ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Νικολάτος, Μύρων-Μιχαήλ Γεωργίου Μιχαηλίδου, Δέσπω Λιάτσος, Αντώνης Στ. Ερωτοκρίτου (κα.), για τον Εφεσείοντα στην Π.Ε. 120/13 και τον Εφεσίβλητο στην Π.Ε. 127/13. Αντ. Δράκος, για την Εφεσείουσα στην Π.Ε. 127/13 και την Εφεσίβλητη στην Π.Ε. 120/13. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2019-06-18 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΜΟΔΕΣΤΟΥ ν. ΑΔΑΜΙΔΗ, Πολιτική Έφεση αρ. 120/2013, 127/13, 18/6/2019 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2019:A231

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση αρ. 120/2013)

(Σχετ. με 127/13)

 

18 Ιουνίου, 2019

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ,  Π., ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.Δ.]

 

(Αγωγή αρ. 12406/03)

ΜΕΤΑΞΥ:

xxx ΜΟΔΕΣΤΟΥ,

Εφεσείοντα/Εναγόμενου

και

 

xxx  ΑΔΑΜΙΔΗ,

Εφεσίβλητου/Ενάγοντα

και

 

xxx Χ΄΄ ΑΝΔΡΕΟΥ, ΩΣ ΚΑΤΑΛΛΗΛΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΠΟΥ ΝΑ ΕΚΠΡΟΣΩΠΕΙ ΤΗΝ  ΠΕΡΙΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΓΕΩΡΓΑΛΛΙΔΗ,

Εφεσίβλητης/Τριτοδιάδικης  

-----------------------

(Αγωγή αρ. 1337/05)

ΜΕΤΑΞΥ:

xxx  ΜΟΔΕΣΤΟΥ,

Εφεσείοντα/Τριτοδιάδικου

και

 

xxx  ΑΔΑΜΙΔΗ,

Εφεσίβλητου/Ενάγοντα

και

 

xxx Χ΄΄ ΑΝΔΡΕΟΥ, ΩΣ ΚΑΤΑΛΛΗΛΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΠΟΥ ΝΑ ΕΚΠΡΟΣΩΠΕΙ ΤΗΝ  ΠΕΡΙΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΓΕΩΡΓΑΛΛΙΔΗ,

Εφεσίβλητης/Εναγόμενης

------------------------------

(Αγωγή αρ. 10847/04)

ΜΕΤΑΞΥ:

xxx  ΜΟΔΕΣΤΟΥ,

Εφεσείοντα/Ενάγοντα

και

 

xxx Χ΄΄ ΑΝΔΡΕΟΥ, ΠΟΥ ΔΙΟΡΙΣΘΕΙ ΔΥΝΑΜΕΙ ΔΙΑΤΑΓΗΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΗΜΕΡ. 01/11/04 ΟΠΩΣ  ΕΚΠΡΟΣΩΠΕΙ ΤΗΝ  ΠΕΡΙΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΑ ΝΙΚΟΥ ΓΕΩΡΓΑΛΛΙΔΗ,

Εφεσίβλητης/Εναγόμενης

-------------------------

 

Στ. Ερωτοκρίτου (κα.), για τον Εφεσείοντα στην Π.Ε. 120/13 και τον Εφεσίβλητο στην Π.Ε. 127/13.

Αντ. Δράκος, για την Εφεσείουσα στην Π.Ε. 127/13 και την Εφεσίβλητη στην Π.Ε. 120/13.

Θ. Ιωαννίδης με Στ. Σκορδή, για τον Αντεφεσείοντα στην Π.Ε. 120/13.

Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάτος, Π.

         ------------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.:    Ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου εκδικάστηκαν τρεις αγωγές, η 12406/03 (η πρώτη) με ενάγοντα τον xxx Αδαμίδη, εναγόμενο το xxx Μοδέστου και τριτοδιάδικο τη xxx Χ΄΄ Ανδρέου ως εκπροσωπούσα την περιουσία του αποβιώσαντος Νίκου Γεωργαλλίδη (που στη συνέχεια θα αναφέρονται ως ο ενάγοντας, ο εναγόμενος και ο τριτοδιάδικος, αντίστοιχα), η 1337/05 (η δεύτερη) με τον ίδιο ενάγοντα αλλά με εναγόμενο τον τριτοδιάδικο στην προηγούμενη αγωγή και τριτοδιάδικο τον εναγόμενο στην προηγούμενη αγωγή και η 10847/04 (η τρίτη) με ενάγοντα τον εναγόμενο στην πρώτη αγωγή και εναγόμενο τον τριτοδιάδικο στην πρώτη αγωγή.  Το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού συμφωνήθηκαν ενώπιον του τα ποσά των γενικών και ειδικών αποζημιώσεων, έκρινε το ποσοστό ευθύνης που κατά την κρίση του έφεραν οι διάδικοι.  Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι στον ενάγοντα δεν μπορούσε να αποδοθεί οποιαδήποτε αμέλεια ή συντρέχουσα αμέλεια, στον εναγόμενο αποδόθηκε αμέλεια σε ποσοστό 25% και στον τριτοδιάδικο αποδόθηκε αμέλεια σε ποσοστό 75%.   

 

Ως αποτέλεσμα των προαναφερθέντων το πρωτόδικο δικαστήριο αποσυνένωσε τις τρεις αγωγές, εξέδωσε απόφαση προς όφελος του ενάγοντα στην πρώτη αγωγή 12406/03 και εις βάρος του εναγομένου για ποσό €200.000.-, το οποίο ήταν συμφωνηθέν, πλέον νόμιμο τόκο και έξοδα και επίσης εξέδωσε απόφαση προς όφελος του εναγομένου και εις βάρος του τριτοδιαδίκου για ποσό €150.000.-, πλέον νόμιμο τόκο και τα ¾ των εξόδων.   Ως αποτέλεσμα, η συνενωμένη αγωγή 1337/05 θεωρήθηκε ότι κατέστη άνευ αντικειμένου ενώ η επίσης συνενωμένη αγωγή 10847/04 μπορούσε να οριστεί προς εκδίκαση μετά από αίτημα των δικηγόρων, είτε του εναγομένου, είτε του τριτοδιαδίκου.

 

Ενώπιον του Εφετείου εκκρεμούν δύο εφέσεις και μια αντέφεση.  Η έφεση 120/13 είναι έφεση από τον εναγόμενο στην  πρώτη αγωγή.   Η έφεση 127/13 είναι έφεση από τον τριτοδιάδικο στην πρώτη αγωγή και η Αντέφεση είναι από τον ενάγοντα στην  πρώτη αγωγή, ο οποίος ζητά όπως, εις περίπτωση αποδοχής της έφεσης του εναγομένου εναντίον του, αναβιώσει η αγωγή υπ΄ αρ. 1337/05 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, στην οποία εναγόμενος είναι ο τριτοδιάδικος.

 

Οι λόγοι έφεσης στην 120/13 είναι οχτώ και αφορούν ουσιαστικά στο κατ΄ ισχυρισμό εσφαλμένο πρωτόδικο συμπέρασμα να επιρρίψει στον εφεσείοντα-εναγόμενο ποσοστό ευθύνης 25% ενώ θα έπρεπε να είχε επιρρίψει ολόκληρη την ευθύνη, είτε στον ενάγοντα, είτε στον τριτοδιάδικο ολόκληρη την ευθύνη ή τουλάχιστον το μεγαλύτερο μέρος της.  Σύμφωνα με τους λόγους έφεσης ο εφεσείων-εναγόμενος αντιμετώπισε μια απρόσμενη και απρόβλεπτη απόφραξη του αυτοκινητόδρομου και υπό τις περιστάσεις δεν συνέβαλε καθ΄ οιονδήποτε τρόπο στο ατύχημα.   Σχετική αναφορά γίνεται στην απόφαση Σιαλαμπή ν. Παναγή (2008) 2 ΑΑΔ, 75.  Η πρωτόδικη απόφαση προσβάλλεται επίσης ως εσφαλμένη ως προς το ότι θεωρήθηκε ότι η ταχύτητα του εναγομένου θα έπρεπε να είχε προσαρμοστεί σε χαμηλότερα επίπεδα ώστε να είχε τη δυνατότητα να αντιμετωπίσει ένα απρόβλεπτο κίνδυνο.  Σχετική αναφορά γίνεται στην υπόθεση Quinn v. Scott (1965) 1 W.L.R., 1004.  Εσφαλμένη είναι, κατά τους λόγους έφεσης, η πρωτόδικη απόφαση και εξαιτίας του συμπεράσματος ότι ο εναγόμενος όφειλε να περιορίσει την ταχύτητα του στην εμβέλεια της ακτίνας των φώτων του που ήταν 80 μέτρα και του ευρήματος ότι δεν αντελήφθη τον απρόσμενο κίνδυνο, στον αυτοκινητόδρομο, μόλις αυτός εμφανίστηκε.  Κατά τον εναγόμενο-εφεσείοντα ο ενάγοντας-εφεσίβλητος δεν θα έπρεπε να είχε απαλλαγεί από οποιαδήποτε ευθύνη.   Διαζευκτικά, εφόσον το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε τον ενάγοντα-εφεσίβλητο ως διασώστη του τριτοδιάδικου-εφεσίβλητου θα έπρεπε να είχε αποδώσει ολόκληρη την ευθύνη στον τριτοδιάδικο.  Εσφαλμένο ήταν και το πρωτόδικο συμπέρασμα αναφορικά με τα έξοδα.   Αυτά θα έπρεπε να επιδικαστούν υπέρ του εναγομένου και εναντίον του τριτοδιαδίκου στην κλίμακα επιτυχίας εναντίον του τριτοδιαδίκου.

 

Οι λόγοι έφεσης στην έφεση 127/13 (από τον τριτοδιάδικο) είναι πέντε.   Αυτοί περιλαμβάνουν ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο αντιμετώπισε τα γεγονότα της υπόθεσης ως ένα ενιαίο γεγονός και όχι ως δύο ξεχωριστά δυστυχήματα, και εσφαλμένα δεν αποφάνθηκε ότι η σύγκρουση του ενάγοντα με τον εναγόμενο δεν είχε διαρρήξει την αιτιώδη συνάφεια με το πρώτο δυστύχημα (του τριτοδιάδικου επί του κιγκλιδώματος του δρόμου).   Εσφαλμένο ήταν και το πρωτόδικο συμπέρασμα ότι η πρόσκρουση του αυτοκινήτου του τριτοδιαδίκου στο κιγκλίδωμα του δρόμου οφειλόταν στην αμέλεια του.   Ακόμα εσφαλμένη ήταν και η πρωτόδικη κρίση ότι ο ενάγοντας δεν είχε ευθύνη για την πρόκληση του δυστυχήματος και τον τραυματισμό του και ότι ενήργησε ως ένας συνετός και λογικός άνθρωπος, υπό τις δεδομένες περιστάσεις.   Εν πάση περιπτώσει το πρωτόδικο δικαστήριο απέτυχε να προβεί σε ορθό καταμερισμό της ευθύνης θεωρώντας ότι ο τριτοδιάδικος είχε ευθύνη 75% ενώ ο εναγόμενος μόνο 25%.

 

Εξετάσαμε με πολλή προσοχή όλα τα ενώπιον μας στοιχεία υπό το φως των ικανών αγορεύσεων των ευπαιδεύτων συνηγόρων των διαδίκων.  Παρατηρούμε ότι τα πρωτόδικα ευρήματα ως επί το πλείστον δεν αμφισβητούνται με τις παρούσες εφέσεις και την αντέφεση.   Είναι κυρίως τα πρωτόδικα συμπεράσματα που αμφισβητούνται.   Ως εκ τούτου θα αναφερθούμε εκτενώς στα πρωτόδικα ευρήματα. 

 

Σύμφωνα λοιπόν με αυτά, στις 20/2/2003, στις 2.20 το πρωί, ο αποβιώσας Νίκος Γεωργαλλίδης, τριτοδιάδικος στην πρώτη αγωγή, οδηγούσε το αυτοκίνητο του κατά τη διάρκεια της νύκτας, κατά μήκος του αυτοκινητόδρομου Λευκωσίας-Λεμεσού με κατεύθυνση τη Λεμεσό.   Σε κάποιο σημείο του δρόμου, κάτω από άγνωστες συνθήκες, το αυτοκίνητο του συγκρούστηκε στο αριστερό κιγκλίδωμα του αυτοκινητόδρομου και ακινητοποιήθηκε στη δεξιά λωρίδα κυκλοφορίας του δρόμου, αποφράσσοντας την και δημιουργώντας εμπόδιο χρησιμοποίησης της λωρίδας από άλλους οδηγούς που κατά τον ουσιώδη χρόνο χρησιμοποιούσαν το δρόμο.  Κατά τον ίδιο χρόνο ο ενάγων, ο οποίος οδηγούσε προς την αντίθετη κατεύθυνση, προς Λευκωσία, στις αντίθετες λωρίδες του αυτοκινητόδρομου, αφού αντιλήφθηκε το δυστύχημα που προκλήθηκε, σταμάτησε το δικό του αυτοκίνητο στο αριστερό «παγκέτο» του δρόμου και δρασκέλισε το κιγκλίδωμα που χωρίζει τις δύο πορείες κυκλοφορίας, με σκοπό να προσφέρει βοήθεια στον οδηγό και στους επιβαίνοντες του οχήματος του αποβιώσαντα-τριτοδιάδικου.  Διαπίστωσε ότι στο όχημα βρισκόταν μόνον ο οδηγός, ο οποίος εκείνη τη στιγμή ήταν σε κατάσταση σοκ, δεν μπορούσε να μιλήσει και μύριζε αλκοόλ.   Όταν ο ενάγων επιχείρησε να διαπιστώσει κατά πόσον τα φώτα του αυτοκινήτου λειτουργούσαν, πηγαίνοντας μπροστά από το αυτοκίνητο, ο αποβιώσας επιχείρησε να κατεβεί από το αυτοκίνητο αλλά ο ενάγων τον επανέφερε στη θέση του και κάλεσε αστυνομία και ασθενοφόρο.   Ο αστυνομικός-εξεταστής που έφθασε μετά από κάποιο χρόνο βρήκε το δείκτη των φώτων του αυτοκινήτου στη θέση «off».   

 

Ο ενάγων, αναμένοντας την αστυνομία και το ασθενοφόρο, κοντά στο ακινητοποιημένο αυτοκίνητο του αποβιώσαντα, συγκεκριμένα μπροστά από αυτό, κτυπήθηκε από το αυτοκίνητο του εναγόμενου (στην πρώτη αγωγή)-εφεσείοντα, το οποίο οδηγείτο με κατεύθυνση επίσης προς Λεμεσό, με αποτέλεσμα να υποστεί αρκετά σοβαρό τραυματισμό.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού εξέτασε τη μαρτυρία και προέβηκε σε ευρήματα ως προς την αξιοπιστία των μαρτύρων, αποδεχόμενο συναφώς τη μαρτυρία του ενάγοντα, προέβη σε κάποιες σκέψεις και συλλογισμούς ώστε να καταλήξει στα συμπεράσματα του, τα οποία και προσβάλλονται, σε μεγάλο βαθμό, με τις υπό εξέταση εφέσεις.    Συναφώς το πρωτόδικο δικαστήριο, αναφέρθηκε στην εισήγηση του κ. Δράκου, ο οποίος επικαλούμενος την αυθεντία Knightley v. Johns (1982) 1 All E.R., 854, είπε ότι οι ενέργειες του ενάγοντα, στην προκείμενη περίπτωση, ήταν τέτοιες που διέρρηξαν την αλυσίδα της αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της πρώτης σύγκρουσης (τριτοδιάδικου-κιγκλιδώματος) και της ενέργειας διάσωσης του τριτοδιάδικου από τον ενάγοντα. Απέρριψε την εισήγηση αυτή, παρατηρώντας ότι η μαρτυρία του ίδιου του ενάγοντα κατεδείκνυε ότι και επιτακτική ανάγκη υπήρχε να προστρέξει για παροχή βοήθειας, ως διασώστης, σε ένα κινδυνεύοντα συνάνθρωπο του, αλλά και ότι ο ίδιος (ο ενάγων), όταν αντελήφθη τον κίνδυνο που διέτρεχε, έλαβε μέτρα προστασίας, του ιδίου και του αποβιώσαντος.  

 

Οι πράξεις του ενάγοντα, οι οποίες αιτιολογούν τα ανωτέρω συμπεράσματα, παρατίθενται, από το πρωτόδικο δικαστήριο, στις σελ. 8 και 9 της απόφασης του, και συνίστανται ουσιαστικά στο ότι κράτησε τον αποβιώσαντα στη θέση του μέσα στο αυτοκίνητο μέχρι την έλευση της αστυνομίας και του ασθενοφόρου, δοκίμασε τα φώτα του οχήματος τα οποία όμως είχαν καταστραφεί από τη σύγκρουση και προσπάθησε να κάνει τον εαυτό του ορατό στους διερχομένους οδηγούς ανάβοντας τον αναπτήρα του.   Κατά το πρωτόδικο δικαστήριο, ο ενάγων δεν θα πρέπει να κριθεί υπόλογος για τυχόν λανθασμένες αποφάσεις που λήφθησαν στην αγωνία της στιγμής.  Το καίριο συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι ο ενάγων ενήργησε ως ένας συνετός και λογικός άνθρωπος, υπό τις δεδομένες περιστάσεις, με κύριο μέλημα του να προστατεύσει από άλλους κινδύνους τον αποβιώσαντα και τον εαυτό του, μας φαίνεται ως απολύτως δικαιολογημένο και ορθό.  Το ότι ο ενάγων ενήργησε ως διασώστης (rescuer), κατά τον ουσιώδη χρόνο, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί και υπό τις περιστάσεις εκείνες συμφωνούμε με το πρωτόδικο δικαστήριο ότι δεν μπορεί να καταμεριστεί οποιαδήποτε ευθύνη στον ενάγοντα, διότι η βοήθεια που προσέφερε ήταν αποτέλεσμα επιτακτικής ανάγκης, και διότι δεν παρέμεινε στο μέρος για χρόνο περισσότερο από ότι επιβάλλετο.   Το όλο περιστατικό έλαβε χώραν σε μερικά λεπτά και η κατάσταση της υγείας του αποβιώσαντος-τριτοδιάδικου δικαιολογούσε, υπό τις περιστάσεις, τη μη εγκατάλειψη του, αβοήθητου, από τον ενάγοντα.   

 

Ως προς την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ των δύο δυστυχημάτων, δηλαδή της σύγκρουσης του αυτοκινήτου του τριτοδιάδικου στο κιγκλίδωμα και της σύγκρουσης του αυτοκινήτου του εναγόμενου με τον ενάγοντα, το πρωτόδικο δικαστήριο αναφέρθηκε στις αποφάσεις Κυριάκου κ.α. ν. Κανάρη (1997) 1 ΑΑΔ, 1436 και Rouse v. Squires and Others (1973) 2 All E.R., 903.  Έκρινε πως η απόφραξη του δρόμου από το αυτοκίνητο του τριτοδιάδικου ο οποίος, επιδεικνύοντας αλόγιστη οδική συμπεριφορά, το οδήγησε ώστε να προσκρούσει στο κιγκλίδωμα και να αποφράξει τη μια λωρίδα κυκλοφορίας, ήταν η κύρια και ουσιαστική αιτία για το δεύτερο ατύχημα και ότι η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ των δύο δυστυχημάτων δεν είχε διαρρηχθεί από οποιονδήποτε νέον συμβάν αμέλειας.    Κατά συνέπεια, συμπέρανε ότι ο τραυματισμός του ενάγοντα συνδεόταν με αδιάρρηκτη αιτιώδη συνάφεια με τις πράξεις και παραλείψεις του αποβιώσαντα-τριτοδιάδικου.    Τα δύο δυστυχήματα δεν μπορούσαν να διαχωριστούν αλλά αντίθετα αποτελούσαν ένα αδιαχώριστο και ενιαίο γεγονός και δεν υπήρχε οποιοδήποτε νέο (σημαντικό) γεγονός αμέλειας (novus actus interveniens) που προέκυπτε από τη συμπεριφορά του ενάγοντα.  

 

Συμφωνούμε με τα πρωτόδικα αυτά συμπεράσματα λαμβάνοντας υπόψιν ιδιαίτερα την απόφαση στην Σιαλαμπή (ανωτέρω).  Η στάθμευση ή η παραμονή οχήματος, χωρίς φώτα, κατά τη διάρκεια της νύκτας σε σκοτεινό δρόμο συνιστά εκ πρώτης όψεως μαρτυρία για αμέλεια.   Αυτό είναι απόρροια του καθήκοντος κάθε οδηγού προς άλλους χρήστες του δρόμου, να καθιστούν τα οχήματα τους ορατά κατά τη διάρκεια της νύκτας, με τη χρήση φώτων ή άλλων μέσων.   Η απόφαση Τσολάκης ν. Ανδρέου κ.α. (2007) 1 ΑΑΔ, 129 διαφοροποιείται επί των γεγονότων από την παρούσα, καθότι σε εκείνη την υπόθεση το δυστύχημα έγινε κατά τη διάρκεια της ημέρας, όταν υπήρχε πλήρης ορατότητα.              

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού έλαβε υπόψιν την έκταση της απόφραξης του δρόμου από το αυτοκίνητο του τριτοδιάδικου και το γεγονός ότι, κατά τον ουσιώδη χρόνο, οι καιρικές συνθήκες ήταν αρνητικές, η ορατότητα περιορισμένη και το οδόστρωμα βρεγμένο, απέρριψε εισήγηση ότι το αυτοκίνητο του τριτοδιάδικου δεν αποτελούσε εμπόδιο για τους άλλους οδηγούς, επειδή δύο οδηγοί είχαν χρησιμοποιήσει την αριστερή λωρίδα κυκλοφορίας και κατάφεραν να το αποφύγουν.   Το κριτήριο ήταν εκείνο του μέσου, συνετού και λογικού οδηγού και δεν μπορούσε να λεχθεί ότι στην προκείμενη περίπτωση το αυτοκίνητο του τριτοδιάδικου δεν συνιστούσε μεγάλο και σοβαρό κίνδυνο για  ένα τέτοιο οδηγό.    Συμφωνούμε με τα προαναφερόμενα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου.  

 

Στη συνέχεια ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής προχώρησε στην εξέταση του ζητήματος της αμέλειας ή της συντρέχουσας αμέλειας του εναγομένου.   Το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού έκανε αναφορά στην υπόθεση Quinn (ανωτέρω),  στη Vakanas v. Thoma (1982) 1 ΑΑΔ, 530 και στην παλιά υπόθεση Savva & Others v. Mylona (1958) 23 CLR, 210, έκρινε ότι, παρά το ότι ο εναγόμενος οδηγούσε με τα φώτα του στη ψηλή στάση (80 μέτρα εμβέλεια), και ότι η ταχύτητα του των 100 ΧΑΩ ήταν εντός των ορίων της επιτρεπόμενης ταχύτητας σε αυτοκινητόδρομο, εντούτοις δεν αντελήφθη τον κίνδυνο μόλις αυτός εμφανίστηκε στην εμβέλεια των φώτων του, αλλά πολύ αργότερα.  Ο ίδιος ο εναγόμενος  απεκάλυψε ότι είδε το ακινητοποιημένο αυτοκίνητο του τριτοδιάδικου από απόσταση 20-25 μέτρων.    Αυτό φανέρωνε, κατά το πρωτόδικο δικαστήριο, ότι δεν είχε πλήρη εποπτεία και έλεγχο της απόστασης ορατότητας των 80 μέτρων, από την εμβέλεια των φώτων του, αλλά και ότι, παρά το ότι το αυτοκίνητο του τριτοδιάδικου ήταν ορατό από τα 80 μέτρα, η ταχύτητα του (εναγομένου) δεν του επέτρεψε να αποφύγει τη σύγκρουση.  Με αυτά τα δεδομένα το πρωτόδικο δικαστήριο εντόπισε ποσοστό αμέλειας και του εναγομένου, τη οποίαν καθόρισε σε ποσοστό 25% έναντι 75% του τριτοδιάδικου. 

 

Δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε, ως προς το ζήτημα του ποσοστού αμέλειας του εναγομένου, με το πρωτόδικο δικαστήριο.  Θεωρούμε ότι, υπό τις περιστάσεις, δεν μπορούσε να καταμεριστεί οποιονδήποτε ποσοστό ευθύνης στον εναγόμενο και ότι ολόκληρη η ευθύνη θα έπρεπε να είχε καταμεριστεί εις βάρος του τριτοδιάδικου.   Το πρωτόδικο δικαστήριο βασίστηκε στην απόφαση του Δικαστή Zekia, όπως ήταν τότε, στη Savva (ανωτέρω), όπου λέχθηκε ότι: «At night driving a driver must be able to pull up within limits of his light".   Στη Vakanas (ανωτέρω), όμως, ο Δικαστής Πικής, όπως ήταν τότε, τόνισε ότι η κάθε περίπτωση θα πρέπει να κρίνεται στη βάση της κοινής λογικής.  Δεν είναι ορθό να περιπλεκόμαστε σε λεπτομέρειες ως προς το ακριβές σημείο που οι διάδικοι είχαν ορατότητα ο ένας του άλλου.  Αυτό τείνει να δώσει (εσφαλμένα) την εντύπωση ότι ασχολούμαστε με μαθηματική πράξη.

 

Στην προκείμενη περίπτωση ο εναγόμενος οδηγούσε στον αυτοκινητόδρομο με επιτρεπτή ταχύτητα 100 ΧΑΩ και είχε τα φώτα του στη ψηλή στάση με ορατότητα 80 μέτρων.   Ήταν νύκτα, υπήρχε βροχόπτωση και το οδόστρωμα ήταν βρεγμένο και ολισθηρό.  Τίποτε όμως από αυτά δεν μπορεί να αποδώσει το δυστύχημα που συνέβηκε μεταξύ του οχήματος του εναγομένου και του ενάγοντα, σε αμέλεια του εναγομένου.  Το καθήκον για επιμελή οδήγηση δεν επεκτείνεται στη λήψη προληπτικών μέτρων εν προκειμένω στον (προληπτικό) περιορισμό της ταχύτητας, έναντι της εκδήλωσης αμέλειας άλλου οδηγού (Δέστε:  Vakanas, ανωτέρω).   Η μαθηματική πράξη στην οποίαν προέβη το πρωτόδικο δικαστήριο, σύμφωνα με τη μαρτυρία εμπειρογνώμονα μάρτυρα ότι ο εναγόμενος θα έπρεπε να είχε αντιληφθεί το όχημα του τριτοδιάδικου ενωρίτερα και ότι αν αυτό συνέβαινε ή αν είχε μικρότερη ταχύτητα θα μπορούσε να αποφύγει το δυστύχημα, είναι συλλογισμοί που τείνουν να καταστήσουν το όλο ζήτημα του καταμερισμού της ευθύνης, μαθηματική πράξη και όχι σφαιρική θεώρηση των πραγμάτων στη βάση της κοινής λογικής και με δεδομένα τα περιστατικά της υπόθεσης.  Όπως διαπίστωσε το πρωτόδικο δικαστήριο:  «Ο εναγόμενος αντιμετώπισε μια απρόσμενη και απρόβλεπτη απόφραξη του αυτοκινητόδρομου μέσα σε κακές καιρικές συνθήκες χωρίς φωτισμό, χωρίς καμιά ένδειξη για τον κίνδυνο.   Είναι φανερό από την ενώπιον μου μαρτυρία ότι ούτε ο ενάγων ούτε το ακινητοποιημένο όχημα του τριτοδιάδικου ήταν «plainly visible» (καθαρά ορατό).   Η μαρτυρία του ενάγοντα ότι αντιλαμβανόμενος τον κίνδυνο άναψε τον αναπτήρα του ελέγχεται γιατί κάτι τέτοιο δεν αναφέρεται στην κατάθεση του.  Παρά ταύτα, και να άναψε τον αναπτήρα δεν θεωρώ ότι κατέστησε καθαρά ορατό (plainly visible) ούτε τον εαυτό του ούτε το αποφράσσον τη δεξιά λωρίδα όχημα του τριτοδιάδικου».      

 

Κατά την κρίση μας, υπό τις περιστάσεις, δεν θα έπρεπε να είχε καταμεριστεί ποσοστό ευθύνης στον εναγόμενο και ολόκληρη η ευθύνη θα έπρεπε να είχε καταμεριστεί εις βάρος του τριτοδιάδικου, ο οποίος με την αλόγιστη και αμελή πράξη του να συγκρουστεί με το κιγκλίδωμα του δρόμου, να αποφράξει τη λωρίδα κυκλοφορίας και να δημιουργήσει απρόσμενο, σοβαρό κίνδυνο για τους διερχομένους, υπό τις προαναφερόμενες συνθήκες, προκάλεσε ουσιαστικά και το δεύτερο ατύχημα, ήτοι τον τραυματισμό του ενάγοντα από τον εναγόμενο.

 

Κατά συνέπεια η Πολιτική Έφεση αρ. 120/13 επιτυγχάνει αναφορικά με την ευθύνη του εναγόμενου και του τριτοδιάδικου και απορρίπτεται αναφορικά με τον ενάγοντα, με έξοδα προς όφελος του, όπως θα υπολογιστούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.  Η Πολιτική Έφεση αρ. 127/13 αποτυγχάνει και απορρίπτεται, χωρίς καμία διαταγή ως προς τα έξοδα.

 

Συνακόλουθα, η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται στο μέρος που αφορά τον καταμερισμό ευθύνης μεταξύ εναγομένου και τριτοδιαδίκου, έτσι ώστε η απόφαση εις βάρος του τριτοδιαδίκου να είναι επί πλήρους ευθύνης (100%), ήτοι για το συμφωνηθέν ποσό των €200.000, με νόμιμο τόκο από 24.3.2005, πλέον έξοδα (πρωτόδικα και κατ΄ έφεση), όπως θα υπολογιστούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο. 

 

 

 

 

                                                Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.

 

 

                                                Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.

 

 

                                                Α. Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.

 

 

 

 

/ΕΑΠ.                                                      


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο