ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2019:D233
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 75/2019)
18 Ιουνίου, 2019
[ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ xxx xxx xxx ABDELAZIZ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΙΓΥΠΤΟ ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΣΤΑ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΑ ΚΡΑΤΗΤΗΡΙΑ ΤΗΣ ΜΕΝΟΓΕΙΑΣ, ΕΠΑΡΧΙΑ ΛΑΡΝΑΚΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ HABEAS CORPUS
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 4(α), 7(1), 8(1)α, 9Δ(1) ΚΑΙ (2), 9ΣΤ(6)Α ΚΑΙ 9ΣΤ(7)(Α)(I) Ν.6(1)/2000 ΚΑΙ ΤΟΝ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΤΙΚΟ ΝΟΜΟ 105(Ι)/2016 ΚΑΙ ΤΟ 18ΠΣΤ(1) ΚΑΙ (6) ΤΟΥ Ν.3 ΤΟΥ 153(Ι) ΤΟΥ 2011 ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΚΟΙΝΟΥΣ ΚΑΝΟΝΕΣ ΚΑΙ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΠΑΡΑΝΟΜΩΣ ΔΙΑΜΕΝΟΝΤΩΝ ΥΠΗΚΟΩΝ ΤΡΙΤΩΝ ΧΩΡΩΝ
Αιτητής
KAI
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ
2. ΑΝΑΠΛ. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ
Καθ΄ων η Αίτηση.
_ _ _ _ _ _
Χ. Χριστοδουλίδης, για τον Αιτητή.
Κ. Παπαδοπούλου (κα), για τους Καθ΄ων η Αίτηση.
Αιτητής παρών.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.: Σύμφωνα με τα ουσιώδη και αδιαμφισβήτητα γεγονότα, όπως εξάγονται από την αίτηση και ένσταση, ο εφεσείων, ο οποίος είναι Αιγυπτιακής καταγωγής, αφίχθηκε στην Κύπρο στις 6.2.2015, με σκοπό να εργαστεί ως εποχιακός εργάτης. Στις 3.2.2016 τα στοιχεία του καταχωρήθηκαν στο stop-list. Στις 14.10.2016 υπέβαλε αίτηση για διεθνή προστασία στην Υπηρεσία Ασύλου αλλά, λόγω του ότι βρισκόταν υπόδικος στις Κεντρικές Φυλακές από τις 24.11.2017 εν αναμονή της εκδίκασης της Ποινικής Υπόθεσης Αρ. 14852/2017 που εκκρεμούσε εναντίον του για τα αδικήματα της ληστείας, διάρρηξης κτηρίου και κλοπής, κατοχής διαρρηκτικού οργάνου κατά τη διάρκεια της νύχτας και κλοπής, δεν εμφανίστηκε στην προκαθορισμένη συνέντευξη στην Υπηρεσία Ασύλου και ο Φάκελος του έκλεισε στις 29.10.2018. Καταδικάστηκε δε στις 18.4.2018 σε 18 μήνες φυλάκιση. Στις 5.2.2019 η Υπηρεσία Ασύλου αποφάσισε το επανάνοιγμα του Φακέλου και με επιστολή ημερομ. 22.2.2019 κοινοποίησε στον Αιτητή την απορριπτική απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου επί της αίτησης του για άσυλο.
Κατά της απορριπτικής απόφασης άσκησε στις 27.2.2019 ιεραρχική προσφυγή στην Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων η οποία εκκρεμεί. Στις 14.12.2018 εκδόθηκε εναντίον του Αιτητή από τον Αναπληρωτή Διευθυντή του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης διάταγμα κράτησης για λόγους προστασίας της δημόσιας τάξης, στη βάση του άρθρου 9ΣΤ(2) (ε) του περί Προσφύγων Νόμου του 2000. Με την έκτιση της ποινής φυλάκισης η οποία του είχεν επιβληθεί από το Δικαστήριο στην Ποινική Υπόθεση που αντιμετώπιζε, μεταφέρθηκε στα αστυνομικά κρατητήρια της Μενόγειας και έκτοτε κρατείται εκεί. Προσέφυγε στη συνέχεια στο Ανώτατο Δικαστήριο το οποίο στις 12.3.2019 απέρριψε την Αίτηση του Αρ. 24/2019 για την έκδοση διατάγματος της φύσεως habeas corpus. Στις 14.5.2019 αφού είχεν εξασφαλίσει στις 24.4.2019 νομική αρωγή προχώρησε στην καταχώρηση της Προσφυγής Αρ. 702/2019 στο Διοικητικό Δικαστήριο και την ίδια μέρα την υπό κρίση αίτηση, με την οποία ζητά τα εξής:
«Α. Την έκδοση προνομιακού εντάλματος Habeas Corpus ad subjiciendum:
1. Με το οποίο να κηρύσσεται η διάρκεια της κράτησης και/ή περαιτέρω κράτηση και/ή φυλάκιση του Αιτητή παράνομη.
2. Το οποίο να απευθύνεται προς την Κυπριακή Δημοκρατία δια του Υπουργού Εσωτερικών και/ή της διευθύντριας του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης και/ή του Γενικού Εισαγγελέα και να τους διατάσσει να παρουσιάσουν αυθωρεί τον Αιτητή ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου για να αφεθεί ελεύθερος και/ή να αποφυλακίσουν και/ή να απελευθερώσουν αυθωρεί τον Αιτητή και/ή να άρουν αυθωρεί την κράτησή και/ή φυλάκιση του Αιτητή.
Β. Την αποφυλάκιση και/ή απελευθέρωση και/ή άρση της κράτησης και/ή της περαιτέρω κράτησης και/ή φυλάκισης του Αιτητή, μέχρι την εκδίκαση της παρούσας αίτησης.
Γ. Περαιτέρω ή άλλη θεραπεία την οποία το Δικαστήριο ήθελε κρίνει εύλογη και δίκαιη υπό τις περιστάσεις.
Δ. Τα έξοδα της παρούσης πλέον Φ.Π.Α.»
Η αίτηση συνοδεύεται από την ένορκη δήλωση του ίδιου του αιτητή, στην οποία προβάλλει τη θέση ότι η κράτηση του είναι παράνομη και ότι απαγορεύεται η απέλαση του σε χώρα που θα υποστεί δίωξη δηλ. στην "Ινδία", στη βάση του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 (Ν.6(Ι)/2000) και της Οδηγίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης 2005/85/ΕΚ. Διατείνεται ότι, στη βάση του άρθρου 9ΣΤ(3) του Ν.105(Ι)/2016, του παρέχεται η δυνατότητα να αφεθεί ελεύθερος με όρους.
Είναι περαιτέρω ισχυρισμός του ότι η απόφαση κράτησής του με σκοπό την απέλασή του στηρίζεται στο άρθρο 18ΠΣΤ(1) του Κεφ. 105, εφόσον διαπιστώθηκε ότι υπάρχει κίνδυνος διαφυγής του και παρεμπόδισής της διαδικασίας απέλασής του. Είναι εισήγησή του ότι η κράτησή του είναι αδικαιολόγητη, παράνομη και καταχρηστική, γι΄ αυτό και θα πρέπει να διαταχθεί η Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω του Υπουργού Εσωτερικών και του Αν. Διευθυντή του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, να τον απελευθερώσουν άμεσα.
Η αίτηση προσέκρουσε στην ένσταση των καθ΄ων η αίτηση, οι οποίοι προβάλλουν μεταξύ άλλων λόγω ένστασης και έξι προδικαστικές ενστάσεις. Συνοδεύεται δε από την ένορκη δήλωση του κ. xxx Παπακυριακού, Λειτουργού στο Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης. Στην ένορκή του δήλωση ο κ. Παπακυριακού παραθέτει το ιστορικό παραμονής του αιτητή στην Κύπρο, που ανέφερα ανωτέρω, και δεν αμφισβητείται. Παραθέτει, όμως και επιπρόσθετα στοιχεία που, πολύ συνοπτικά, είναι τα εξής:
Στις 4.3.2015 ο αιτητής υπέβαλε στο Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης αίτηση για έκδοση άδειας παραμονής στην Κυπριακή Δημοκρατία με σκοπό την απασχόληση, αλλά αναχώρησε από την Κύπρο στις 8.6.2015. Στις 23.11.2015 το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης απέστειλε επιστολή στην εργοδότρια του αιτητή, ενημερώνοντάς την ότι η αίτησή του για άδεια παραμονής και εργασίας απορρίφθηκε, ένεκα της αναχώρησής του από την Κύπρο. Στις 8.12.2015 υπεβλήθη από πλευράς του νέα αίτηση για άδεια παραμονής και εργασίας σε άλλον εργοδότη, ο οποίος κατήγγειλε στο Κλιμάκιο Αλλοδαπών Αμμοχώστου ότι στις 13.1.2016 ο αιτητής εγκατέλειψε το χώρο διαμονής και εργασίας του προς άγνωστη διεύθυνση. Δεν υπεβλήθη δε οποιοδήποτε παράπονο εναντίον του εργοδότη του στις αρμόδιες Αρχές. Μετά την εξέλιξη αυτή, τα στοιχεία του Αιτητή τοποθετήθηκαν στις 3.2.2016 στο stop-list αλλά ο αιτητής υπέβαλε στις 14.10.2016 αίτηση για διεθνή προστασία στην Υπηρεσία Ασύλου. Λόγω μη εμφάνισης του κατά την προκαθορισμένη συνέντευξη, για τους λόγους που ανάφερα ανωτέρω, η Υπηρεσία Ασύλου έκλεισε το Φάκελό του και ενημέρωσε σχετικά τον αιτητή με την επιστολή της ημερομηνίας 12.12.2018, ο οποίος, αφού την παρέλαβε, την υπέγραψε
Στις 14.12.2018 εκδόθηκε εναντίον του διάταγμα κράτησης, δυνάμει του άρθρου 9ΣΤ(2) του περί Προσφύγων Νόμου για προστασία της δημόσιας τάξης, καθώς και διάταγμα απέλασης, δυνάμει του άρθρου 14 του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου, το οποίο ανεστάλη στις 14.12.2018, λόγω του αιτήματός του για άσυλο. Το διάταγμα απέλασης ανεστάλη περαιτέρω στις 20.5.2019, ενόψει καταχώρησης της παρούσας αίτησης στις 14.5.2019. Είναι εισήγηση του κ. Παπακυριακού ότι το διάταγμα κράτησης ημερομηνίας 14.12.2018 είναι καθόλα νόμιμο και αυτό αποτελεί διοικητική πράξη σύμφωνα με το άρθρο 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, η νομιμότητα της οποίας μπορεί να προσβληθεί μόνο ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου.
Στο περίγραμμα αγόρευσής του ο δικηγόρος του αιτητή υποστήριξε ότι με την παρούσα αίτηση, δεν προσβάλλεται η νομιμότητα του διατάγματος κράτησης, αλλά η διάρκεια κράτησης, γι΄ αυτό και οι σχετικές προδικαστικές ενστάσεις 1-4, που αναφέρονται στο ότι αρμόδιο Δικαστήριο είναι το Διοικητικό Δικαστήριο, δεν ευσταθούν. Σ΄ όσον αφορά την προδικαστική ένσταση που αναφέρεται στο πρόωρο της αίτησης εισηγήθηκε ότι από τις 14.12.2018 που εκδόθηκε το διάταγμα κράτησης παρήλθαν περίπου πέντε μήνες, χωρίς να δοθεί καμιά ένδειξη ως προς το στάδιο της διαδικασίας που βρίσκεται η διοικητική του προσφυγή, ημερομηνίας 27.2.2019.
Στην υπόθεση Habibi Pour Ali Fasel ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω 1. Αρχηγού Αστυνομίας, 2. Υπουργού Εσωτερικών, Πολιτική Έφεση 236/2015, ημερομηνίας 31.3.2016, αναφέρθηκαν τα εξής ως προς τη σημασία του Habeas Corpus.
«Όπως είναι καλά γνωστό το προνομιακό ένταλμα της φύσεως Habeas Corpus ad subjiciendum διασφαλίζει την ελευθερία του ατόμου. Όπως αναφέρθηκε στην Δημητράκης Χ'Σάββας (1993) 1 Α.Α.Δ. «Το Habeas Corpus ad subjiciendum είναι προνομιακή διαδικασία για τη διασφάλιση της ελευθερίας του πολίτη. Παρέχει αποτελεσματικό μέσο άμεσης απελευθέρωσης από παράνομη ή αδικαιολόγητη κράτηση, είτε στη φυλακή, είτε σε ιδιωτικό χώρο, από Αρχή ή ιδιώτη. Απαραίτητη προϋπόθεση δι' έκδοση του εντάλματος η απόδειξη, εκ μέρους του αιτούντος, του παράνομου της κράτησης ή φυλάκισης (Βλέπε Καρφοπούλου (1998) 1 Α.Α.Δ. 55).»
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι μέχρι την εκδίκαση της παρούσας αίτησης εκδόθηκε στις 7.6.2019 απόφαση στην Προσφυγή Αρ. 702/2019 του Διοικητικού Δικαστηρίου, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή του αιτητή ως εκπρόθεσμη. Με την προσφυγή αυτή προσβάλλετο το διάταγμα κράτησης από πλευράς του αιτητή που είχε εκδοθεί σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 9ΣΤ(2)(ε) του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 (Ν.6(1)/2000).
Από ενδελεχή μελέτη της αίτησης προκύπτει ότι ενώ στο σώμα της αίτησης φαίνεται να επιζητείται το προνομιακό ένταλμα για σκοπούς ελέγχου της νομιμότητας της διάρκειας κράτησης, εν τούτοις από τα γεγονότα της ένορκης δήλωσης του αιτητή που συνοδεύει την αίτηση καθίσταται σαφές ότι στην ουσία σκοπείται η αμφισβήτηση της νομιμότητας του διατάγματος κράτησης και απέλασης για διάφορους λόγους, όπως ότι ο αιτητής κατέχει το νόμιμο καθεστώς του αιτητή πολιτικού ασύλου στη βάση του περί Προσφύγων Νόμου και της Οδηγίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης 2005/85/ΕΚ που απαγορεύει την απέλαση σε χώρα όπου θα υποστεί δίωξη δηλ. στην Ινδία, σε συνάρτηση με την προσβολή της διάρκειας κράτησης.
Το διάταγμα κράτησης, στη βάση του άρθρου 9ΣΤ(6) του περί Προσφύγων Νόμου, υπόκειται σε προσφυγή στη βάση του Άρθρου 146 του Συντάγματος, δηλαδή ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου, το οποίο υποχρεούται να εκδικάσει την προσφυγή και να εκδώσει απόφαση εντός τεσσάρων εβδομάδων από την καταχώρηση της προσφυγής. Στην παρούσα περίπτωση, ο αιτητής καταχώρησε την Προσφυγή Αρ. 702/2019, η οποία απορρίφθηκε στις 7.6.2019 με απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου ως εκπρόθεσμη. Συνεπώς ο Αιτητής δεν μπορεί με το προνομιακό ένταλμα habeas corpus να επανέλθει και να εγείρει θέμα νομιμότητας του διατάγματος κράτησης για την εξέταση του οποίου εν πάση περιπτώσει το Ανώτατο Δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία.
Η νομιμότητα όμως της διάρκειας κράτησης του Αιτητή, που σύμφωνα με το σχετικό διάταγμα εκδόθηκε για την προστασία της δημόσιας τάξης, μπορεί να προσβληθεί με αίτηση για habeas corpus στη βάση του άρθρου 9ΣΤ(7)(α) του πιο πάνω Νόμου που προβλέπει τα εξής:
«9.ΣΤ...............................................................................................
(7)(α)(i) Η διάρκεια κράτησης βάσει του παρόντος άρθρου υπόκειται σε αίτηση για την έκδοση εντάλματος habeas corpus δυνάμει του Άρθρου 155.4 του Συντάγματος, σύμφωνα με τις διατάξεις του εν λόγω Άρθρου.
(ii) Ο υπό κράτηση αιτητής δικαιούται να καταχωρίσει πέραν της μίας αίτησης η οποία αναφέρεται στην υποπαράγραφο (i), ιδίως όταν η κράτηση είναι παρατεταμένης διάρκειας ή όταν προκύπτουν σχετικές περιστάσεις ή όταν νέα στοιχεία καθίστανται διαθέσιμα τα οποία ενδέχεται να επηρεάζουν τη νομιμότητα της διάρκειας της κράτησης.»
Το θέμα της διάρκειας του χρόνου κράτησης υπήρξε αντικείμενο εξέτασης, μεταξύ άλλων, στην υπόθεση Habibi Pour Ali Fasel (ανωτέρω) όπου το Εφετείο μετά από ανασκόπηση της σχετικής νομολογίας ανέφερε τα εξής:
«Με δεδομένη την νομιμότητα της κράτησης του Εφεσείοντα το μόνο θέμα που παρέμενε για εξέταση ήταν αυτό της διάρκειας κράτησης του κάτω από το Άρθρο 5 της ΕΣΔΑ. Αυτό έθεσε ρητά και η ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου και αυτό ρητά επίσης ανέφερε στην απόφαση του. Σημειώνεται ότι η κράτηση του Εφεσείοντα μέχρι την ημέρα εξέτασης της αίτησης του ήταν 5 μήνες και 7 ημέρες. Η εξουσία του Δικαστηρίου να ελέγξει τη νομιμότητα της κράτησης από άποψη διάρκειας στα γεγονότα της παρούσης υπόθεσης ερείδεται στο Άρθρο 11.2(στ) του Συντάγματος αντίστοιχο του Άρθρου 5(1)(στ) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΣΔΑ). Στην Rahal (άνω) υιοθετήθησαν τα όσα σχετικά αναφέρονται στην Essa Morad Khlaief v. Κυπριακή Δημοκρατία κ.α. (2003) 1 Α.Α.Δ. 1402. Παραθέτουμε το σχετικό μέρος.
«......., παρά την έλλειψη ρητής συνταγματικής ή νομοθετικής πρόνοιας επί τούτου, κράτηση διενεργούμενη προς το σκοπό απέλασης δεν μπορεί να είναι δυνητικά απεριόριστη αλλά περιορίζεται σε τέτοιο χρόνο που είναι εύλογος, λαμβανομένων υπ΄όψη όλων των περιστάσεων, για να γίνει η απέλαση. Η κράτηση είναι περιορισμός του συνταγματικού δικαιώματος της ελευθερίας. Η απόκλιση επιτρέπεται από το Άρθρο 11.2(στ) "προς το σκοπό απελάσεως". Δεν μπορεί να καθίσταται αυτοσκοπός με την επ΄αόριστο αναβολή της απέλασης, ούτε να απολήγει ουσιαστικά σε αδικαιολόγητη κράτηση. Γενομένη με την προοπτική της απέλασης, εξυπακούεται ότι η απέλαση θα γίνει εντός του ευλόγου χρόνου που απαιτείται προς διευθέτηση της. Άλλως, ο λόγος της συνέχισης της καταρρέει. Τούτο επιτάσσει δε όχι μόνο το όλο πνεύμα του Άρθρου 11 προς το σκοπό προστασίας των δικαιωμάτων του αλλοδαπού αλλά και η ίδια η επιδίωξη της απέλασης που είναι η άνευ χρονοτριβής αποκατάσταση της νομιμότητας με το ακραίο και αποτελεσματικό μέτρο της απομάκρυνσης του διαπιστωθέντος μη δικαιούμενου να ευρίσκεται στη Δημοκρατία αλλοδαπού.
Φρονώ λοιπόν ότι το Δικαστήριο κέκτειται εξουσία να ελέγξει τη νομιμότητα παρατεταμένης κράτησης προς απέλαση. Η εξουσία αυτή δε μόνο στα πλαίσια αίτησης habeas corpus μπορεί να ασκηθεί και να είναι αποτελεσματική. Η εισήγηση του κ. Μαππουρίδη ότι τέτοια εξουσία μπορεί να ασκηθεί μόνο με την επιδίωξη ενδιάμεσου διατάγματος στα πλαίσια της προσφυγής του Αιτητή παραγνωρίζει ότι το κρινόμενο στην προσφυγή, η εμβέλεια του οποίου καθορίζει και το εύρος δυναμένου να εκδοθεί στα πλαίσια του ενδιάμεσου διατάγματος, είναι η νομιμότητα των διοικητικών πράξεων της απόρριψης του αιτήματος ασύλου και της έκδοσης του διατάγματος απέλασης, όπως μαρτυρεί και η έκβαση του αιτηθέντος ενδιάμεσου διατάγματος με την απόφαση που εδόθη στην εν λόγω προσφυγή στις 18.9.2003. Εξ άλλου, στα πλαίσια της προσφυγής θα διαπιστωθεί η νομιμότητα των εν λόγω αποφάσεων κατά το χρόνο λήψης τους και όχι η εξέλιξη των πραγμάτων σε μετέπειτα στάδιο, όπως η υπέρμετρη καθυστέρηση διενέργειας της απέλασης. Στα πλαίσια όμως της εξουσίας που το Δικαστήριο θεωρεί ότι έχει κατά την εξέταση αίτησης habeas corpus εκλαμβάνεται ως δεδομένη η νομιμότητα των εν λόγω αποφάσεων ως υφιστάμενων διοικητικών πράξεων, όπως και η νομιμότητα του ακολούθως τούτων εκδοθέντος διατάγματος σύλληψης του Αιτητή ώστε να κρατηθεί προς το σκοπό απέλασης του, και το αντικείμενο της εξέτασης είναι μόνο το κατά πόσο η νομίμως αρξαμένη κράτηση κατέστη παράνομη εκ των υστέρων ως καθ΄υπέρβαση του ευλόγως επιτρεπομένου χρόνου. Και τούτο δεν ανάγεται πλέον στο διοικητικό δίκαιο αλλά στο ιδιωτικό δίκαιο. Δεν υπάρχει λοιπόν διείσδυση στη σφαίρα του διοικητικού δικαίου με την άσκηση τέτοιας εξουσίας, ούτε υφίσταται αποτελεσματικός τρόπος διακρίβωσης της νομιμότητας της συνεχιζόμενης κράτησης άλλος εκείνου της αίτησης habeas corpus η οποία εκδικάζεται τάχιστα προκειμένου περί του δικαιώματος της ελευθερίας του ατόμου, όπως εξ άλλου θέλει και το Άρθρο 11.7 αλλά και οι γενικότερες παράμετροι που χαρακτηρίζουν το habeas corpus ως παραδοσιακά και διαχρονικά το κατ΄εξοχή καταφύγιο του παρανόμως κρατουμένου κατά στέρηση της ελευθερίας του.
Σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση βεβαίως, η κρίση επί του κατά πόσο η κράτηση έχει υπερβεί τον εύλογο χρόνο είναι κρίση πραγματική που πρέπει να λαμβάνει υπ΄όψη όλα τα ενώπιον του Δικαστηρίου δεδομένα. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως και πάντοτε, αυτή ταύτη η διάρκεια της κράτησης είναι σχετική. Τέσσερις μήνες δεν είναι μικρό διάστημα. Όμως δεν μπορεί να θεωρηθεί in abstracto. Πρέπει να συσχετισθεί προς τους λόγους της καθυστέρησης απέλασης και τις υφιστάμενες δυνατότητες διεκπεραίωσης της......»
Στο σύγγραμμα των Jacobs, White & Ovey, The European convention on Human Rights, 5η Έκδοση, σελ. 235 αναφέρεται ότι το βάρος απόδειξης παράβασης του Άρθρου 5(1)(στ) του ΕΣΔΑ είναι επί των ώμων του Αιτητή. Παραθέτουμε το σχετικό κείμενο:
«It follows that, in the absence of any procedural irregularity or official arbitrariness such as to render the detention unlawful, the only way for an applicant to establish a breach of this provision is to show that, throughout or for some part of his detention, he was not truly the object of deportation or extradition action. One way of establishing this is to show that the authorities did not pursue the expulsion proceedings with 'due diligence' and that they thereby allowed the detention to be unnecessarily prolonged."
Στην παρούσα περίπτωση, εκείνο που μπορεί να εξεταστεί είναι μόνο η διάρκεια της κράτησης. Είναι φανερό από τα στοιχεία της ένορκης δήλωσης του κ. Παπακυριακού που συνοδεύει την ένσταση, ότι μετά την έκδοση του διατάγματος κράτησης επανανοίχθηκε ο Φάκελος του που αναφέρετο στην αίτηση του για πολιτικό άσυλο στις 5/2/2019 και στις 22.2.2019 η Υπηρεσία Ασύλου απέρριψε το αίτημά του, οπότε στις 27.2.2019 ο αιτητής υπέβαλε διοικητική προσφυγή στην Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων η οποία εκκρεμεί. Στη συνέχεια έλαβε διάφορα διαβήματα για προσβολή του διατάγματος κράτησης τα οποία απορρίφθηκαν τελικά, με τελευταίο την Προσφυγή του Αρ. 702/2019.
Η παρέλευση πέντε μηνών από το διάταγμα κράτησης για να υποβληθεί η παρούσα αίτηση και δύο μηνών περίπου από την απόφαση στην Αίτηση Αρ. 24/2019 που επιζητείτο επίσης η έκδοση προνομιακού εντάλματος habeas corpus από το Ανώτατο Δικαστήριο, υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης που ανέφερα ανωτέρω, κατ' ουδένα λόγο μπορεί να θεωρηθεί ως ενδεικτική παράνομης κράτησης του αιτητή, ως εκ της διάρκειάς της, ή ότι δεν προωθείται η απέλαση του με την «δέουσα επιμέλεια». Όπως διατείνεται στην ένορκη του δήλωση, είναι αιτητής ασύλου από τις 14/10/2016 και δεν τον έχει ακόμα επισκεφθεί λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου. Παραγνωρίζει όμως ότι ο Φάκελος του είχε κλείσει στις 29.10.2018 και επανανοίχθηκε στις 5.2.2019 η δε αίτηση του απορρίφθηκε στις 22.2.2019. Καταχωρήθηκε στη συνέχεια ιεραρχική προσφυγή που εκκρεμεί. Το δε διάταγμα απέλασης ανεστάλη ενόψει των διαδικασιών αυτών. Συνεπώς δεν τίθεται θέμα καθυστέρησης στην εξέταση της αίτησης για πολιτικό άσυλο. Ούτε και θέμα επιβολής ορίων ή εναλλακτικών μέτρων τίθεται εδώ, εφόσον με την παρούσα διαδικασία δεν μπορεί να προσβληθεί η νομιμότητα του διατάγματος κράτησης.
Δεν τέθηκε κανένα ικανοποιητικό στοιχείο που να κατατείνει στο ότι η διάρκεια κράτησης είναι τέτοια που παραβιάζει οποιανδήποτε πρόνοια του περί Προσφύγων Νόμου. Σημειώνεται ότι το διάταγμα κράτησης εκδόθηκε στη βάση προνοιών του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 και όχι του ΚΕΦ. 105 ή της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου που επικαλείται ο Αιτητής.
Η αίτηση απορρίπτεται, χωρίς διαταγή για έξοδα.
Α. Πούγιουρου, Δ.
/ΧΤΘ