ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Γενικός Εισαγγελέας (Αρ.2) (1990) 1 ΑΑΔ 159
Αναστάσιου Μαρκιτανή ν. Απόστολου Μουτζούρη (2000) 1 ΑΑΔ 923
ΠΑΝΤΕΛΗ ΓΙΩΡΓΑΛΛΑ ν. ΣΟΥΛΛΑΣ Χ" ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ (2000) 1 ΑΑΔ 2060
Φοινικαρίδου Γιαννούλα ν. Γιώργου Οδυσσέως (2001) 1 ΑΑΔ 1744
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ECLI:CY:AD:2019:A242
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 467/12)
26 Ιουνίου, 2019
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
xxxx ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ
Εφεσείουσα/Απαιτήτρια
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ
ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εφεσίβλητος/Αποζημιούσα Αρχή
-------
Χρ. Κληρίδης, για Εφεσείουσα/Απαιτήτρια.
Δ. Παπαμιλτιάδου (κα), δικηγόρος της Δημοκρατίας Α για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Εφεσίβλητο/Αποζημιούσα Αρχή.
---------
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τη Δ. Μιχαηλίδου, Δ.
---------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.: Με τη διοικητική πράξη αρ. 699 που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, 19.7.2002, γνωστοποιήθηκε απαλλοτρίωση 823 τ.μ. του κτήματος της αιτήτριας-εφεσείουσας για το σκοπό κατασκευής της πρώτης φάσης του οδικού δικτύου που περιβάλλει την πανεπιστημιούπολη στην Αγλαντζιά.
Η αιτήτρια-εφεσείουσα, ενώ είχε ήδη λάβει από τις 19.7.2002 με επιφύλαξη των δικαιωμάτων της το ποσό των £25.000, πλέον τόκο προς 9% επί του ποσού των £75.000 μέχρι εξόφλησης, πλέον έξοδα εκτίμησης, πλέον δικηγορικά έξοδα, προχώρησε στις 31.8.2005, στην καταχώριση Ειδοποίησης Παραπομπής στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας αξιώνοντας ποσό £50.000, ως αποζημίωση για την υπό απαλλοτρίωση έκταση, ως μη ανταποκρινόμενη στην αξία της περιουσίας της.
Με την τροποποιημένη Υπεράσπιση, η Αποζημιούσα Αρχή-εφεσίβλητη, αρνήθηκε τους ισχυρισμούς της εφεσείουσας αναφορικά με την αξία του κτήματος, προβάλλοντας, ότι η αίτηση δεν ήταν δυνατόν να προχωρήσει: η εφεσείουσα η οποία αποζημιώθηκε με επιφύλαξη των δικαιωμάτων της, εμποδίζεται να προχωρήσει λόγω του εκπρόθεσμου της καταχώρισης της: άρθρο 8(2) του Νόμου[1], ο περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμος, N.15/1962 (ο Νόμος).
Στην Απάντηση της, η εφεσείουσα αρνείται τους ισχυρισμούς της Αποζημιούσης Αρχής, εισάγοντας διαζευκτικές θέσεις που βασίζονται στην κύρια πρόταση, ότι η περιοριστική προθεσμία των 75 ημερών που προτάσσει το άρθρο 8(2), είναι αντίθετη με το γράμμα και το πνεύμα των Άρθρων 23, 28 και 30 του Συντάγματος, των αντιστοίχων άρθρων του 1ου και 12ου Πρωτοκόλλου και τα άρθρα 6 και 14 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Θεωρεί η εφεσείουσα, ότι η περίοδος των 75 ημερών, είναι μικρή και ανεπαρκής για αστικής φύσεως διαφορές, κατά τρόπο που της εμποδίζεται η λογική πρόσβαση στη δικαιοσύνη για καθορισμό των δικαιωμάτων της και οδηγεί σε στέρηση της περιουσίας της χωρίς τον καθορισμό της εύλογης και δίκαιης αποζημίωσης υπό αρμόδιου Δικαστηρίου.
Προβάλλεται διαζευκτικά, ως λόγος για την παραδεκτή, κατά τα άλλα, καθυστέρηση 75 ημερών - 21 περίπου μηνών από της αποδοχής της αποζημίωσης υπό επιφύλαξη - η «.παραδρομή μεν του δικηγόρου ο οποίος χειριζόταν την υπόθεση» αλλά και οι προσπάθειες που καταβάλλονταν να εξασφαλιστεί η απαραίτητη μαρτυρία.
Το Δικαστήριο, εξετάζοντας το μόνο ενώπιον του επίδικο θέμα: εκπρόθεσμης καταχώρισης της παραπομπής, κατέληξε στα ακόλουθα:
«Έχω εξετάσει με πολλή προσοχή την εισήγηση του συνηγόρου της αιτήτριας για αντισυνταγματικότητα του άρθρου 8(2) του Νόμου σε συνάρτηση με την προβλεπόμενη σ' αυτό προθεσμία των 75 ημερών, που παρέχεται στον ιδιοκτήτη απαλλοτριωθέντος κτήματος για να αποταθεί στο Δικαστήριο μετά την ημερομηνία είσπραξης της προσφερόμενης από την απαλλοτριούσα αρχή αποζημίωσης για τον καθορισμό του ποσού της αποζημίωσης. Kαθοδηγούμενη από τις πιο πάνω παρατεθείσες αρχές που διέπουν τον δικαστικό έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων, υπό το φως των γεγονότων που έχουν προσδιορισθεί όπως πιο πάνω αναφέρθηκε, το προβληθέν θέμα της αντισυνταγματικότητας καθίσταται απαραίτητο να εξεταστεί για την επίλυση της υπάρχουσας διαφοράς, εφόσον αποτελεί καθοριστικό ζήτημα για την επιτυχία ή μη της αίτησης (βλ. και Μαρκιτανής ν. Μουτζούρη (2000) 1(Β) Α.Α.Δ. 923).
Περαιτέρω, συμφωνώ αρχικά με τον κ. Μαππουρίδη ότι παρόλο που ο συνήγορος της αιτήτριας αναφέρεται σε παραβιάσεις συνταγματικών προνοιών δεν εξειδικεύει με σαφήνεια σε τι συνίστανται οι παραβιάσεις αυτές. Δεν έχει υποδειχθεί πώς παραβιάζεται τόσο το άρθρο 23 όσο και το άρθρο 30 του Συντάγματος δεδομένου ότι παρέχεται με το υπό εξέταση άρθρο η δυνατότητα προσφυγής του ιδιοκτήτη του κτήματος στο Δικαστήριο για τον καθορισμό δίκαιης και εύλογης αποζημίωσης, εντός προθεσμίας που καθορίστηκε από τον νομοθέτη σε 75 ημέρες από την ημερομηνία που θα εισπράξει την προσφερθείσα από την απαλλοτριούσα αρχή αποζημίωση. Η προβλεπόμενη προθεσμία είναι δυόμιση μήνες και κατά την αντίληψη μου δεν είναι τόσο μικρή ώστε να δημιουργεί εμπόδιο στον πολίτη για να ασκήσει τα συνταγματικά του δικαιώματα. Πολύ δε περισσότερο δεν έχει υποδειχθεί πώς παραβιάζεται η αρχή της ισότητας των πολιτών που κατοχυρώνεται από το άρθρο 28 του Συντάγματος, υπό το φως των δεδομένων της παρούσας υπόθεσης. Όπως επισημάνθηκε και στην υπόθεση Investylia Ltd ν. Ταμπούρη (2006) 1(Β) Α.Α.Δ. 1325, ενόψει του τεκμηρίου συνταγματικότητας των νόμων ο επικαλούμενος την αντισυνταγματικότητα άρθρου έχει το βάρος απόδειξης της πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Στην παρούσα υπόθεση η αιτήτρια απέτυχε να πράξει αυτό. Ανάλογα κρίνεται και η εισήγηση του συνηγόρου της αιτήτριας για παραβίαση των αντίστοιχων με τις συνταγματικές προνοιών της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προστασία των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Στην προκείμενη υπόθεση τα γεγονότα φανερώνουν ότι η απώλεια της υπάρχουσας προθεσμίας οφείλεται σε λάθος δικηγόρου (βλ. Τεκμήριο 6). Παρόλο που το λάθος αυτό μπορεί ενδεχόμενα να προκαλεί αδικία σε βάρος της αιτήτριας, δεν δικαιολογεί ούτε μπορεί να οδηγήσει, κατά την αντίληψη μου, στο να κριθεί ότι η τεθείσα από τον Νόμο προθεσμία καθιστά αντισυνταγματική την σχετική νομοθετική πρόνοια. Όπως έχει ήδη εξηγηθεί η προνοούμενη προθεσμία δεν είναι μικρή ώστε να κρίνεται απαγορευτική ως προς την άσκηση των συνταγματικών δικαιωμάτων της αιτήτριας. Το γεγονός άλλωστε ότι η απαλλοτριούσα αρχή έχει αποδεχθεί στα πλαίσια των παραδεκτών γεγονότων ως αξία του κτήματος μεγαλύτερη από την προσφερθείσα για σκοπούς περιορισμού των επιδίκων θεμάτων, δεν μπορεί να οδηγήσει σε αποδοχή της θέσης της αιτήτριας περί αντισυνταγματικότητας της επίδικης νομοθετικής πρόνοιας.
Με βάση όλα τα πιο πάνω θεωρώ ότι η παρούσα αίτηση είναι εκπρόθεσμη και ως εκ τούτου δεν μπορεί να επιτύχει. Κατά συνέπεια η αίτηση απορρίπτεται και το επίδικο κτήμα να εγγραφεί επ' ονόματι της Κυπριακής Δημοκρατίας. [.]»
Η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου πλήττεται με τέσσερις λόγους έφεσης, οι οποίοι στην ουσία τους συνοψίζονται σε δύο τινά: στο λανθασμένο εύρημα του Δικαστηρίου, ότι η εφεσείουσα απέτυχε να αποσείσει το βάρος απόδειξης σε σχέση με την αντισυνταγματικότητα των υπό επίκληση άρθρων, μη εξειδικεύοντας με σαφήνεια σε τι συνίστανται οι εν λόγω παραβιάσεις και στο αναιτιολόγητο εύρημα, ότι η προβλεπόμενη προθεσμία των 75 ημερών «δεν είναι τόσο μικρή ώστε να δημιουργηθεί εμπόδιο στον πολίτη για την άσκηση των συνταγματικών του δικαιωμάτων».
Σημειώνουμε ότι το τελικό εύρημα του Δικαστηρίου, ότι η απώλεια της υπάρχουσας προθεσμίας, οφείλεται σε λάθος δικηγόρου, δεν εφεσιβάλλεται αυτοτελώς, παρέμεινε θεωρούμε χαλαρά συνδεδεμένο με την απώλεια της τακτής προθεσμίας των 75 ημερών και την επίκληση για παράταση της.
Όπως προκύπτει από τα παραδεκτά γεγονότα, η εφεσείουσα, στις 5.12.2003 έκαμε δεκτή με επιφύλαξη των δικαιωμάτων της, την προσφερόμενη από τη Δημοκρατία αποζημίωση για την απαλλοτρίωση της περιουσίας της. Το συμφωνηθέν ποσό της κατεβλήθη και σχετική επιταγή εξαργυρώθηκε στις 3.2.2004. Η περί ης ο λόγος παραπομπή, καταχωρίστηκε στις 31.8.2005, συνοδευόμενη δεόντως από σχετική έκθεση εκτίμησης ημερομηνίας 10.11.2003 (τεκμήριο 1 - επισυνημμένο στην έκθεση απαιτήσεως).
Οι αρχές που διέπουν τον δικαστικό έλεγχο της συνταγματικότητας των Νόμων, έχουν επανειλημμένα διακηρυχθεί σε μεγάλο αριθμό αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου: Κάθε Νόμος τεκμαίρεται συνταγματικός εκτός αν το αντίθετο αποφασιστεί πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.
Το Δικαστήριο δεν επεκτείνεται σε εξέταση αφηρημένων ζητημάτων εκτός αν αυτό είναι απαραίτητο για την επίλυση της ενώπιον του διαφοράς. Ενώπιον του Δικαστηρίου υφίστατο μια τέτοια διαφορά και ορθώς εξετάστηκε ζήτημα αντισυνταγματικότητας.
Η προθεσμία που τάσσει το άρθρο 8(2) είναι ανατρεπτική και σκοπό έχει να ρυθμίσει τα χρονικά πλαίσια και τη διαδικασία που αφορούν τις διαπραγματεύσεις για κατάληξη σε συμφωνία για σκοπούς αποζημίωσης, το ύψος της, την καταβολή της υπολογισθείσας από την Απαλλοτριούσα Αρχή αποζημίωσης, την αποδοχή εκ μέρους του ιδιοκτήτη και τη μεταβίβαση της απαλλοτριωθείσας περιουσίας επ΄ ονόματι της Απαλλοτριούσας Αρχής ή άλλως πως την αποδοχή της αποζημίωσης, υπό την επιφύλαξη του καθορισμού του ποσού της από το Δικαστήριο (Γενικός Εισαγγελέας (Αρ.2) (1990) 1 Α.Α.Δ. 159).
Σε περίπτωση παράλειψης προσφυγής στο Δικαστήριο, εντός της προθεσμίας που τάσσει ο Νόμος το αργότερο, ο ιδιοκτήτης στερείται του δικαιώματος να αξιώσει μεγαλύτερο ποσό αποζημίωσης από το ποσό που ήδη του καταβλήθηκε. Παραπομπή δε που κατατίθεται μετά την πάροδο της εν λόγω προθεσμίας πρέπει να απορρίπτεται από το Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως, έστω και αν δεν εγείρεται από τον καθ΄ ου η αίτηση.
Παρά την ικανή, εμπεριστατωμένη και με παραπομπή σε Κυπριακή και Αγγλική νομολογία και σε αποφάσεις των Ευρωπαϊκών Δικαστηρίων, αγόρευση του δικηγόρου της εφεσείουσας, η τύχη της έφεσης προδιαγράφεται ήδη από τις δικογραφημένες θέσεις της εφεσείουσας στην Απάντηση της, με την οποία εισάγονται για πρώτη φορά λόγοι που κατατείνουν να καταρρίψουν την υπερασπιστική γραμμή της Αποζημιούσας Αρχής, περί του εκπροθέσμου της καταχώρισης της παραπομπής, και επίκληση για άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου, να επιτρέψει, υπό τις περιστάσεις, ως ανωτέρω σημειώσαμε, την περαιτέρω προώθηση της.
Είτε πρόκειται περί αποσβεστικής, είτε περί ανατρεπτικής προθεσμίας ή περί παραγραφής[2] το ζήτημα παραμένει στις ίδιες παραμέτρους. Ο νομοθέτης με το άρθρο 8(2) αποσκοπεί να επιβάλει στο δικαιούχο να ενεργήσει εντός ευλόγου χρόνου για να εξακριβωθεί οριστικά αν ευσταθεί η αξίωση του και συν τω χρόνω να διασφαλίσει το δημόσιο συμφέρον με τη μεταβίβαση και εγγραφή της απαλλοτριωθείσας περιουσίας επ΄ ονόματι της Δημοκρατίας, ώστε να προχωρήσει σε υλοποίηση του σκοπού της απαλλοτρίωσης και ενδεχομένως να ληφθεί υπόψιν η απαλλοτριωθείσα περιουσία στον γενικότερο πολεοδομικό και οδικό σχεδιασμό.
Η εισήγηση του κ. Κληρίδη ότι στην προκειμένη περίπτωση ισχύει ο περί Παραγραφής Νόμος, Κεφ. 15, προσκρούει στο ίδιο το γράμμα του ειδικού Νόμου: δεν είναι νοητό να γίνεται επίκληση άλλων νομοθετημένων υπαρχούσης ρητής νομοθετικής προνοίας.
Το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η συνισταμένη των αποφάσεων των Ευρωπαϊκών Δικαστηρίων καταδεικνύει, ότι γενικά μια περίοδος παραγραφής δεν αντίκειται κατ΄ ανάγκη στο Ενωσιακό Δίκαιο, ή είναι αντίθετη με την Ευρωπαϊκή Οδηγία. Εύλογες περίοδοι παραγραφής είναι επιτρεπτές, Express Dairy Foods Ltd v. International Board for Agricultural Produce, Case 130/79 και Οδηγία του Συμβουλίου της 17ης Ιουλίου 1969 περί των εμμέσων φόρων των επιβαλλομένων επί των συγκεντρώσεων κεφαλαίων, υπό την προϋπόθεση πάντοτε, ότι ο αιτητής δεν αποστερείται του δικαιώματος να προσφύγει στο Δικαστήριο για διεκδίκηση των δικαιωμάτων του, Άρθρα 23 και 30. Ο Νόμος και ειδικότερα το άρθρο 8(2) παρέχει ανάλογη δυνατότητα στον ιδιοκτήτη του κτήματος να προσφύγει στο Δικαστήριο για τον καθορισμό δίκαιης και εύλογης αποζημίωσης. H εφεσείουσα είχε στη διάθεση της εύλογο χρόνο να προωθήσει την υπόθεση της στο Δικαστήριο και να διεκδικήσει τα δικαιώματα της. Ήδη είχε στη διάθεση της από τις 10.11.2003 τη μοναδική αναγκαία μαρτυρία, έκθεση εκτίμησης και παρά ταύτα ουδέν έπραξε. Ορθά παρατηρεί το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι είναι το λάθος και η ολιγωρία του δικηγόρου της να προωθήσει την υπόθεση στο Δικαστήριο που οδήγησε σε απώλεια των δικαιωμάτων της (Transocean Marine Paint Association v. E.C. Commission, 1974, 2 C.M. L.R. 459). Με δεδομένη τη φύση της υπόθεσης, ο χρόνος των 75 ημερών, αντικειμενικά ιδωμένος, ίσος με τον χρόνο που ορίζεται και από το Άρθρο 146 του Συντάγματος, δεν είναι δυνατόν να θεμελιώσει παραβίαση των δικαιωμάτων της εφεσείουσας.
Τα όσα ο δικηγόρος της αιτήτριας παραθέτει για να διακρίνει την υπόθεση της εφεσείουσας από υποθέσεις διεκδίκησης αστικών δικαιωμάτων, όπως π.χ. ατυχημάτων, λόγω της φύσης και των περιστατικών της παρούσας υπόθεσης δεν τυγχάνουν εφαρμογής στην παρούσα περίπτωση: η προθεσμία των 75 ημερών δεν κρίνεται ως χρονικό πλαίσιο που αντίκειται προς το Σύνταγμα ή ως περιοριστικό σε βαθμό που να πλήττει τη δραστικότητα του δικαιώματος της αιτήτριας να προσφύγει στο Δικαστήριο (Γιωργαλλάς ν. Χατζηχριστοδούλου (2000) 1 Α.Α.Δ. 2060, Φοινικαρίδου ν. Οδυσσέως (2001) 1 Α.Α.Δ. 1744).
Η εφεσείουσα, ορθά παρατηρεί το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν έχει αποσείσει το αποδεικτικό βάρος που φέρει. Δεν δύναται να αγνοηθεί το γεγονός ότι η απαλλοτρίωση ολοκληρώθηκε σύμφωνα με τις απαιτήσεις του άρθρου 1 του Πρωτοκόλλου υπ΄ αρ. 1 και ότι ειδικότερα η εφεσείουσα αποζημιώθηκε νομίμως για την απώλεια μέρους της περιουσίας της (Άρθρο 6 της Σύμβασης) (Stubbings v. United Kingdom (1996) 23 EHRR 213, para. 53-55, De Greoffre de la Pradell v. France (1992) Series A, 253, Perez de Loda Cavanilles v. Spain (1999) EHRLR 208).
Η έφεση απορρίπτεται με €2.500 έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης.
Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.
Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.
Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
/φκ
[1] 8(2) Ο ιδιoκτήτης δεv κωλύεται όπως, υπό τηv επιφύλαξιv τoυ καθoρισμoύ τoυ πoσoύ της απoζημιώσεως υπό αρμoδίoυ Δικαστηρίoυ, απoδεχθή τηv πρoσφερoμέvηv απoζημίωσιv υπό τov όρov ότι η απoδoχή τoυ θα συvoδεύηται υπό εγγράφoυ συγκαταθέσεως τoυ όπως η απαλλoτριoυμέvη ιδιoκτησία εγγραφή αμέσως επ' ovόματι της απαλλoτριoύσης αρχής. Εv τoιαύτη περιπτώσει o ιδιoκτήτης απoτείvεται εις τo Δικαστήριov εvτός εβδoμήκovτα πέvτε ημερώv από της ημερoμηvίας εισπράξεως της πρoσφερoμέvης απoζημιώσεως τo αργότερov διά τov καθoρισμόv τoυ πoσoύ της απoζημιώσεως, μετά δε τηv παρέλευσιv της πρoθεσμίας αυτής θα θεωρήται ότι επήλθε συμφωvία συμφώvως πρoς τας διατάξεις τoυ εδαφίoυ (1) τoυ παρόvτoς άρθρoυ.
[2] Για τις διαφορές μεταξύ αποσβεστικής προθεσμίας και παραγραφής βλ. Π.Δ. Δαγτόγλου, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, 3η έκδοση, §472, σ. 212-214, Εκδόσεις Σάκκουλα,