ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2019:A184
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 81/2013
14 Μαΐου, 2019
[ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
xxx ΚΟΥΜΗ
Εφεσείοντας - Εναγόμενος
και
xxx ΚΥΡΙΑΚΟΥ
Εφεσίβλητος - Ενάγοντας
***************
Α. Δράκος, για Δράκο & Ευθυμίου Δ.Ε.Π.Ε. για τον Εφεσείοντα - Εναγόμενο
Κ.Μ. Χατζηπιέρας με Γ. Κωνσταντίνου για τον Εφεσίβλητο - Ενάγοντα
****************
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η απόφαση δεν είναι ομόφωνη. Η απόφαση της πλειοψηφίας θα δοθεί από την Α. Πούγιουρου Δ., με την οποία συμφωνώ. Διϊστάμενη απόφαση θα δοθεί από την Κ. Σταματίου, Δ..
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ: Η παρούσα έφεση στρέφεται κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού ημερ. 21/12/2012 στην Αγωγή Αρ. 5303/2006, σύμφωνα με την οποίαν ο εφεσείων/εναγόμενος κρίθηκε υπεύθυνος κατά 80% για τροχαίο δυστύχημα, με αποτέλεσμα να καταδικαστεί στην πληρωμή προς τον εφεσίβλητο/ενάγοντα γενικών αποζημιώσεων ύψους €96.000,00 με νόμιμο τόκο από 21/2/2006, ειδικών αποζημιώσεων εκ €1.024,00 με τόκο 4% από 21/2/2006 μέχρι 14/10/2008 και ακολούθως 2.75% από 15/10/2008 μέχρι την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης και για απώλεια μελλοντικών απολαβών το κατ' αποκοπήν ποσό των €64.000,00 καθώς και στην πληρωμή των εξόδων της Αγωγής.
Από πλευράς εφεσιβλήτου/ενάγοντα καταχωρήθηκε Ειδοποίηση Αντέφεσης με την οποίαν προσβάλλεται το ποσοστό ευθύνης εκ 20% που του απέδωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο για το επίδικο δυστύχημα ως υψηλό, καθώς και το ύψος των γενικών αποζημιώσεων και του κατ' αποκοπή ποσού για απώλεια μελλοντικών απολαβών ως έκδηλα χαμηλά.
Το τροχαίο δυστύχημα επεσυνέβη στις 21/2/2006 στην οδό Γρίβα Διγενή στη Λεμεσό με εμπλεκόμενα οχήματα το αυτοκίνητο υπ. αρ. εγγραφής Uxxx7 που οδηγείτο από τον εφεσείοντα/εναγόμενο και η μοτοσυκλέττα υπ. αρ. εγγραφής Exxx0 που οδηγείτο από τον εφεσίβλητο/ενάγοντα.
Η πρωτόδικη απόφαση βάλλεται με τέσσερις λόγους έφεσης και τρεις λόγους αντέφεσης.
Με τους λόγους έφεσης 1 - 3 αμφισβητείται η ορθότητα του τελικού συμπεράσματος του πρωτόδικου Δικαστηρίου με το οποίο έκρινε τον εφεσείοντα και τον εφεσίβλητο, τους δύο εμπλεκόμενους οδηγούς, κατά 80% και 20% αντίστοιχα υπεύθυνους για το δυστύχημα. Ήταν εισήγηση του εφεσείοντα ότι στη βάση των ευρημάτων του, το πρωτόδικο Δικαστήριο θα έπρεπε να θεωρήσει τον εφεσίβλητο ως αποκλειστικά υπεύθυνο για το δυστύχημα και όχι να καταλογίσει στον ίδιο ποσοστό ευθύνης 80%. Ειδικότερα το Δικαστήριο παραγνώρισε το γεγονός ότι ο εφεσίβλητος διάνυσε απόσταση 50 μέτρων οδηγώντας στο πισινό τροχό της μοτοσυκλέτας και ότι αμέσως μετά ανέπτυξε ταχύτητα αποκόπτοντας την πορεία του εφεσείοντα, που βρισκόταν ήδη στη διασταύρωση και το αυτοκίνητο του είχεν ήδη πάρει κλίση να στρίψει δεξιά για να εισέλθει στην Λεωφόρο Αγίου Αθανασίου. Παραπονείται επίσης για τη διαπίστωση του Δικαστηρίου ότι η οδήγηση στον ένα τροχό της μοτοσυκλέτας δεν ήταν η αιτία του δυστυχήματος, όπως ούτε και η μεγάλη ταχύτητα που ανέπτυξε η μοτοσυκλέτα. Αγνόησε επίσης την παραδοχή του εφεσίβλητου στην κατηγορία της επικίνδυνης και αλόγιστης οδήγησης στην ποινική υπόθεση που αντιμετώπιζε.
Είναι εισήγηση του ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αντιμετώπισε κάθε συστατικό της συμπεριφοράς του εφεσίβλητου ξεχωριστά, δηλ. δεν συνέδεσε την οδήγηση της μοτοσυκλέτας στον ένα τροχό με την ταχύτητα που ανέπτυξε αντί να τη μειώσει και περαιτέρω με το γεγονός ότι μόλις λίγο χρόνο πριν το δυστύχημα είχεν αποκτήσει τη μοτοσυκλέτα, την οποία δοκίμαζε στο δρόμο.
Από την άλλη η εισήγηση του εφεσίβλητου με την αντέφεση ήταν ότι το χρονικό σημείο που επιχείρησε ο εφεσείων να στρίψει δεξιά όταν ο εφεσίβλητος βρισκόταν ήδη σε απόσταση 11.70 μέτρων από το σημείο σύγκρουσης Χ δεν έδινε καμιά δυνατότητα διαφυγής στον εφεσίβλητο γι' αυτό και δεν έπρεπε να του καταλογιστεί οποιοδήποτε ποσοστό ευθύνης.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατά την αξιολόγηση της ενώπιον του μαρτυρίας προτίμησε τη μαρτυρία του εφεσίβλητου ως προς τις
συνθήκες του δυστυχήματος και των μαρτύρων που κλήθηκαν από πλευράς του δηλ. του Μ.Μ. (ΜΕ1), αστυνομικού εξεταστή του δυστυχήματος, του Ε.Π. (ΜΕ3), αυτόπτη μάρτυρα, του Ν.Τ. (ΜΕ5), επίσης αυτόπτη μάρτυρα και της Μ.Ι. (ΜΕ6), Πρωτοκολλητή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού, κρίνοντας τους αξιόπιστους. Απέρριψε δε τη μαρτυρία του εφεσείοντα (ΜΥ2) ως προς την πορεία και τη συμπεριφορά του αυτοκινήτου του μετά που άναψε το πράσινο φως, γιατί ερχόταν σε αντίθεση με τις μετρήσεις και το σχεδιάγραμμα της σκηνής του δυστυχήματος του ΜΕ1, που καταδείκνυε ότι έστριψε διαγώνια για να εισέλθει στη Λεωφόρο Αγίου Αθανασίου.
Ως προς το θέμα των αποζημιώσεων απέρριψε από τη μαρτυρία του Λ.Κ.. (ΜΕ7), πατέρα του εφεσείοντα, αλλά και απ' εκείνη του εφεσείοντα, το μέρος εκείνο που αφορούσε στο μισθό που κατ΄ ισχυρισμό κατέβαλλε στον τελευταίο ο πατέρας του, δηλ. Λ.Κ.100,00 εβδομαδιαίως, λόγω μη προσκόμισης έστω κάποιων στοιχείων που να στοιχειοθετούσαν το ύψος του μισθού ή αποδείξεων των Κοινωνικών Ασφαλίσεων.
Χαρακτήρισε μάλιστα την εκδοχή αυτή ως επινόηση, από πλευράς εφεσείοντα, της τελευταίας στιγμής προς το σκοπό επιδίκασης αυξημένων αποζημιώσεων.
Σ' όσον αφορά τις σωματικές βλάβες που υπέστη ο εφεσίβλητος κατατέθηκαν εκ συμφώνου δύο ιατρικά πιστοποιητικά των Γενικών Νοσοκομείων Λεμεσού και Λευκωσίας (Τεκμήρια 9 και 10 αντίστοιχα), όπως και η ιατρική σημείωση ημερομηνίας 21/2/2006 και το ιατρικό πιστοποιητικό του Η.Γ., (Τεκμήριο 12) ως προς την αλήθεια του περιεχομένου τους. Κλήθηκε επίσης από πλευράς εφεσίβλητου ο ιατρός Κ.Κ. (ΜΕ4), ως εμπειρογνώμονας στον τομέα του ειδικού ψυχίατρου και νευρολόγου. Από πλευράς εφεσείοντα για το θέμα των σωματικών βλαβών του εφεσίβλητου κατέθεσε ο Χ. Μ. (Μ.Υ.1), νευρολόγος-ψυχίατρος.
Όπως σημειώνει το πρωτόδικο Δικαστήριο, βρίσκει πιο εμπεριστατωμένη τη μαρτυρία του ιατρού Κ. (ΜΕ4) απ' εκείνη του ιατρού Μ. (ΜΥ1) ο οποίος εξέτασε μόνο δύο φορές τον εφεσείοντα και η θέση του ότι θα μπορούσε ο εφεσείων να επαναδραστηριοποιηθεί κατόπιν ανάλογης υποστήριξης και ενθάρρυνσης, δεν χαρακτηρίζετο από βεβαιότητα.
Το Δικαστήριο κατέληξε στη συνέχεια στα εξής ευρήματα:
«Στις 21.2.2006, ο Ενάγων, ηλικίας 20 ετών, ειδικευόμενος κτίστης, οδηγούσε τη μοτοσικλέτα του Exxxx0, κατά μήκος της οδού Γρίβα Διγενή με δυτική κατεύθυνση. Όταν έφθασε στα φώτα τροχαίας που είναι έξω από την πολυκατοικία Ριαλάς, ο φωτεινός σηματοδότης ήταν χρώματος κόκκινου. Σταμάτησε μπροστά από τα αυτοκίνητα που ανέμεναν και αυτά σταματημένα την αλλαγή των φώτων, σε πράσινο, για να συνεχίσουν την πορεία τους. Η ώρα ήταν 8:40 το βράδυ. Ο ήλιος δύει στις 17:00. Τα φώτα τόσο των αυτοκινήτων όσο και της μοτοσικλέτας ήταν αναμμένα. Η διασταύρωση στα φώτα Ριαλά, η διασταύρωση στην οποία έγινε το δυστύχημα καθώς και ο δρόμος που ενώνει τις δύο διασταυρώσεις είναι φωτισμένος, φωτίζονται από λαμπτήρες που είναι πάνω σε πασσάλους της ΑΗΚ. Μόλις άναψε πράσινο, ο Ενάγων, έφυγε και στα δύο με τρία μέτρα σήκωσε τη μοτόρα στον ένα τροχό και σε λίγη απόσταση την ξανασήκωσε. Όταν έφθασε στη γωνιά του δρόμου, έξω από την Λαϊκή Τράπεζα είχε ήδη κάτσει τη μοτόρα και στη συνέχεια ανάπτυξε μεγάλη ταχύτητα. Σύμφωνα με το μάρτυρα ΜΕ3 η απόσταση από τα φώτα Ριαλά μέχρι τα φώτα που έγινε η σύγκρουση είναι 80 μέτρα. Σύμφωνα με τον Ενάγοντα η απόσταση αυτή είναι γύρω στα 100 μέτρα. Διένυσε σύμφωνα με τον ίδιο τη μισή απόσταση οδηγώντας την μοτοσυκλέτα του στον ένα τροχό. Ο Ενάγων από την στιγμή που έκατσε τη μοτοσυκλέτα μέχρι τα φώτα που έγινε η σύγκρουση διένυσε περίπου 40-50 μέτρα. Σύμφωνα με τον ίδιο τον Ενάγοντα η ταχύτητα του ήταν 70 χιλιόμετρα δηλαδή 20 χιλιόμετρα πέραν του ορίου ταχύτητας που είναι 50 χιλιόμετρα. Ο Ενάγων δεν φορούσε κράνος. Το αυτοκίνητο με το οποίο συγκρούστηκε ήταν το μόνο αυτοκίνητο που ήταν απέναντι του και το είδε την ώρα που έκατσε τη μοτοσυκλέτα. Δηλαδή από απόσταση 40-50 μέτρα. Είδε το αυτοκίνητο που ερχόταν από απέναντι σε αργή κίνηση. Σύμφωνα με το σχεδιαγράφημα της σκηνής του δυστυχήματος, Τεκμήριο 2, το όχημα που οδηγούσε ο Εναγόμενος πήρε διαγώνια κλίση προς τα δεξιά σε σχέση με την πορεία του. Ο Εναγόμενος ξεκίνησε για να στρίψει δεξιά, να εισέλθει στη Λεωφόρο Αγίου Αθανασίου, χωρίς να δει εάν από απέναντι ερχόταν οιοδήποτε όχημα. Η μοτοσυκλέτα διένυσε απόσταση 80-100 μέτρα προς το μέρος του χωρίς να την αντιληφθεί, έστριψε, με αποτέλεσμα να αποκόψει την πορεία της. Ο οδηγός της μοτοσυκλέττας έκαμε προσπάθεια να αποφύγει την σύγκρουση αλλά δεν τα κατάφερε με αποτέλεσμα να συγκρουστούν τα δύο οχήματα και ο Ενάγων να τραυματιστεί. Υπέστη βαριά κρανιοεγκεφαλική κάκωση, οξύ υποσκληρίδιο αιμάτωμα αριστερής κροταφικά πάχους 3m.m., κάταγμα κρανίου. Θλάσεις πνευμόνων άμφω. Αιμοθώρακας (ΑΜΦΩ), κάταγμα πυέλου. Παρουσιάζει διαταραχή της προσωπικότητας, με υπερβολική ευερεθιστότητα και παρορμητική συμπεριφορά που εκδηλώνεται με επιθετικότητα και καταστροφικές τάσεις. Παρουσιάζει επίσης συναισθηματική αστάθεια με περιόδους κατάθλιψης με μείωση των ενδιαφερόντων του και σκέψεις αυτοκτονίας. Η εν λόγω διαταραχή της προσωπικότητας, που είναι επακόλουθο της εγκεφαλικής κάκωσης, επηρεάζει αρνητικά το αίσθημα ευεξίας, τις διαπροσωπικές σχέσεις και την επαγγελματική σταδιοδρομία του Ενάγοντα. Με την πάροδο του χρόνου δεν αναμένεται παρά μικρή μόνο βελτίωση. Παρόλο που εργαζόταν προηγουμένως σε οικοδομές, δεν χαρακτηρίζεται κατάλληλο το περιβάλλον των οικοδομών για να εργαστεί.»
Ενόψει της συνάφειας τους εξετάσαμε μαζί τους λόγους έφεσης 1 - 3 και το λόγο αντέφεσης 1 που προσβάλλουν τα ποσοστά ευθύνης που καταλόγισε το πρωτόδικο Δικαστήριο στους δύο οδηγούς, θεωρώντας τα και οι δύο πλευρές ως λανθασμένα, επιρρίπτοντας ο ένας στον άλλο την αποκλειστική ευθύνη για το δυστύχημα. Σημειώνεται ότι με την έφεση και την ειδοποίηση αντέφεσης προσβάλλεται μόνο ο καταμερισμός ευθύνης και όχι η αξιολόγηση της μαρτυρίας ή τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί των γεγονότων.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο για να καταλήξει στα πιο πάνω ποσοστά ευθύνης αποδέχθηκε κατ' αρχάς την εκδοχή του εφεσίβλητου ότι η σύγκρουση έγινε όταν η μοτοσυκλέτα του οδηγείτο και στους δύο τροχούς, θέση που έκρινε ότι υποστηρίζετο από τα ευρήματα του και την παραδεκτή μαρτυρία. Σ' όσον αφορά την παραδοχή του εφεσίβλητου στο Ποινικό Δικαστήριο στην κατηγορία της «επικίνδυνης και αλόγιστης οδήγησης» το Δικαστήριο έκρινε ότι αναφέρετο στην ενέργεια του εφεσίβλητου να οδηγήσει τη μοτοσυκλέτα του για κάποιο χρονικό διάστημα στον ένα τροχό και όχι στην υπερβολική ή αμελή οδήγηση κατά το χρόνο του δυστυχήματος. Κατέληξε δε με αναφορά σε νομολογία (βλ. Philippou v. Odysseos (1989) 1 A.A.Δ. 1) ως προς τη σημασία της παραδοχής σε ποινική κατηγορία στην πολιτική διαδικασία, ότι η οδήγηση της μοτοσυκλέτας στον ένα τροχό δεν ήταν η αιτία του δυστυχήματος.
Ενόψει της σημασίας που δόθηκε από πλευράς εφεσείοντα στην παραδοχή του εφεσείοντα στην κατηγορία της επικίνδυνης και αλόγιστης οδήγησης, έχουμε ανατρέξει στα πρακτικά και τα τεκμήρια, ιδιαίτερα στο Τεκμήριο 13 που κατατέθηκε από τη ΜΕ6, Πρωτοκολλητή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού και είναι ο φάκελος της Ποινικής Υπόθεσης 25275/2006 με κατηγορούμενο τον εφεσίβλητο, ο οποίος αντιμετώπιζε την πιο πάνω κατηγορία. Κατά την παράθεση από την εκπρόσωπο της Κατηγορούσας Αρχής των γεγονότων της πρώτης κατηγορίας, που αφορούσε στο πιο πάνω αδίκημα, και στην οποίαν ο εφεσίβλητος παραδέχθηκε ενοχή, διαφαίνεται ότι το επικίνδυνο συνίστατο στο γεγονός ότι ανασήκωσε τον ένα τροχό της μοτοσυκλέτας Exxxx0 κατά την οδήγηση, για απόσταση δύο μέτρων περίπου, ισχυρισμός που έγινε αποδεκτός από το δικηγόρο του εφεσίβλητου στην αγόρευση του για μετριασμό της ποινής.
Σύμφωνα με τις αρχές της νομολογίας, το Εφετείο επεμβαίνει στον καταμερισμό ευθύνης μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις και όταν θεωρηθεί ότι ο καταμερισμός της ευθύνης από το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν καταφανώς εσφαλμένος (βλ. Κλεάνθους κ.α. ν. Ευαγγέλου (1998) 1 (Γ) ΑΑΔ 1681 και Σαμαρά κ.α. ν. Πιπονίδου κ.α. (2013) 1 (Α) ΑΑΔ 629, 647).
Στην προκειμένη περίπτωση με όσα υποστήριξαν ο δικηγόρος του εφεσείοντα από τη μια και του εφεσίβλητου από την άλλη, δεν μας έπεισαν ως προς το λανθασμένο του καταμερισμού ευθύνης για το δυστύχημα, ώστε να χρειάζεται η παρέμβαση μας.
Με αναφορά σε νομολογία ως προς τις αρχές που διέπουν το θέμα της εκτίμησης και της υπαιτιότητας σε τροχαίο ατύχημα, (Κωνσταντίνου ν. Παναγιώτου (2011) 1(Β) Α.Α.Δ 1585, Ιωάννου ν. Στυλιανού (1998) 1(Γ) ΑΑΔ 1861 και Παπούτα ν. Τούμπα κ.α. (2009) 1(Β) ΑΑΔ 1082) το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ως προς την ευθύνη του εφεσείοντα:
«Στην παρούσα περίπτωση ο εναγόμενος ενώ ήταν σταματημένος στα φώτα τροχαίας επί της οδού Κολωνακίου μόλις άναψε το πράσινο φως, ξεκίνησε το αυτοκίνητο του και εισήλθε λοξώς στην δεξιά λωρίδα κυκλοφορίας επί της οποίας οδηγούσε την μοτοσυκλέτα του ο Ενάγων ο οποίος ερχόταν από την αντίθετη κατεύθυνση με αποτέλεσμα να του αποκόψει την πορεία του. Το δυστύχημα συνέβη πέραν του μέσου της δεξιάς λωρίδας σε σχέση με την πορεία του Εναγομένου. Ο Εναγόμενος είχε υποχρέωση να φυλάττει την αριστερή λωρίδα του δρόμου, δηλ. τη λωρίδα που χρησιμοποιούσε μέχρι που έφτασε στο αλτ, μέχρι να φθάσει έναντι της λεωφόρου Αγίου Αθανασίου και μετά να επιχειρήσει την στροφή δεξιά αφού βεβαιώνετο ότι δεν υπήρχε κανένας κίνδυνος για να το πράξει (Βρυωνίδης ν. Σωφρονίου (1997) 1 Α.Α.Δ. 1181).
Ο Εναγόμενος ξεκίνησε από τη γραμμή του ΑΛΤ παίρνοντας δεξιά κλίση αντί να συνεχίσει ευθεία πορεία μέχρι να φθάσει απέναντι από το ΑΛΤ της Λεωφόρου Αγίου Αθανασίου στην οποία σκόπευε να εισέλθει. Ο Εναγόμενος είχε ορατότητα περίπου 100 μέτρων, όπως είπε ο ΜΚ1 αστυνομικός ο οποίος εξέτασε το δυστύχημα, αλλά και ο ίδιος ο Εναγόμενος. Ο Εναγόμενος είπε ότι έβλεπε τα αυτοκίνητα που ήταν σταθμευμένα στην διασταύρωση στα φώτα του Ριαλά. Ο Ενάγων ήταν σταθμευμένος στα φώτα Ριαλά αναμένοντας να ανάψει το πράσινο φως. Ξεκίνησε, διένυσε την απόσταση από τα φώτα Ριαλά μέχρι την διασταύρωση που έγινε το δυστύχημα, 100 μέτρα περίπου, χωρίς ο Εναγόμενος να εντοπίσει την παρουσία του. Είπε μάλιστα ότι δεν τον είδε. Απέκοψε την πορεία του Ενάγοντα και τότε μόνο τον αντελήφθη, όταν προσέκρουσε στο όχημα του. Είδεν, είπε, αστραπιαία ακαριαία ένα μαύρο όγκο να σκοτεινιάζει μπροστά του. Ούτε δηλαδή όταν τον πλησίασε η μοτοσυκλέττα είδε το φως της που υπάρχει αποδεκτή μαρτυρία και εύρημα του Δικαστηρίου ότι το μπροστινό φως της μοτοσυκλέτας ήταν αναμμένο. Και οι δύο διασταυρώσεις αλλά και ο δρόμος μεταξύ των δύο διασταυρώσεων ήταν φωτισμένοι. Υπάρχουν 5 πάσσαλοι με οδικό φωτισμό κοντά στο σημείο σύγκρουσης. Η σύγκρουση έγινε με το μπροστινό μέρος της μοτοσυκλέτας, τιμόνι και κάτω μπροστινό μέρος της μηχανής και το δεξιό μπροστινό μέρος του καπό και προφυλακτήρα του αυτοκινήτου.»
Σ' όσον αφορά την ευθύνη του εφεσίβλητου στην βάση του ευρήματος του ότι ο εφεσίβλητος οδηγούσε με ταχύτητα 70 χαω αντί 50 χαω που ήταν το όριο, τονίζοντας, με παραπομπή στις υποθέσεις Βρυωνίδης (ανωτέρω) και Μιχαήλ ν. Κυριάκου (2004) 1(Γ) 1825 την αρχή ότι η ταχύτητα από μόνη της δεν είναι αρκετή για να στοιχειοθετηθεί αμέλεια, καταλήγει στα εξής ως προς την ευθύνη του εφεσίβλητου στην απόφαση του:
"Ο Ενάγων διένυσε τη μισή απόσταση, 50 μέτρα, μεταξύ των φώτων του Ριαλά και των φώτων που έγινε η σύγκρουση, οδηγώντας τη μοτοσυκλέττα του στον πισινό τροχό. Αφού διένυσε την απόσταση αυτή, με το που ισορρόπησε την μοτοσυκλέττα και στους δύο τροχούς ανέπτυξε ταχύτητα και ταυτόχρονα είδε τον Εναγόμενο που οδηγούσε, μέσα στην διασταύρωση που ελεγχόταν από φώτα τροχαίας και ενώ το φως ήταν πράσινο, το αυτοκίνητο του σιγά με λοξή πορεία προς τα δεξιά και προς τα αριστερά σε σχέση με την πορεία του Ενάγοντα. Η πρόθεση του η οποία έγινε γνωστή στον Ενάγοντα ήταν να στρίψει να μπει στη Λεωφόρο Αγίου Αθανασίου.
Στην προκειμένη περίπτωση όμως αντί ο Ενάγων, βλέποντας αυτή την ενέργεια του Εναγόμενου, να ελαττώσει ταχύτητα για να αποφύγει τον επαπειλούμενο κίνδυνο, ανέπτυξε ταχύτητα και είναι εδώ που εντοπίζεται αμέλεια του Ενάγοντα. Πλησιάζοντας το όχημα του Εναγόμενου, το οποίο συνέχισε την πορεία του προς τα δεξιά, έφραξε τον δρόμο του Ενάγοντα και/ή κατέστη εμπόδιο στην πορεία του χωρίς να μπορεί ο Ενάγων να αντιδράσει παρά μόνο κάνοντας μανούβρα την τελευταία στιγμή για να αποφύγει το δυστύχημα.
Σημειώνεται ότι στην υπόθεση Κωνσταντίνου ν. Παναγιώτου (ανωτέρω) που αφορούσε σε δυστύχημα κατά το οποίο μοτοσυκλέτα συγκρούστηκε με αυτοκίνητο που ερχόταν από την αντίθετη κατεύθυνση και στρίβοντας δεξιά ανέκοψε έτσι την πορεία της μοτοσυκλέτας, το Εφετείο αύξησε το ποσοστό ευθύνης του οδηγού του αυτοκινήτου από 50% που αποφασίστηκε πρωτόδικα σε 65% και το υπόλοιπο ποσοστό 35% καταλόγησε στον οδηγό της μοτοσυκλέτας, όπου ο τελευταίος οδηγούσε χωρίς φως και με μεγάλη ταχύτητα. Με τη διαφορά ότι στην παρούσα περίπτωση συνιστά εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η μοτοσυκλέτα οδηγείτο με αναμμένα φώτα.
Είναι κατάληξη μας ότι το επίδικο δυστύχημα επεσυνέβη λόγω λανθάνουσας οδικής συμπεριφοράς και των δύο οδηγών. Ο καταμερισμός της ευθύνης συναρτάται ως προς την αιτιώδη συνάφεια και τη γενεσιουργό πράξη των αντίστοιχων οδηγών. Στην παρούσα περίπτωση και οι δύο οδηγοί είχαν επιδείξει αμέλεια, πολύ μεγαλύτερη ο εφεσείων. Ο εφεσείων ήταν αμελής γιατί ενώ είχε ορατότητα 100 μέτρων και είχε αντιληφθεί τα οχήματα απέναντι του να βρίσκονται στα φώτα του Ριαλά ακινητοποιημένα γιατί το φως ήταν κόκκινο, το πρώτο εκ των οποίων ήταν η μοτοσυκλέτα του εφεσίβλητου, αναμένοντας να ανάψει το πράσινο φως για να προχωρήσουν, προσπάθησε να στρίψει δεξιά χωρίς να ελέγξει κατά πόσο ο δρόμος ήταν ελεύθερος από οχήματα που έρχονταν από απέναντι. Τότε μόνο αντελήφθηκε την παρουσία της μοτοσυκλέτας του εφεσίβλητου όταν της ανέκοψε την πορεία προσπαθώντας διαγώνια να εισέλθει στη Λεωφόρο Αγίου Αθανασίου ενώ η μοτοσυκλέτα είχεν ήδη διανύσει απόσταση 80-100 μέτρων από τα φώτα του Ριαλά προς το μέρος του. Είναι φανερό και συνιστά και σχετικό εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι η οδήγηση της μοτοσυκλέτας στον ένα τροχό για απόσταση 40-50 μέτρων δεν συνέτεινε στο δυστύχημα εφόσον ο εφεσίβλητος δεν είχεν αντιληφθεί τη μοτοσυκλέτα καθόλου πριν το δυστύχημα ούτε ακόμη και κατά το χρόνο που οδηγείτο στον ένα τροχό, ώστε να μην επιχειρήσει τη στροφή δεξιά.
Ο εφεσίβλητος ήταν αμελής γιατί βλέποντας την ενέργεια του εφεσείοντα να στρίψει διαγώνια δεξιά για να εισέλθει στη Λεωφόρο Αγίου Αθανασίου από απόσταση 40-50 μέτρων, μη αναμένοντας ότι δεν θα σταματούσε στη διασταύρωση εφόσον αμέσως προηγουμένως οδηγείτο κανονικά στην πορεία του, αντί να ελαττώσει ανέπτυξε ταχύτητα 70 χιλιομέτρων ανά ώρα, κατά 20 χιλιόμετρα δηλαδή υπεράνω του επιτρεπόμενου ορίου, και προσπάθησε να αντιδράσει με μανούβρα όταν πλέον ήταν αργά και το δυστύχημα αναπόφευκτο.
Ενόψει των πιο πάνω διαπιστώσεων μας ο καταμερισμός της ευθύνης από το πρωτόδικο Δικαστήριο μας βρίσκει σύμφωνους.
Συνεπώς οι λόγοι έφεσης 1 - 3 και ο λόγος αντέφεσης 1 ως προς τον καταμερισμό ευθύνης, είναι έκθετοι σε απόρριψη.
Με το λόγο έφεσης 4 και τους λόγους αντέφεσης 2 και 3, προσβάλλεται το ύψος των επιδικασθεισών γενικών αποζημιώσεων με τον εφεσείοντα να παραπονείται ότι είναι υπερβολικό και τον εφεσίβλητο ότι είναι ανεπαρκές.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο με αναφορά σε νομολογία ως προς τις αρχές που καθοδηγούν τα Δικαστήρια στην εκτίμηση των αποζημιώσεων (βλ. Ioannou Paraskevaides (Overseas) Ltd & Other v. Christofis (1982) 1 C.L.R. 789 και Μαυροπετρή ν. Λουκά (1995) 1 Α.Α.Δ. 66) και ακολουθώντας την Καϊλας ν. Παπαχαραλάμπους (2009) 1 Α.Α.Δ. 596, όπου έκρινε ότι οι σωματικές βλάβες του Ενάγοντα ήταν περίπου οι ίδιες με του εφεσίβλητου, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το ποσό των €120.000,00 ήταν λογικό και δίκαιο ως γενικές αποζημιώσεις για πόνο και ταλαιπωρία επί πλήρους ευθύνης.
Για να καταλήξει στο πιο πάνω ποσό το Δικαστήριο έλαβε τα εξής υπόψη ως προς τις σωματικές βλάβες του εφεσίβλητου:
«Αναμφίβολα, ο Ενάγων υπέστη σοβαρές και επώδυνες κακώσεις που του προκάλεσαν πόνους, δυσχέρειες και ταλαιπωρίες για αρκετό διάστημα. Υπέστη βαριά κρανιοεγκεφαλική κάκωση, με εγκεφαλικό οίδημα, υποσκληρίδιο αιμάτωμα αριστερής βρεγματικής χώρας, υπεραχνοειδή αιμορραγία δεξιάς βρεγματικής χώρας, αιμορραγία στα ιγμόρια αντρών, κάταγμα κρανίου, κάταγμα πυέλου, κακώσεις στην κεφαλή και το πρόσωπο, στον θώρακα, θλάσεις πνευμόνων άμφω, αιμοθώρακας άμφω και κακώσεις στα κάτω άκρα. Μεταφέρθηκε στο νευροχειρουργικό Τμήμα του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας διασωληνωμένος υπό καταστολή. Βρισκόταν σε κωματώδη κατάσταση, παρέμεινε για αρκετές μέρες στη νευροχειρουργική μονάδα μέχρι τις 10.3.2006 και ακολούθως επαναδιακομίσθη στο Γενικό Νοσοκομείο Λεμεσού. Παρουσιάζει διαταραχή της προσωπικότητας, με υπερβολική ευερεθιστότητα και παρορμητική συμπεριφορά που εκδηλώνεται με επιθετικότητα και καταστροφικές τάσεις. Παρουσιάζει επίσης συναισθηματική αστάθεια με περιόδους κατάθλιψης με μείωση των ενδιαφερόντων του και σκέψεις αυτοκτονίας. Η εν λόγω διαταραχή της προσωπικότητας, που είναι επακόλουθο της εγκεφαλικής κάκωσης, επηρεάζει αρνητικά το αίσθημα ευεξίας, τις διαπροσωπικές σχέσεις και την επαγγελματική σταδιοδρομία του Ενάγοντα. Με την πάροδο του χρόνου δεν αναμένεται παρά μικρή μόνο βελτίωση.»
Στην υπόθεση Αργύρης Αργυρού ν. Γενικού Εισαγγελέα, Πολ. Έφ. 464/2012, ημερ. 27/11/2018, ECLI:CY:AD:2018:A519, αναφέρθησαν τα εξής ως προς την επιδίκαση γενικών αποζημιώσεων:
«Όπως τονίστηκε στην υπόθεση Ιακώβου ν. Παπαδάκη κ.ά (2000) 1 Α.Α.Δ. 2079, η αποζημίωση για αστικά αδικήματα δεν έχει σκοπό την τιμωρία αλλά την αποκατάσταση, η δε ατέλεια του χρήματος ως μέσου για αποκατάσταση δεν πρέπει να επενεργεί προς επαύξηση των αποζημιώσεων. Αναφέρθηκε περαιτέρω ότι το Εφετείο δεν δικαιολογείται να επεμβαίνει στα πρωτόδικα ευρήματα αναφορικά με το ύψος των γενικών αποζημιώσεων, εκτός εάν πεισθεί είτε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ενήργησε κάτω από λανθασμένη αντίληψη του Νόμου, είτε ότι το επιδικασθέν ποσό είναι τόσο υπερβολικό ή ανεπαρκές ούτως ώστε να καθίσταται παντελώς λανθασμένος ο υπολογισμός των αποζημιώσεων των οποίων ο ενάγων δικαιούται
(βλ. επίσης Φοινικαρίδης κ.ά ν. Γεωργίου κ.ά (1991) 1 Α.Α.Δ. 475, Κυριάκου ν. Σβανά (2012) 1 Α.Α.Δ. 1810, Χαραλάμπους ν. Χριστοφόρου (2012) 1 Α.Α.Δ. 2812, Jamal Ismael v. Μιχαήλ Αντωνίου κ.ά., Πολ. Εφ. 333/2009, ημερ. 12/2/2014, ECLI:CY:AD:2014:A107 και την πρόσφατη Ανδρέας Προεστός ν. Στέφανου Προδρόμου κ.ά., Πολ. Εφ. 326/2011 ημερ. 12/4/2017), ECLI:CY:AD:2017:A140.
Η νομολογία έχει επιδείξει μια σταθερή άνοδο του επιπέδου των γενικών αποζημιώσεων. Έχει τονίσει την ανάγκη για μια πιο δίκαιη και φιλελεύθερη αποτίμηση του ανθρώπινου πόνου και των πολλαπλών στερήσεων που προκαλούν οι αναπηρίες στα θέματα αστικών αδικημάτων (βλ. Παναγή ν. Θεοδώρου (1992) 1 Α.Α.Δ. 1303, Αριστοδήμου ν. Θωμά (1998) 1 (Δ) Α.Α.Δ. 2138, Βρυωνίδη ν. Σωφρονίου (1997) 1 Α.Α.Δ. 1181, Jamal Ismael v. Μιχαήλ Αντωνίου κ.ά. (ανωτέρω) και Ανδρέας Προεστός ν. Στέφανου Προδρόμου κ.ά. (ανωτέρω).
Το πρωτόδικο Δικαστήριο άντλησε βοήθεια για τον καθορισμό του ύψους των γενικών αποζημιώσεων από αριθμό αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου για τους επιμέρους τραυματισμούς του εφεσείοντα, όπως στις αποφάσεις Γενικός Εισαγγελέας ν. Στυλιανού (2002) 1 Α.Α.Δ. 1718, Μιχαήλ κ.ά. ν. Φίλιος Γ. Συκοπετρίτης Λτδ κ.ά. (2000) 1 (Β) Α.Α.Δ. 1049 και Φωτίου ν. Νεοφύτου κ.ά. (2005) 1 (Β) Α.Α.Δ. 1511.
Η μεν Στυλιανού (ανωτέρω) αφορούσε σε ακρωτηριασμό τεσσάρων δακτύλων της αριστεράς άκρας χειρός και ακρωτηριασμό της αριστερής παλάμης από το ύψος της μεσότητας των μετακαρπίων μαζί με απώλεια δέρματος και επιδικάστηκαν στον ενάγοντα ως γενικές αποζημιώσεις Λ.Κ.50.000,00.»
Η υπόθεση Καϊλας από την οποίαν άντλησε καθοδήγηση το πρωτόδικο Δικαστήριο προς τον σκοπό υπολογισμού των γενικών αποζημιώσεων, αφορούσε σε ενάγοντα ηλικίας 16 ½ ετών ο οποίος είχεν υποστεί κρανιοεγκεφαλική κάκωση και κάταγμα αριστερού κροταφικού οστού, κατάγματα σπλαχνικού κρανίου, πολύ μικρό επισκληρίδιο αιμάτωμα και θλάση στον αριστερό μετωπιαίο λοβό, με μόνιμα κατάλοιπα μικρή έκπτωση διανοητικών λειτουργιών, ελαφριά ατροφία του οπτικού νεύρου και το ενδεχόμενο μετατραυματικής επιληψίας. Για τους τραυματισμούς αυτούς του επιδικάστηκαν πρωτόδικα ως γενικές αποζημιώσεις το ποσό Λ.Κ.40.000,00 (€68.344,00) το οποίο όμως κρίθηκε έκδηλα ανεπαρκές για αυτό και αυξήθηκε κατ΄ έφεση σε €100.000,00.
Δική μας έρευνα στην Κυπριακή νομολογία αποκάλυψε δύο υποθέσεις για παρόμοιες σωματικές βλάβες με αυτές του εφεσίβλητου. Στην υπόθεση Ψαρά ν. Μούσκου (2012) 1 (Β) Α.Α.Δ. 1820 επιδικάσθηκε πρωτόδικα στον Ενάγοντα ως γενικές αποζημιώσεις το ποσό των €63.218,00 επί πλήρους ευθύνης για σοβαράς μορφής κρανιοεγκεφαλική κάκωση με υποσκληρίδιο αιμάτωμα, κατάγματα κρανίου και κάκωση του μετωπιαίου λοβού του εγκεφάλου, ποσό που κρίθηκε από το Εφετείο μη υπερβολικό.
Στην υπόθεση Οικονομίδου ν. Κουβέλλα (2012) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 2299 το ποσό των €51.528,00 που επιδικάστηκε πρωτόδικα σε γυναίκα 45 ετών ως γενικές αποζημιώσεις για σοβαρή κρανιοεγκεφαλική κάκωση, συντριπτικό κάταγμα της αριστερής ωμοπλάτης, κάταγμα του έσω σφυρού και άλλους σοβαρούς τραυματισμούς αυξήθηκε κατ' έφεση σε €119.602,00.
Λαμβανομένων υπόψη όλων των σχετικών παραγόντων θεωρούμε, ότι το υπολογισθέν ποσό των €120.000,00 ως γενικές αποζημιώσεις επί πλήρους ευθύνης που καθόρισε το πρωτόδικο Δικαστήριο, θεωρείται λογική και δίκαιη αποζημίωση για πόνο και ταλαιπωρία και απώλεια των ανέσεων της ζωής, εξαιτίας των σωματικών βλαβών και των καταλοίπων που θα συνοδεύουν μόνιμα τον εφεσίβλητο.
Ο εφεσείων και ο εφεσίβλητος παραπονούνται επίσης και για το κατ' αποκοπή ποσό των €80.000,00 που επιδικάστηκε στον εφεσίβλητο για απώλεια μελλοντικών απολαβών, κρίνοντας το ο μεν εφεσείων ως υπερβολικό ιδωμένο σε συνάρτηση με τις επιδικασθείσες γενικές αποζημιώσεις, ο δε εφεσίβλητος ως έκδηλα ανεπαρκές.
Ο δικηγόρος του εφεσίβλητου προώθησε τη θέση ότι ενόψει του ευρήματος του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο εφεσίβλητος κατά το χρόνο του δυστυχήματος εργαζόταν ως οικοδόμος και ειδικευόμενος κτίστης, ορθή αποζημίωση για απώλεια μελλοντικών απολαβών θεωρείται ένα ποσό της τάξης των €170.000,00 και όχι €80.000,00 που υπολόγισε το Δικαστήριο επί πλήρους ευθύνης.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο πολύ ορθά έκρινε ότι με βάση των αξιολόγηση της μαρτυρίας και ευρήματα του δεν προσφέρετο η χρησιμοποίηση του πολλαπλασιαστή και πολλαπλασιαστέου για τον υπολογισμό της απώλειας των μελλοντικών εισοδημάτων του εφεσίβλητου, γι' αυτό και εφάρμοσε τη μέθοδο του κατ' αποκοπήν ποσού έχοντας κατά νουν την ηλικία του εφεσίβλητου, 20 χρονών κατά το χρόνο του δυστυχήματος, και ότι δεν μπορεί να ασκήσει το επάγγελμα του οικοδόμου ή του εργάτη στις οικοδομές που ασκούσε προηγουμένως (βλ. St. Marina Sporting Promotion Ltd ν. Δημητρίου (2004) 1 (Γ) Α.Α.Δ.1663, Σολέα ν. Σολέα (1999) 1 (Β) Α.Α.Δ. 904 και Κουμπαρή κ.ά. ν. Φούτρη (2001) 1 (Β) Α.Α.Δ. 921).
Κρίνουμε το κατ' αποκοπή ποσό των €80.000,00 ως δίκαιο και εύλογο για απώλεια μελλοντικών απολαβών επί πλήρους ευθύνης σύμφωνα με την αξιολόγηση της μαρτυρίας και τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Ενόψει όλων των πιο πάνω η έφεση και η ειδοποίηση αντέφεσης απορρίπτονται. Ενόψει της κατάληξης μας αυτής δεν εκδίδουμε οποιαδήποτε διαταγή για έξοδα.
ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.
Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.
/Α.Λ.Ο
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 81/2013)
14 Μαΐου, 2019
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
xxx ΚΟΥΜΗΣ,
Εφεσείων/Εναγόμενος,
ΚΑΙ
xxx ΚΥΡΙΑΚΟΥ,
Εφεσίβλητοι/Ενάγοντα.
_ _ _ _ _ _
Α. Δράκος, για Δράκο & Ευθυμίου ΔΕΠΕ, για τον Εφεσείοντα.
Κ.Μ. Χατζηπιέρας με Γ. Κωνσταντίνου, για τoν Εφεσίβλητο.
_ _ _ _ _ _
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Με όλο το σεβασμό προς την απόφαση της πλειοψηφίας, έχω διαφορετική άποψη αναφορικά με τον καταμερισμό ευθύνης, όπως καθορίστηκε πρωτόδικα και επικυρώνεται με την εν λόγω απόφαση.
Τα γεγονότα της υπόθεσης, καθώς και οι συναφείς με τον καταμερισμό ευθύνης λόγοι έφεσης 1 μέχρι 3 και ο λόγος αντέφεσης 1, με τις εισηγήσεις των δύο πλευρών, καταγράφονται στην απόφαση της πλειοψηφίας και δε θεωρώ σκόπιμο να τα επαναλάβω.
Η αξιολόγηση της μαρτυρίας που έγινε από το πρωτόδικο Δικαστήριο και τα ευρήματά του ως προς τα γεγονότα δεν αμφισβητούνται από καμία πλευρά.
Συμφωνώ με την κατάληξη της πλειοψηφίας ότι στην παρούσα περίπτωση, στη βάση των ευρημάτων του Δικαστηρίου ως προς τα γεγονότα και οι δύο οδηγοί είχαν επιδείξει αμέλεια. Η αμέλεια του εφεσείοντα συνίσταται στο γεγονός ότι, ενώ αυτός προσπαθώντας να εισέλθει στη λεωφόρο Αγίου Αθανασίου και έχοντας ορατότητα 100 μέτρων και, όπως ανέφερε ο ίδιος, μπορούσε να αντιληφθεί τα οχήματα που υπήρχαν απέναντί του στα φώτα του Ριαλά ακινητοποιημένα, επιχείρησε να στρίψει δεξιά, οδηγώντας το αυτοκίνητό του διαγώνια, χωρίς να αντιληφθεί την παρουσία της μοτοσυκλέτας που οδηγείτο εξ αντιθέτου από τον εφεσίβλητο, σε κανένα στάδιο, παρά μόνο μετά που απέκοψε την πορεία της και συγκρούστηκε με αυτή.
Ο εφεσίβλητος, από την άλλη, βρισκόταν σταματημένος στα φώτα του Ριαλά, με ανατολική κατεύθυνση, ενώ το φως στην πορεία του ήταν κόκκινο. Όταν άναψε το πράσινο φως εκκίνησε κανονικά και, ακολούθως, σήκωσε τη μοτοσυκλέτα του στον ένα τροχό και, όταν βρισκόταν περίπου στο μέσο της απόστασης μέχρι τα επόμενα φώτα, δηλαδή σε απόσταση περίπου 50 μέτρων, ανέπτυξε ταχύτητα γιατί ήθελε να δει τις αποδόσεις της μηχανής του. Κάπου στο σημείο εκείνο είχε αντιληφθεί το αυτοκίνητο του εφεσείοντα που οδηγείτο εξ αντιθέτου με χαμηλή ταχύτητα. Παραθέτω αυτούσιες κάποιες από τις απαντήσεις του μάρτυρα που έδωσε, τόσο κατά την κυρίως εξέταση, όσο και κατά την αντεξέταση, όπως καταγράφονται στα πρακτικά.
Κατά την κυρίως εξέταση ανέφερε:
«Α. Δευτερόλεπτα ήταν στον ένα τροχό η μοτόρα. Μετά κάθισε η μοτόρα στους δυο τροχούς, συνέχισα ευθεία, συνέχισα την πορεία μου στη Λινόπετρα. Ο δρόμος είναι ευθύς οπότε είχε μεγάλη ορατότητα μπροστά μου δεν είχε αυτοκίνητα, μόνο το αυτοκίνητο που συγκρούστηκε. Όταν προχώρησα προς Λινόπετρα αντιλήφθηκα το αυτοκίνητο απέναντι που ερχόταν με αργή κίνηση προς το μέρος μου και όταν κόντεψε πολύ εκεί στα φώτα στο ελεγχόμενο τετράγωνο εκεί που θα έστριβε ο άνθρωπος που μου έκοψε το δρόμο για να πάει προς τα πάνω, εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησα ότι δεν θα σταματούσε το αυτοκίνητο για να περάσω εγώ όπως είχα προτεραιότητα στον ευθύ μου δρόμο αλλά ήταν σε κίνηση. Μόλις μπήκε στο ελεγχόμενο τετράγωνο δηλαδή έκλωσε να πάει προς τα πάνω και όταν το αντιλήφθηκα εγώ αυτό, προσπάθησα να κάμω ένα ελιγμό να αποφύγω λοξώς προς τα αριστερά. Ήταν ήδη πολύ αργά γιατί μόλις προσπάθησα να κάμω την κίνηση να αποφύγω κτύπησα σφόδρα πάνω στο μπροστινό προφυλαχτήρα του αυτοκινήτου που μου έκοψε το δρόμο. Κτύπησα αρκετά επειδή έτρεχα αρκετά εγώ και βασικά από τη σύγκρουση και μετά δεν θυμούμαι. Θυμούμαι μετά όταν ξύπνησα στο Νοσοκομείο Λευκωσίας.
Κατά την αντεξέταση ανέφερε, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:
«Ε. Άρα αν θεωρήσουμε ότι είναι 110 μέτρα, περίπου στα 55 μέτρα που ήταν το μέσο κάτσατε τη μοτόρα;
Α. Ακριβώς.
Ε. Και μέσα στα 55 μέτρα που υπολείπονταν αναπτύξατε ταχύτητα 70 χιλιόμετρα;
Α. Όχι η ταχύτητα άρχισε να αναπτύσσεται από την ώρα που εκκίνησα και όταν έκατσε η μοτόρα άνοιξα παραπάνω τον καράολο, πάτησα παραπάνω τον καράολο της μοτοσυκλέτας και ανάπτυξε ταχύτητα επειδή εκείνη τη μέρα την τεστάρισκα ήθελα να δω τις αποδόσεις της, τη μηχανή της.
Ε. Όταν μια μοτόρα είναι στον ένα τροχό και κάτσει η ταχύτητα της την ώρα που κάθεται είναι η ίδια η ταχύτητα της πριν να σηκωστεί ή είναι λιγότερο αναπτυγμένη;
Α. Εξαρτάται από σένα πόσο θα ανοίξεις τον καράολο ή όχι.
Ε. Εσείς πόσο τον ανοίξατε εκείνη την ημέρα;
Α. Σχεδόν τέλεια.
Ε. Είπατε ότι αντιληφθήκατε το αυτοκίνητο σε αργή κίνηση να έρχεται;
Α. Έρχετο προς το μέρος μου αργά.
Ε. Ως η πορεία του;
Α. Ναι.
Ε. Σε ποιο σημείο το αντιληφθήκατε;
Α. Μου έκοψε το δρόμο.
Ε. Σε ποιο σημείο το είδατε;
Α. Εκεί που έκατσε η μοτόρα περίπου κάπου εκεί.
Ε. Από το μέσο δηλαδή της πορείας στα 55 μέτρα όπως το τοποθετήσατε εσείς;
Α. Ναι κάπου εκεί τον είδα επειδή ήταν το μόνο αυτοκίνητο που ήταν απέναντι μου άλλα δεν υπήρχαν. Τζιαμέ ο δρόμος είναι ευθύς, μακρύς.»
Θεωρώ ότι η οδική συμπεριφορά του εφεσίβλητου, όπως την περιέγραψε ο ίδιος πιο πάνω, η οποία ξεκίνησε από την ώρα που εκκίνησε, αναπτύσσοντας αμέσως ταχύτητα από τα φώτα τροχαίας Ριαλά, υπολείπεται κατά πολύ της οδήγησης ενός λογικού και συνετού οδηγού και συνέβαλε στην πρόκληση του δυστυχήματος. Ειδικότερα, έχοντας υπόψη ότι μόλις κατέβασε τη μοτοσυκλέτα και στους δύο τροχούς, ανέπτυξε περαιτέρω ταχύτητα, την οποία ο ίδιος καθόρισε σε περίπου 70χλμ., έχοντας ο ίδιος, όπως είπε, αντιληφθεί την παρουσία του οχήματος του εφεσείοντα, το οποίο κινείτο με αργή ταχύτητα. Ο εφεσίβλητος, με τον τρόπο που οδηγούσε, επέδειξε αμέλεια, πρωτίστως προς διασφάλιση του εαυτού του. Θεωρώ ότι η αμέλεια που επέδειξε θα δικαιολογούσε ποσοστό ευθύνης 40%. Συνεπώς, θα επέτρεπα την έφεση όσον αφορά τον καταμερισμό ευθύνης σε 60% στον εφεσείοντα και 40% στον εφεσίβλητο. Κατά τα λοιπά, συμφωνώ με την απόφαση της πλειοψηφίας.
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
/ΧΤΘ