ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Ναθαναήλ, Στέλιος Σταύρου Σταματίου, Κατερίνα Στυλιανίδου-Πούγιουρου, Αντρούλα Α. Αλεξόπουλος, για την Εφεσείουσα. για τον Εφεσίβλητο. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2019-04-09 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΤΖΙΑΡΡΗ ν. ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΥΔΑΤΟΠΡΟΜΗΘΕΙΑΣ ΛΑΡΝΑΚΑΣ, Πολιτική Έφεση Αρ. 95/2013, 9/4/2019 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2019:A135

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 95/2013)

 

9 Απριλίου 2019

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/στές]

 

xxx xxx ΤΖΙΑΡΡΗ,

Εφεσείουσα/Ενάγουσα

ΚΑΙ

 

ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΥΔΑΤΟΠΡΟΜΗΘΕΙΑΣ ΛΑΡΝΑΚΑΣ,

        Εφεσίβλητου/Εναγόμενου

-----------------------------------------------

Α. Αλεξόπουλος, για την Εφεσείουσα.

Μ. Λοΐζου (κα) με Κ. Χατζηαναστάση (κα) για Χ. Κυριακίδης Δ.Ε.Π.Ε,

για τον Εφεσίβλητο.

----------------------------------------------

 

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ:  Η ομόφωνη απόφαση του

Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Ναθαναήλ.

 

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:  Αγωγή της εφεσείουσας στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας με την οποία αξίωνε €7.115 ως αποζημιώσεις για ζημιά που προκλήθηκε στην περιουσία της λόγω αμέλειας και/ή παράβασης των εκ του Νόμου και Κανονισμών απορρεόντων καθηκόντων του εφεσίβλητου Συμβουλίου, απορρίφθηκε με απόφαση ημερ. 31.1.2013. 

 

        Το Δικαστήριο απόρριψε την αγωγή αφού αξιολόγησε επισταμένα την προσφερθείσα ενώπιον του μαρτυρία που αποτελείτο από τέσσερεις μάρτυρες εκ μέρους της εφεσείουσας και τρεις εκ μέρους του εφεσίβλητου Συμβουλίου.  Η εφεσείουσα με την αγωγή της είχε καταλογίσει στον εφεσίβλητο ότι ως  υπεύθυνος για την ομαλή ύδρευση της πόλης της Λάρνακας και/ή της διασωλήνωσης σε κάθε ένα υποστατικό με την τοποθέτηση κατάλληλων σωλήνων και κατάλληλων υδρομετρητών, αλλά και τη συντήρηση αυτών, πλημμελώς άσκησε τα καθήκοντα του, ώστε η παροχή νερού προς την κατοικία της να ήταν «προβληματική και/ή λανθασμένη και/ή κακή καθότι για αρκετό χρονικό διάστημα μη προβλεπτό και συνεχές προ του Σεπτεμβρίου του 2007, ποσότητα νερού διέφευγε των διασωληνώσεων, κατέληγε στο υπόστρωμα της κατοικίας της εναγούσης, με αποτέλεσμα η κατοικία της εναγούσης να υποστεί ζημίες.».  Θεώρησε λοιπόν ότι ήταν αμελής και παραβίασε τις εκ του Νόμου υποχρεώσεις του διότι δεν συντήρησε καθόλου ή πλημμελώς το τοπικό υδατικό δίκτυο, δεν αντιλήφθηκε εγκαίρως τη διαρροή και/ή απώλεια νερού, αμέλησε να συντηρήσει και/ή επιδιορθώσει το τοπικό υδατικό δίκτυο που σχετίζεται με την κατοικία της εφεσείουσας και γενικώς ενήργησε αμελώς για την επιδιόρθωση της διαρροής νερού.  Ως αποτέλεσμα αυτής της αμέλειας το πλακόστρωτο στην αριστερή είσοδο της κατοικίας, αλλά και μέρος της ακάλυπτης βεράντας, υπέστησαν καθίζηση για την επιδιόρθωση της οποίας, στη βάση των λεπτομερειών που παρασχέθησαν στην έκθεση απαίτησης, δαπανήθηκε το αξιωθέν ποσό. 

 

        Το Συμβούλιο Υδατοπρομήθειας Λάρνακας αρνήθηκε τους ισχυρισμούς της εφεσείουσας λέγοντας ότι στις 22.8.2007 εντόπισε και αποκατάστησε αυθημερόν ζημιά σε σωλήνα παροχέτευσης νερού στην οικία της εφεσείουσας, ζημιά που εν πάση περιπτώσει ήταν περιορισμένη και/ή μηδαμινή, η δε διαρροή ύδατος ήταν ελάχιστη και το νερό που διέρρευσε είχε διαφύγει μέσω του υδροπερατού υπεδάφους προς τα  υπόγεια νερά της περιοχής.  Ο εφεσίβλητος αρνήθηκε ότι η μικρή διαρροή που είχε σημειωθεί και που αποκαταστάθηκε αμέσως ήταν με οποιοδήποτε τρόπο  υπεύθυνη για τις ζημιές που υπέστη η εφεσείουσα και ήταν, εν πάση περιπτώσει, ασύνδετη με δική του αμέλεια.

 

        Το Δικαστήριο με απόφαση του εκτεινόμενη σε 40 σελίδες και έχοντας ως βάση ορισμένα μη αμφισβητηθέντα θέματα, όπως αυτή καθ΄ αυτή η ύπαρξη ζημιών στην επίδικη κατοικία, και ότι όντως υπήρξε διαρροή νερού σε σωλήνα παροχέτευσης νερού στην οδό Σ. Χ. στη Λάρνακα, έξω από την οικία της εφεσείουσας, προχώρησε να καταγράψει τους λόγους γιατί αποδέχθηκε τη μαρτυρία του εφεσίβλητου Συμβουλίου και όχι αυτή της εφεσείουσας με ιδιαίτερη ανάλυση και αναφορά στη μαρτυρία των Μ. Φ., Μ.Ε.2, πολιτικού μηχανικού.

 

 Αντίθετα αποδέχθηκε τη μαρτυρία του Κ. Γ., Μ.Υ.1, επιστάτη και υπευθύνου συνεργείου του εφεσίβλητου, ο οποίος μετά από οδηγίες εντόπισε με το πενταμελές συνεργείο του στο δρόμο δίπλα από το πεζοδρόμιο της κατοικίας της εφεσείουσας υγρασία και μετά από εκσκαφή, διαρροή σε σωλήνα διαμέτρου μισής ίντζας την οποία και επιδιόρθωσε αυθημερόν.  Η τρύπα στη σωλήνα ήταν πολύ μικρή, μεγέθους καρφίτσας, χαρακτηρίζοντας τη διαρροή «ζούμισμα», χωρίς να είχε διαπιστώσει διάβρωση, ζημιά ή καθίζηση του οδοστρώματος ή του πεζοδρομίου.  Κατά τον ίδιο τρόπο έγινε δεκτή και η μαρτυρία του Α. Α., Μ.Υ.2, τεχνικού επιθεωρητή του Συμβουλίου, ο οποίος είχε επιλέξει να επισκεφθεί επί τόπου την περιοχή μετά από παράπονο της εφεσείουσας, στη βάση δε φωτογραφιών, είχε διαπιστώσει ότι σε ακτίνα τριών μέτρων από τη διαρροή δεν υπήρχαν ζημιές, είτε στο υποστατικό της εφεσείουσας, είτε στο πλακόστρωτο της αυλής.  Υπήρχαν φθορές και ρωγμές και στο πίσω μέρος της οικίας σε βοηθητικό υποστατικό, αλλά και στο εξωτερικό περιτοίχισμα, ενώ η επιτόπια παρατήρηση έδειξε ότι το γειτονικό οικόπεδο είχε κλίση προς τον εξωτερικό τοίχο της οικίας της εφεσείουσας.  Ήταν η θέση του επίσης, επιβεβαιώνοντας και την ίδια την εφεσείουσα, ότι λόγω παρατεταμένης ανομβρίας υπήρχε, κατά την επίδικη χρονική περίοδο, περιορισμός στην παροχή νερού στους καταναλωτές. 

 

        Το Δικαστήριο δεν αποδέχθηκε όμως την υπόλοιπη μαρτυρία του, ιδιαιτέρως σ΄ ότι αφορούσε τα συμπεράσματα και θέσεις του ότι η ζημιά οφειλόταν σε λόγους εδαφικούς, σε αποσάρθρωση του εδάφους και ακαταλληλότητα των υλικών επιχωμάτωσης ή ότι οι ζημιές οφείλονταν στην υψηλή στάθμη των υπογείων υδάτων.  Ο λόγος της μη αποδοχής αυτών των θέσεων δεν ήταν η μη λογική και η βασιμότητα των συμπερασμάτων, αλλά το γεγονός ότι ο μάρτυρας παρά την πολυετή πείρα του ως τεχνικός για βλάβες στο δίκτυο υδροδότησης, δεν είχε την επιστημονική ή εμπειρική γνώση για τέτοιους είδους διαπιστώσεις που αφορούσαν σε καθιζήσεις εδάφους.  Οι θέσεις του μάρτυρα αυτού, ήταν, άλλωστε, τμήμα των θέσεων που κατέγραψε στην έκθεση του ο επόμενος μάρτυρας του Συμβουλίου, Μ.Υ.3.

 

        Το Δικαστήριο λοιπόν  αποδέχθηκε τη μαρτυρία του Ν. Σ., Μ.Υ.3, πολιτικού μηχανικού με ειδίκευση στην Εδαφοτεχνική που εργαζόταν στην AH Soil Engineering Limited ως διευθυντής. Κατά το Δικαστήριο, αυτός ήταν ο κατ΄ εξοχήν εμπειρογνώμονας για το ζήτημα που είχε τις απαραίτητες γνώσεις με 45 χρόνια πείρα σε γαιοτεχνικές και εδαφολογικές μελέτες.  Ενεπλάκη στην υπόθεση σχεδόν πέντε χρόνια μετά τη διαρροή και τέσσερα μετά τις επιδιορθώσεις, όταν ο εφεσίβλητος του ανέθεσε να διερευνήσει κατά πόσο η επίδικη διαρροή μπορούσε να είχε ως αποτέλεσμα τις επίδικες ζημιές.

 

 Ο μάρτυρας είχε στις 6.4.2012 επισκεφθεί την οικία με τεχνικούς του εφεσίβλητου Συμβουλίου και με τη χρήση κατάλληλου εκσκαφέα προχώρησε στην ανόρυξη ερευνητικού φρεατίου  βάθους 1½ μέτρου στο διπλανό κενό οικόπεδο με στόχο τη διερεύνηση της κατάστασης του  υπεδάφους και του βάθους του υδροφόρου ορίζοντα.  Τα αποτελέσματα της ανόρυξης δεν αμφισβητήθηκαν και αποτέλεσαν ευρήματα του Δικαστηρίου.  Διαπιστώθηκε ότι τα πρώτα 30 εκατοστά του εδάφους αποτελούντο από χαλαρό, ιλυούχο και αργυλούχο χώμα, τα επόμενα 90 εκατοστά ήταν μαλακή αργυλο-ιλύς με ίχνη λεπτόκοκκων χαλικιών και τα τελευταία 30 εκατοστά ήταν χαλαρή λεπτόκοκκος άμμος.  Ο υδροφορέας εντοπίστηκε σε βάθος 1.40 μέτρα με το άνω μέρος του εδάφους να ήταν χαλαρό και με σχετικά χαμηλή αντοχή και μέχρι βάθους 1.20 μέτρα το έδαφος είχε πολύ χαμηλή διαπερατότητα.  Το Δικαστήριο δέχθηκε τη μαρτυρία του ότι για να προκαλούνταν τέτοιες ζημιές στην οικία της εφεσείουσας, θα έπρεπε, κατά πρώτον, η διαρροή να ήταν πολύ μεγάλη και με αρκετή πίεση ώστε να προκαλείτο πρώτα διάβρωση του εδάφους στην περιοχή της διαρροής, επεκτεινόμενη σιγά σιγά σε μεγαλύτερη απόσταση μέχρι τις ζημιές.  Δεν δέχθηκε όμως το δεύτερο συμπέρασμα του  ότι οι καθιζήσεις οφείλονταν στη μη ικανοποιητική συμπύκνωση της επιχωμάτωσης κάτω από το πλακόστρωτο και τη θεμελιοδοκό και αυτό διότι ο ίδιος δεν είχε προσωπική γνώση πώς είχε γίνει η επιχωμάτωση το 1998, δεν προέβη σε κάποια έρευνα για αυτή την επιχωμάτωση και δεν ήταν δυνατό να εξαχθεί συμπέρασμα ως προς αυτό από τις φωτογραφίες και μόνο οι οποίες έδειχναν τα αποτελέσματα, αλλά όχι και τα αίτια της ζημιάς.

 

        Όπως ήδη λέχθηκε, η αντίθετη μαρτυρία του Μ. Φ., Μ.Ε.2, δεν έγινε δεκτή.  Αυτό διότι ο μάρτυρας δεν εφοδίασε το Δικαστήριο με τα απαραίτητα επιστημονικά κριτήρια και στοιχεία για να ήταν δυνατό για το Δικαστήριο να εξαγάγει τα δικά του συμπεράσματα.  Ο μάρτυρας είχε επισκεφθεί το χώρο και διαπιστώσει την καθίζηση και ζημιές στην τοιχοποιΐα πολύ πριν τις επιδιορθώσεις και είχε ετοιμάσει την έκθεση του περίπου δώδεκα μήνες προηγουμένως.  Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι ζημιές οφείλονταν στη διαρροή του νερού, αλλά απέτυχε να εξηγήσει «με σαφήνεια και πληρότητα τη συλλογιστική που τον οδήγησε στη διαμόρφωση του συμπεράσματος αυτού».  Ο μάρτυρας δεν εξήγησε ποιες αναλύσεις, εξετάσεις ή μεθόδους ακολούθησε για να απέκλειε ότι η διάβρωση μπορούσε να προκληθεί και από άλλες αιτίες, εκτός από τη «συνεχή διαρροή νερού», για την οποία εν πάση περιπτώσει δεν υπήρχε άμεση ή περιστατική μαρτυρία, όπως η παρουσία αλάτων, κακή συμπύκνωση του χώματος κ.ά., που ο ίδιος δέχθηκε ότι αποτελούσαν αιτίες δημιουργίας τέτοιου προβλήματος.  Ο μάρτυρας είχε επίσης δεχθεί ότι ο υδροφόρος ορίζοντας στην περιοχή της οικίας της εφεσείουσας ήταν ψηλός, αλλά δεν προέβηκε σε κάποια διερευνητική διαδικασία αποκλεισμού του στοιχείου ατού ως πιθανού αιτίου για τις ζημιές.

 

        Το Δικαστήριο επίσης σημείωσε ότι είχε κατά την αντεξέταση προσπαθήσει να διαφοροποιηθεί από τα όσα είχε καταγράψει στην έκθεση του χωρίς να είχε τη δυνατότητα να είχε προβεί σε παρατηρήσεις υπογείως, ενώ δεν είχε επιβλέψει ούτε τις εργασίες επιδιόρθωσης που είχαν πραγματοποιηθεί το επόμενο έτος.  Η τοποθέτηση του ότι εντοπίζονται πολλές φορές σε αρκετή απόσταση ζημιές λόγω διαρροής νερού παρέμεινε μια γενική τοποθέτηση χωρίς περαιτέρω διερεύνηση.

 

        Το Δικαστήριο αποδέχθηκε τις παρατηρήσεις της εφεσείουσας και του συζύγου της Μ.Ε.3, ως προς τις ζημίες που είχαν παρατηρήσει και την  καθίζηση, παρά τη διαφορά μεταξύ τους ως προς τον επακριβή χρόνο, αλλά από τις αυθόρμητες θέσεις τους προέκυπτε πράγματι ότι η καθίζηση είχε συμβεί στις αρχές του 2007 και ότι γύρω στο Φεβρουάριο, Μάρτιο είχαν αντιληφθεί και μείωση της παροχής νερού, αλλά δεν είχαν ανησυχήσει διότι εκείνη την περίοδο υπήρχε πρόβλημα ανομβρίας και γενικότερης μείωσης της υδατοπρομήθειας.  Η μαρτυρία και των δύο συνέκλινε στο ότι οι καθιζήσεις παρατηρήθηκαν στο πλακόστρωτο στη βεράντα και στο εξωτερικό περιτοίχισμα της οικίας, ο δε σύζυγος της εφεσείουσας, Μ.Ε.3, ήταν παρών στις 22.8.2007, όταν το συνεργείο του εφεσίβλητου Συμβουλίου επισκέφθηκε την οικία και επιδιόρθωσε τη βλάβη.  Το Δικαστήριο δεν αποδέχθηκε τη μαρτυρία του  Μ.Ε.3, ότι ο διευθυντής του Συμβουλίου είχε παραδεχθεί ευθύνη με την επιστολή του ημερ. 26.2.2008, εφόσον η επιστολή αυτή δεν περιείχε τέτοια παραδοχή.  Ούτε προέκυπτε τέτοια παραδοχή από το γεγονός ότι ο διευθυντής του Συμβουλίου ρώτησε τον Μ.Ε.3 αν ήταν διατεθειμένος να προσέλθει σε κάποιο συμβιβασμό υπό την αίρεση  βεβαίως τελικής απόφασης από το Συμβούλιο, ενώ αν υπήρχε τέτοια διευθέτηση και μάλιστα οριστική θα ήταν λογικά αναμενόμενο η εφεσείουσα να το επικαλείτο στην αλληλογραφία της με το εφεσίβλητο Συμβούλιο, αλλά και στην έκθεση απαίτησης. 

 

        Ο τελευταίος μάρτυρας εκ μέρους της εφεσείουσας, ο Σ. Μ., Μ.Ε.4, ήταν ο εργολάβος που είχε εκτελέσει εργασίες τοποθέτησης σιδήρου και μπετόν στην οικία της εφεσείουσας το 1998-1999.  Το 2008 όταν επισκέφθηκε και πάλι την οικοδομή είχε διαπιστώσει αρκετή βλάβη και σχετική υγρασία στο έδαφος.  Όλες οι ζημιές ήταν εντός της κατοικίας και υπέβαλε προσφορά και εξέδωσε απόδειξη είσπραξης αφού επιδιόρθωσε ό,τι ήταν αναγκαίο προσθέτοντας και εργασίες στο σαλόνι αφού και εκεί είχε παρατηρήσει καθίζηση.  Από τη μαρτυρία του το Δικαστήριο δεν δέχθηκε ότι είχε υποβάλει προσφορά πριν την έναρξη των εργασιών αφού έφερε ημερομηνία μεταγενέστερη των εργασιών και δεν είχαν αναφερθεί σ΄ αυτήν ούτε η εφεσείουσα ή ο σύζυγος της.

 

        Οι λόγοι έφεσης εστιάζουν στην κατ΄ ισχυρισμό εσφαλμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας και στο συμπέρασμα του Δικαστηρίου ότι αν υπήρχε τρύπα μισής ίντζας σε σωλήνα μισής ίντζας, τότε θα υπήρχε πλήρης διακοπή νερού και ολική καταστροφή της σωλήνας.  Το Δικαστήριο δεν αξιολόγησε ορθά τη μαρτυρία του Μ.Υ.2, κατά την οποία είχε δηλώσει ότι δεν γνώριζε πώς το Συμβούλιο έλαβε γνώση μιας κατ΄ ισχυρισμόν μικρής τρύπας εφόσον, ιδιαιτέρως, δεν  υπήρχε περίπτωση το εφεσίβλητο Συμβούλιο μέσω του συστήματος του  να αντιληφθεί μια τόσο μικρή βλάβη μεγέθους καρφίτσας.  Δεν υπήρχε τρόπος το Συμβούλιο να εντοπίσει τέτοιο πρόβλημα και, επομένως, δεν ήταν δυνατό η διαρροή να ήταν μικρή, αλλά αντίθετα ήταν μεγάλη όπως και το Δικαστήριο ανέφερε στην απόφαση του ότι για να εντοπιζόταν η διαρροή μέσω του συστήματος, αυτή πρέπει να ήταν κάποιας ισχύος.  Το Δικαστήριο περαιτέρω δεν αξιολόγησε ορθά την παραδοχή του Συμβουλίου ότι υπήρχε τρύπα σε σωλήνα η οποία ήταν υπό την ευθύνη του, ενώ οι Μ.Υ.2 και Μ.Υ.3 απέφυγαν επιμελώς να συμπεριλάβουν στα αίτια μιας καθίζησης και τη διαρροή νερού.  Λανθασμένα επίσης δεν δόθηκε σημασία στο ότι αν η διαρροή ήταν τόσο μικρή, όπως οι μάρτυρες του Συμβουλίου ανέφεραν στη μαρτυρία τους, τότε ήταν αδύνατο να παρουσιάσει ο δρόμος υγρασία.

 

        Το Δικαστήριο περαιτέρω αντέστρεψε το βάρος απόδειξης εφόσον συνεπεία της παραδοχής του εφεσίβλητου ότι  υπήρχε βλάβη σε σωλήνα είχε δημιουργηθεί τουλάχιστον τεκμήριο ότι η ζημιά στην περιουσία της εφεσείουσας είχε προκληθεί ακριβώς από αυτή τη βλάβη.  Συναφώς το Δικαστήριο λανθασμένα ερμήνευσε την αρχή του res ipsa loquitur.  Πρόσθετα, το Δικαστήριο λανθασμένα θεώρησε ότι προσφέρθηκε μαρτυρία για ζημιές στο σαλόνι του σπιτιού και ότι αυτές δεν είχαν δικογραφηθεί διότι ουδέποτε ο Μ.Ε.4 αναφέρθηκε σε τέτοιες ζημιές.  Όλες οι αποζημιώσεις που ζητούνταν είχαν ορθά δικογραφηθεί.

 

        Η αντίθετη θέση του εφεσίβλητου Συμβουλίου μέσα από το περίγραμμα του ήταν ότι το Δικαστήριο ορθά κατέληξε στην απόρριψη της αγωγής μετά από εύλογη αξιολόγηση της μαρτυρίας, η οποία κατά κανόνα δεν ελέγχεται από το Εφετείο και ουδεμία αντιστροφή του βάρους απόδειξης συνέβη εφόσον το Δικαστήριο ορθά ανέγνωσε την αρχή του res ipsa loquitur και ορθά κατέληξε στο ότι δεν υφίστατο αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της βλάβης και της ζημιάς με αποτέλεσμα η εν λόγω αρχή να μην μπορούσε να τύχει εφαρμογής.  Περαιτέρω, ουδέποτε  υπήρξε μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου ότι η βλάβη στη σωλήνα και η ζημία που προκλήθηκε στην οικία της εφεσείουσας ήταν ταυτόχρονη χρονικά, αλλά αντίθετα οι ζημιές στην οικία είχαν παρατηρηθεί τουλάχιστον από τις αρχές του 2007, ενώ η βλάβη στη σωλήνα παροχέτευσης νερού εντοπίστηκε και επιδιορθώθηκε από τον εφεσίβλητο αυθημερόν στις 22.8.2007 κατόπιν ειδοποίησης του.  Η βλάβη ήταν παραδεκτή, όμως δεν ήταν παραδεκτό ποτέ το μέγεθος της βλάβης όπως ήταν και οι θέσεις των  μαρτύρων του εφεσίβλητου, αλλά και ο δικογραφημένος ισχυρισμός του ότι οι όποιες ζημιές στην οικία δεν είχαν σχέση  με τη βλάβη που παρατηρήθηκε.  Ως προς τις ζημιές στο σαλόνι πέραν του γεγονότος ότι το Δικαστήριο ορθά κατέληξε ότι η εφεσείουσα δεν θεμελίωσε την ευθύνη του εφεσίβλητου, οι ζημιές στο σαλόνι αποτέλεσαν μέρος των εργασιών αποκατάστασης της ζημιάς οι οποίες εν πάση περιπτώσει δεν είχαν ορθά και πλήρως δικογραφηθεί. 

 

        Εξετάζοντας την έφεση είναι ορθό να υπομνησθεί η γενικότερη αρχή ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας και η κατάληξη σε ευρήματα είναι έργο που αφορά κατ' εξοχήν το πρωτόδικο Δικαστήριο.  Το Εφετείο δικαιολογείται να παρέμβει μόνο εφόσον εξ αντικειμένου διαφαίνεται ότι τα ευρήματα τα οποία εξήχθησαν στη βάση της αξιολόγησης της μαρτυρίας ήταν ανυπόστατα ή παράλογα ή αυθαίρετα ή μη υποστηριζόμενα από την όλη μαρτυρία.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο είναι σε καλύτερη θέση από το Εφετείο να αξιολογήσει τη μαρτυρία εφόσον είναι αυτό που παρακολουθεί τους μάρτυρες ενώ καταθέτουν και θέτει τη μαρτυρία τους υπό τη βάσανο της λογικής, της ανθρώπινης εμπειρίας και της αντιπαραβολής της με τη δικογραφία και τα υπόλοιπα τεκμήρια που τίθενται ενώπιον του, (δέστε Tekinder Pal κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 551, 555 και Baloise Insurance Co. Ltd v. Κατωμονιάτη κ.ά. (2008) 1 Α.Α.Δ. 1275).

        Η έφεση δεν μπορεί να επιτύχει.  Κατ΄ αρχάς, το Δικαστήριο κατέγραψε ικανοποιητικούς λόγους για τους οποίους δέχθηκε ότι η οπή στη σωλήνα ήταν πολύ μικρή, ως ένα γεγονός που είχε τύχει άμεσης παρατήρησης από τον Μ.Υ.1, ο οποίος είχε μεταβεί στην περιοχή για να εντοπίσει το πρόβλημα, αν  υπήρχε, και να το διορθώσει.  Η μαρτυρία ήταν σταθερή και η αντεξέταση του σύντομη σχετικά.  Το κύριο σημείο της αφορούσε τη θέση του μάρτυρα ότι η οπή ήταν πολύ μικρή, υπήρχε υγρασία στο έδαφος, αλλά δεν υπήρχε και άλλη τρύπα πολύ μεγαλύτερη μεγέθους ½ ίντζας, όπως ήταν η υποβολή της εφεσείουσας.  Ο μάρτυρας χαρακτηρίστηκε από το Δικαστήριο ως ειλικρινής και αξιόπιστος, παρατηρώντας ότι ούτε η θέση του ότι υπήρχε υγρασία στο δρόμο, ούτε το  μικρό μέγεθος της οπής είχαν αμφισβητηθεί.  Η θέση ήταν πως υπήρχε και δεύτερη τρύπα πολύ μεγαλύτερου μεγέθους, ισχυρισμός όμως, τον οποίο, ουδεμία άλλη μαρτυρία συνέδραμε.

 

        Ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσείουσας οικοδόμησε επί του επιχειρήματος ότι το Δικαστήριο λανθασμένα ανέφερε ότι αν υπήρχε τρύπα ½ ίντζας σε σωλήνα ιδίου διαμετρήματος, τότε θα υπήρχε ολική καταστροφή της σωλήνας και πλήρης διακοπή νερού.  Κατά την εισήγηση αν η τρύπα ήταν κατά μήκος και όχι κάθετα στη σωλήνα, θα υπήρχε και τρύπα του μεγέθους της ½ ίντζας και ακόμη μεγαλύτερη και δεν θα υπήρχε ούτε διακοπή νερού.  Αυτά όμως αποτελούν σενάρια χωρίς το παραμικρό υποστηρικτικό στοιχείο.  Ο μάρτυρας δεν ρωτήθηκε για κατά μήκος ή εγκάρσια τομή κατά την αντεξέταση.  Του υπεβλήθη μόνο ότι υπήρχε προηγούμενη τρύπα στη σωλήνα, πρόσθετα δε, ή και αντιφατικά, ότι ακόμη και μόνο η μικρή τρύπα να υπήρχε, η διαρροή αυτή σε διάστημα έξι μηνών και πλέον θα επέφερε απώλεια τουλάχιστον εκατό τόνων νερού.  Είναι πρόδηλο ότι δεν μπορούν εκ των υστέρων να προβάλλονται τέτοια επιχειρήματα χωρίς τη θεμελίωση γεγονότων.  Το τι ανέφερε το Δικαστήριο δεν έχει σημασία διότι πέραν του γεγονός ότι ήταν μία εκ του περισσού διατύπωση μίας θέσης υποστηρικτικής της σκέψης του, το γεγονός παραμένει ότι το εύρημα του ήταν ότι η οπή ήταν πολύ μικρή και δεν  υπήρχε δεύτερη.

 

        Είναι πρόδηλο ότι με αυτό το εύρημα του Δικαστηρίου περί μιας μικρής οπής στη σωλήνα παροχέτευσης νερού, το οποίο στηρίχθηκε επί της προσφερθείσας μαρτυρίας, η κατάληξη δεν μπορούσε να ήταν διαφορετική.  Αυτή ήταν η εκκίνηση για τις περαιτέρω διαπιστώσεις του Δικαστηρίου, καταλήγοντας στην απόρριψη της αγωγής.  Το ποιος ειδοποίησε για τη διαρροή είναι δευτερεύον ζήτημα διότι σημασία έχει το τι εντοπίστηκε επί του εδάφους.  Όμως, η μαρτυρία του συζύγου της εφεσείουσας, Μ.Ε.3, δείχνει ότι ήταν ο ίδιος που ειδοποίησε τον εφεσίβλητο, (σελ. 52 και 60 των πρακτικών), όταν είδε από πού προερχόταν η καθίζηση.  Επομένως, ούτε ο λόγος έφεσης περί του ότι ήταν ο ίδιος ο εφεσίβλητος που εντόπισε το πρόβλημα μέσω του συστήματος διότι υπήρχε μεγάλη απώλεια νερού από τις σωληνώσεις, ευσταθεί.  Το ότι ο Μ.Ε.3 αναφέρθηκε σε «λίμνη», ιστάμενος πάνω από την εκσκαφή  και ότι είχε μεγάλη πίεση το νερό, ορθώς δεν έγινε δεκτό από το Δικαστήριο δεδομένου ότι δέχθηκε ότι δεν είχε δει ο ίδιος την τρύπα, και δεν φαινόταν καθαρά το τοπίο κάτω λόγω του νερού.  Το Δικαστήριο εύλογα ανέφερε ότι η εκσκαφή ήταν σχετικά μικρού ανοίγματος, υπήρχε ένα συνεργείο εκεί από πέντε άτομα και υπήρξε αντικατάσταση της σωλήνας.

 

        Η υπόλοιπη επιχειρηματολογία ως προς την εκ μέρους του Δικαστηρίου αξιολόγηση της μαρτυρίας των εμπειρογνωμόνων, επίσης δεν είναι βάσιμη.  Τα συμπεράσματα του, έχοντας ορθώς καταγράψει τη νομολογία ως προς την αντιμετώπιση των μαρτύρων αυτών, όχι μόνο είναι λογικά, αλλά είναι και αποτέλεσμα ορθής και ισοζυγισμένης αξιολόγησης.  Το Δικαστήριο δεν δέχθηκε εκείνο το μέρος της μαρτυρίας του Μ.Υ.3, ως προς το δεύτερο κατά την άποψη του αίτιο για την πρόκληση τέτοιας ζημιάς που αναφερόταν στην επιχωμάτωση και τη συμπίεση του εδάφους.  Ούτε δέχθηκε τις θέσεις του Μ.Υ.2, ως προς τα αίτια αφού δεν ήταν ειδικός σ΄ αντίθεση με τον Μ.Υ.3, τα προσόντα του οποίου δεν αμφισβητήθηκαν.  Ο Μ.Υ.3 ρητώς αναφέρθηκε στο νερό ως αιτία ζημίας υπό την προϋπόθεση ότι  υπάρχει μεγάλη διαρροή και για κάποιο διάστημα οπόταν θα δημιουργείτο διάβρωση του εδάφους στο σημείο της διαρροής και καθίζηση εδάφους, μη παρατηρηθέντα στην υπόθεση.  Επομένως ο Μ.Υ.3 αναφέρθηκε στο ζήτημα ευθέως, απλώς δεν ήταν το αίτιο στην επίδικη περίπτωση.

 

        Από την άλλη ορθά απέρριψε για τους λόγους που παρέθεσε, τη μαρτυρία του εμπειρογνώμονα της εφεσείουσας λόγω έλλειψης παροχής των επιστημονικών εκείνων δεδομένων που θα βοηθούσαν το Δικαστήριο για να καταλήξει στα δικά του συμπεράσματα ούτως ώστε το Δικαστήριο να ήταν δυνατό να συνδέσει τη ζημιά που έγινε στην οικία της εφεσείουσας με τη βλάβη στην υδροδότηση έξω από την οικία αυτής.  Δεν υπάρχει άλλωστε ευθέως λόγος έφεσης που να αντιστρατεύεται την απόρριψη της μαρτυρίας του Μ.Ε.2.

 

        Κατά την εφεσείουσα, το Δικαστήριο δεν αξιολόγησε ορθά την παραδοχή του εφεσίβλητου ως προς τη βλάβη στη σωλήνα μαζί με την ταυτόχρονη έλευση της ζημιάς στην περιουσία της εφεσείουσας που δημιουργούσε ένα τεκμήριο μαχητό ως προς τη φυσική συνέπεια των πραγμάτων ότι, δηλαδή, οι ζημιές δημιουργήθηκαν λόγω της ύπαρξης τρύπας στη σωλήνα.  Δεν υπάρχει, όμως, κατ΄ αρχάς, πουθενά παραδοχή περί ευθύνης του εφεσίβλητου όχι σε ό,τι αφορά την καθ΄ αυτή ύπαρξη της βλάβης, αλλά στο ότι η βλάβη αυτή ήταν  υπεύθυνη για τη δημιουργία της ζημιάς.  Η δικογραφημένη θέση του εφεσίβλητου ήταν ότι οι ζημιές στην οικία της εφεσείουσας οφείλονταν σε άλλες πιθανές αιτίες και όχι στη συγκεκριμένη βλάβη της σωλήνας.  Το Δικαστήριο ορθά έκρινε ότι εκ της επιστολής, Τεκμήριο 6, που απέστειλε το εφεσίβλητο Συμβούλιο μέσω του διευθυντή του προς το συνήγορο της εφεσείουσας στις 26.2.2008, δεν προκύπτει οποιαδήποτε παραδοχή παρά μόνο ότι το εφεσίβλητο Συμβούλιο θα εξέταζε τους ισχυρισμούς για πρόκληση ζημιών λόγω διαρροής από το σωλήνα παροχέτευσης νερού.  Από την άλλη, δεν υπάρχει χρονική ταύτιση μεταξύ της βλάβης και της ζημιάς εφόσον από τη μαρτυρία, οι ζημιές είχαν διαπιστωθεί από την εφεσείουσα και το σύζυγο της στις αρχές του 2007, η δε βλάβη στη σωλήνα εντοπίστηκε και επιδιορθώθηκε στις 22.8.2007.  Δεν μπορεί, επομένως, να εξάγεται οποιοδήποτε τεκμήριο  υπέρ της εφεσείουσας και ορθά το Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή στη βάση του ότι στο τέλος της ημέρας δεν εξαγόταν οποιαδήποτε αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της βλάβης και των ζημιών. 

 

        Όσον αφορά τη λανθασμένη κατ΄ ισχυρισμόν εφαρμογή της αρχής του res ipsa loquitur, είναι δεδομένο ότι το δόγμα αυτό είναι αποδεικτικής σημασίας και όχι ουσιαστικής υφής και δεν έχει αναχθεί σε αρχή ουσιαστικού δικαίου.  Παρά το ότι η δικογράφηση του δεν θεωρείται αναγκαία, εν τούτοις ως θέμα πρακτικής είναι ορθότερο να καταγράφεται η επίκληση του.  Το δόγμα είναι στην ουσία μια προσέγγιση κοινής λογικής της όλης μαρτυρίας και της επίπτωσης της, εκεί όπου  στην προσπάθεια του ενάγοντα να στοιχειοθετήσει αμέλεια δεν είναι σε θέση να αποδείξει με ακρίβεια ποιο ήταν το γεγονός, ή, η παράλειψη που έθεσε σε τροχιά τα δεδομένα που εν τέλει οδήγησαν στο ατύχημα και στη ζημιά, (Κύπρος Ξενοφώντος ν. 1. K.N. Zoo Bar Restaurant Ltd κ.ά., Πολ. Έφ. αρ. 447/2011, ημερ. 15.12.2016).  Στην προκείμενη υπόθεση, πέραν του γεγονότος ότι η εφεσείουσα καταλόγισε συγκεκριμένες πράξεις ή παραλείψεις αμέλειας του εφεσίβλητου, η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ του προβλήματος που εντοπίστηκε στη σωλήνα και των ζημιών στην οικία της εφεσείουσας, δεν απεδείχθη.  Η αιτιώδης συνάφεια είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να τύχει εξέτασης, κατά περίπτωση, το δόγμα, (Edwards v. Γενικού Εισαγγελέα (2004) 1 Α.Α.Δ. 1145 και Ράλλης Μακρίδης & Υιοί Λτδ ν. Λουκά (2003) 1 Α.Α.Δ. 447).  Επομένως, ορθά το Δικαστήριο δεν στηρίχθηκε με οποιοδήποτε τρόπο στο συγκεκριμένο δόγμα εφόσον η εφεσείουσα είχε το πρώτον αποτύχει να συνδέσει τις οποιεσδήποτε πράξεις ή παραλείψεις του εφεσίβλητου Συμβουλίου με τις συγκεκριμένες ζημιές επί της οικίας της.

 

        Υπό το φως όλων των ανωτέρω, δεν παρίσταται λόγος να εξεταστεί ο τέταρτος λόγος έφεσης που αφορά τη δοθείσα μαρτυρία για τις επιδιορθώσεις  των ζημιών και την απόρριψη των σχετικών κονδυλίων.

 

        Η έφεση απορρίπτεται με €2.500 έξοδα εναντίον της εφεσείουσας και υπέρ το εφεσίβλητου.

 

 

               

 

                                                Δ.

 

 

 

 

                                                Δ.

 

 

 

 

                                                Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο