ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2019:A212
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 503/2012)
31 Μαΐου 2019
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/στές]
xxx ΝΕΟΦΥΤΟΥ,
Εφεσείων
ΚΑΙ
ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητου
-------------------------------------------------
Ασπ. Ευσταθίου (κα), για τον Εφεσείοντα.
Ε. Φλωρέντζου (κα), για τον Εφεσίβλητο.
--------------------------------------------------
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του
Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Ναθαναήλ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Το πρωτόδικο Δικαστήριο αντιμετώπισε υπόθεση απρόκλητης και παράνομης επίθεσης αστυνομικών οργάνων εναντίον του εφεσείοντος σε περιστατικό που έλαβε χώραν σε δημόσιο χώρο αρχικά στην πλατεία Ηρώων στη Λεμεσό και στη συνέχεια εντός του κεντρικού αστυνομικού σταθμού Λεμεσού. Το επεισόδιο συνέβη στις 30.7.1999 όταν ο εφεσείων ήταν ηλικίας 25 ετών, έγγαμος και πατέρας ενός ανηλίκου τέκνου. Εργαζόταν σε ιδιωτική εταιρεία ως εργάτης και κατά τις νυκτερινές ώρες ασχολείτο με το μπουζούκι παίζοντας μουσική σε νυκτερινά κέντρα τρεις φορές την εβδομάδα.
Ως αποτέλεσμα της παράνομης επίθεσης προκλήθηκαν σωματικές βλάβες στον εφεσείοντα με εκδορές, εκχυμώσεις και μώλωπες σε διάφορα μέρη του σώματος του με έντονες ζαλάδες και πονοκεφάλους. Πλέον σημαντικό, ανέπτυξε σοβαρότατα ψυχολογικά προβλήματα σύμφωνα με τα ιατρικά πιστοποιητικά που κατατέθηκαν ως μέρος των παραδεκτών γεγονότων την 1.3.2012. Το Δικαστήριο στη βάση των όσων τέθηκαν ενώπιον του κατέγραψε ότι μετά την κακοποίηση από μέλη της αστυνομικής δύναμης, για την οποία εξέφρασε τον αποτροπιασμό του «.. για τη συμπεριφορά των μελών της αστυνομίας οι οποίοι με τις πράξεις τους ατίμασαν το λειτούργημα τους», ενώ ως όργανα της τάξης επιφορτισμένα με την προστασία των πολιτών «... κακοποίησαν τον ενάγοντα σωματικά και ψυχικά καταχρώμενοι των εξουσιών που τους εμπιστεύθηκε η Πολιτεία.», η ζωή του εφεσείοντος ανατράπηκε σε όλους τους τομείς.
Το Ιατροσυμβούλιο αποφάνθηκε ότι συνυπήρχαν εκδηλώσεις διαταραχής μετά από ψυχοτραυματικό στρες που συνδέονταν με το επίδικο επεισόδιο, ο εφεσείων έγινε ιδιαίτερα επιθετικός με τους αστυνομικούς, παρουσίαζε έντονο άγχος με εκρήξεις θυμού και τάσεις αυτοκαταστροφής. Δεν ήταν πλέον σε θέση να εργαστεί, η οικογένεια του διαλύθηκε και ο ίδιος απομονώθηκε στο σπίτι του. Από την παραδεκτή ιατρική μαρτυρία διαφάνηκε ότι ο εφεσείων ανέπτυξε ένα σοβαρής μορφής χρόνιο μετατραυματικό σύνδρομο με «flash backs», δεν έχει συναισθηματική ανάλογη ανταπόκριση σε γεγονότα, ζει περιθωριοποιημένα και απομονωμένα, εμφανίζει εκρήξεις ευερεθιστότητας και επιθετικότητας, διακατέχεται από έντονο άγχος και μελαγχολία, έχει διαταραχές στον ύπνο και κατά διαστήματα αναπτύσσει αυτοκτονικό ιδεασμό. Φέρει βαρέως το ότι διαλύθηκε η οικογένεια του με τη σύζυγο να τον έχει εγκαταλείψει στις 9.7.2002, παίρνοντας μαζί της και το παιδί τους και έκτοτε δεν τους έχει ξαναδεί.
Προεξάρχοντα συμπτώματα είναι η έντονη απογοήτευση του που φθάνει σε όρια απόγνωσης, θεωρώντας ότι οι υπαίτιοι δεν τιμωρήθηκαν ικανοποιητικά, η δε υπόληψη του ιδίου έχει διασυρθεί ανεπανόρθωτα και τραυματίστηκε η αξιοπρέπεια του. Παρουσιάζει αιφνίδια έμμονες ιδεοληψίες χωρίς αιτία, με τραυματικές αναμνήσεις και εικόνες του παρελθόντος και κατά τις εκδηλώσεις πανικού που τον καταλαμβάνουν η συμπεριφορά του αποδιοργανώνεται, η διέγερση και η επιθετικότητα του φθάνουν σε οριακό επίπεδο με τάσεις αυτοκαταστροφής, βίαιης καταστροφικότητας προς την εξουσία, βρισκόμενος σε ένα εσωτερικό πόλεμο. Ενώ γνωρίζει ότι κατά καιρούς πράττει λανθασμένα με τις βίαιες εκδηλώσεις του, είναι ανίκανος να συγκρατήσει το θυμό, την απόγνωση και την απελπιστική κατάσταση στην οποία ζει. Έχει σαφή μείωση ενδιαφέροντος ή συμμετοχής του σε δραστηριότητες που αφορούν την κοινωνική του ζωή, νοιώθει αποξενωμένος και έχει την αίσθηση σμίκρυνσης του μέλλοντος.
Τα πιο πάνω είναι σταχυολογικά τα όσα αναφέρονται στις παραδεκτές ιατρικές εκθέσεις. Έγινε επίσης παραδεκτό ότι προ της κακοποίησης ο εφεσείων ήταν υγιής και δεν έπασχε από οποιαδήποτε σωματική αναπηρία. Στη βάση όμως της ιατρικής μαρτυρίας και της μαρτυρίας της E. Ν., Μ.Ε.1, αδελφής του εφεσείοντος, ο εφεσείων άρχισε μετά το συμβάν να κάνει χρήση ορισμένων ουσιών και να καταναλώνει αλκοόλ, ενώ είχε παραπεμφθεί το 1999 μετά από ορισμένες επιθέσεις του ιδίου προς την αστυνομία, στο Ψυχιατρείο με ένταλμα του Δικαστηρίου για να τύχει θεραπείας ως διανοητικά ψυχικά ασθενής. Η ουσία της μαρτυρίας είναι ότι ο εφεσείων προ του επεισοδίου ήταν εντελώς φυσιολογικός και, όπως κατέγραψε και το Δικαστήριο ως εύρημα, αυτός λειτουργούσε ικανοποιητικά στην καθημερινότητα της ζωής του και δεν λάμβανε οποιαδήποτε ψυχοφάρμακα. Έτυχε αρχικά αναστολής της θητείας του στην εθνική φρουρά όχι για ψυχολογικούς λόγους, αλλά για να αναλάβει την οικογενειακή επιχείρηση ΟΠΑΠ λόγω προβλημάτων υγείας του αδελφού του, και τη συμπλήρωσε κανονικά αργότερα.
Η Δημοκρατία ως εναγόμενη αποδέχθηκε πλήρη ευθύνη για το συμβάν και παρέμεινε να αποφασιστεί το θέμα των αποζημιώσεων με τον εφεσείοντα να είχε αξιώσει γενικές, αυξημένες και/ή τιμωρητικές αποζημιώσεις. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η χρησιμοποίηση της αντικειμενικής μεθόδου του πολλαπλασιαστή και πολλαπλασιαστέου δεν προσφερόταν για την εξεύρεση του μέρους των γενικών αποζημιώσεων που αφορούσαν τη μελλοντική απώλεια εισοδημάτων εφόσον, κατά την άποψη του, τα παραδεκτά γεγονότα που είχαν κατατεθεί σχετικά δεν ήσαν αρκούντως σαφή διότι το ποσό που δηλώθηκε ως οι εβδομαδιαίες απολαβές του εφεσείοντος δεν συναρτάτο προς το κατά πόσο ήταν ειδικευμένος ή μη εργάτης, τη φύση των καθηκόντων του, το χρονικό διάστημα εργασίας στην εταιρεία και κατά πόσο αυτή ήταν σταθερή, μόνιμη ή έκτακτη. Όσον αφορά το μπουζούκι και τα όσα κέρδιζε από αυτή την ενασχόληση και πάλι το Δικαστήριο θεώρησε ότι υπήρχε ασάφεια αφού δεν διευκρινίστηκε ο χρόνος κατά τον οποίο σταμάτησε να παίζει το συγκεκριμένο όργανο, ενώ δεν διευκρινίστηκε κατά πόσο το παραδεκτό γεγονός ότι ο εφεσείων κατέστη ανίκανος για εργασία περιελάμβανε και την ενασχόληση του με το μπουζούκι.
Περαιτέρω, το Δικαστήριο έκρινε ότι στη βάση της ενώπιον του μαρτυρίας, το παραδεκτό γεγονός ότι ο εφεσείων λάμβανε από την ημέρα της κακοποίησης του μέχρι και την ημερομηνία εκδίκασης της υπόθεσης, δημόσιο βοήθημα από το Γραφείο Ευημερίας, το οποίο τους τελευταίους τέσσερεις μήνες πριν την ακρόαση ανερχόταν σε €850 μηνιαίως, έπρεπε να ληφθεί υπόψη στον υπολογισμό των γενικών αποζημιώσεων ως προς το ύψος των μελλοντικών απολαβών. Επιδίκασε στη βάση ενός κατ΄ αποκοπήν ποσού σε σχέση με τη μείωση της εισοδηματικής του ικανότητας, το ποσό των €60.000. Αναφορικά δε με τις γενικές αποζημιώσεις για τον πόνο και την ταλαιπωρία απέδωσε το ποσό των €80.000 ως εύλογη και δίκαιη αποζημίωση έχοντας υπόψη ότι το αδίκημα διαπράχθηκε το 1999, αλλά η αγωγή καταχωρήθηκε το 2009, χωρίς καμιά ικανοποιητική εξήγηση για τη μεγάλη καθυστέρηση που σημειώθηκε.
Τέλος, όσον αφορά την επιδίκαση τιμωρητικών αποζημιώσεων, το Δικαστήριο αφού αναφέρθηκε στη σχετική νομολογία μεταξύ της οποίας και η περίπτωση που λειτουργοί του κράτους συμπεριλαμβανομένων των αστυνομικών οργάνων ενεργούν με καταπιεστικό ή αντισυνταγματικό τρόπο όπως ήταν η ενώπιον του Δικαστηρίου περίπτωση, έκρινε ότι δεν ενδείκνυτο η επιδίκαση τέτοιου ποσού. Ο λόγος γι΄ αυτό ήταν ότι οι αστυνομικοί που κακοποίησαν τον εφεσείοντα δεν ήσαν εναγόμενοι στην αγωγή και καμία μαρτυρία δεν είχε τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου «... ότι το ίδιο το κράτος ενήργησε με τέτοιο ανάρμοστο τρόπο ώστε η συμπεριφορά του να χρήζει τιμωρίας. Για παράδειγμα δεν έχει τεθεί μαρτυρία ότι το κράτος ενεθάρρυνε τέτοιας φύσης ενέργειες από τα μέλη της αστυνομίας ή ότι τέτοια συμβάντα αποτελούσαν συχνό φαινόμενο, βρισκόντουσαν σε έξαρση και η διεύθυνση της αστυνομίας δεν έλαβε μέτρα για την πάταξη τους.».
Πρόσθετα το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του ότι το κράτος πλήρωσε και θα συνεχίσει να πληρώνει μεγάλα ποσά για την ανάρμοστη συμπεριφορά των αστυνομικών, ότι από το 1999 ο εφεσείων λαμβάνει δημόσιο βοήθημα, το δε κράτος αναγνώρισε την ευθύνη του. Η πληγείσα υπόληψη του εφεσείοντα και τα αισθήματα του λήφθηκαν σοβαρά υπόψη κατά τον υπολογισμό των γενικών αποζημιώσεων.
Με γνώμονα όλα τα πιο πάνω το Δικαστήριο επιδίκασε προς όφελος του εφεσείοντα €60.000 για μείωση της εισοδηματικής του ικανότητας και €80.000 ως γενικές αποζημιώσεις, αμφότερα τα ποσά φέροντα νόμιμο τόκο από την ημέρα καταχώρησης τα αγωγής, ήτοι, στις 17.2.2009. Επιδίκασε επί πλέον και τα έξοδα υπέρ του εφεσείοντα.
Παραπονείται ο εφεσείων ως προς όλα τα θέματα που αποφάσισε το Δικαστήριο εκτός αυτού που αφορά την αποζημίωση των €80.000 ως γενικές αποζημιώσεις. Εν πρώτοις, θεωρεί ότι το Δικαστήριο δεν έπρεπε να συνυπολογίσει ή να αφαιρέσει προς μείωση του τελικού ποσού αποζημίωσης το δημόσιο βοήθημα το οποίο ο εφεσείων λάμβανε συνεπεία της κακοποίησης εκ μέρους των αστυνομικών οργάνων και λανθασμένα κρίθηκε ότι αν δεν το λάμβανε υπόψη, θα ήταν ως ο εφεσείων να λάμβανε ή να επιτύγχανε διπλή αποζημίωση. Περαιτέρω, το Δικαστήριο έσφαλε στον καθορισμό της αποζημίωσης αποδίδοντας ένα κατ΄ αποκοπήν ποσό ενώ υπήρχαν όλα τα αντικειμενικά δεδομένα ενώπιον του μέσω των παραδεκτών γεγονότων για να χρησιμοποιούσε τη μέθοδο του πολλαπλασιαστή και πολλαπλασιαστέου. Το Δικαστήριο στην ουσία αμφισβήτησε τα ίδια τα παραδεκτά γεγονότα τα οποία κατατέθηκαν, πράγμα που δεν δικαιούτο να πράξει. Διαζευκτικά, ακόμη και αν θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι η χρησιμοποίηση ενός κατ΄ αποκοπήν ποσού ήταν εύλογη υπό τις περιστάσεις, τότε το ποσό των €60.000 που δόθηκε ως μελλοντική απώλεια εισοδημάτων ήταν υπερβολικά χαμηλό και ανεπαρκές και δεν έλαβε υπόψη με επάρκεια τους παράγοντες που χρησιμοποιούνται για την απόδοση ενός δίκαιου ποσού. Παραπονείται επίσης ο εφεσείων ότι λανθασμένα το Δικαστήριο απέρριψε την αξίωση για παραδειγματικές ή τιμωρητικές αποζημιώσεις, ενώ ενώπιον του ήταν όλα τα προαπαιτούμενα για την επιδίκαση τέτοιων αποζημιώσεων που ήσαν βασικά η κακοποίηση και ο τραυματισμός του εφεσείοντος από όργανα της αστυνομίας παραβιάζοντας τα ανθρώπινα του δικαιώματα σε πλήρη εξευτελισμό της αξιοπρέπειας και προσωπικότητας του.
Η εφεσίβλητη Δημοκρατία εισηγείται ότι η απόφαση του πρωτοδίκου Δικαστηρίου είναι απόλυτα ορθή σε όλα τα ζητούμενα, η δε Δημοκρατία όταν συνέλεξε τα απαραίτητα γεγονότα, έστω με καθυστέρηση, αποδέχθηκε την ευθύνη που της αναλογούσε, η οποία ευθύνη είναι μεν αναντίλεκτη, αλλά οι πράξεις των μελών της αστυνομίας δεν θα μπορούσαν να κριθούν ως αντανακλούσες σε αξιόμεμπτη συμπεριφορά του κράτους, ενώ η αγωγή δεν ηγέρθηκε και προσωπικά εναντίον των προσώπων που προκάλεσαν την κακοποίηση. Η εφεσίβλητη στο περίγραμμα της αναγνώρισε το «ατυχές περιστατικό που συνέβη στον εφεσείοντα», όπως το χαρακτήρισε, γι΄ αυτό και δεν προέβηκε σε αχρείαστες δικαστικές διαδικασίες ώστε να ταλαιπωρήσει περαιτέρω τον εφεσείοντα και τους συγγενείς του. Μάλιστα, αναγνωρίζοντας η Δημοκρατία την ευθύνη της, δόθηκε στους συνηγόρους του εφεσείοντα και στον αδελφό του, για λογαριασμό του, το χρηματικό ποσό των €20.000 έναντι και/ή ως μέρος της συνολικής απαίτησης του εφεσείοντα. Η εφεσίβλητη εισηγείται ότι ο εφεσείων μετά το συμβάν δεν συνεργαζόταν με τους ιατρούς ώστε να μπορέσει να θεραπευθεί και να επανενταχθεί στην κοινωνία και αυτός είναι ένας παράγων που δεν πρέπει να υποτιμηθεί. Ο ίδιος ο εφεσείων επιλέγει σε ένα βαθμό να ζει στην απομόνωση του δικού του κόσμου και ο κοινωνικός αποκλεισμός του είναι απόρροια και της δικής του στάσης και συμπεριφοράς, όντας άτομο με έντονη προσωπικότητα.
Εξετάζοντας όλες τις παραμέτρους της υπό κρίση έφεσης, είναι κατ΄ αρχάς πρόδηλο ότι το Δικαστήριο έσφαλε στην απόδοση ενός κατ΄ αποκοπήν ποσού αντί της εφαρμογής της ορθόδοξης νομολογιακής προσέγγισης στην αναζήτηση των γενικών αποζημιώσεων με τη χρήση πολλαπλασιαστή και πολλαπλασιαστέου. Αυτό, διότι υπήρχαν και τα δύο δεδομένα. Είχαν δηλωθεί ως παραδεκτά γεγονότα το ύψος των απολαβών του εφεσείοντα, αλλά και η ηλικία του. Συγκεκριμένα δηλώθηκαν τα εξής την 1.3.2012, ως μέρος των παραδεκτών γεγονότων.
«....
2. Ο ενάγων γεννήθηκε στις 31.8.1974 και κατά τον επίδικο χρόνο ήταν ηλικίας 25 ετών. Ήταν έγγαμος, πατέρας ενός ανήλικου παιδιού. Ο ενάγων ήταν υγιής, δηλαδή δεν έπασχε από οποιαδήποτε σωματική αναπηρία.
3. Ο ενάγων κατά τον επίδικο χρόνο ήταν εργάτης στην εταιρεία Συκοπετρίτης με εβδομαδιαίες απολαβές του ύψους Λ.Κ.140 (€239.20 ευρώ). Επίσης έπαιζε μπουζούκι κατά τις νυκτερινές ώρες τρεις φορές την εβδομάδα σε διάφορα κέντρα αναψυχής και λάμβανε το ποσό των Λ.Κ.40 (€68.34 ευρώ) την κάθε εμφάνιση, δηλαδή το σύνολο των εβδομαδιαίων απολαβών του είναι €444.22.- ευρώ την εβδομάδα (άρα ετήσιες απολαβές €23,099.44).»
Τα πιο πάνω τα κατέγραψε το Δικαστήριο στην απόφαση του. Δεν είναι όμως κατανοητό γιατί τα παρέκαμψε. Έθεσε κατά ανεπίτρεπτο τρόπο ερωτήματα ως προς ό,τι δηλώθηκε, αμφισβητώντας την υπόσταση και σαφήνεια τους για να καταλήξει ότι προέκυπταν ασάφειες, ενώ οι παραδοχές πρέπει να είναι σαφώς διατυπωμένες. Ήταν όμως σαφώς διατυπωμένα τα παραδεκτά γεγονότα και δεν άφηναν την παραμικρή αμφιβολία ως προς την επίπτωση τους. Δεν δικαιολογείτο το Δικαστήριο να έθετε προς τον εαυτό του ερωτήματα του τύπου κατά πόσον ο εφεσείων ήταν ειδικευόμενος ή ανειδίκευτος εργάτης ή ως προς τη φύση των καθηκόντων του. Ούτε για πόσο διάστημα εργαζόταν στην εταιρεία, αν ήταν για μήνες ή έτη πριν το επεισόδιο και αν πρόκειτο για σταθερή, μόνιμη εργασία ή έκτακτη. Παρομοίως, κατά πόσο η ενασχόληση του με το μπουζούκι ήταν επί μονίμου βάσεως ή αφορούσε προσωρινή, εποχιακή εργασία και πότε ακριβώς σταμάτησε να ασχολείται με το συγκεκριμένο όργανο.
Αυτά τα ερωτήματα έπρεπε να απασχολούσαν ενδεχόμενα τη Δημοκρατία πριν την συμφωνία επί των παραδεκτών γεγονότων. Με την κατάθεση τους την 1.3.2012 στο Δικαστήριο, δεν υπήρχαν πλέον ερωτήματα. Το Δικαστήριο είχε ενώπιον του ορισμένα δεδομένα, μη αμφισβητούμενα. Αυτή άλλωστε είναι και η έννοια των παραδεκτών γεγονότων. Δεν μπορούσαν να τύχουν αμφισβήτησης από το ίδιο το Δικαστήριο εκ των υστέρων και μετά την κατάθεση τους.
Τα δεδομένα λοιπόν έδειχναν ότι ο εφεσείων είχε ένα σύνολο εβδομαδιαίων απολαβών €444.22 και άρα ετήσιες απολαβές ύψους €23.099,44. Αυτός ήταν ο πολλαπλασιαστέος, ως συμφωνήθηκε μεταξύ των διαδίκων. Ο πολλαπλασιαστής συναρτάται από την ηλικία και το προσδόκιμο της ζωής. Ο πολλαπλασιαστής, όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα του Φρίξου Νικολαΐδη: «Αποζημιώσεις για Σωματικές Βλάβες», σελ. 21-23, είναι ένα εργαλείο που παρέχει μια αντικειμενική βάση για τον υπολογισμό των αποζημιώσεων. Βοηθά στον περιορισμό του στοιχείου της αβεβαιότητας και της πιθανολόγησης που ενέχει κάθε υπολογισμός μελλοντικών απωλειών. Παρά το γεγονός ότι το Δικαστήριο δεν υποχρεώνεται να αναφέρει συγκεκριμένα το συντελεστή που χρησιμοποίησε για τον καθορισμό των μελλοντικών απωλειών εισοδήματος (Antoniou v. Kyriakou (1978) 1 C.L.R. 77), εν τούτοις κατά κανόνα λαμβάνονται υπόψη διάφοροι παράγοντες με πρωταρχικό την ηλικία, ώστε όσο μικρότερη η ηλικία του τραυματισθέντος, τόσο υψηλότερος είναι και ο πολλαπλασιαστής ή συντελεστής. Η κατάσταση της υγείας του τραυματισθέντος (Νικολάου ν. Πέτρου (1991) 1 Α.Α.Δ. 1), και σε μικρότερο βαθμό οι προοπτικές εργοδότησης του λαμβάνονται επίσης υπόψη, καθώς και η φύση της εργασίας και οι τυχόν κίνδυνοι που συνδέονται με αυτή, αν και θεωρούνται δευτερογενείς παράγοντες.
Λόγω του ότι κατά την επιδίκαση των αποζημιώσεων τα μελλοντικά αναμενόμενα εισοδήματα προπληρώνονται, ο πολλαπλασιαστής συνίσταται σε ένα μικρότερο αριθμό από τον πραγματικό αριθμό του προσδόκιμου της ζωής του συγκεκριμένου ενάγοντος. Η προσπάθεια είναι η κατάληξη σε ποσό το οποίο είναι δίκαιο υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης. Ο πολλαπλασιαστής υιοθετείται από το Δικαστήριο κατά περίπτωση και είναι κατά κανόνα η απουσία του πολλαπλασιαστέου που μπορεί να οδηγήσει το Δικαστήριο να χρησιμοποιήσει άλλη μέθοδο όπως αυτή ενός κατ΄ αποκοπήν ποσού, (Κολάνη ν. Ταμπούρα (2010) 1 Α.Α.Δ. 1108).
Έχουν κατά καιρούς χρησιμοποιηθεί διάφοροι πολλαπλασιαστές όπως ο συντελεστής 14 για άτομο ηλικίας 26 ετών, συντελεστής 15 για ενάγοντα ηλικίας 27 ετών και συντελεστής 10 για άτομο που ασχολείτο ως χορευτής λαϊκών χορών υπό μορφή επιπρόσθετης εργασίας, του οποίου ο τραυματισμός επηρέασε τη δεξιοτεχνία και αντοχή του. Οι υποθέσεις αυτές και άλλες αναφέρονται στη σελ. 22 του πιο πάνω συγγράμματος. Στην υπόθεση Παπαμάρκου ν. Κωνσταντίνου (2008) 1 Α.Α.Δ. 568, χρησιμοποιήθηκε συντελεστής 16 ετών που θεωρήθηκε ότι άγγιζε το μέγιστο υπολογισμό που υιοθετεί η Κυπριακή νομολογία. Στη Λαζάρου ν. Νέμεσις Εργοληπτική Εταιρεία Λτδ (2011) 1 Α.Α.Δ. 1325, ο πολλαπλασιαστής των 8 ετών αντικαταστάθηκε από το Εφετείο με αυτό των 12 ετών σε άτομο 47 ετών, έχοντας υπόψη και τα αναφερόμενα στον Street on Torts 11η Έκδ. σελ. 597, με δεδομένα του 2003, ότι στην Αγγλία αποδιδόταν ένας συντελεστής της τάξης των 17 ετών σε άτομα ηλικίας 30 ετών, μειώνοντας τον στα 14 για άτομα των 40 ετών.
Στην υπό κρίση περίπτωση ούτε ο εφεσείων στην έκθεση απαίτησης του, ούτε και το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκαν με την απόδοση των απωλειών εισοδήματος ως μέρος των ειδικών αποζημιώσεων από το συμβάν μέχρι και τη δίκη, θεωρούμενες ως αποκρυσταλλωμένες και, επομένως, διεκδικούμενες ως ειδικές ζημιές με αυστηρή απόδειξη, (Κολάνη ν. Ταμπούρα - ανωτέρω -). Στην αγωγή του ο εφεσείων διεκδίκησε γενικές αποζημιώσεις για τις σωματικές και ψυχικές βλάβες που υπέστη και παρέμειναν ως μόνιμα κατάλοιπα. Δεν δαχώρισε τα μέχρι την αγωγή δεδομένα, δικαιολογώντας στο περίγραμμα του την επιλογή του εισηγούμενος ότι λάμβανε βοήθημα ή επίδομα από τις Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, το οποίο αντιπροσώπευε την απώλεια εισοδήματος ή μέρος αυτού μέχρι την καταχώρηση της αγωγής. Επομένως, ούτε το Εφετείο θα εξετάσει το ζήτημα από αυτή τη γωνία εφόσον δεν συζητήθηκε πάνω σε αυτή τη βάση αυτό το μέρος της έφεσης. Όμως στην ουσία με τη θέση αυτή, ο ίδιος ο εφεσείων δέχθηκε ότι το βοήθημα το οποίο λάμβανε, έπρεπε να συνυπολογιστεί στον καθορισμό του ποσού που θα αντιπροσώπευε τις μελλοντικές απολαβές του. Το Δικαστήριο ορθά απεφάσισε στο συγκεκριμένο ζήτημα. Το άρθρο 65 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου Κεφ. 148, το οποίο καθορίζει ότι κατά τον υπολογισμό αποζημίωσης εξαιτίας αστικού αδικήματος δεν λαμβάνεται υπόψη ποσό που καταβλήθηκε από το Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων ως παροχή ή επίδομα σε ασφαλισμένο πρόσωπο συνεπεία των ιδίων περιστάσεων που δημιουργούν την υποχρέωση για αποζημίωση σε σχέση με το αστικό αδίκημα, δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση. Το βάρος εναπόκειτο στον εφεσείοντα ο οποίος δεν πρόσφερε καμιά μαρτυρία ότι το βοήθημα του προερχόταν από το Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων ή ότι ήταν ασφαλισμένος. Το γεγονός ότι πριν το συμβάν ο εφεσείων εργαζόταν δεν τον καθιστά αυτόματα και ασφαλισμένο.
Ο εφεσείων, ηλικίας 25 ετών κατά το συμβάν, κρίθηκε στη βάση του πιστοποιητικού ημερ. 17.11.2005 του Δρ. Η. Ν. των Υπηρεσιών Ψυχικής Υγείας Λεμεσού της Δημοκρατίας ότι λόγω ψυχολογικών προβλημάτων ήταν ανίκανος για εργασία και ότι τέτοια θα ήταν η κατάσταση του και για τους επόμενους έξι μήνες. Ο ίδιος ιατρός, προφανώς ως ιδιώτης πλέον, εξέδωσε δεύτερο πιστοποιητικό στις 20.3.2006 με το οποίο η κατάσταση του χαρακτηρίστηκε ως χρήζουσα θεραπείας και ως άτομο με μειωμένες ανοχές σε πιέσεις, με δυσπροσαρμοστική συμπεριφορά και προβλήματα προσωπικότητας. Το επόμενο ιατρικό πιστοποιητικό είναι η απόφαση του Ιατροσυμβουλίου ημερ. 23.11.2010 που αναφέρει ότι έχει προφανή έκπτωση της λειτουργικότητας του σε όλες τις εκφράσεις της καθημερινότητας του, επαγγελματική, οικογενειακή και κοινωνική. Εκτιμήθηκε ότι οποιαδήποτε φαρμακευτική θεραπεία είτε στη Δημοκρατία, είτε στο εξωτερικό, θα είχε πενιχρά αποτελέσματα για τη βελτίωση της ψυχικής του υγείας. Το πιστοποιητικό του ομοιοπαθητικού ιατρού Σ. Σκ., ημερ. 17.6.2010, πιστοποιεί επίσης ότι δεν μπορούσε να εργαστεί και ήταν πλήρως απομονωμένος από το κοινωνικό περιβάλλον και χρειάζεται στήριξη για να μπορέσει να εργαστεί ξανά, αν ποτέ μπορούσε να το καταφέρει. Το τελευταίο ιατρικό πιστοποιητικό ημερ. 9.3.2011 του ψυχολόγου Σ. Φ., αναφέρει ότι στο παρόν στάδιο ο εφεσείων δεν είναι σε θέση να εργαστεί και ότι έχει μακρύ δρόμο ανάρρωσης για να βελτιωθεί το επίπεδο της λειτουργικότητας του σε όλες της εκφράσεις της καθημερινότητας.
Από όλα τα πιο πάνω, εκείνο που προκύπτει αβίαστα είναι ότι ο εφεσείων από την ημερομηνία του επεισοδίου και για το προβλεπτό μέλλον, είναι ουσιαστικά ανίκανος για εργασία, πλην, όμως, ψυχολογική στήριξη και θεραπεία θα μπορούσε να βοηθήσει σε ένα βαθμό, για την οποία ο εφεσείων παρουσιάζεται απρόθυμος να συνεργαστεί. Η ηλικία του εφεσείοντος μαζί με τις έστω μικρές πιθανότητες επανένταξης σε εργασιακό περιβάλλον (που δεν μπορούν να αγνοηθούν), και με την παρατήρηση του Ιατροσυμβουλίου ότι σημαντικό όφελος θα μπορούσε να προκύψει από την ολοκλήρωση της οποιασδήποτε εκκρεμούσας δικαστικής διαδικασίας, η οποία θα ικανοποιούσε το περί δικαίου αίσθημα του, είναι βοηθητικοί παράγοντες στον καθορισμό ενός πολλαπλασιαστή του μεγέθους 15 για την περίπτωση. Στον καθορισμό αυτό συνυπολογίζεται και το γεγονός ότι λάμβανε και λαμβάνει δημόσιο βοήθημα. Αυτό σημαίνει ότι το σύνολο των αποζημιώσεων από πλευράς μελλοντικών απωλειών εισοδημάτων είναι το ετήσιο συμφωνηθέν από τους διαδίκους ποσό των €23.099,44 επί 15 έτη, ίσον €346.491,60.
Το ζήτημα των παραδειγματικών αποζημιώσεων έχει απασχολήσει τα Δικαστήρια κατά καιρούς και, όπως είναι γνωστό, κύριος σκοπός των αποζημιώσεων αυτών είναι αφενός η τιμωρία του εναγομένου ως ένδειξη της απέχθειας με την οποία ο Νόμος αντιμετωπίζει τέτοιου είδους αλόγιστες συμπεριφορές και αφετέρου η αποκατάσταση του αισθήματος δικαίου. Το πότε ενδείκνυται η επιδίκαση παραδειγματικών αποζημιώσεων έχει εξεταστεί και πρόσφατα στην υπόθεση Τσίβικου ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Πολ. Έφ. αρ. 350/2011, ημερ. 29.5.2018, ECLI:CY:AD:2018:A255, με αναφορά στις υποθέσεις Papakokkinou and Other v. Kanther (1982) 1 C.L.R. 65, Κωνσταντίνου ν. Γ. και Κ. Σοφοκλέους Λτδ (2003) 1 Α.Α.Δ. 1912 και Macgrecor on Damages 18η Έκδ. σελ. 441-449). Στην υπόθεση εκείνη τέσσερεις αστυνομικοί επιτέθηκαν στον εφεσείοντα και του προκάλεσαν διάφορες σωματικές βλάβες, αφήνοντας μόνιμο πρόβλημα εμβοών και βαρυκοΐας, ενώ υπήρχαν και υπολείμματα ψυχοπαθολογικής σεμιολογίας και υπολείμματα μετατραυματικού συνδρόμου. Η Δημοκρατία είχε παραδεχθεί ευθύνη, ο δε εφεσείων είχε ανυποψίαστα δεχθεί σοβαρή επίθεση από τα αστυνομικά όργανα. Επιδικάσθηκαν €10.000 παραδειγματικές αποζημιώσεις.
Το Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι μπορούσε να συζητήσει ζήτημα της μη έγερσης αγωγής εναντίον των ιδίων των αστυνομικών οργάνων προσωπικά. Η Δημοκρατία είχε αποδεχθεί ευθύνη για τις πράξεις των μελών της αστυνομικής δύναμης οι οποίοι κατά τον επίδικο χρόνο ήταν στην υπηρεσία της. Δεν απαιτείτο οτιδήποτε άλλο για να στοιχειοθετηθεί η ευθύνη της Δημοκρατίας και η απόδοση τιμωρητικών αποζημιώσεων. Αποτελεί απόφαση της Δημοκρατίας πώς και με ποιο τρόπο θα μεταχειριστεί τα αστυνομικά όργανα τα οποία κτύπησαν με το βάναυσο αυτό τρόπο τον εφεσείοντα και του επέφεραν τα μόνιμα προβλήματα τα οποία έχουν ήδη αναφερθεί ανωτέρω. Ορθά το Δικαστήριο ανέφερε ότι οι αστυνομικοί κακοποίησαν σωματικά και ψυχικά τον εφεσείοντα και καταχράστηκαν τις εξουσίες τους. Σημείωσε μάλιστα στο σκεπτικό του ότι ο εφεσείων «... κακοποιήθηκε από την αστυνομία σε δύο τουλάχιστον περιπτώσεις, χωρίς καμία αιτία, χωρίς κανένα λόγο». Δεν είναι κατανοητή η θέση του Δικαστηρίου ότι το ίδιο το κράτος δεν ενήργησε με ανάρμοστο τρόπο ώστε η συμπεριφορά του να χρήζει τιμωρίας. Αλίμονο εάν το κράτος ενθαρρύνει τέτοιου είδους ενέργειες από τα μέλη της αστυνομίας. Σε κάθε περίπτωση παραμένει υπεύθυνο για τις πράξεις των ενεργούντων ή αντλούντων εξουσία από αυτό. Αυτό ορίζεται ρητά από το Άρθρο 172 του Συντάγματος. Ούτε και έχει σημασία ότι το κράτος πλήρωσε και θα συνεχίσει να πληρώνει για την ανάρμοστη συμπεριφορά των λειτουργών της ως ανέφερε το Δικαστήριο ως μέρος της αιτιολογίας του να μην επιδικάσει τιμωρητικές αποζημιώσεις. Οι τιμωρητικές αποζημιώσεις αποδίδονται ακριβώς για να δείξει το Δικαστήριο τον αποτροπιασμό του για τέτοιου είδους συμπεριφορές που κατέστησαν ένα υγιή νεαρό άτομο των 25 ετών στην ουσία ένα ψυχικό ράκος. Επιδικάζεται το ποσό των €30.000 ως τιμωρητικές αποζημιώσεις για την περίπτωση.
Στη βάση όλων των ανωτέρω, η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται ως προς τα αποδοθέντα ποσά.
Εκδίδεται απόφαση υπέρ του εφεσείοντος και εναντίον της εφεσίβλητης Δημοκρατίας στο ποσό των €346.491,60 με νόμιμο τόκο από την έγερση της αγωγής στις 17.2.2009 (ο τόκος δεν αποτέλεσε αντικείμενο έφεσης ή αντέφεσης).
Επιπλέον εκδίδεται απόφαση για €30.000 ως τιμωρητικές αποζημιώσεις χωρίς οποιοδήποτε τόκο.
Έξοδα στο ποσό των €2.500 επιδικάζονται υπέρ του εφεσείοντος και εναντίον της Δημοκρατίας.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΕΘ