ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2019:D163
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 51/2019)
24 Απριλίου, 2019
[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ 2018
KAI
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ xxx TOLKACHEVA, ΑΠΟ ΤΗ ΡΩΣΣΙΑ, ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI ΚΑΙ/Ή ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI ΚΑΙ/Ή PROHIBITION
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΠΡΟΣΩΡΙΝΟ ΕΝΤΑΛΜΑ ΣΥΛΛΗΨΗΣ, ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 06/02/2019 ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ, ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 8(1)(Β), 8(2) ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΕΚΔΟΣΕΩΣ ΦΥΓΟΔΙΚΩΝ ΝΟΜΟΥ 97/70.
_ _ _ _ _ _
κ. Α. Ανδρέου με κ. Μ. Πογιατζή, για την Αιτήτρια.
κα Ε. Φλωρέντζου, δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Καθ΄ης
η Αίτηση.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Μετά από σχετική άδεια, καταχωρίστηκε η υπό κρίση αίτηση για έκδοση εντάλματος certiorari, με στόχο την ακύρωση του προσωρινού εντάλματος σύλληψης που εκδόθηκε εναντίον της αιτήτριας στις 6.2.2019, δυνάμει του περί Φυγοδίκων Νόμου του 1990, Ν.97/1990. Στο μεταξύ, αναστάληκε η διαδικασία έκδοσής της που βρίσκεται σε εξέλιξη, με την παρουσίαση μαρτυρίας.
Τα γεγονότα που προηγήθηκαν της έκδοσης του επίδικου εντάλματος, καθώς και όσα ακολούθησαν, μέχρι την καταχώρηση της αίτησης για άδεια στις 22.3.2019, καταγράφονται, σε συνοπτική μορφή, στην απόφαση στην Πολιτική Αίτηση 45/2019, ημερομηνίας 29.3.2019, ECLI:CY:AD:2019:D117, και δεν θεωρώ σκόπιμο να τα επαναλάβω. Θα αναφερθώ σε όσα γεγονότα απαιτείται να γίνει ειδική μνεία για σκοπούς της παρούσας.
Στις 6.2.2019 εκδόθηκε από Επαρχιακό Δικαστή προσωρινό ένταλμα σύλληψης εναντίον της αιτήτριας, δυνάμει του άρθρου 8(1)(β) του περί Φυγοδίκων Νόμου του 1970, Ν.97/1970. Σύμφωνα με το επίδικο ένταλμα, η αιτήτρια καταζητείτο από της Αρχές της Ρωσίας για ποινική δίωξη, δυνάμει εντάλματος σύλληψης που εκδόθηκε από το Δικαστήριο της πόλης Tula στη Ρωσία, ημερομηνίας 20.10.2017, σχετικά με το αδίκημα απόπειρας απάτης σοβαρής μορφής, κατά παράβαση του Ρωσικού Ποινικού Κώδικα, το οποίο συνιστά και διάφορες παραβάσεις του Κυπριακού Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.
Η άδεια για την καταχώρηση της παρούσας αίτησης δόθηκε στη βάση του ότι, δυνάμει του άρθρου 8(1)(β) του περί Φυγοδίκων Νόμου του 1970, Ν.97/1970 (στο εξής «ο Νόμος»), ένα τέτοιο ένταλμα θα έπρεπε να εκδοθεί από Πρόεδρο Επαρχιακού Δικαστηρίου και όχι από Επαρχιακό Δικαστή.
Καταχωρήθηκε εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα ένσταση, η οποία εδράζεται σε επτά λόγους. Κύρια θέση του είναι ότι η αίτηση είναι άνευ αντικειμένου, καθότι δεν εγέρθηκε το ζήτημα αυτό προδικαστικά. Μετά την καταχώρηση της εξουσιοδότησης του Υπουργού, η διαδικασία της εξασφάλισης της παρουσίας της εκζητούμενης στο Δικαστήριο τίθεται σε νέα βάση. Η όποια διαδικασία αμφισβήτησης του εντάλματος θα έπρεπε να είχε καταχωρηθεί, είτε πριν την έναρξη της διαδικασίας στις 8.2.2019 ή της ακρόασης της αίτησης, με την παρουσίαση μαρτυρίας η οποία έγινε στις 19 και 20.3.2019. Από τότε η αιτήτρια αποδέχθηκε τη διαδικασία και ακούστηκε μαρτυρία σ΄ αυτήν. Η αξίωση από την αιτήτρια προνομιακού εντάλματος επειδή διαφωνεί, όχι με την έναρξη της διαδικασίας από 8.2.2019, αλλά με το τυπικό μέρος της υπογραφής του εντάλματος σύλληψης από Επαρχιακό Δικαστή, το οποίο διήρκησε μόνο μέχρι την καταχώρηση εξουσιοδότησης, είναι ανεπιθύμητη και οδηγεί στον κατατεμαχισμό και αποτελμάτωση της κυρίως διαδικασίας. Προβάλλεται, περαιτέρω, η εισήγηση ότι η αναφορά στο Νόμο σε Πρόεδρο Επαρχιακού Δικαστηρίου είναι τυπική, εφόσον τα καθήκοντα της θέσης Επαρχιακού Δικαστή και Προέδρου Επαρχιακού Δικαστηρίου δε διαφοροποιούνται.
Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των δύο πλευρών, ανέπτυξαν τις αντίστοιχες θέσεις τους σε γραπτές αγορεύσεις και προέβησαν σε προφορικές διευκρινίσεις τις οποίες εξέτασα.
Ο κ. Ανδρέου εισηγήθηκε πως, όπως προκύπτει από το άρθρο 8 του Νόμου και από τη νομολογία, η υπογεγραμμένη εξουσιοδότηση του Υπουργού Δικαιοσύνης αποτελεί προϋπόθεση για έναρξη της διαδικασίας εκδόσεως. Στις περιπτώσεις όπου δεν έχει ακόμα δοθεί τέτοια εξουσιοδότηση, η δικαιοδοσία έκδοσης του εντάλματος σύλληψης δίδεται σε Πρόεδρο Επαρχιακού Δικαστηρίου, ακριβώς λόγω της απουσίας των αναγκαίων εγγράφων και προϋποθέσεων. Ο ευπαίδευτος συνήγορος παρέπεμψε στις υποθέσεις Eurofresh Fruit & Vegetables Ltd (Αρ. 2) (2002) 1 ΑΑΔ 682 και Jawer Cyprus Ltd κ.ά. (2011) 1 ΑΑΔ 2067, όπου η λανθασμένη σύνθεση Δικαστηρίου στην πρώτη και η έκδοση εντάλματος έρευνας από Επαρχιακό Δικαστή, ενώ έπρεπε πρώτα να αποταθούν στο Ανώτατο Δικαστήριο, δυνάμει συγκεκριμένης νομοθεσίας, κατέστησαν άκυρη την πρωτόδικη διαδικασία, εισηγούμενος ότι εφαρμόζονται κατ΄ αναλογία στην παρούσα. Η μεταγενέστερη εξουδιοδότηση του Υπουργού δεν μπορεί να διασώσει την έλλειψη δικαιοδοσίας, πρόσθεσε. Το ζήτημα της δικαιοδοσίας εξετάζεται σε σχέση με τα όσα ίσχυαν κατά το χρόνο έκδοσης της απόφασης. Η μεταγενέστερη εξουσιοδότηση του Υπουργού δεν κάλυπτε την επίδικη διαδικασία, η οποία είχε αποπερατωθεί με την έκδοση του επίδικου εντάλματος.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος της αιτήτριας διευκρίνισε κατά τη συζήτηση της αίτησης πως το παράνομο του εντάλματος σύλληψης συνιστά παραβίαση ανθρώπινου δικαιώματος για το οποίο μπορεί να αποταθεί για αποζημιώσεις εναντίον της Δημοκρατίας και επηρεάζει την εγκυρότητα της διαδικασίας που ακολουθήθηκε.
Από την άλλη, η κα Φλουρέντζου εισηγήθηκε πως το ζήτημα αυτό θα έπρεπε να τεθεί και να αποφασιστεί προδικαστικά. Μετά την καταχώρηση της εξουσιοδότησης του Υπουργού και την κατάθεση μαρτύρων, η διαδικασία εξασφάλισης της παρουσίας του εκζητούμενου τίθεται σε νέα βάση. Η παρουσίαση του εκζητούμενου διασφαλίζεται είτε με την κράτησή του, είτε με όρους, και, ως εκ τούτου, η ισχύς του προσωρινού εντάλματος σύλληψης τερματίζεται.
Το γεγονός ότι το προσωρινό ένταλμα σύλληψης θα έπρεπε να εκδοθεί από το Πρόεδρο Επαρχιακού Δικαστηρίου προκύπτει σαφώς από το άρθρο 8(1)(β) του Νόμου και είναι αποδεκτό και από τις δύο πλευρές. Αυτό, όμως, που διαφοροποιεί τις θέσεις των δύο πλευρών είναι οι επιπτώσεις που έχει αυτό στην πορεία της υπόθεσης, ενόψει κυρίως της παράλειψης της αιτήτριας να εγείρει το θέμα στον κατάλληλο χρόνο, αφήνοντας τη διαδικασία να εξελιχθεί, σε σημείο μάλιστα που ακούστηκε και η μαρτυρία δύο μαρτύρων.
Η αιτήτρια έλαβε γνώση του περιεχομένου του εντάλματος την επομένη της σύλληψής της, ήτοι στις 8.2.2019, όταν προσήχθη ενώπιον Δικαστηρίου, αρμόδιου όπως αποδέχθηκε ο ευπαίδευτος συνήγορός της, για έναρξη της διαδικασίας έκδοσής της. Η αιτήτρια από εκείνη την πρώτη εμφάνιση σε Δικαστήριο εκπροσωπείτο από δικηγόρο, διαφορετικό από αυτόν που την αντιπροσωπεύει στην παρούσα διαδικασία, όπως προέκυψε κατά τη συζήτηση της αίτησης. Εκείνη την ημέρα λέχθηκε στο Δικαστήριο ότι δεν είχαν ληφθεί τα αναγκαία έγγραφα από τη Ρωσία, ούτε βέβαια είχε δοθεί εξουσιοδότηση από τον Υπουργό για έναρξη της διαδικασίας έκδοσης και ζητήθηκε αναβολή για λίγες μέρες μέχρι να γίνουν τα δέοντα, κάτι που έγινε αποδεκτό από το Δικαστήριο και η υπόθεση αναβλήθηκε για την 1.3.2019. Κατέστη, λοιπόν, γνωστό στην αιτήτρια από εκείνη την ημέρα ότι δεν είχε ακόμα δοθεί η συγκατάθεση του Υπουργού. Της είχαν επίσης δοθεί τα έγγραφα, περιλαμβανομένου του επίδικου εντάλματος, η ίδια δεν έφερε ένσταση και ουδέν ανέφερε για την εγκυρότητα του εντάλματος. Ούτε έλαβε οποιαδήποτε μέτρα για την ακύρωσή του με προνομιακό ένταλμα. Την 1.3.2019, όταν εμφανίστηκε εκ νέου η αιτήτρια στο Δικαστήριο, είχαν εξασφαλιστεί τα έγγραφα και είχε δοθεί η συγκατάθεση του Υπουργού για έναρξη της διαδικασίας έκδοσης από τις 28.2.2019. Ούτε εκείνη την ημέρα τέθηκε ζήτημα παρανομίας του εντάλματος σύλληψης, ενώ η αιτήτρια υπέβαλε αίτημα για να αφεθεί ελεύθερη υπό όρους, αίτημα που έγινε αποδεκτό από το Δικαστήριο, χωρίς ένσταση από πλευράς Γενικού Εισαγγελέα. Τέθηκαν από το Δικαστήριο όροι, μεταξύ των οποίων και χρηματική εγγύηση, με τους οποίους η αιτήτρια συμμορφώθηκε και από τις 4.3.2019 είναι ελεύθερη με όρους.
Η καταχώρηση της εξουσιοδότησης του Υπουργού σηματοδοτεί την έναρξη της διαδικασίας έκδοσης, όπως προκύπτει από το άρθρο 9 του Νόμου. Στην παρούσα περίπτωση, μετά την καταχώρηση της εξουσιοδότησης, η υπόθεση ορίστηκε για ακρόαση στις 19 και 20.3.2019 με την παρουσίαση μαρτυρίας, χωρίς να εγερθεί το θέμα της εγκυρότητας του προσωρινού εντάλματος σύλληψης.
Η αιτήτρια καθ΄ολη τη διάρκεια της διαδικασίας, από τις 8.2.2019 μέχρι την καταχώρηση της αίτησης για άδεια στις 22.3.2019, δεν υπέβαλε οποιαδήποτε ένσταση, στηριζόμενη στο γεγονός ότι η απόφαση για την έκδοση του προσωρινού εντάλματος εκδόθηκε από Επαρχιακό Δικαστή, αντί Πρόεδρο. Αντίθετα, όχι μόνο έλαβε μέρος στην όλη διαδικασία χωρίς ένσταση, αλλά υπέβαλε και η ίδια αίτημα να αφεθεί ελεύθερη υπό όρους, χωρίς πάλι αναφορά στο παράπονό της για το προσωρινό ένταλμα.
Με βάση τα πιο πάνω, θεωρώ ότι η αιτήτρια με τη συμπεριφορά της παραιτήθηκε από τη διεκδίκηση θεραπείας όσον αφορά τη νομιμότητα του εντάλματος, το οποίο ουσιαστικά αποδέχθηκε. Δε θεωρώ, επίσης, ότι, λόγω της έκδοσης του εντάλματος από Επαρχιακό Δικαστή, θα μπορούσε να επηρεαστεί η όλη διαδικασία έκδοσης και αυτό να οδηγηθεί σε ακυρότητα. Όπως αναφέρεται στο ίδιο το ένταλμα και προκύπτει από το Νόμο, το εν λόγω ένταλμα είναι προσωρινό. Και αυτό γιατί, δεν είχε προηγηθεί η συγκατάθεση του Υπουργού, η οποία καθορίζει την έναρξη της διαδικασίας έκδοσης. Από τη στιγμή που δεν αμφισβητήθηκε το ένταλμα πριν από τη λήψη της συγκατάθεσης, ενώ τα γεγονότα ως προς την έκδοσή του ήταν γνωστά στην αιτήτρια, το γεγονός ότι εμφανίστηκε ενώπιον Δικαστηρίου που είχε δικαιοδοσία να εκδικάσει την υπόθεση και δεν έφερε ένσταση στη συνέχιση της κράτησής της, η λήψη της εξουσιοδότησης σήμανε την έναρξη της διαδικασίας έκδοσης, ανεξάρτητα από το εκδοθέν ένταλμα. Συναφώς, οι αποφάσεις στις οποίες με παρέπεμψε ο κ. Ανδρέου, οι οποίες παρατίθενται πιο πάνω, διαφοροποιούνται από την παρούσα και δεν μπορούν να εφαρμοστούν κατ΄αναλόγια. Περαιτέρω, η συμπεριφορά της αιτήτριας της αποστερεί το δικαίωμα να αξιώνει την άσκηση της προνομιακής δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου. Δεν μπορεί ένας διάδικος να αναμένει να ξεκινήσει η ακροαματική διαδικασία της υπόθεσης, να προχωρά με την αντεξέταση μαρτύρων και στη συνέχεια να επικαλείται παρανομία στην έκδοση του προσωρινού εντάλματος σύλληψης, στη βάση γεγονότων που ήταν γνωστά σ΄αυτήν από την πρώτη μέρα. Το κατά πόσο η αιτήτρια δικαιούται να αξιώσει αποζημιώσεις για παράνομη κράτηση, δεν είναι του παρόντος.
Πέραν των όσων αναφέρονται πιο πάνω, η καθυστέρηση που επέδειξε η αιτήτρια δεν της επιτρέπει να αξιώνει προνομιακή θεραπεία. Έστω και εάν η αίτηση της καταχωρήθηκε την τελευταία ημέρα της προβλεπόμενης από τον περί Ανωτάτου Δικαστηρίου (Δικαιοδοσία Έκδοσης Ενταλμάτων Προνομιακής Φύσεως) Διαδικαστικό Κανονισμό του 2018, προθεσμίας των 45 ημερών, εν τούτοις, έκδηλα υπήρξε καθυστέρηση, όπως αναλύεται πιο πάνω, με παράλειψη λήψης ενεργειών εκ μέρους της αιτήτριας. Παρά το ότι το ζήτημα αυτό δεν εξετάστηκε κατά το στάδιο της άδειας, μπορεί να εξεταστεί σε αυτό το στάδιο όπου γίνεται επαναξιολόγηση των γεγονότων (βλ. Αναφορικά με τον Νικόλα Νικολάου Πολιτική Έφεση Αρ. 117/16 ημερομηνίας 25.5.2017, ECLI:CY:AD:2017:A188). Έχοντας, λοιπόν, υπόψη τα ιδιαίτερα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης, υπό το φως όλων των πιο πάνω, αποφάσισα να ασκήσω τη διακριτική μου ευχέρεια υπέρ της απόρριψης της αίτησης.
Η αίτηση απορρίπτεται. Θεωρώ ότι δεν θα πρέπει να επιδικαστούν οποιαδήποτε έξοδα λόγω των ιδιαίτερών της περιστατικών.
Κ. Σταματίου,
Δ.
/ΧΤΘ