ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ECLI:CY:AD:2019:D256
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 103/19)
20 Iουνίου 2019
[Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ 2018
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ xxx ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΕΚ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI ΚΑΙ/Ή PROHIBITION
KAI
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΥΠΟ ΗΜΕΡ. 05/02/2019 ΑΠΟΦΑΣΗ Ε.Δ. ΛΕΜΕΣΟΥ Η ΟΠΟΙΑ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΣΤΗΝ ΥΠ΄ΑΡ. 21169/18 ΠΟΙΝΙΚΗ ΥΠΟΘΕΣΗ ΠΟΥ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕ Ο ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΕΚΔΟΘΕΝ ΑΠΟ ΤΟ Ε.Δ. ΛΕΜΕΣΟΥ ΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΕΝΤΑΛΜΑ ΣΥΛΛΗΨΗΣ ΚΑΙ ΦΥΛΑΚΙΣΗΣ ΑΡ. 3125/19 ΚΑΙ ΑΡΙΘΜΟ ΥΠΟΘΕΣΗΣ 21169/18 Ε.Δ. ΛΕΜΕΣΟΥ
--------------
Αδάμος Κόνιας για Ανδρέας Π. Ερωτοκρίτου & Σία ΔΕΠΕ, για την αιτήτρια.
---------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
(Ex Tempore)
OIKONOMOY, Δ.: Η αιτήτρια καταδικάστηκε στα πλαίσια της ποινικής υπόθεσης αρ. 21169/2018 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, όπως καταβάλει πρόστιμο και περαιτέρω διατάχθηκε να πληρώσει ποσό οφειλόμενο για κοινωνικές ασφαλίσεις, στις 5.2.2019. Το κατηγορητήριο, σύμφωνα με σχετική ένορκη δήλωση, είχε επιδοθεί προσωπικά στην αιτήτρια στη Λεμεσό στις 14.1.2019, χωρίς υπογραφή της, εφόσον, όπως σημειώνει ο επιδότης, είχε αρνηθεί να το παραλάβει και να υπογράψει.
Στις 5.2.2019 το Δικαστήριο επελήφθη σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 89(1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου που ρυθμίζουν τη διαδικασία σε περίπτωση που δεν εμφανίζεται ο κατηγορούμενος σε συνοπτική δίκη. Ειδικότερα, το άρθρο 89(1) αναφέρει ότι κατόπιν απόδειξης επίδοσης του κλητηρίου εντάλματος το Δικαστήριο δύναται να προχωρήσει στην ακρόαση της υπόθεσης και να αποφασίσει στην απουσία του όπως και έπραξε. Στη συνέχεια εκδόθηκε ένταλμα φυλάκισης προς είσπραξη των οφειλομένων.
Ακολούθησε η παρούσα αίτηση με την οποία η αιτήτρια ζητά άδεια για να καταχωρίσει αίτηση certiorari προς ακύρωση του εν λόγω εντάλματος προβάλλοντας τον ισχυρισμό ότι, κατά τον ουσιώδη χρόνο δεν διέμενε στη διεύθυνση που αναφέρεται στην ένορκη δήλωση επίδοσης, αλλ΄ούτε καν στη Λεμεσό. Προβάλλονται περαιτέρω ισχυρισμοί ότι στη διεύθυνση εκείνη διέμενε η αδελφή της. Αφήνεται, έτσι, ζήτημα από πλευράς της αιτήτριας κατά πόσο η επίδοση είχε στην πραγματικότητα γίνει στην αδελφή της.
Επί του δικού της ισχυρισμού ότι η επίδοση δεν έγινε, εν πάση περιπτώσει, στην ίδια, θεμελιώνεται ο νομικός λόγος της παρούσας αίτησης ο οποίος έγκειται σε παραβίαση της αρχής της φυσικής δικαιοσύνης και ειδικότερα του δικαιώματος που είχε ως κατηγορούμενη να ακουστεί στα πλαίσια της ποινικής υπόθεσης που αντιμετώπιζε. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η μη παροχή σε κατηγορούμενο της ευκαιρίας να ακουστεί, αποτελεί κλασσική παραβίαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης.
Το ερώτημα όμως που τίθεται εν προκειμένω είναι κατά πόσο η παρούσα περίπτωση μπορεί να ενταχθεί στα πλαίσια της δικαιοδοσίας για έκδοση προνομιακού εντάλματος certiorari. Τέτοια εντάλματα εκδίδονται όταν η παραβίαση της φυσικής δικαιοσύνης προκύπτει προδήλως από το πρακτικό της διαδικασίας, όπως συμβαίνει και με τους άλλους λόγους για τους οποίους μπορεί να δοθεί άδεια για καταχώριση αίτησης προς έκδοση εντάλματος certiorari. Λ.χ. στην περίπτωση που ο αιτητής επικαλείται ψευδορκία ή δόλο για εξασφάλιση καταδικαστικής απόφασης εναντίον του θα πρέπει τέτοια ψευδορκία ή δόλος να τίθενται στα πλαίσια της αίτησης certiorari ως αποδεδειγμένα ή αδιαμφισβήτητα γεγονότα και δεν μπορεί το δικαστήριο σε αυτή τη διαδικασία να προβεί σε αξιολόγηση αντίθετων εκδοχών και σε ευρήματα για τον ένα ή τον άλλο ισχυρισμό. Το θέμα τούτο συζητείται στο σύγγραμμα Προνομιακά Εντάλματα, Πέτρου Αρτέμη, σελ. 130-136 και παραπέμπω ειδικότερα στην απόφαση R v. Ashford (Kent) Justices, Ex-parte Richley, [1955] 3 All E.R. 604 και όσα αναφέρονται ακόμα πιο συγκεκριμένα στη σελ. 133 του εν λόγω συγγράμματος του κ. Αρτέμη.
Τα ίδια, αναμφισβήτητα, ισχύουν και στην παρούσα περίπτωση όπου δεν τίθεται ως λόγος η ύπαρξη δόλου και ψευδορκίας, αλλά συνδέεται το ζήτημα του ισχυρισμού περί παραβίασης της αρχής της φυσικής δικαιοσύνης με την αμφισβήτηση της ένορκης δήλωσης του επιδότη έναντι των ισχυρισμών της ίδιας της αιτήτριας, ως έχουν ανωτέρω εκτεθεί. Δεν είναι κατάλληλη αυτή η διαδικασία για να εξεταστούν τέτοιοι αντικρουόμενοι βασικά ισχυρισμοί.
Το Επαρχιακό Δικαστήριο είχε προχωρήσει στα πλαίσια του άρθρου 89(1) σύμφωνα με τις αρμοδιότητες και τη δικαιοδοσία του. Η διαδικασία επί του πρακτικού (on the face of the record) δεν φαίνεται να παρουσιάζει το πρόβλημα που επικαλείται η αιτήτρια. Το ζήτημα μπορεί να τεθεί μόνο «έξω από το φάκελο της υπόθεσης» και αυτό είναι το πρόβλημα που προσπαθώ να υποδείξω, το οποίο διέπει την αίτηση.
Διερωτήθηκε ο ευπαίδευτος συνήγορος της αιτήτριας κατά πόσο θα μπορούσε να προσφερθούν και περαιτέρω στοιχεία που να υποστηρίζουν τη θέση της αιτήτριας ότι κατά τον επίδικο χρόνο δεν κατοικούσε σε εκείνο το διαμέρισμα και στη Λεμεσό, όμως ακριβώς τέτοιος χειρισμός θα περιέμπλεκε περαιτέρω το ζήτημα αφήνοντας το στο ίδιο προβληματικό πλαίσιο. Απαιτώντας, δηλαδή, ευρήματα από το Δικαστήριο είτε επί τη βάσει των ισχυρισμών της αιτήτριας, είτε επί των όσων αναφέρονται στην ένορκο δήλωση επί της οποίας αρμοδίως ενήργησε το Δικαστήριο, χωρίς από το πρακτικό της υπόθεσης να διαπιστώνεται, έστω εκ πρώτης όψεως, παράβαση φυσικής δικαιοσύνης. Διαφοροποιείται ως προς τούτο η υπόθεση In re Loucis P. Loucaides Ltd (1986) 1 CLR 458, στην οποία, παρέπεμψε ο ευπαίδευτος δικηγόρος της αιτήτριας εισηγούμενος ταύτιση γεγονότων. Εκεί είχε γίνει επίδοση και η κατηγορούμενη εταιρεία παρουσιάστηκε δια του δικηγόρου της κατά την ημερομηνία που κλήθηκε. Σε μεταγενέστερη ημερομηνία η υπόθεση αναβλήθηκε sine die και τελικά περατώθηκε με απόδειξη και καταδίκη της κατηγορούμενης, στην απουσία της, χωρίς να της είχε δοθεί ειδοποίηση. Η παράβαση του δικαιώματος ακρόασης ήταν συνεπώς αυταπόδεικτη από το ίδιο το πρακτικό της υπόθεσης.
Υπό το φως των παραπάνω, δεν μπορεί να δοθεί άδεια και η αίτηση απορρίπτεται.
Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
/ΚΧ»Π