ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2019:A189
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πρωτογενής Αίτηση Αρ. 2/2018)
20 Μαΐου 2019
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/στές]
ΕΠΙ ΤΟΙΣ ΑΦΟΡΩΣΙ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΩΝ ΘΕΡΑΠΕΙΩΝ ΓΙΑ ΠΑΡΑΒΙΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ΣΕ ΔΙΑΓΝΩΣΗ ΑΣΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΩΝ ΣΕ ΕΥΛΟΓΟ ΧΡΟΝΟ ΝΟΜΟ ΤΟΥ 2010 (Ι)/2010, ΑΡΘΡΑ 6.1 ΚΑΙ 13 ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΘΕΜΕΛΙΩΔΩΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΩΝ ΚΑΙ ΑΡΘΡΟ 30.2 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΗΣ
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
-------------------------------------------------
Ο αιτητής παρουσιάζεται προσωπικά.
Ζ. Κυριακίδου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας,
για Γενικό Εισαγγελέα.
-------------------------------------------------
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του
Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Ναθαναήλ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Ο αιτητής, xxx Δημητρίου, χρησιμοποιώντας το μηχανισμό του περί Αποτελεσματικών Θεραπειών για Παραβίαση του Δικαιώματος σε Διάγνωση Αστικών Δικαιωμάτων και Υποχρεώσεων σε Εύλογο Χρόνο Νόμου αρ. 2(Ι)/2010, (εφεξής «ο Νόμος»), ήγειρε την υπό κρίση πρωτογενή αίτηση επιδιώκοντας αποζημίωση χρηματικής ζημιάς και απώλειας €235.000 πλέον νόμιμο τόκο και αποζημίωση για ζημιά ή βλάβη μη χρηματικής φύσης €350.000. Ζητά επίσης διάφορες δηλώσεις του Δικαστηρίου ότι η Δημοκρατία παραβίασε το δικαίωμα του για διάγνωση των ατομικών του δικαιωμάτων σε εύλογο χρόνο τόσο στην Αγωγή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας αρ. 2029/2010, όσο και στην Πολιτική Έφεση αρ. 165/2013 και ότι η Δημοκρατία παραβίασε και συνεχίζει να παραβιάζει τις αρχές της δίκαιης δίκης.
Στις 8.4.2019 καταχωρήθηκε κατάλογος παραδεκτών γεγονότων όσον αφορά την πορεία της Αγωγής αρ. 2029/2010 και της Έφεσης που καταχωρήθηκε στη συνέχεια. Τα παραδεκτά γεγονότα έχουν ως εξής:
«1. Η Πολιτική Αγωγή αρ. 2029/2010 καταχωρήθηκε στις 15/3/2010.
2. Καταχωρήθηκε Σημείωμα Εμφάνισης στις 7/4/2010.
3. Η Υπεράσπιση καταχωρήθηκε στις 24/2/2011.
4. Καταχωρήθηκε αίτηση ημερομηνίας 6/6/12 για εκδίκαση προδικαστικού σημείου από τον Εναγόμενο.
5. Η αίτηση για εκδίκαση προδικαστικού σημείου ορίστηκε στις 19.6.12 (πρώτη φορά).
6. Ακολούθησε καταχώριση ένστασης από τον Ενάγοντα στην Αίτηση για εκδίκαση προδικαστικού σημείου η οποία καταχωρήθηκε στις 8/1/13.
7. Στις 22/3/13 δόθηκε ενδιάμεση απόφαση με την οποία αποφασίστηκε ότι το εν λόγω σημείο νομικά είναι κατάλληλο για να εκδικαστεί προδικαστικά.
8. Η εν λόγω αίτηση ημερομηνίας 6/6/12 για εκδίκαση προδικαστικού νομικού σημείου ορίστηκε για ακρόαση στις 25/1/13.
9. Η Απόφαση στην αίτηση ημερομηνίας 6/6/12 για εκδίκαση προδικαστικού νομικού σημείου εκδόθηκε στις 8/7/13 (εφεσιβαλλόμενη απόφαση).
10. Ακολούθησε η καταχώρηση της Πολιτικής έφεσης στις 21/8/13, (η έφεση καταχωρήθηκε εκπρόθεσμα και συγκεκριμένα την 44η μέρα από την έκδοση της απόφασης).
11. Στις 21/11/13 ακολούθησε ακρόαση αίτησης για απόρριψη της αγωγής ένεκα της εκπρόθεσμης καταχώρισης της έφεσης. Ακολούθως δόθηκε παράταση για να καταχωρηθεί η Πολιτική Έφεση και στις 21.8.2013 καταχωρήθηκε η Πολιτική Έφεση αρ. 165/2013.
12. Στις 23/1/14 δόθηκαν Οδηγίες για περιγράμματα στα πλαίσια της Πολιτικής Έφεσης αρ. 165/2013.
13. Το Περίγραμμα Έφεσης του Εφεσείοντα καταχωρήθηκε στις 7/3/14.
14. Το Περίγραμμα Έφεσης της Εφεσίβλητης καταχωρήθηκε στις 3/4/14.»
Η ακρόαση έγινε στη βάση των πιο πάνω παραδεκτών γεγονότων, αλλά και των γραπτών αγορεύσεων της κάθε πλευράς, οι οποίες στην ουσία υιοθετήθηκαν από τον αιτητή και την ευπαίδευτο συνήγορο εκ μέρους της Δημοκρατίας. Είναι η θέση του αιτητή ότι η Πολιτική Αγωγή και η επ΄ αυτής καταχωρηθείσα στη συνέχεια έφεση παραπέμπει σε μια εκκρεμοδικία συνολικής διάρκειας πέραν των 9 ετών. Από αυτή τη μεγάλη καθυστέρηση προκύπτει σαφής παραβίαση του Άρθρου 6.1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και εάν δεν καταχωρείτο η παρούσα αίτηση, η Πολιτική Έφεση «... θα παρέμενε στα αρχεία του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Κύπρου χωρίς καμία πιθανότητα εκδίκασης.». Η διαδικασία στην Πολιτική Αγωγή ενώπιον του πρωτοδίκου Δικαστηρίου έγινε κεκλεισμένων των θυρών και η επ΄ αυτής απόφαση ημερ. 8.7.2013 δεν δημοσιεύθηκε ποτέ και πουθενά κατά παράβαση του Νόμου, του Συντάγματος και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Ο αιτητής καταγράφει επίσης ότι σε μεταγενέστερο στάδιο και μετά την καταχώρηση της έφεσης πληροφορήθηκε ότι ο εκδικάσας την Αγωγή Πρόεδρος του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας είχε υιό ταγμένο στις τάξεις της Ορθόδοξης Εκκλησίας και ως εκ τούτου θα έπρεπε να αυτοεξαιρεθεί από τη διαδικασία. Επίσης αναφέρεται στη γραπτή αγόρευση ότι ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας δεν έχει συμμορφωθεί και δεν έχει εκτελέσει την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Αίτηση αρ. 2/2013 και με αυτή του τη συμπεριφορά καταπατά κατ΄ επανάληψη και κατ΄ εξακολούθηση τα ανθρώπινα και συνταγματικά δικαιώματα του.
Η καθ΄ ης η αίτηση Δημοκρατία απορρίπτοντας όλους τους ισχυρισμούς του αιτητή εισηγείται ότι στην περίπτωση δεν συντρέχουν οι περιστάσεις εκείνες που θα δικαιολογούσαν παραβίαση του δικαιώματος διάγνωσης αστικού αδικήματος εντός ευλόγου χρόνου. Με αναφορά σε σύγγραμμα και αποφάσεις τονίζει ότι το εύλογο του χρόνου της εκκρεμοδικίας συναρτάται, μεταξύ άλλων, και με τη συμπεριφορά των διαδίκων και των αρμοδίων αρχών, αλλά και ως προς το τι διακυβεύεται για τον αιτητή στη συγκεκριμένη υπόθεση. Ο διαρρεύσας χρόνος δεν είναι υπέρμετρα μεγάλος και οι περιστάσεις της υπόθεσης είναι τέτοιες που δεν δείχνουν ότι οι δικαστικές αρχές της Δημοκρατίας έδειξαν υπερβολική καθυστέρηση στην εξέταση της υπόθεσης. Η συνήγορος τονίζει επίσης ότι δεν τεκμηριώνεται στην υπό κρίση υπόθεση παραβίαση δικαιώματος έχοντας υπόψη ότι το ισχύον δικαιϊκό σύστημα επιτρέπει την καταχώρηση εφέσεων επί όλων σχεδόν των πρωτοδίκων αποφάσεων κατά τρόπο που αυξάνεται το δικαστικό έργο χρόνο με το χρόνο.
Στην πρώτη του είδους απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κώστα Δημητρίου ως διαχειριστή της περιουσίας του αποβιώσαντος Κώστα Δημητρίου ν. Γενικού Εισαγγελέα Κυπριακής Δημοκρατίας (Αρ. 1) (2014) 1 Α.Α.Δ. 716, ECLI:CY:AD:2014:A219, εξετάστηκε τόσο το λεκτικό και η εμβέλεια του Νόμου, όσο και η σχετική νομολογία του ΕΔΑΔ επί του θέματος. Αναγνωρίστηκε ότι δεν υπάρχουν στερεότυπα ως προς τον καθορισμό του ευλόγου χρόνου. Απορρέει ότι ο γενικότερος χρόνος εκδίκασης μιας υπόθεσης δεν θα πρέπει να είναι υπερβολικός, αναβολές δε για μικρές περιόδους χρόνου κατά την προώθηση μιας υπόθεσης πρέπει να συνεξετάζονται υπό το φως της συνολικότητας του χρόνου που χρειάζεται να εκδικαστεί μια υπόθεση. Κατά το άρθρο 11 του Νόμου στον καθορισμό του εύλογου χρόνου ώστε να διαπιστωθεί παράβαση δικαιώματος, λαμβάνονται υπόψη η φύση της υπόθεσης, η πολυπλοκότητα της, η συμπεριφορά του ενάγοντα στην όλη διαδικασία, η συμπεριφορά των δικαστικών και άλλων αρχών στα διάφορα στάδια της υπόθεσης, καθώς και άλλοι παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη σύμφωνα με τη νομολογία του ΕΔΑΔ, (δέστε και Προκοπίου ν. Γενικού Εισαγγελέα, Πολ. Έφεση αρ. 364/2010, ημερ. 2.12.2015), ECLI:CY:AD:2015:A805. Σημαντικό κριτήριο που καθόρισε η νομολογία αποτελεί η απάντηση στο ερώτημα ως προς τι διακυβεύεται για τον αιτητή, (Harris, O' Boyle & Warbrick: Law of the European Convention on Human Rights, 2η Έκδ. σελ. 279, σημείωση 729). Η αναγκαιότητα γρήγορης εκδίκασης λόγω ιδιαίτερων συνθηκών συναρτάται πρωταρχικώς προς θέματα εργοδότησης, καθορισμό πολιτικών δικαιωμάτων, τη φύλαξη παιδιών, αποζημιώσεις για τροχαίο ατύχημα, θέματα υγείας και καθορισμό ιδιοκτησιακών συμφερόντων.
Η τελευταία απόφαση επί του θέματος της διάγνωσης αστικών αδικημάτων εντός εύλογου χρόνου είναι η M.D.Cyprus Soya Ltd v. Γενικού Εισαγγελέα, αρ. 1/2018, ημερ. 25.2.2019, στην οποία επαναλαμβάνοται στην ουσία οι πιο πάνω αρχές.
Είναι ενδιαφέρον να καταγραφεί η θεματική της Αγωγής υπ΄ αρ. 2029/2010 που ήγειρε ο αιτητής ως ενάγων και ως διαχειριστής της περιουσίας του αποβιώσαντος Κώστα Δημητρίου εναντίον της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κύπρου. Ο ενάγων ισχυρίστηκε ότι διαρκούσης της περιόδου 1807 μέχρι 1926, οι πρόγονοι του παρείχαν δάνεια προς την Ιερά Αρχιεπισκοπή «δια χρεία και ανάγκην των θρόνων τους», με τόκο προς 12% ετησίως. Τα δάνεια και οι λεπτομέρειες αυτών είναι καταγεγραμμένα στον Κώδικα της Αρχιεπισκοπής. Κατά την 31.12.2009, ο μεταξύ των διαδίκων λογαριασμός έδειχνε υπόλοιπο €235.000 προς όφελος του ενάγοντα. Με την υπεράσπιση της, η Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου ήγειρε προδικαστικό ζήτημα ως προς το ότι η αξίωση του ενάγοντα και/ή το δικαίωμα αγωγής του είχε προ πολλού παραγραφεί. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε την εκδίκαση του προδικαστικού νομικού σημείου και με αναφορά στα ισχύοντα κατά καιρούς νομοθετήματα, αρχής γενομένης με τον Οθωμανικό Κώδικα «Mejelle», που ίσχυε πριν καν τεθεί σε εφαρμογή ο περί Παραγραφής Νόμος Κεφ. 15 και μετά από σχετική ανάλυση, αποδέχθηκε ότι το ισχυριζόμενο χρέος είχε προ πολλού παραγραφεί και με αυτό τον τρόπο ανέστειλε την περαιτέρω διαδικασία με έξοδα εναντίον του ενάγοντα.
Αυτή ήταν η φύση της αγωγής επί της οποίας ασκήθηκε, ως είχε δικαίωμα, από τον αιτητή η έφεση με τρεις ουσιαστικά λόγους, ότι λανθασμένα έγινε δεκτή η ακρόαση του προδικαστικού σημείου, ότι κακώς το Δικαστήριο δέχθηκε ότι η εφεσίβλητη συμμορφώθηκε με την υποχρέωση που της επέβαλλε η Δ.19 θ.13 και ότι εσφαλμένα διατάχθηκε η αναστολή της διαδικασίας.
Έχει λεχθεί στην υπόθεση Κώστα Δημητρίου ν. Γενικού Εισαγγελέα (αρ. 1) - ανωτέρω - ότι ο Νόμος σαφώς διαχωρίζει την τυχόν καθυστέρηση που έχει σημειωθεί στην πρωτόδικη διαδικασία από την τυχόν καθυστέρηση που έχει παρατηρηθεί στη διαδικασία ενώπιον του Εφετείου. Τα σχετικά άρθρα 6, 7 και 8, διαχωρίζουν τα στάδια στα οποία αφορά μια πρωτογενής αίτηση, όπως η παρούσα, για διάγνωση παραβίασης αστικών δικαιωμάτων. Επομένως τα αναφερόμενα σε καθυστέρηση στο Επαρχιακό Δικαστήριο δεν έχουν θέση στην υπό κρίση αίτηση, όπως δεν έχουν αντικείμενο και τα όσα ο αιτητής καταλογίζει στο Γενικό Εισαγγελέα σχετικά με την μη εκτέλεση της απόφασης που εκδόθηκε στην πιο πάνω υπόθεση. Παρομοίως, δεν μπορούν να τύχουν εξέτασης στην παρούσα διαδικασία τα περί αυτοεξαίρεσης του Προέδρου Επαρχιακού Δικαστηρίου που εκδίκασε την υπόθεση. Θα ήταν όμως χρήσιμο να σημειωθεί ότι η εκδίκαση της αγωγής ενώπιον του Προέδρου έγινε σε χρονικά πλαίσια που δεν αφίστανται των εύλογων παραμέτρων που διατρέχουν της εκδίκασης μιας αγωγής. Αυτή καταχωρήθηκε στις 15.3.2010 και τελεσφόρησε με την έκδοση απόφασης στις 8.7.2013.
Όσον αφορά την εφετειακή διαδικασία, πράγματι αυτή εκκρεμεί από της καταχώρησης της έφεσης στις 21.8.2013. Τα περιγράμματα καταχωρήθηκαν τον Μάρτιο και Απρίλιο του 2014. Έκτοτε εκκρεμεί η εκδίκαση της. Δεν είναι όμως δυνατό να παραγνωριστούν δύο ουσιώδη για την έκβαση της αίτησης δεδομένα. Το πρώτο είναι ότι το τι διακυβεύεται για τον αιτητή ως εφεσείων στην Πολιτική Έφεση, δεν ενέχει κανένα απολύτως στοιχείο επειγούσης φύσεως ή προσωπικού θεσμού που χρήζει προστασίας ή τουλάχιστον εξέτασης από Δικαστήριο ώστε να διαγνωστεί η εν τοις πράγμασι και εν τω νόμω, ύπαρξη τέτοιας προστασίας. Δεν διακυβεύεται εδώ οποιοδήποτε ζήτημα υγείας, εργοδότησης, πολιτικού δικαιώματος, κλπ.
Η αγωγή δεν αφορά ούτε σε διακήρυξη ιδιοκτησιακού καθεστώτος που αποτελεί ένα διακύβευμα που χρήζει εξέτασης και ενδεχόμενης αναγνώρισης το συντομότερο. Αφορούσε σε αναζήτηση πληρωμής για κατ΄ ισχυρισμόν χρέη που δημιουργήθηκαν εν έτει 1807. Κρίθηκε πρωτοδίκως ότι η αξίωση αυτή που ηγέρθηκε μόλις το 2010, ήταν προ πολλού παραγεγραμμένη.
Το άρθρο 11(β) του Νόμου περιέχει ένα από τους παράγοντες τους οποίους το Δικαστήριο που εκδικάζει την αίτηση λαμβάνει υπόψη στην απόφαση του κατά πόσο όντως παραβιάστηκε το δικαίωμα του αιτητή σε διάγνωση των αστικών του δικαιωμάτων σε εύλογο χρόνο. Ο παράγων ή παράμετρος που καθορίζεται στο εν λόγω άρθρο αφορά τη φύση της υπόθεσης. Και αυτό βεβαίως εμπεριέχει δικαστική κρίση ως προς το βάσιμο της υπόθεσης. Με άλλα λόγια δεν μπορεί ο Νόμος να είχε σκοπό την κάλυψη περιπτώσεων όπου οι αγωγές είναι ή θεωρούνται ανυπόστατες ή καταχρηστικές. Μια από τις περιπτώσεις αυτές είναι και αγωγές όπου η παραγραφή αποτελεί ένα πραγματικό και νομικό ανυπέρβλητο πρόβλημα στην προώθηση τους.
Το δεύτερο είναι ότι η έφεση που καταχωρήθηκε ήταν εκπρόθεσμη. Παρόλο που το Εφετείο με την απόφαση του ημερ. 23.1.2014, με συντομία και ex tempore, ενέκρινε παράταση του χρόνου καταχώρησης της απορρίπτοντας σχετική αίτηση απόρριψης της λόγω εκπροθέσμου, ημερ. 25.11.2013, ώστε η έφεση να θεωρείτο ως εμπροθέσμως καταχωρησθείσα, το γεγονός παραμένει ότι η έφεση, με υπαιτιότητα βεβαίως του εφεσείοντα, καταχωρήθηκε την 44η ημέρα και επομένως ο εφεσείων δυνητικά δεν θα είχε καν δικαίωμα προώθησης της. Η συμπεριφορά αυτή, ως ένας από τους παράγοντες που περιλαμβάνεται στο άρθρο 11(δ), δεν μπορεί να επιβραβεύεται και δεν συνάδει με την αναζήτηση αποζημίωσης λόγω καθυστέρησης στην προώθηση της έφεσης, η οποία διατηρήθηκε εν ζωή, όπως αποκαλύπτει το πρακτικό του Εφετείου που τηρήθηκε στις 23.1.2014, με ευνοϊκή προς τον εφεσείοντα διάθεση.
Η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του αιτητή και υπέρ της Δημοκρατίας, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΕΘ