγραφής και εκτέλεσης της διαιτητικής απόφασης βασίστηκε στα ορθά νομοθετικά και διαδικαστικά άρθρα, Με πλήρη εφαρμογή της καθιερωθείσας στο θέμα νομολογίας, το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά αρνήθηκε στην ουσία να εξετάσει ζητήματα που προηγούνταν της έκδοσης της διαιτητικής απόφασης η οποία, κατά το Νόμο, θεωρείτο τελεσίδικη εφόσον δεν είχε εφεσιβληθεί. Κατά συνέπεια τα όσα, μεταξύ άλλων, ισχυρίζεται ο εφεσείων, ο οποίος υπενθυμίζεται ότι σύμφωνα με τη διαιτητική απόφαση είχε παρουσιαστεί κατά την ακρόαση της διαιτησίας και είχε παραδεχθεί το χρέος του, όπως ότι δεν είχε ειδοποιηθεί για την παραπομπή της διαφοράς στη διαιτησία δυνάμει του Θεσμού 79 των περί Συνεργατικών Εταιρειών Κανονισμών Κ.Δ.Π. 142/87, όχι μόνο δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη, αλλά αποτελούν και εκ των υστέρων σκέψεις τις οποίες ο εφεσείων κωλύεται να προβάλει. Προστίθεται ότι εν πάση περιπτώσει ο σχετικός Θεσμός 79 στον οποίο βασίστηκε ο εφεσείων ουδόλως προνοεί για προηγούμενη ειδοποίηση του διορισμού διαιτητή ή και συγκατάθεση του οφειλέτη.
Ούτε ισχύει εδώ ο περί Διαιτησίας Νόμος Κεφ. 4, ως ισχυρίζεται ο εφεσείων, δεδομένου ότι δεν υπάρχει συνυποσχετικό δυνάμει του Νόμου αυτού εφόσον η παραπομπή της διαφοράς ενώπιον του διαιτητή δεν έγινε στα πλαίσια του Κεφ. 4. Τα όσα επομένως προωθήθηκαν από τον εφεσείοντα σε σχέση με τα ισχύοντα στο Κεφ. 4, δεν τυγχάνουν εφαρμογής, πέραν του ότι προβάλλονται εκ των υστέρων και μόνο.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του εφεσείοντα και υπέρ της εφεσίβλητης ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΕΘ