ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2019:D277
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Πολιτική αίτηση αρ.109/19
5 Ιουλίου, 2019
[Τ.ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ]
Αναφορικά με το άρθρο 155.4 του Συντάγματος και τα άρθρα 3 και 9 του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμου του 1964 (Ν33/1964)
και
Αναφορικά με τον περί Ανωτάτου Δικαστηρίου (Δικαιοδοσία Έκδοσης Ενταλμάτων Προνομιακής Φύσεως) Διαδικαστικό Κανονισμό τον 2018
και
Αναφορικά με την Αίτηση της Ελληνικής Τράπεζας Δημόσια Εταιρεία Λτδ από τη Λευκωσία για άδεια για την καταχώρηση αίτησης για έκδοση εντάλματος Certiorari και Mandamus
και
Αναφορικά με την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου (Πρωτοβάθμια Δικαιοδοσία) ημερομηνίας 15/3/2019 στην Πολιτική Αίτηση Αρ. 153/2018
και
Αναφορικά με την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ημερομηνίας 31/05/2019 που εκδόθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού στην αγωγή με αριθμό 284/18
και
Αναφορικά με την αγωγή με αριθμό 284/18 που καταχωρήθηκε στις 08/02/2018 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού μεταξύ των 1. Blue Ribbon Shipping Ltd, 2. Blue sky shipping Ltd, 3. Internship Navigation Co. Ltd., 4. Navinvest Holdings Ltd, 5. xxx Αιμιλιανού, 6. xxx xxx xxx McBride -και- Ελληνική Τράπεζα Δημόσια Εταιρεία Λτδ.
Μονομερής Αίτηση από την Ελληνική Τράπεζα Δημόσια Εταιρεία Λτδ από την Λευκωσία
Γ.Τριλλίδης με Ελ.Τσαρούχη, (κα), για Π.Σαρρή & Σία ΔΕΠΕ, για τους αιτητές
---------------- -
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Οι πιο πάνω αιτητές με την παρούσα αίτηση ζητούν:
Α. Άδεια τον Ανωτάτου Δικαστηρίου για την καταχώριση Αίτησης Διά Κλήσεως για έκδοση προνομιακού εντάλματος certiorari για την ακύρωση απόφασης ημερομηνίας 31/05/19 που εκδόθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού στο πλαίσιο της αγωγής με αριθμό 284/2018.
Β. Άδεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου για την καταχώριση Αίτησης διά Κλήσεως για έκδοση προνομιακού εντάλματος Mandamus με το οποίο να διατάσσεται το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού να επιληφθεί της αγωγής με αριθμό 284/2018 και/ή να ακούσει αίτημα για αναστολή της αγωγής και/ή να διαταχθεί να προχωρήσει σε αναστολή της και/ή να δικάσει και να αποφασίσει σύμφωνα με το νόμο και/ή σύμφωνα με την απόφαση ημερ. 15.3.2019 του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Πολιτική αίτηση Αρ.153/2018.
Γ. Οποιαδήποτε άλλη συναφή ή παρεμφερή θεραπεία προς το διάταγμα certiorari ή Mandamus το Δικαστήριο ήθελε θεωρήσει δίκαιη υπό τις περιστάσεις.
Η αίτηση βασίζεται στα άρθρα 30 και 155(4) του Συντάγματος, στα άρθρα 3 και 9 του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμου του 1964, όπως τροποποιήθηκε, στα άρθρα 19, 22(Β), 29, 70 του Περί Δικαστηρίων Νόμου τον 1960 (Ν.14/1960), στα άρθρα 3, 5 έως 7 του περί Ανωτάτου Δικαστηρίου (Δικαιοδοσία ΄Εκδοσης Ενταλμάτων Προνομιακής Φύσεως) Διαδικαστικό Κανονισμό του 2018, στο άρθρο Δ.33 θ.10 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, στις γενικές, συμφυείς εξουσίες και στις αρχές της φυσικής δικαιοσύνης.
Οι λόγοι στους οποίους βασίζονται τα αιτήματα για τις θεραπείες είναι οι εξής:
Το Ανώτατο Δικαστήριο υπό την Πρωτοβάθμια Δικαιοδοσία του στο πλαίσιο της ως άνω Πολιτικής Αίτησης που καταχώρησαν οι αιτητές εξέδωσε απόφαση ημερομηνίας 15.3.2019 με την οποία έκρινε πως το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού δεν έχει δικαιοδοσία να εκδικάσει την ως άνω αγωγή και ακύρωσε με ένταλμα certiorari την ενδιάμεση απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού ημερομηνίας 5.11.2018 με την οποία εκρίθη πως είχε δικαιοδοσία εκδίκασης της αγωγής. Οι αιτητές, κατόπιν και συνεπεία της πιο πάνω απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αποτάθηκαν στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού ζητώντας όπως αναστείλει την ενώπιον του αγωγή και/ή διαδικασία. Σύμφωνα με τη θέση τους, το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού με απόφασή του ημερ.31.5.19 αποφάσισε «να μην πράξει τίποτα» αφήνοντας ουσιαστικά την αγωγή να αιωρείται επ' άπειρον. Είναι η θέση των αιτητών πως το Δικαστήριο ενήργησε συνεπεία έκδηλης πλάνης νόμου και κατ' άρνηση της δικαιοδοσίας του μη λαμβάνοντας υπόψη την κείμενη νομοθεσία και δη την Δ.33 Ο.10 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας και την απόφαση ανωτέρου δικαστηρίου, προέβηκε σε αρνησιδικία και/ή άρνηση άσκησης των καθηκόντων του. Ενεργώντας δε υπό καθεστώς έκδηλης πλάνης περί της δικαιοδοσίας και λειτουργίας του, λανθασμένα αποφάσισε ότι δεν δύναται να επιληφθεί του αιτήματος «να ολοκληρώσει τη διαδικασία», παρερμηνεύοντας την απόφαση τον Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερ.15.3.19. Με αυτό τον τρόπο ισχυρίζονται οι αιτητές παραβιάζεται το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα τους για πρόσβαση στη δικαιοσύνη αφού δεν δύνανται να προσφύγουν στο φυσικό της δικαστή, (δηλαδή το Ναυτοδικείο σύμφωνα με την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερ.15.3.2019) ενόσω η αγωγή 284/2018 είναι ακόμα σε εκκρεμότητα.
΄Εχω μελετήσει τη δικογραφία της αίτησης. Οι παρόντες αιτητές είχαν προσφύγει στο Ανώτατο Δικαστήριο με την Πολ.αιτ. 153/18 σε διαδικασία certiorari όπου το Ανώτατο Δικαστήριο με μονομελή σύνθεση (Πούγιουρου, Δ.) ακύρωσε ενδιάμεση απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου με βάση την οποία είχε θεωρήσει ότι η δικαιοδοσία εκδίκασης της αγωγής αρ.248/18 ανήκει στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού και όχι στο Ναυτοδικείο. Μετά την έκδοση της απόφασης στην ως άνω πολιτική αίτηση ημερ. 15.3.2019, ο φάκελος της αγωγής ετέθη στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού κατόπιν αιτήματος των αιτητών όπως ανασταλεί η ενώπιον του Δικαστηρίου αγωγή και διαδικασία. Οι ενάγοντες είχαν διαφορετική άποψη ότι δηλαδή η αγωγή απλώς θα έπρεπε να τεθεί εκτός πινακίου. Το Επαρχιακό Δικαστήριο, (Πρόεδρος Επ.Δ.) στις 31.5.2019, αφού αναφέρεται στο ιστορικό της υπόθεσης, καταλήγει ως εξής:
«Η αναφορά σε ρύθμιση προϋποθέτει άσκηση δικαστικής κρίσης και εφόσον σύμφωνα με την Απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου το παρόν Δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία εκδίκασης της αγωγής στερείται της εξουσίας να προβεί σε οιαδήποτε ρύθμιση σε αυτή. Στην ουσία όμως αυτό που η Εναγόμενη ζητά από το Δικαστήριο δεν είναι να προβεί σε οιαδήποτε κρίση ή ρύθμιση αλλά να σφραγίσει την αναπόδραστη συνέπεια της Απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Επικαλείται η Εναγόμενη την Δ.33, Θ.10 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας που προνοεί ότι «Όπου σε ακρόαση αγωγής φανεί στο Δικαστήριο ενώπιον του οποίου εκδικάζεται ότι έπρεπε να είχε εγερθεί ενώπιον άλλου Δικαστηρίου, το Δικαστήριο που τη δικάζει δεν πρέπει να την απορρίψει αλλά να αναστείλει τη διαδικασία και να διατάξει τον ενάγοντα να πληρώσει τα έξοδα του εναγόμενου»
Στην προκειμένη περίπτωση δεν έχει «φανεί στο Δικαστήριο ενώπιον του οποίου εκδικάζεται ότι έπρεπε να είχε εγερθεί ενώπιον άλλου Δικαστηρίου». Ακριβώς αντίθετη ήταν η θέση του Δικαστηρίου. Η θέση ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία ήταν του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Οι Ενάγοντες έχουν εφεσιβάλει την Απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου για έκδοση εντάλματος certiorari και διατυπώνουν την εύλογη ανησυχία ότι στην περίπτωση που το Δικαστήριο αναστείλει την αγωγή και η έφεση τους επιτύχει δεν θα αποκαθίσταται η συνέχιση της αγωγής γιατί θα παρεμβάλλεται η διαταγή αναστολής της που η Εναγόμενη εισηγείται. Εάν η διαταγή για αναστολή εμπεριέχετο στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου που έκδωσε το ένταλμα certiorari, τότε στην περίπτωση επιτυχίας της έφεσης των Εναγόντων μαζί με το ένταλμα certiorari θα ακυρωνόταν και η διαταγή για αναστολή της διαδικασίας, οπόταν η αγωγή θα μπορούσε να προχωρήσει σε εκδίκαση ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου.
Η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία στερεί από το Δικαστήριο την εξουσία να προβεί σε οποιαδήποτε «ρύθμιση». Ούτε μπορεί να εκδώσει τη διαταγή που εισηγούνται οι Ενάγοντες ώστε η υπόθεση να τεθεί εκτός πινακίου. Οι διάδικοι θα πρέπει να αναζητήσουν άλλη διέξοδο στο ζήτημα που ηγέρθηκε.»
Όπως αναφέρεται στο πιο πάνω απόσπασμα αλλά και αποτελεί και μέρος της δικογραφίας ως κατατεθέντα τεκμήρια, οι ενάγοντες καταχώρησαν έφεση επί της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερ. 15.3.2019. Περαιτέρω παρατηρείται ότι και οι αιτητές καταχώρησαν αντέφεση εκ της οποίας προβάλλουν ως λανθασμένη την ενέργεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Εφόσον, εισηγούνται, το Ανώτατο Δικαστήριο είχε αποφασίσει την έλλειψη δικαιοδοσίας του Επαρχιακού Δικαστηρίου όφειλε να αναστείλει ή να διακόψει την πρωτόδικη διαδικασία ή αγωγή. Στην αιτιολογία του λόγου αυτού διαφαίνεται πως οι εφεσίβλητοι με την αίτηση τους είχαν αιτηθεί πέραν από το certiorari και την έκδοση προνομιακού εντάλματος prohibition με το οποίο να απαγορεύεται στο Επαρχιακό Δικαστήριο να συνεχίσει την εκδίκαση της αγωγής λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας. Αφ΄ης στιγμής, συνεχίζουν, το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν συνέτρεχε δικαιοδοσία στο Επαρχιακό Δικαστήριο, έπρεπε να προχωρήσει και να ικανοποιήσει και αυτό το αίτημα των εφεσιβλήτων. Η δε κατάληξη της αιτιολογίας του λόγου αντέφεσης τους έχει ως εξής:
«Το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάσισε πως το Επαρχιακό Δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία να εκδικάσει την αγωγή (σελ.13-14 απόφασης) ωστόσο αποφάσισε μόνο να ακυρώσει την ενδιάμεση απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου (σελ.15 απόφασης), ενώ θα έπρεπε να δηλώσει ρητώς ότι αναστέλλει ή διακόπτει ή απορρίπτει την αγωγή ή την πρωτόδικη διαδικασία καθότι ζητήματα δικαιοδοσίας ως ζητήματα δημόσιας τάξης επιλύονται σε οποιοδήποτε στάδιο από οποιοδήποτε αρμόδιο δικαστήριο».
Όπως είναι εδραιωμένο στο σύστημα δικαίου μας, το προνομιακό ένταλμα, certiorari ή mandamus, όπως εν προκειμένω, είναι ένα εξαιρετικό μέτρο και η απόδοσή του ασκείται πάντοτε με φειδώ στα πλαίσια των νομολογημένων από παλιά αρχών.
Ο αιτητής οφείλει να ικανοποιήσει το Δικαστήριο για την ύπαρξη εκ πρώτης όψεως υπόθεσης και ή συζητήσιμης υπόθεσης που να δικαιολογεί επαρκώς την παραχώρηση της αιτούμενης άδειας. Η διαδικασία αυτής της φύσης δεν έχει ως αντικείμενο την αναθεώρηση της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης και ούτε μπορεί να λειτουργήσει ως υποκατάστατο της εφετειακής λειτουργίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Μπορεί και πρέπει να έχει αντικείμενο αυτής τον έλεγχο της νομιμότητας της απόφασης (βλ. Λυσιώτης (1996)1Β Α.Α.Δ. 739, και Αναφορικά με την αίτηση της Marewave Shipping & Trading Co Ltd IT (1992) 1 Α.Α.Δ. 116).
Ειδικά για το mandamus χρήσιμη αναφορά μπορεί να γίνει στο Σύγγραμμα Προνομιακά Εντάλματα Π.Αρτέμη, σελ.245 και στο Σύγγραμμα Ηalsbury's Laws of England, 3η έκδοση, τόμος 11, παραγρ.159.
Το θέμα λοιπόν που πρώτιστα αναφύεται είναι αν, εκ πρώτης όψεως ως άνω, οι αιτητές έχουν τεκμηριώσει την αίτηση τους. Τα προνομιακά εντάλματα παραχωρούνται κατ΄εξαίρεση όταν από το ίδιο το πρακτικό διαπιστώνεται έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας ή έκδηλη πλάνη περί το Νόμο ή παραβίαση Κανόνων φυσικής δικαιοσύνης (βλ. Global Consolidator Public Ltd (2006) 1 Α.Α.Δ. 464).
Σημειώνεται ακόμη ότι εκεί όπου υπάρχει στη διάθεση των αιτητών εναλλακτικό ένδικο μέσο, οι πιθανότητες έγκρισης τέτοιας αίτησης ουσιωδώς αναιρούνται και μόνο σε σπάνιες περιπτώσεις - όπου ακριβώς συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις - δίδεται άδεια για καταχώρηση αίτησης προνομιακού εντάλματος ή χορηγείται το ένταλμα, όπου προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο (βλ. Γεν. Εισ.(αρ.1) (1995) 1 Α.Α.Δ. 109, Μεστάνας (2000) 1Γ Α.Α.Δ. 1469 και Πολιτική έφεση 2/09 Παντελίδου και 1. Τράπεζα Κύπρου, 2. Ταμείο Προνοίας Τράπεζας Κύπρου, ημερ. 14.5.2012).
Από τα ενώπιον μου στοιχεία και την αγόρευση των ευπαιδεύτων συνηγόρων δεν έχω πεισθεί πως έχει καταδειχθεί συζητήσιμη υπόθεση ώστε να δοθεί άδεια. Ο Πρόεδρος Ε.Δ. Λεμεσού με αιτιολογία εξήγησε την άρνηση του να παρέμβει στη διαδικασία. Εξήγησε δε γιατί η Δ.33 θ.10 την οποία επικαλούντο οι αιτητές δεν τυγχάνει εφαρμογής. Πριν δε την έκδοση της απόφασης του, οι συνήγοροι των δύο πλευρών έδωσαν τις θέσεις τους. Συνεπώς δεν μπορούν οι αιτητές να επικαλούνται ούτε έκδηλη πλάνη ούτε αρνησιδικία αφού ο ευπαίδευτος Πρόεδρος εξήγησε πως η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ευθέως οδηγούσε σε μη ύπαρξη εξουσίας του να επιληφθεί του αιτήματος «να αναστείλει» τη διαδικασία. Επίσης δεν δύναμαι να θεωρήσω ότι η δικαστική πράξη του ευπαιδεύτου Προέδρου να αποφασίσει με τον τρόπο που αποφάσισε αποτελεί άρνηση εκτέλεσης καθήκοντος, όπως εισηγείται η πλευρά των αιτητών.
Περαιτέρω, είναι φανερό πως ακόμη και αν υπάρχει συζητήσιμη υπόθεση, η ύπαρξη αντέφεσης καθιστά την αίτηση για παραχώρηση αδείας για καταχώρηση certiorari εντελώς αχρείαστη, αλλά και περιπλέκουσα τα πράγματα. Ακριβώς εναπόκειται στο Εφετείο να εξετάσει την ορθότητα της δικαστικής κρίσης σε όλη την εμβέλεια της. Ο συνήγορος των αιτητών ανέφερε πως είναι δυνατή η καταχώρηση ενδίκου μέσου, δηλαδή έφεσης εναντίον της απόφασης ημερ. 31.5.2019 αλλά εισηγήθηκε ότι την καθιστά ατελέσφορο μέτρο. Το γεγονός ότι δυνατό να παρέλθει χρόνος για εξέταση της έφεσης δεν μπορεί να αίρει τη δυνατότητα ένδικου μέσου ως προς την προσβολή της απόφασης (βλ. Χρίστου (2011)1Γ Α.Α.Δ. 2085 και Χαρ.Αποστολίδης και Σία κ.ά. (2013)1 Α.Α.Δ. 2302). Δεν έχω πεισθεί ότι συντρέχουν οποιεσδήποτε εξαιρετικές περιστάσεις, έστω και αν η επιδιωκόμενη θεραπεία περιλαμβάνει και mandamus. Ο δε φόβος των αιτητών πως αν προχωρήσουν με έγερση δικής τους αγωγής στο Ναυτοδικείο, ενδεχομένως να αντιμετωπίσουν ένσταση από την άλλη πλευρά, ενόψει της «εκκρεμοδικίας», δεν θεμελιώνει εύλογα «εξαιρετικές περιστάσεις» αφού οι ίδιοι ήσαν απλώς οι εναγόμενοι στην εν λόγω αγωγή. Και τέτοια ένσταση να υπάρξει, αναμένεται να αντιμετωπισθεί αναλόγως.
Ως εκ των ανωτέρω, η αίτηση απορρίπτεται.
Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου,
Δ.