ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2019:D338
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Πολιτική Αίτηση αρ.128/19
22 Ιουλίου, 2019
[Τ.ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ κας. xxxx ΛΕΙΒΑΔΙΩΤΟΥ ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI
ΚΑΙ
ANAΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΗΜΕΡ. 10.07.2019 ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΜΟΝΙΜΟ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΥΠΟΘ. ΑΡ. 284/2017.
-----------------
Π.Πολυβίου με Στ.Πολυβίου, (κα), Μ.Πική και Ν.Καλλένο, για την αιτήτρια
Αιτήτρια παρούσα
-------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
(Δοθείσα αυθημερόν)
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Η αιτήτρια, με μονομερή αίτηση, ζητά την άδεια του Δικαστηρίου για την καταχώρηση αίτησης δια κλήσεως για την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari με σκοπό την ακύρωση της απόφασης του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας αρ.284/17, ημερ. 10.7.2018 λόγω:
«i. Έκδηλου νομικού σφάλματος του Μόνιμου Κακουργιοδικείου Λευκωσίας σε σχέση με την εκδοθείσα Απόφαση (manifest error on the face of the record).
ii. Εμφανούς πλάνης του Μόνιμου Κακουργιοδικείου Λευκωσίας σε σχέση με την εκδοθείσα Απόφαση.
iii. Εσφαλμένης Ερμηνείας του Νόμου από το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λευκωσίας κατά την έκδοση της Απόφασης.
iv. Εσφαλμένης εφαρμογής του Νόμου από το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λευκωσίας κατά την έκδοση της Απόφασης.
ν. ΄Ελλειψης και/ή υπέρβασης Δικαιοδοσίας του Μόνιμου Κακουργιοδικείου Λευκωσίας να εκδώσει την Απόφαση.
νi. Παράβασης των Αρχών Φυσικής Δικαιοσύνης.
Αναστολή της ισχύος της Απόφασης του Μόνιμου Κακουργιοδικείου Λευκωσίας ημερομηνίας 10/07/2019.
Αναστολή κάθε περαιτέρω διαδικασίας στην Ποινική Υπόθεση υπ. αριθμό 284/2017 ενώπιον του Μόνιμου Κακουργιοδικείου Λευκωσίας μέχρι εκδίκασης της παρούσας Αίτησης και/ή οποιασδήποτε άλλης Αίτησης ήθελε καταχωρηθεί με την άδεια του Σεβαστού Δικαστηρίου και/ή οποιαδήποτε άλλη συναφή προς το ένταλμα certiorari θεραπεία.
Οποιαδήποτε άλλη συναφή προς το ένταλμα Certiorari θεραπεία.
Οποιαδήποτε άλλη διαταγή ήθελε κρίνει ορθή και δίκαιη υπό τις περιστάσεις το σεβαστό Δικαστήριο».
Η αίτηση υποστηρίζεται από πολυσέλιδη έκθεση γεγονότων και Ένορκη Δήλωση της αιτήτριας, η οποία είναι η κατηγορούμενη 6 στην εν λόγω ποινική υπόθεση.
Στις 31.5.2019 το Εφετείο επικύρωσε απόφαση του ως άνω Κακουργιοδικείου ημερ. 14.12.2018 για απαλλαγή των κατηγορουμένων 1 και 2 στην υπό αναφορά ποινική υπόθεση λόγω κατάχρησης της διαδικασίας, ως εκ του ότι ήσαν κατηγορούμενοι σε προηγούμενες ποινικές υποθέσεις με κατηγορίες που είχαν ίδια βάση γεγονότων.
Οι συνήγοροι των υπολοίπων κατηγορουμένων μεταξύ των οποίων και η αιτήτρια είχαν δηλώσει ενώπιον του Κακουργιοδικείου την πρόθεση τους να εγείρουν ομοίως και για τους πελάτες τους ένσταση για κατάχρηση διαδικασίας. Η κατάχρηση σύμφωνα με τη θέση των κατηγορουμένων εστιάζεται στο γεγονός ότι η αιτήτρια (όπως και άλλοι κατηγορούμενοι) ήσαν μάρτυρες επί των κατηγορητηρίων στις δύο προηγηθείσες υποθέσεις στις οποίες ήσαν κατηγορούμενοι και οι πρώην κατηγορούμενοι 1 και 2. Μάλιστα σε μια εκ των υποθέσεων κλήθηκαν από την κατηγορούσα αρχή και κατέθεσαν ως μάρτυρες κατηγορίας.
Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι της αιτήτριας στο Κακουργιοδικείο προέβαλαν πως γεγονότα που τέθηκαν από τους συνηγόρους των κατηγορουμένων 1 και 2 και την κατηγορούσα αρχή ως αποδεκτά γεγονότα με σκοπό την εκδίκαση της προδικαστικής ένστασης για την κατάχρηση ήσαν δεσμευτικά και θα έπρεπε να αποτελέσουν το υπόβαθρο γεγονότων και της ένστασης των υπολοίπων κατηγορουμένων μεταξύ των οποίων και η αιτήτρια.
Το Κακουργιοδικείο, αφού άκουσε τους ευπαιδεύτους συνηγόρους των πλευρών, αποφάσισε πως τα γεγονότα που κατατέθηκαν στην προηγηθείσα ένσταση αποτέλεσαν το αναγκαίο υπόβαθρο για τη συγκεκριμένη εκείνη ένσταση και μόνο. Δεν αποτελούν παραδεκτά γεγονότα στη βάση του άρθρου 19 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ.9[1]. Κατά συνέπεια δεν δεσμεύουν την κατηγορούσα αρχή και δεν είναι δυνατό να υποχρεωθεί από το Δικαστήριο να τα αποδεχτεί ως πραγματικό υπόβαθρο για τους σκοπούς της υπό εξέταση ένστασης η οποία είναι μια άλλη ξεχωριστή ένσταση που διατηρεί την αυτοτέλεια της. (Βλ. απόφαση Κακουργιοδικείου ημερ. 10.7.2019).
Συνοπτικά οι λόγοι για τους οποίους η αιτήτρια επιδιώκει τις αιτούμενες θεραπείες είναι οι ακόλουθοι:
Το Κακουργιοδικείο ερμήνευσε λανθασμένα το άρθρο 19 ως άνω, ειδικά στο ότι αφορά και εξυπηρετεί τους σκοπούς μόνο της κυρίως δίκης και όχι το πλαίσιο εκδίκασης προδικαστικού σημείου. Κατά τη θέση της πλευράς αιτήτριας το άρθρο 2 του Κεφ.9 με συνδυασμένη ερμηνεία του άρθρου 2 του Ν.14/60 (για την έννοια ποινική διαδικασία), εμποδίζει το Κακουργιοδικείο να αποφασίσει όπως αποφάσισε, διαχωρίζοντας ανεπίτρεπτα τη διαδικασία. ΄Οφειλε ακόμη το Δικαστήριο, σύμφωνα πάντα με την αιτήτρια, να προσδώσει ένα ευρύ πεδίο εφαρμογής του άρθρου 19 προς όφελος της αιτήτριας και όλων των κατηγορουμένων, εφόσον σε περίπτωση αμφιβολίας η ερμηνεία έπρεπε να οδηγήσει σε όφελος του πολίτη. Ακόμη, σύμφωνα με τους ευπαίδευτους συνηγόρους της αιτήτριας η αποδοχή γεγονότος δεσμεύει τους διαδίκους στην ποινική διαδικασία και συνιστά αποδοχή για κάθε συνεπακόλουθη διαδικασία.
Εν κατακλείδι, είναι η εισήγηση της αιτήτριας πως υπήρξε πλάνη του Δικαστηρίου για το ότι τα γεγονότα περιορίζονταν μόνο στην εκδίκαση της ένστασης και στους πρώην κατηγορούμενους 1 και 2. Ούτε ήταν αναγκαία, κατά την ίδια θεώρηση, η έγκριση των γεγονότων από το Δικαστήριο.
Oι αρχές με τις οποίες αντιμετωπίζει το Δικαστήριο αιτήσεις όπως η παρούσα καθορίζονται από τη νομολογία. Στην υπόθεση Περέλλα (αρ.2) (1995) 1 AAΔ 692 αναφέρεται ότι η εμβέλεια του προνομιακού εντάλματος certiorari παρέχει δυνατότητα για άσκηση ελέγχου από ανώτερο προς κατώτερο Δικαστήριο - όχι όμως για αναθεώρηση της ορθότητας της απόφασης του - «με προοπτική την επέμβαση, είτε όπου το κατώτερο Δικαστήριο ενήργησε εκτός της δικαιοδοσίας του, ή την υπερέβη, είτε όπου προκύπτει ενόψει του πρακτικού της απόφασης του Δικαστηρίου προφανές νομικό σφάλμα έστω και αν αυτό δεν άπτεται της δικαιοδοσίας».
Στην Re Kakos (1985) 1 CLR 250 αναφέρθηκε επίσης ότι το certiorari παρέχεται κυρίως για να διασφαλίσει ότι κατώτερο Δικαστήριο λειτουργεί μέσα στα όρια της δικαιοδοσίας του και σύμφωνα με τους θεμελιώδεις κανόνες του Δικαίου. Σε σχέση με τη δικαιοδοσία αναφέρεται πως το κριτήριο είναι κατά πόσο η υπό αναθεώρηση διαταγή ήταν εντός των ορίων της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου, το οποίο την εξέδωσε. Η απουσία αρμοδιότητας, πρέπει να καταφαίνεται από το πρακτικό της διαδικασίας. Σε σχέση δε με την παρανομία, αυτή να είναι έκδηλη. Η διαδικασία έχει σκοπό να θέσει υπό έλεγχο την ανάληψη δικαιοδοσίας και τη νομιμότητα της Διαταγής, η οποία έγινε σε αντίθεση με την ορθότητα της. "The process is intended to subject to scrutiny the assumption of jurisdiction and the legality of the order made, as opposed to its correctness". (Bλ. επίσης Αναφορικά με την αίτηση Λιασίδη (1999) 1 ΑΑΔ 185).
Στην ουσία του πράγματος αυτό που επιδιώκεται δια των διαφόρων εν προκειμένω τοποθετήσεων της αιτήτριας είναι ο έλεγχος της ορθότητας της απόφασης του Κακουργιοδικείου, κάτι το οποίο θα γίνει και πρέπει να γίνει μόνο με εφετειακό έλεγχο της τελικής απόφασης εφόσον βεβαίως υπάρξει καταδίκη. (Βλ. SNΚ Exclusive Properties Ltd Πολ.Εφ.132/14 16.7.2015), ECLI:CY:AD:2015:A523.
Επίσης χρήσιμη καθοδήγηση προσφέρεται από την υπόθεση Χρ.Νικολαϊδη Πολ.Αίτ. 52/2000, 19.4.2000 από την οποία παραθέτω τα εξής σχετικά:
«Τα θέματα τα οποία εξέτασε το πρωτόδικο δικαστήριο εμπίπτουν εντός της δικαιοδοσίας του. Καθώς έχει νομολογηθεί δεν είναι επιτρεπτό να εκδίδεται διάταγμα Certiorari προκειμένου να υπαγορευθεί σε Δικαστήριο ο τρόπος με τον οποίο θα πρέπει να αποφασίσει ζήτημα που εμπίπτει στη δικαιοδοσία του ή ακόμα ο τρόπος με τον οποίο θα ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια (βλ. Λιασίδης, πιo πάνω, και Marewave Shipping & Trading Company Ltd (1992) 1 C.L.R. 116, 121).
Δεν έχει παραγνωριστεί η θέση της Αγγλικής Νομολογίας (βλ. ανάμεσα σ΄ άλλα, Connelly v. D.P.Ρ. (1964) 2 All E.R. 401) σύμφωνα με την οποία η εξουσία για αναστολή διαδικασίας λόγω κατάχρησης της διαδικασίας περιλαμβάνει και την εξουσία να προστατευθεί ένας κατηγορούμενος από καταπίεση ή δυσμενή επηρεασμό. Αυτή η εξουσία έχει περιγραφεί σαν ένα τρομερό όπλο για προστασία κατηγορουμένων από ποινική δίωξη κάτω από περιστάσεις κατά τις οποίες θα ήταν έκδηλα άδικο να διωχθούν (Βλ. και Archbold, Criminal Pleading Evidence and Practice (1999) παραγ. 4-54). Ωστόσο, όπως υποδεικνύεται από τον Lord Devlin στην Connelly (πιο πάνω), σελ. 446, το όλο θέμα εμπίπτει εντός της διακριτικής ευχέρειας του δικάζοντος δικαστηρίου η οποία ασκείται με βάσει τα περιστατικά της συγκεκριμένης υπόθεσης. Στην παρούσα υπόθεση το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού εξέτασε τα περιστατικά της, και αφού αναφέρθηκε και στην επί του προκειμένου Αγγλική Νομολογία, άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια εναντίον της αναστολής. ΄Οπως έχει ήδη υποδειχθεί το ένταλμα Certiorari δεν αποτελεί μέσο με το οποίο μπορεί να υπαγορευθεί σε πρωτόδικο δικαστήριο ο τρόπος με τον οποίο θα ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια.
΄Οπως και στην υπόθεση Λιασίδη, έτσι και στην παρούσα υπόθεση, η απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου εκδόθηκε μέσα στα όρια της δικαιοδοσίας του. Επομένως η παρούσα αίτηση απολήγει σε αίτημα για θεραπεία της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης, που δεν μπορεί να γίνει παραδεκτό.
Αναφορικά με το θέμα της δίκαιης δίκης καθώς έχει νομολογηθεί (Ford (Αρ. 2) και Λιασίδη, πιο πάνω) τα δικαιώματα του κατηγορουμένου για δίκαιη δίκη συναρτώνται με τη διεξαγωγή της δίκης. Δεν προκύπτει, επομένως, θέμα αναστολής της διαδικασίας για να διασφαλισθεί το δικαίωμα του αιτητή για δίκαιη δίκη.
Για τους πιο πάνω λόγους η αίτηση απορρίπτεται».
Βασικά η αιτήτρια προβάλλει θέμα εσφαλμένης ερμηνείας του Νόμου, εν προκειμένω του άρθρου 19 του Κεφ.9 ή εσφαλμένη εφαρμογή του. Όμως, όπως είναι νομολογιακά εδραιωμένο, δεν είναι αρκετό ότι υπήρξε σοβαρή πλάνη ή πλάνη σε σχέση με μια καθιερωμένη αρχή. Πρέπει να υπάρχει πλάνη που να μπορεί αμέσως να διακριβωθεί από το Δικαστήριο και όχι κατόπιν ανάλυσης όλων των στοιχείων ή της μαρτυρίας (Λυσιώτης και Υιός Λτδ (1996)1B ΑΑΔ 1066).
Στην υπό κρίση περίπτωση επιδιώκεται στην ουσία να εξεταστούν εξονυχιστικά δεκάδες σελίδες πρακτικών του Κακουργιοδικείου όπου οι συνήγοροι έλεγαν διάφορα και προέβαιναν εν πολλοίς σε συλλογισμούς και διατύπωση (όχι πάντοτε σαφών) προθέσεων για μελλοντική έγερση και εκ μέρους τους προδικαστικών ενστάσεων.
Δεν θα συμφωνήσω με τον κ. Πολυβίου ότι υπήρξε σαφής συμφωνία όλων των δικηγόρων συμπεριλαμβανομένων των δικηγόρων της αιτήτριας ως προς τη δέσμευση επί των συγκεκριμένων δηλωθέντων γεγονότων. Παρά το ότι σε ορισμένες αναφορές των πρακτικών, ειδικά στις σελίδες που μου υποδείχθηκαν, μπορεί να εξαχθεί το συμπέρασμα τέτοιας αποδοχής, σε άλλες αναφορές μπορεί να εξαχθεί το αντίθετο συμπέρασμα.
Με κανένα τρόπο δεν διαφαίνεται πασιδήλως ή σαφώς ότι υπήρξε δέσμευση της πλευράς της αιτήτριας στη μεταξύ των κατηγορουμένων 1 και 2 και της κατηγορούσας αρχής προδίκαση της ένστασης τους, ως προς τη διατύπωση κοινού πλαισίου παραδεκτών γεγονότων δυνάμει ειδικά του άρθρου 19 του Κεφ.9. Κάτι τέτοιο όχι μόνο δεν προκύπτει από τα πρακτικά, αλλά το Κακουργιοδικείο στην επίδικη απόφαση του ημερ. 10.7.2019 αναφέρει πως:
«Το πρώτο που θέλουμε εμείς να επισημάνουμε είναι πως τα γεγονότα που συμφωνήθηκαν και δηλώθηκαν στα πλαίσια της προηγηθείσας ένστασης των πρώην Κατηγορουμένων 1 και 2, δεν αποτελούν παραδεκτά γεγονότα εν τη εννοία του άρθρου 19 του Κεφ. 9. Τουναντίον, από το σύνολο των δηλώσεων, επιφυλάξεων και ενστάσεων που υποβλήθηκαν, όπως καταγράφονται στα πρακτικά ημερ. 28/11/2018, 30/11/2018 και 03/12/2018, εκείνο που αβίαστα συνάγεται είναι ότι οι συνήγοροι των Κατηγορουμένων 1 και 2 πρότειναν ένα πραγματικό πλαίσιο γεγονότων που ήταν απαραίτητο για να αποφασιστούν οι προταθείσες, αρχικά, τρεις ενστάσεις τους, οι οποίες στην πορεία περιορίστηκαν σε μία, ήτοι στην ένσταση για κατάχρηση. Με την ξεκάθαρη, μάλιστα, τοποθέτηση όλων των μερών, ότι τα υπό αναφορά γεγονότα, τα οποία έγιναν εν τέλει αποδεκτά και από την Κατηγορούσα Αρχή, περιορίζονταν και αφορούσαν μόνο την εκδίκαση της συγκεκριμένης εκείνης ένστασης. Αυτό ακριβώς αναφέρεται και στην απόφασή μας και δεν εγείρεται, συνεπώς, ζήτημα παράλειψης από το Δικαστήριο να εγκρίνει τα γεγονότα, ώστε να προσλάμβαναν τη μορφή και ισχύ παραδεκτών γεγονότων στη βάση του άρθρου 19 του Κεφ. 9, ως έχει τροποποιηθεί από το Ν.86/86. Με δεδομένη μάλιστα την εκφρασθείσα ρητή διαφωνία κάποιου εκ των Κατηγορουμένων (συγκεκριμένα του Κατηγορούμενου 5) και της ένστασης της Κατηγορούμενης 6 στην κατάθεση των εκθέσεων Τσολάκη και Alvarez & Marsal, διερωτώμαστε πως θα μπορούσε το Δικαστήριο να εγκρίνει τα γεγονότα, ώστε να αποκτούσαν δεσμευτική ισχύ για κάθε μεταγενέστερη ή συνεπακόλουθη διαδικασία».
Συνεχίζει δε, στο σκεπτικό του το Κακουργιοδικείο πως το άρθρο 19 έχει συγκεκριμένο πλαίσιο (αυτό της κυρίως δίκης) και, έχοντας σκοπό την προστασία των κατηγορουμένων, θέτει αυστηρές προϋποθέσεις.
Η φύση της διατύπωσης αποδεκτών γεγονότων και κυρίως της έγκρισης αυτών εκ μέρους του Δικαστηρίου ως δικαστική πράξη έχει τονιστεί επανειλημμένα από τη νομολογία (βλ. Μike John v. Δημοκρατίας Ποιν. εφ.201/13, ημερ. 17.6.2016, ECLI:CY:AD:2016:D290 και Blackstone's Criminal Practice 2016 σελ.2385 "formal admissions").
Ακριβώς η έγκριση, ως δικαστική πράξη, οδηγεί στην αποφυγή «παρεξηγήσεων» στο τι ακριβώς συνεφωνήθη και από ποίους.
Στην υπό κρίση περίπτωση δεν ακολουθήθηκε η αυστηρή διαδικασία του άρθρου 19 και τα αναφερόμενα ως αποδεκτά γεγονότα, ουδέποτε εγκρίθηκαν ως τέτοια όπως η επιτακτική διατύπωση της σχετικής πρόνοιας, οπότε δεν δυνάμεθα να ομιλούμε για αμετάκλητη δέσμευση όλων μάλιστα των κατηγορουμένων τους οποίους κατά το χρόνο δήλωσης, η υπό εκδίκαση ένσταση δεν αφορούσε.
Δεν έχω πεισθεί πως η αιτήτρια έχει καταδείξει συζητήσιμη υπόθεση. Το Κακουργιοδικείο ενήργησε μέσα στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του. Αφού άκουσε τους συνηγόρους, εξέδωσε αιτιολογημένη απόφαση στα πλαίσια της οποίας έδωσε την πιο πάνω ερμηνεία. ΄Οπου εκ πρώτης όψεως φαίνεται πως υπάρχει δικαιοδοσία και πως η διαδικασία εξελίχθηκε κανονικά, το Ανώτατο Δικαστήριο δεν προχωρεί στην έκδοση προνομιακού εντάλματος, ούτε ακόμη και αν το κατώτερο Δικαστήριο «αντιλήφθηκε λανθασμένα ένα νομικό σημείο» (βλ. Χρίστου (1996)1 ΑΑΔ 398, και Πολ.Αίτ. 37/17, ημερ. 15.3.2017), ECLI:CY:AD:2017:D83.
Εν προκειμένω δεν έχω πεισθεί πως το Κακουργιοδικείο προέβη σε λανθασμένη ερμηνεία του εν λόγω άρθρου, ούτε ότι εμφιλοχώρησε στη διεργασία της σκέψης του πλάνη περί των πραγματικών γεγονότων, αφού, όπως εξήγησα, από τα επισυναφθέντα πρακτικά ή άλλως πως δεν προκύπτει με σαφήνεια δήλωση των μερών πως το ίδιο πλαίσιο θα ήταν βάση εκδίκασης και των προδικαστικών ενστάσεων της αιτήτριας ή άλλων κατηγορουμένων. Εκείνο που δυσκολεύομαι βεβαίως να αντιληφθώ είναι γιατί δεν τέθηκαν ευθύς εξ αρχής κατά τον ίδιο χρόνο όλες οι ενστάσεις όλων των κατηγορουμένων, προς εκδίκαση, ώστε το Κακουργιοδικείο να τις εξετάσει ταυτοχρόνως και να μην κατακερματίζεται η διαδικασία σε πολλά προδικαστικά θέματα εις βάρος βεβαίως του χρόνου εκδίκασης. Αυτό όμως δεν είναι σχετικό με τις προβαλλόμενες πλημμέλειες και τίθεται απλώς ως σύσταση.
Αναφορικά με την ανησυχία των ευπαιδεύτων συνηγόρων της αιτήτριας για την «παραγνώριση», όπως ετέθη, της απόφασης του Εφετείου το οποίο επικύρωσε εμμέσως τα αποδεκτά γεγονότα, θα πρέπει να αναφέρω ότι ουδείς αμφιβάλλει για τη δεσμευτικότητα της απόφασης. Θα πρόσθετα πως θα ήταν λογικό να επαναξιολογηθεί από τους διαδίκους η προσπάθεια εξεύρεσης κοινού πλαισίου γεγονότων με άξονα την καθοδήγηση που θέτει η απόφαση του Εφετείου προς αποφυγή περαιτέρω καθυστέρησης.
Στη βάση όμως του νομικού πλαισίου, που εξήγησα πιο πάνω, η αίτηση δεν έχει στοιχειοθετηθεί με τρόπο πειστικό για ύπαρξη συζητήσιμης υπόθεσης και ως εκ τούτου η αίτηση απορρίπτεται.
Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου,
Δ.
[1] 19.-(1) Τηρoυμέvωv τωv διατάξεωv τoυ άρθρoυ αυτoύ κάπoιo γεγovός για τo oπoίo δύvαται vα δoθεί πρoφoρική μαρτυρία σε oπoιαδήπoτε πoιvική διαδικασία και για τoυς σκoπoύς αυτής, δύvαται vα γίvει απoδεκτό από ή εκ μέρoυς της κατηγoρoύσας αρχής ή τoυ κατηγoρoυμέvoυ και η απoδoχή από oπoιoδήπoτε μέρoς oπoιoυδήπoτε τέτoιoυ γεγovότoς δυvάμει τωv διατάξεωv τoυ άρθρoυ αυτoύ, θα απoτελεί δεσμευτική απόδειξη εvαvτίov τoυ εv λόγω μέρoυς στη διαδικασία στηv oπoία αφoρά τo απoδεκτό γεγovός.
(2) Απoδoχή σύμφωvα με τις διατάξεις τoυ άρθρoυ αυτoύ-
(α) δύvαται vα γίvει πριv ή κατά τη διαδικασία
(β) σε καθεμιά περίπτωση πρέπει vα γίvει εvώπιov τoυ Δικαστηρίoυ
(γ) εφόσov γίvεται εκ μέρoυς τoυ κατηγoρoυμέvoυ, πρέπει vα γίvει από τo δικηγόρo τoυ και vα εγκριθεί από τo Δικαστήριo
(δ) εφόσov έγιvε εκ μέρoυς κάπoιoυ κατηγoρoυμέvoυ σε μη αvτιληπτή για αυτόv, κατά τηv κρίση τoυ Δικαστηρίoυ γλώσσα, θα έπρεπε vα εξηγηθεί ή μεταφραστεί σε καταvoητή για αυτόv γλώσσα και τo Δικαστήριo και o δικηγόρoς τoυ κατηγoρoυμέvoυ έχoυv ικαvoπoιηθεί ότι o κατηγoρoύμεvoς αvτιλαμβάvεται πλήρως και συμφωvεί με τηv απoδoχή αυτή.
(3) Απoδoχή σύμφωvα με τις διατάξεις τoυ άρθρoυ αυτoύ και για τoυς σκoπoύς διαδικασίας σε σχέση με oπoιoδήπoτε θέμα, θα θεωρείται ως απoδoχή για τoυς σκoπoύς oπoιασδήπoτε συvεπακόλoυθης πoιvικής διαδικασίας σε σχέση με τo εv λόγω θέμα (περιλαμβαvoμέvης oπoιασδήπoτε έφεσης ή επαvεκδίκασης).
(4) Απoδoχή πoυ έγιvε σύμφωvα με τις διατάξεις τoυ άρθρoυ αυτoύ δύvαται με άδεια τoυ Δικαστηρίoυ, vα απoσυρθεί από τη διαδικασία για τoυς σκoπoύς της oπoίας έγιvε ή από oπoιαδήπoτε άλλη συvεπακόλoυθη πoιvική διαδικασία σε σχέση με τo ίδιo θέμα».