ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2019:A152
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Εφεση Αρ. E68/2014)
18 Απριλίου, 2019
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΛΙΑΤΣΟΣ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
1. xxx xxx ΠΟΛΥΔΩΡΟΥ,
2. xxx ΠΟΛΥΔΩΡΟΥ,
3. xxx xxx ΠΟΛΥΔΩΡΟΥ,
4. ΑΜΑΧΕΜΑ ΜΟΤΟΡΣ ΛΙΜΙΤΕΔ,
5. xxx xxx ΠΟΛΥΔΩΡΟΥ,
Εφεσείοντες,
ν.
MARFIN POPULAR BANK PUBLIC CO LTD,
Εφεσιβλήτων.
_ _ _ _ _ _
E. Νεοκλέους για Ευστάθιο Κ. Ευσταθίου ΔΕΠΕ, για τους Εφεσείοντες.
Αν. Τσαγγαρίδου (κα) για Χρ.Π. Μιτσίδης & Σία ΔΕΠΕ, για τους Εφεσίβλητους.
_ _ _ _ _ _
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από τον Λιάτσο, Δ.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Η ακύρωση απόφασης που εκδίδεται στην απουσία διαδίκου συνιστά ζήτημα το οποίο εμπίπτει εντός της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Η σχετική διακριτική ευχέρεια ασκείται με γνώμονα την ισοζύγιση δύο παραγόντων, θεμελιωδών για την απονομή της δικαιοσύνης: Αφενός της ανάγκης αποτελεσματικής διασφάλισης του δικαιώματος ακρόασης του διαδίκου και αφετέρου της ανάγκης διασφάλισης ταχείας διεκπεραίωσης των δικαστικών υποθέσεων. Εφόσον η διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου κινείται εντός του πλαισίου που παρέχεται από το νόμο και δεν προκαλείται πασιφανής αδικία, το Εφετείο δεν επεμβαίνει.
Μετά την υπόμνηση των πιο πάνω βασικών αρχών, επιβεβλημένη είναι η παράθεση των κρίσιμων γεγονότων που καλύπτουν την ενώπιόν μας υπόθεση, δεδομένου ότι αιτήσεις αυτής της μορφής εξετάζονται υπό το πρίσμα των δεδομένων που τις καλύπτουν και τα οποία συνιστούν τον οδηγό άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου.
Το κλητήριο ένταλμα καταχωρήθηκε στις 19.3.2012. Οι ενάγοντες - Εφεσίβλητοι, τραπεζιτικός οργανισμός, αξίωναν, δυνάμει γραπτής συμφωνίας δανείου, ποσό €378.000 περίπου, πλέον σχετικούς τόκους και, περαιτέρω, διατάγματα εκποίησης υποθηκών. Το κλητήριο επιδόθηκε δεόντως στους εναγόμενους - Εφεσείοντες, οι οποίοι αμέλησαν να παρουσιαστούν στη δικαστική διαδικασία. Ως εκ τούτου, εκδόθηκε εναντίον τους απόφαση στις 8.5.2012. Ακολούθησε αίτηση παραμερισμού εκ μέρους των Εφεσειόντων ημερομηνίας 8.6.2012, η οποία εγκρίθηκε κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας και η εκδοθείσα απόφαση παραμερίστηκε στις 26.3.2013. Παρά ταύτα, οι Εφεσείοντες παρέλειψαν και πάλι να καταχωρήσουν σημείωμα εμφάνισης και, κατόπιν σχετικού αιτήματος, εκδόθηκε εκ νέου απόφαση εναντίον τους την 9.7.2013, με την οποία διατάχθηκαν όπως καταβάλουν αλληλέγγυα και/ή κεχωρισμένα στους Εφεσίβλητους το ποσό των €438.571,51, ως αποζημιώσεις για παράβαση συμφωνίας δανείου, πλέον σχετικούς τόκους και έξοδα. Επιπλέον διατάχθηκε η εκποίηση των επίδικων υποθηκών. Λίγες μέρες αργότερα, στις 15.7.2013, καταχωρήθηκε η δεύτερη αίτηση παραμερισμού της απόφασης, η οποία απορρίφθηκε μετά από ακροαματική διαδικασία, με απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ημερομηνίας 12.3.2014. Η απόφαση αυτή συνιστά και το αντικείμενο της παρούσας έφεσης.
Προβάλλουν οι Εφεσείοντες, μέσω δύο λόγων έφεσης οι οποίοι ουσιαστικά συμπλέκονται, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε εσφαλμένα τις αρχές που διέπουν το ζήτημα του παραμερισμού αποφάσεων που εκδίδονται λόγω μη καταχώρησης εμφάνισης και ότι, απορρίπτοντας την αίτηση παραμερισμού, παραβίασε το δικαίωμα των Εφεσειόντων προς ακρόαση της υπόθεσής τους, ενεργώντας κατά παράβαση των ΄Αρθρων 28.1, 30.1 και 30.3 του Συντάγματος και των αντίστοιχων ΄Αρθρων 6(1) και (3) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Το αίτημα για παραμερισμό απόφασης η οποία εκδόθηκε ερήμην, προϋποθέτει απόδειξη εκ πρώτης όψεως καλής υπεράσπισης και, επιπρόσθετα, ικανοποιητική εξήγηση για τον λόγο παράλειψης του αιτητή να παρουσιασθεί στη δικαστική διαδικασία. Στην ενώπιόν μας υπόθεση, το ζήτημα της απόδειξης συζητήσιμης υπεράσπισης κρίθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο στα πλαίσια εξέτασης της πρώτης αίτησης παραμερισμού της απόφασης. Εγινε δεκτό ότι καταδείχθηκε εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση. Υπό τις συνθήκες, κρίσιμο σημείο τριβής στην προσβαλλόμενη με την παρούσα έφεση απόφαση, αποτελεί πλέον η παράλειψη των Εφεσειόντων να προχωρήσουν στην καταχώρηση σημειώματος εμφάνισης προς τον σκοπό όπως καταστεί τελικά δυνατή η προώθηση της υπεράσπισής τους για δεύτερη φορά.
Ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου οι Εφεσείοντες - αιτητές, οι οποίοι είχαν και το βάρος αιτιολόγησης της παράλειψης τους να εμφανιστούν, υποστήριξαν το αίτημά τους με ένορκη δήλωση υπαλλήλου στο δικηγορικό γραφείο των συνηγόρων που τους εκπροσωπούν. Έθεσε η ενόρκως δηλούσα ότι «.... ευθύς μετά τον παραμερισμό της απόφασης στα τέλη Μαρτίου 2013, διευθέτησα ώστε να ετοιμασθεί το σχετικό διάταγμα προκειμένου να το επισυνάψω μαζί με το Σημείωμα Εμφάνισης των εναγομένων στο Δικαστήριο.» Ηταν, όπως ισχυρίστηκε, η πεποίθησή της, αλλά και «.. η καλή τη πίστει πρακτική που ακολουθείται σε τέτοιου είδους υποθέσεις» ότι το εν λόγω διάταγμα θα έπρεπε να συνοδεύει το Σημείωμα Εμφάνισης. Θέτει, τελικά, ότι εν αναμονή της σύνταξης του διατάγματος παραμερισμού εκδόθηκε η απόφαση της οποίας επιδιώκετο ο παραμερισμός.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αξιολογώντας τους πιο πάνω ισχυρισμούς, υπό το φως και της ένορκης δήλωσης που κατατέθηκε εκ μέρους των Εφεσιβλήτων προς υποστήριξη της ένστασής τους, έκρινε ότι η θέση της ενόρκως δηλούσας για τους Εφεσείοντες ότι ζήτησε το διάταγμα παραμερισμού περί το τέλος Μαρτίου του 2013 και ότι αυτό δεν ετοιμάσθηκε εγκαίρως λόγω υπαιτιότητας του Πρωτοκολλητείου είναι ψευδής, δεδομένου ότι, όπως εντοπιζόταν από το σχετικό βιβλίο καταχωρήσεων του Πρωτοκολλητείου, το αίτημα για ετοιμασία του διατάγματος έγινε τρεις περίπου μήνες αργότερα, ήτοι στις 18.6.2013. Έκρινε επίσης ότι τα όσα λέχθηκαν περί της αναγκαιότητας όπως το Σημείωμα Εμφάνισης συνοδεύεται από το σχετικό διάταγμα παραμερισμού δεν αποτελούσαν μέρος οποιασδήποτε πρακτικής, ούτε προβλέπεται κάτι σχετικό από οποιοδήποτε θεσμό. Υπό το φως αυτών των δεδομένων, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι η προσπάθεια αιτιολόγησης της παράλειψης των αιτητών - Εφεσειόντων να καταχωρήσουν σημείωμα εμφάνισης στηριζόταν σε ανυπόστατα στοιχεία, η δε συμπεριφορά τους καταδείκνυε περιφρονητική στάση έναντι της δικαστικής διαδικασίας.
Μας βρίσκει σύμφωνους η πρωτόδικη προσέγγιση. Όπως έχει κατ΄ επανάληψη νομολογηθεί (Φυλακτού κ.ά. ν. Μιχαήλ (1982) 1 ΑΑΔ 204, 210), η ταχεία διεκπεραίωση δικαστικών υποθέσεων αποτελεί αποφασιστικό παράγοντα για την αποτελεσματική διεκδίκηση των δικαιωμάτων των πολιτών. Αρχή, η οποία είναι στενά συνδεδεμένη με ένα εξίσου σημαντικό παράγοντα για την απονομή της δικαιοσύνης, την ανάγκη δηλαδή υποστήριξης της τελεσιδικίας. Το Δικαστήριο έχει κάθε εξουσία να αρνηθεί το επανάνοιγμα υπόθεσης, εάν η συμπεριφορά ενός διαδίκου είναι τέτοια που πλήττει τα θεμέλια της απονομής της δικαιοσύνης. Εν προκειμένω, η διαγωγή των Εφεσειόντων δεν θα μπορούσε να συγχωρεθεί, αφού συνιστούσε αδιαφορία που αναπόδραστα οδηγούσε σε αποτυχία της αίτησης για παραμερισμό. Ακριβώς διότι ήταν ασυγχώρητα περιφρονητική, μέχρι βαθμού καταφρόνησης της δικαστικής διαδικασίας και των δικαιωμάτων της αντίδικης πλευράς. Υπενθυμίζουμε ότι στους Εφεσείοντες είχε δοθεί δεύτερη ευκαιρία μέσω της επιτυχούς κατάληξης της πρώτης αίτησης για παραμερισμό, την οποία όχι μόνο δεν εκμεταλλεύθηκαν αλλά και επιχείρησαν, όπως βάσιμα έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο, να υποστυλώσουν, με ψευδείς ισχυρισμούς, το δεύτερο αίτημά τους για παραμερισμό της εκδοθείσας απόφασης. Εν τέλει, είναι οι δικές τους και μόνο παραλείψεις που οδήγησαν στην απώλεια του συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματός τους προς ακρόαση.
Η έφεση απορρίπτεται. Τα έξοδα, υπολογιζόμενα στο ποσό των €2500 πλέον ΦΠΑ, επιδικάζονται προς όφελος των Εφεσιβλήτων και εις βάρος των Εφεσειόντων.
Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.
Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
Τ.ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
ΣΦ.