ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Ναθαναήλ, Στέλιος Σταύρου Σταματίου, Κατερίνα Στυλιανίδου-Πούγιουρου, Αντρούλα Ε. Πουργουρίδης, για την Εφεσείουσα. Χρ. Κυθραιώτου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τoν Εφεσίβλητο. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2019-04-23 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο REIIWALD ν. ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Πολιτική Έφεση Αρ. 42/2019, 23/4/2019 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2019:A159

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 42/2019)

 

23 Απριλίου, 2019

                                                        

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

xxx REINWALD,

 

Εφεσείουσα/Καθ΄ης η Αίτηση,

 

ΚΑΙ

 

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

 

Εφεσίβλητος/Αιτητής.

_ _ _ _ _ _

 

Ε. Πουργουρίδης, για την Εφεσείουσα.

 

Χρ. Κυθραιώτου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τoν Εφεσίβλητο.

 

_ _ _ _ _ _

 

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

 θα δοθεί από την Σταματίου, Δ.

­­­

_ _ _ _ _ _

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Αντικείμενο της παρούσας έφεσης είναι η απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού για εκτέλεση του Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης (στο εξής «ΕΕΣ») που εκδόθηκε στις 24.7.2018 από την Εισαγγελία της Νυρεμβέργης-Φυρτ εναντίον της εκζητούμενης xxx Reinwald, εφεσείουσας.

 

Προηγήθηκε της έκδοσης του ΕΕΣ ένταλμα σύλληψης του Ειρηνοδικείου Νυρεμβέργης στις 10.7.2018. Η εφεσείουσα, η οποία έχει Γερμανική ιθαγένεια, κατά το χρόνο που ζητήθηκε η εκτέλεση του ΕΕΣ διέμενε στην Κύπρο. Στόχος της έκδοσής της στη Γερμανία είναι να δικαστεί για μία αξιόποινη πράξη, ήτοι το αδίκημα της εκποίησης και παράδοσης του προϊόντος Rerum, το οποίο οι Γερμανικές Αρχές κατατάσσουν, με βάση τη νομοθεσία τους, ως φάρμακο και το οποίο δεν έχει αποκτήσει άδεια.

 

Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το ΕΕΣ, αποδίδεται στην εκζητουμένη πως η ίδια μαζί με το σύζυγό της ενεργούσαν ως ετερόρρυθμοι εταίροι σε εταιρεία με τη νομική μορφή GmbH + Co KG και εκποίησαν και παρέδωσαν το προϊόν Rerum σε αριθμό περιπτώσεων, ο οποίος παραμένει να εξακριβωθεί, προς πολυάριθμους αποδέκτες. Κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ Ιανουαρίου 2015 και 25.4.2017, ο κύκλος εργασιών της εταιρείας με την πιο πάνω νομική μορφή, σε συνάρτηση με το εν λόγω προϊόν, ανήλθε στο συνολικό ποσό των €3.231.444,00. Το Rerum περιγράφηκε στην ιστοσελίδα της εταιρείας και στο φύλλο οδηγιών χρήσης της συσκευασίας του ότι εφαρμόζει ένα νέο σύστημα Carrier, όπου η σύνδεση χονδροϊτίνης, ελαϊκού οξέως, βιταμίνης D3 και βιταμίνης D2, επιτυγχάνουν μία νέα λειτουργικότητα και χρησιμεύει στην υποστήριξη του ανοσοποιητικού συστήματος και μπορεί να βοηθήσει σε περίπτωση ανεπαρκούς αντίστασης και ανισορροπίας του ανοσοποιητικού συστήματος, έτσι ώστε να ανακτηθεί γρήγορα η ισορροπία και να αντιμετωπιστούν απώλειες ζωτικότητας και επιρρέπειας στις λοιμώξεις. Πέραν τούτου, το Rerum προοριζόταν και προορίζεται να χρησιμοποιηθεί από τους ενδιαφερόμενους ως μέσο θεραπείας, ειδικότερα σε καρκινοπάθειες που βρίσκονται σε τελικό στάδιο. Ως εκ τούτου, θα πρέπει το εν λόγω προϊόν να αξιολογηθεί, λόγω της διαφήμισής του ως λειτουργικό φάρμακο και ως φάρμακο παρουσίασης, χωρίς όμως να έχει λάβει άδεια ως φάρμακο. Πέραν αυτού, δεν αντιστοιχεί το περιεχόμενο της παρασκευασίας στη συνολική σύνθεσή του με τα στοιχεία που αναγράφονται στη συσκευασία και, επίσης, απουσιάζουν επισημάνσεις αναφορικά με την προέλευση της περιεχόμενης ουσίας χονδροϊτίνης (πιθανώς αλλεργιογόνο προϊόν εάν προήλθε από χόνδρο καρχαρία). Συνολικά το Rerum θα πρέπει να αξιολογηθεί, όπως τουλάχιστον έγινε αποδεκτό από την εφεσείουσα, ως ανησυχητικό φάρμακο.

 

Το ΕΕΣ αναφέρεται σε μία αξιόποινη πράξη και αφορά την εκ προθέσεως τελεσθείσα θέση σε κυκλοφορία ενός φαρμάκου κατά παράβαση διαφόρων παραγράφων του Γερμανικού Ποινικού Κώδικα.

 

Το Δικαστήριο, αφού ανέλυσε το σκοπό του ΕΕΣ, με αναφορά κυρίως στις υποθέσεις Μιχαηλίδης ν. Γενικού Εισαγγελέα (2013) 1 ΑΑΔ 1764 και Πηγασίου ν. Γενικού Εισαγγελέα (2009) 1 ΑΑΔ 519, αναφέρθηκε στις πρόνοιες του σχετικού Νόμου αναφορικά με το περιεχόμενο και τον τύπο του ΕΕΣ, καθώς και στο Τρίτο Μέρος του Νόμου που ρυθμίζει την εκτέλεση.

 

Το άρθρο 4 του περί Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης και των Διαδικασιών Παράδοσης Εκζητουμένων μεταξύ των Κρατών-Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης Νόμου του 2004 (Ν.133(Ι)/2004), ως τροποποιήθηκε, στο εξής ο Νόμος, προνοεί για το περιεχόμενο και τύπο του ΕΕΣ. Στο Τρίτο Μέρος του Νόμου ρυθμίζεται η εκτέλεση του ΕΕΣ. Το άρθρο 12 αναφέρεται στη διπλή εγκληματικότητα που αποτελεί προϋπόθεση για εκτέλεση ΕΕΣ, ενώ το άρθρο 13 απαριθμεί τις περιπτώσεις υποχρεωτικής μη εκτέλεσης του ΕΕΣ και το άρθρο 14 τις περιπτώσεις προαιρετικής μη εκτέλεσής του. Το άρθρο 15 προνοεί για τις εγγυήσεις που μπορούν να δοθούν από τη χώρα έκδοσης για την εκτέλεση του ΕΕΣ.

 

Η εκζητουμένη δεν συγκατατέθηκε στην έκδοσή της στη Γερμανία και διεξήχθη ακροαματική διαδικασία στην οποία κατέθεσαν τρεις μάρτυρες εκ μέρους της Κεντρικής Αρχής, ήτοι ο Α/Αστυφ. xxx Φ. Ο., ο οποίος υπηρετεί στο ΤΑΕ Λεμεσού και είναι το πρόσωπο που συνέλαβε την εκζητουμένη, ο Α. Κ., Προϊστάμενος της Μονάδας Διεθνούς Νομικής Συνεργασίας στο Υπουργείο Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης, και ο Ι. Κ., Βοηθός Υπεύθυνος του Τομέα Φαρμακορύθμισης στο Υπουργείο Υγείας. Από πλευράς της εκζητουμένης δόθηκε μαρτυρία από την ίδια και από το Γερμανό δικηγόρο Δρ Karl Sidhu.

 

Οι θέσεις που προβλήθηκαν πρωτοδίκως από τον ευπαίδευτο συνήγορο της εκζητουμένης συνοψίζονται ως ακολούθως:

 

Το έγγραφο που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου, Τεκμ. 2 και 2Α, δεν αποτελεί ΕΕΣ εν τη εννοία της Απόφασης - Πλαίσιο και του Νόμου για σειρά λόγων. Το ΕΕΣ δεν έχει εκδοθεί από δικαστική αρχή και προς τούτο παρέπεμψε σε αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου και στη μαρτυρία του Γερμανού δικηγόρου. Κάλεσε δε το Δικαστήριο όπως ακολουθήσει την επιλογή που ακολούθησε η Ιρλανδία σε παρόμοιες περιπτώσεις και να αποστείλει νομικό ερώτημα στο ΔΕΕ κατά πόσο η Εισαγγελική Αρχή που εξέδωσε το επίδικο ΕΕΣ είναι δικαστική αρχή εντός της εννοίας του όρου που προνοείται στην Απόφαση - Πλαίσιο. Άλλη εισήγηση είναι ότι ο τύπος του εγγράφου που χρησιμοποιήθηκε είναι παλαιός τύπος που προνοείτο πριν την τροποποίηση της Απόφασης - Πλαίσιο και συνεπώς είναι λανθασμένος και μη έγκυρος, θέση η οποία στη συνέχεια αποσύρθηκε μετά από την αγόρευση της συνηγόρου του εφεσίβλητου περί απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου για το θέμα του τύπου. Προέβαλε, επίσης, ότι ο τύπος του εντάλματος πάσχει και σε ό,τι αφορά τις πληροφορίες που δίδονται με αυτόν, και συγκεκριμένα, στο σημείο (ε), όπου απαιτείται περιγραφή των περιστατικών τέλεσης των αξιόποινων πράξεων, εισηγούμενος ότι από τα γεγονότα που καταγράφονταν δεν αναφέρετο ο τόπος διάπραξης των αδικημάτων, κάτι που επηρεάζει, όχι μόνο τον τύπο του ΕΕΣ, αλλά και τη δυνατότητα του Δικαστηρίου να εξετάσει τη διπλή εγκληματικότητα. Επίσης, ήταν η θέση του ότι υπάρχει διάσταση μεταξύ των νομοθετημάτων που περιγράφονται στο σημείο (ε), κατά παράβαση του κανόνα της ειδικότητας, κάτι το οποίο επηρεάζει και την εξέταση του κριτηρίου της διπλής εγκληματικότητας. Ήταν περαιτέρω η θέση του, ότι το προϊόν Rerum, εν πάση περιπτώσει, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως φάρμακο, αλλά συμπλήρωμα διατροφής, κάτι για το οποίο υπάρχουν Ευρωπαϊκές οδηγίες, που διέπουν την κυκλοφορία τέτοιων προϊόντων. Τόνισε, επίσης, ότι δεν παρουσιάστηκε από την Κεντρική Αρχή το εθνικό ένταλμα σύλληψης, με αποτέλεσμα να μην είναι γνωστό στην εφεσείουσα για ποια αδικήματα έχει εκδοθεί. Εισηγήθηκε, τέλος, ότι με βάση την αρχή της αναλογικότητας, το Δικαστήριο ακόμη και σε περίπτωση που δεν ισχύει κανένας από τους πιο πάνω λόγους, θα πρέπει να αρνηθεί την εκτέλεση και να μη διατάξει την έκδοση της εκζητουμένης στη Γερμανία.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε ότι στο ΕΕΣ υπάρχουν πλήρεις πληροφορίες για το εκζητούμενο πρόσωπο τις οποίες επιβεβαίωσε και η ίδια η εφεσείουσα στο Δικαστήριο και γίνεται αναφορά στο ένταλμα σύλληψης που εκδόθηκε από το Ειρηνοδικείο της Νυρεμβέργης στις 10.7.2018, όπως δέχθηκε και ο Γερμανός δικηγόρος που κλήθηκε από την εκζητουμένη.

 

Περαιτέρω, απέρριψε όλες τις εισηγήσεις του ευπαίδευτου συνηγόρου και, επίσης, δεν θεώρησε ότι η υπόθεση είναι κατάλληλη για να παραπέμψει νομικό ερώτημα στο ΔΕΕ, καθότι έκρινε ότι με βάση τη μαρτυρία που υπήρχε ενώπιον του και τις αποφάσεις του ΔΕΕ στις υποθέσεις C-477/16 PPU Kovalkovas, C-452/16 PPU Poltorak, C-453/16 PPU Özçelik, όλες ημερομηνίας 10.11.2016, είχε επιλυθεί το ζήτημα του πώς προσεγγίζεται η έννοια της «δικαστικής αρχής» και δεν υπάρχει καμία ανάγκη για αποστολή νομικών ερωτημάτων στο ΔΕΕ. Συνακόλουθα, προχώρησε και εξέτασε το ίδιο το κατά πόσο η Εισαγγελία της Νυρεμβέργης - Φυρτ είναι «δικαστική αρχή», στη βάση της μαρτυρίας του Δρ Sidhu και των εν λόγω αποφάσεων του ΔΕΕ. Καταληκτικά, ανέφερε ότι πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις που θέτει ο νόμος για την εκτέλεση του ΕΕΣ, αυτές που τίθενται στα άρθρα 4 και 12 του Νόμου, έχουν δοθεί εγγυήσεις με βάση το άρθρο 15(2) και δεν συντρέχει κανένας λόγος με βάση τα άρθρα 13 και 14 του Νόμου για μη εκτέλεσή του.

 

Η εκζητουμένη, με πέντε λόγους έφεσης, αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης.

 

1ος Λόγος Έφεσης

 

Αμφισβητείται η κατάληξη του  πρωτόδικου Δικαστηρίου πως η Εισαγγελία της Νυρεμβέργης-Φυρτ, η οποία εξέδωσε το επίδικο ένταλμα, αποτελεί «δικαστική αρχή» εντός της εννοίας των άρθρων 1 και 6 της Απόφασης-Πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ, όπως έχει τροποποιηθεί από την Απόφαση-Πλαίσιο 2009/229/ΔΕΥ, και του άρθρου 3 του Νόμου 133(Ι)/2004.

 

Ο κ. Πουργουρίδης, αναπτύσσοντας το λόγο έφεσης, παρέπεμψε στις αποφάσεις C-477/16 PPU Kovalkovas, ανωτέρω, C-Η52/16 PPU Poltorak, ανωτέρω, C-453/16 PPU Özçelik, ανωτέρω, C-216/18 PPU L.M., ημερομηνίας 25.7.2018, και C-486/14 Kossowski, ημερομηνίας 27.6.2016, τις οποίες ανέλυσε. Από τις εν λόγω αποφάσεις, σύμφωνα με την εισήγηση του ευπαίδευτου συνηγόρου, προκύπτει πως το ΕΕΣ πρέπει να εκδίδεται από δικαστική αρχή η οποία πρέπει να πληροί το κριτήριο της απόλυτης ανεξαρτησίας από τις άλλες εξουσίες και να συμμετέχει στην απονομή της δικαιοσύνης στη χώρα της. Περαιτέρω, αναφέρθηκε σε δύο αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Ιρλανδίας, στις υποθέσεις The Minister for Justice and Equality v. Lisauskas [2018] IESC 42 και The Minister for Justice and Equality v. Dunauskis [2018] IESC 43, όπου το Ιρλανδικό Ανώτατο Δικαστήριο παρέπεμψε σχετικό ερώτημα στο ΔΕΕ για το κατά πόσο η αρχή που εξέδωσε τα ΕΕΣ στις αντίστοιχες υποθέσεις αποτελούν «δικαστική αρχή» στη χώρα έκδοσης.

 

Η εφεσείουσα κατά την πρωτόδικη διαδικασία προσέφερε μαρτυρία εμπειρογνώμονα επί του Γερμανικού Δικαίου, του Δρ. Karl Sidhu, η οποία, σύμφωνα με τον ευπαίδευτο συνήγορο, κατέδειξε ότι στη Γερμανία υπάρχει διάκριση των εξουσιών και εναποθέτει τη δικαστική εξουσία σε δικαστές, όμως, οι εισαγγελείς υπάγονται στην εκτελεστική εξουσία και δεν μπορούν να λαμβάνουν δικαστικές αποφάσεις. Τα ΕΕΣ εκδίδονται από εισαγγελείς και δεν ελέγχονται από δικαστές, ούτε υπάρχει τρόπος αναθεώρησης τέτοιων ενταλμάτων. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, σύμφωνα με την εισήγηση, δεν ζήτησε οποιαδήποτε συμπληρωματική πληροφορία από τις Γερμανικές Αρχές, μετά τη λήψη αυτής της μαρτυρίας, και ερμήνευσε από μόνο του και ενδεχομένως αναρμοδίως, πολύπλοκες πτυχές ενωσιακού δικαίου. Έκδηλα, συνεχίζει η εισήγηση, το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε τόσο ως προς το κριτήριο της ανεξαρτησίας όσο και ως προς το κριτήριο της συμμετοχής της εισαγγελικής αρχής στην απονομή της δικαιοσύνης και η απόφασή του θα πρέπει να παραμεριστεί, εκτός εάν το Ανώτατο Δικαστήριο κρίνει πως θα πρέπει να αποστείλει το ίδιο τα ερωτήματα που αρνήθηκε να στείλει στο ΔΕΕ το πρωτόδικο Δικαστήριο στη βάση των αποφάσεων του Ιρλανδικού Ανωτάτου Δικαστηρίου στις υποθέσεις Lisouskas και Dunauskis, ανωτέρω.

 

Από την άλλη η κα Κυθραιώτου υποστήριξε την πρωτόδικη απόφαση, τονίζοντας ότι η Απόφαση - Πλαίσιο και ο Νόμος στηρίζονται στην αμοιβαιότητα, την εμπιστοσύνη και το σεβασμό που τεκμαίρεται να υφίσταται μεταξύ των δικαστικών αρχών. Στη βάση αυτή, ισχύει και η αρχή της νομιμότητας και κανονικότητας έκδοσης ενός ΕΕΣ, με τη δικαστική αρχή εκτέλεσης να καλείται να εξετάσει μόνο κατά πόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις εκτέλεσης και όχι έκδοσης ενός ΕΕΣ. Γι΄ αυτό άλλωστε και δεν υπάρχει υποχρέωση προσκόμισης μαρτυρίας ως προς τη νομιμότητα και κανονικότητα έκδοσης του ΕΕΣ. Η ευπαίδευτη συνήγορος παρέπεμψε και αυτή με τη σειρά της στις αποφάσεις του ΔΕΕ (Kovalkovas και Özçelik) που πραγματεύονται την έννοια της «Δικαστικής Αρχής», καθώς και σε Κυπριακή νομολογία επί του θέματος (Hadwen James v. Γενικού Εισαγγελέα (2014) 1 ΑΑΔ 1680, ECLI:CY:AD:2014:A537). Με αναφορά δε στη μαρτυρία του Δρ. Karl Sidhu εισηγήθηκε ότι δεν μπόρεσε να ανατρέψει το τεκμήριο της νομιμότητας της έκδοσης του επίδικου ΕΕΣ.

 

Εξετάσαμε με προσοχή τις θέσεις των δύο πλευρών, όπως αναπτύχθηκαν, τόσο στα περιγράμματα αγόρευσης, όσο και προφορικά ενώπιόν μας κατά τη συζήτηση της έφεσης.

 

Εισαγωγικά παραπέμπουμε στις αιτιολογικές σκέψεις 5 μέχρι 8 της Απόφασης - Πλαίσιο, όπου καθίσταται σαφής ο στόχος του ΕΕΣ:

 

«(5) Ο στόχος που έχει θέσει η Ευρωπαϊκή Ένωση, να αποτελέσει ένα χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, συνεπάγεται την κατάργηση της έκδοσης μεταξύ κρατών μελών και την αντικατάστασή της από σύστημα παράδοσης μεταξύ δικαστικών αρχών. Εξάλλου, η εισαγωγή ενός νέου απλουστευμένου συστήματος παράδοσης προσώπων που έχουν καταδικαστεί ή είναι ύποπτα, προς το σκοπό της εκτέλεσης καταδικαστικών ποινικών αποφάσεων ή ποινικής δίωξης επιτρέπει να αρθούν η πολυπλοκότητα και το ενδεχόμενο καθυστερήσεων που είναι εγγενή στις ισχύουσες διαδικασίες έκδοσης. Οι κλασικές σχέσεις συνεργασίας που ισχύουν μέχρι σήμερα μεταξύ κρατών μελών θα πρέπει να δώσουν τη θέση τους σε σύστημα ελεύθερης κυκλοφορίας τόσο των προδικαστικών όσο και των οριστικών ποινικών αποφάσεων, σε ένα χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης.

 

(6) Το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης το οποίο προβλέπει η παρούσα απόφαση-πλαίσιο αποτελεί την πρώτη περίπτωση συγκεκριμένης εφαρμογής, στον τομέα του ποινικού δικαίου, της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης που έχει χαρακτηρισθεί από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ως "ακρογωνιαίος λίθος" της δικαστικής συνεργασίας.

 

(7) Δεδομένου ότι ο στόχος της αντικατάστασης του πολυμερούς συστήματος εκδόσεως το οποίο έχει δημιουργηθεί επί τη βάσει της ευρωπαϊκής σύμβασης εκδόσεως της 13ης Δεκεμβρίου 1957 είναι αδύνατον να επιτευχθεί επαρκώς από τα κράτη μέλη ενεργούντα μονομερώς, και συνεπώς, λόγω της διάστασης και των αποτελεσμάτων της, δύναται να επιτευχθεί καλύτερα στο επίπεδο της Ένωσης, το Συμβούλιο δύναται να εγκρίνει μέτρα, σύμφωνα προς την αρχή της επικουρικότητας, όπως αναφέρεται στο άρθρο 2 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και στο άρθρο 5 της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Σύμφωνα προς την αρχή της αναλογικότητας, όπως διατυπώνεται στο τελευταίο αυτό άρθρο, η παρούσα απόφαση-πλαίσιο δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη του στόχου αυτού.

 

(8) Οι αποφάσεις για την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης πρέπει να υπόκεινται σε επαρκή έλεγχο, πράγμα που σημαίνει ότι η δικαστική αρχή του κράτους μέλους στο οποίο συνελήφθη το καταζητούμενο πρόσωπο θα πρέπει να αποφασίζει σχετικά με την παράδοσή του.»

 

Σχετική ανάλυση ως προς το σκοπό για τον οποίο θεσπίστηκε η Απόφαση - Πλαίσιο περιλαμβάνεται στα εισαγωγικά σχόλια στην υπόθεση Μιχαηλίδης ν. Γενικού Εισαγγελέα (ανωτέρω)[1].

 

Σύμφωνα με το άρθρο 6 της Απόφασης - Πλαίσιο, το οποίο τιτλοφορείται «Προσδιορισμός των Αρμόδιων Αρχών»:

«1. Η δικαστική αρχή έκδοσης του εντάλματος είναι η δικαστική αρχή του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος που είναι αρμόδια για την έκδοση ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως δυνάμει του δικαίου αυτού του κράτους.

2. Η δικαστική αρχή εκτέλεσης είναι η δικαστική αρχή του κράτους μέλους εκτέλεσης που είναι αρμόδια να εκτελέσει το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης δυνάμει του δικαίου αυτού του κράτους.

3. Κάθε κράτος μέλος ενημερώνει τη Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου σχετικά με τη δικαστική αρχή που είναι αρμόδια σύμφωνα με το εσωτερικό του δίκαιο.»

 

Η έννοια της «δικαστικής αρχής» έχει τύχει εξέτασης σε αποφάσεις του ΔΕΕ στις οποίες παρέπεμψαν οι συνήγοροι των δύο πλευρών.

 

Στην απόφαση C-477/16 PPU Kovalkovas, ανωτέρω, το ΔΕΕ κλήθηκε να απαντήσει σε αίτημα του πρωτοδικείου του Άμστερνταμ για προδικαστική απόφαση αναφορικά με εκτέλεση ΕΕΣ, το οποίο εκδόθηκε από το Υπουργείο Δικαιοσύνης της Λιθουανίας. Κρίθηκε πως η έννοια «δικαστική αρχή», σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 1 της Απόφασης - Πλαίσιο, συνιστά αυτοτελή έννοια του δικαίου της Ένωσης και, σύμφωνα με την ορθή ερμηνεία του εν λόγω άρθρου, όργανο της εκτελεστικής εξουσίας, όπως το Υπουργείο Δικαιοσύνης της Λιθουανίας, δεν αποτελεί δικαστική αρχή έκδοσης, κατά την έννοια της πιο πάνω διάταξης. Ως εκ τούτου, το ΕΕΣ που εξέδωσε το όργανο αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί «δικαστική απόφαση», σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 1, της Απόφασης - Πλαίσιο. Ο ορισμός «οργάνου της εκτελεστικής εξουσίας», όπως είναι το Υπουργείο Δικαιοσύνης της Λιθουανίας, ως αρχής αρμόδιας για την έκδοση του ΕΕΣ, θα ισοδυναμούσε με χορήγηση στην εκτελεστική εξουσία της εξουσίας λήψης απόφασης στο πλαίσιο της διαδικασίας παράδοσης των καταζητουμένων προσώπων.

 

Στην υπόθεση C-452/16 Poltorak, ανωτέρω, το ΔΕΕ έκρινε ότι αστυνομική υπηρεσία δεν εμπίπτει στην έννοια της δικαστικής αρχής έκδοσης, ως προνοείται στο άρθρο 6, παράγραφος 1, της Απόφασης - Πλαίσιο, και, ως εκ τούτου, το ΕΕΣ που αυτή εκδίδει δεν μπορεί να θεωρηθεί δικαστική απόφαση, σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 1, της Απόφασης - Πλαίσιο.

 

Στην υπόθεση C-453/16, PPU Özçelik, ανωτέρω, κρίθηκε ότι η επικύρωση από εισαγγελική αρχή εθνικού εντάλματος σύλληψης, το οποίο εκδόθηκε σε προγενέστερο χρόνο από αστυνομική υπηρεσία με σκοπό την άσκηση ποινικών διώξεων, συνιστά δικαστική απόφαση, σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 1(γ), της Απόφασης - Πλαίσιο. Ειδικότερα, εφόσον η εισαγγελική αρχή αποτελεί αρχή που μετέχει στην απονομή της ποινικής δικαιοσύνης σε κράτος-μέλος η επικύρωση του εθνικού εντάλματος σύλληψης από την εν λόγω αρχή παρέχει στη δικαστική αρχή εκτέλεσης την εγγύηση ότι το ΕΕΣ βασίζεται σε απόφαση, η οποία υποβλήθηκε σε δικαστικό έλεγχο. Τονίστηκε ότι μια τέτοια επικύρωση δικαιολογεί τον υψηλό βαθμό εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατών-μελών.

 

Στην προκείμενη περίπτωση, δόθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου μαρτυρία εκ μέρους της εκζητουμένης από τον Δρα Karl Sidhu, δικηγόρο στη Γερμανία, ο οποίος κατέθεσε γνωμάτευση που ετοίμασε απαντώντας σε ερώτημα που του είχε τεθεί από το συνήγορο της εκζητουμένης, κατά πόσο η Γερμανική Εισαγγελική Αρχή που εξέδωσε το υπό εξέταση ΕΕΣ, αποτελεί δικαστική αρχή ως προνοείται στο άρθρο 6, παράγραφος 1, της Απόφασης - Πλαίσιο.

 

Αναφέρει στη γνωμάτευσή του ότι η υπόσταση και οι λειτουργίες της Εισαγγελικής Αρχής καθορίζονται από το Νόμο για τη σύνθεση των Γερμανικών Δικαστηρίων και από το Γερμανικό Ποινικό Κώδικα, σύμφωνα με τα οποία οι Εισαγγελικές Αρχές προΐστανται των ανακρίσεων και, στα πλαίσια αυτά, ζητούν πληροφορίες από όλες τις Αρχές και προβαίνουν σε έρευνες είτε οι ίδιοι είτε μέσω της Αστυνομίας. Το γραφείο της Εισαγγελίας δεν παίρνει δικαστικές αποφάσεις. Με βάση το Γερμανικό Δίκαιο υπάρχει διάκριση των εξουσιών και, με βάση τον Εθνικό Συνταγματικό Νόμο, η δικαστική εξουσία είναι ανεξάρτητη. Το Γερμανικό Σύνταγμα αναθέτει τις διώξεις στην εκτελεστική εξουσία. Θεωρεί πως, εφόσον οι αξιωματούχοι των εισαγγελικών Αρχών είναι υπόχρεοι να εκτελούν τις οδηγίες των ανωτέρων τους, ήτοι του Υπουργείου Δικαιοσύνης, τότε δεν υπάρχει ανεξαρτησία και δεν μπορούν να θεωρηθούν ως δικαστική αρχή. Κατά την αντεξέτασή του δέχθηκε ότι στην υπό κρίση υπόθεση, η Εισαγγελική Αρχή της Νυρεμβέργης είναι το σώμα που είχε την εξουσία, σύμφωνα με το Γερμανικό Νόμο, να εκδώσει το ΕΕΣ και συμφώνησε, επίσης, ότι προηγήθηκε η έκδοση εθνικού εντάλματος σύλληψης από Δικαστήριο, ήτοι του Ειρηνοδικείου της Νυρεμβέργης. Συμφώνησε, περαιτέρω, ότι η Εισαγγελία είναι μέρος του συστήματος της ποινικής δικαιοσύνης στη Γερμανία και αποτελεί ένα ιδιότυπο όργανο (sui generis) και πως η εξουσία για έκδοση ΕΕΣ στη Γερμανία είναι αρμοδιότητα των Εισαγγελικών Αρχών των κρατιδίων, οι οποίες μπορούν να παίρνουν οδηγίες από το Υπουργείο Δικαιοσύνης. Συνήθως, όμως, δεν δίδονται οδηγίες για τέτοιες υποθέσεις και όταν δίνονται, για λόγους διαφάνειας, υπάρχει συγκεκριμένος Νόμος που ρυθμίζει τα θέματα αυτά, έτσι ώστε οι οδηγίες να είναι γραπτές και να μπορεί να διαπιστωθεί κατά πόσο δόθηκαν. Κατά το στάδιο της αντεξέτασης κατατέθηκε ο Νόμος The German Judiciary Act, ο οποίος αναφέρεται τόσο στους Δικαστές, όσο και στους Εισαγγελείς, το άρθρο 122 του οποίου αφορά τους Εισαγγελείς και προνοεί ως ακολούθως:

 

«(1) Only those who are qualified to hold judicial office (sections 5 to 8) may be appointed as public prosecutors.

 

(2) Service as a public prosecutor shall be equal to judicial service within the meaning of section 10 subsection (1).

 

(3) Section 41 shall apply to public prosecutors mutatis mutandis.

 

(4) Service courts for judges shall render decisions in formal disciplinary proceedings against public prosecutors. The non-permanent associate judges must be public prosecutors appointed for life. The Federal Minister of Justice shall appoint the non-permanent associate judges of the Federal Service Court. Provision shall be made under Land law in respect of the appointment of the non-permanent associate judges of the service courts in the Lander.

 

(5) Subsections (1) to (4) and section 110, first sentence, shall apply mutatis mutandis to the Representative of Federal Interests at the Federal Administrative Court, to the Disciplinary Attorney General, to public prosecutors and public authority lawyers at the courts of administrative jurisdiction of the Lander, the Federal Minister of Justice and Consumer Protection shall appoint the non-permanent associate judges of the Federal Service Court with the approval of the federal minister concerned.»

 

Σημειώνουμε ότι σε αυτή την περίπτωση δεν τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου οτιδήποτε που να υποδηλοί την ύπαρξη οδηγιών από το Υπουργείο Δικαιοσύνης της Γερμανίας σε συνάρτηση με την έκδοση του επίδικου ΕΕΣ.

 

Από τη μαρτυρία του Γερμανού δικηγόρου είναι σαφές ότι οι Εισαγγελικές Αρχές στη Γερμανία είναι επιφορτισμένες με την έκδοση ΕΕΣ, αφού προηγηθεί η έκδοση Εθνικού Εντάλματος Σύλληψης από Δικαστήριο, όπως έγινε και στην παρούσα περίπτωση και αποτελούν μέρος του συστήματος της δικαιοσύνης στη Γερμανία, έχοντας ρόλο στην απονομή της ποινικής δικαιοσύνης. Το Υπουργείο Δικαιοσύνης μπορεί να δίδει οδηγίες στις Εισαγγελικές Αρχές, οδηγίες που για σκοπούς διαφάνειας είναι γραπτές, κάτι όμως που δεν έχει αναφερθεί ότι έγινε στην προκείμενη περίπτωση. Η Γερμανική Εισαγγελική Αρχή είναι ένα ιδιότυπο όργανο (sui generis) για το οποίο υπάρχει ειδικό κεφάλαιο στο German Courts Constitution Act. Περαιτέρω, στο German Judiciary Act υπάρχει ειδικό άρθρο, το άρθρο 122, που αναφέρεται στους Εισαγγελείς τους οποίους εξομοιώνει με τους Δικαστές.

 

Από τη μαρτυρία του Γερμανού δικηγόρου, όπως διευκρινίστηκε κατά την αντεξέταση, δεν προκύπτει ότι οι Εισαγγελικές Αρχές της Γερμανίας υπάγονται στην εκτελεστική εξουσία. Είναι, επίσης, σαφές ότι δεν είναι Δικαστές. Όμως, προκύπτει από τη μαρτυρία του ότι αποτελούν απαραίτητα όργανα στην απονομή της δικαιοσύνης. Προκύπτει, επίσης, από τη μαρτυρία ότι στη Γερμανία υπάρχει διάκριση των εξουσιών μεταξύ της εκτελεστικής, νομοθετικής και δικαστικής εξουσίας.

 

Η μαρτυρία του Δρα Sidhu σχολιάστηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι, όπως αποδέχθηκε και ο ίδιος ο μάρτυρας υποστηρίζοντας τη γραπτή του γνωμάτευση, αυτή είναι μία ακολουθία συμπερασμάτων από τον ίδιο με βάση τις πρόνοιες του Συνταγματικού Νόμου και του Νόμου που καθορίζει τις εξουσίες των Δικαστηρίων και η δική του ερμηνεία μιας δικαστικής απόφασης, αντίγραφο της οποίας δεν έχει παρουσιαστεί στο Δικαστήριο, ενώ είχε συμφωνήσει ότι η εν λόγω απόφαση αφορούσε τα δικά της συγκεκριμένα γεγονότα. Ειδικότερα, επρόκειτο για περίπτωση όπου είχε γίνει έρευνα σε οικία, χωρίς να προηγηθεί η έκδοση εντάλματος έρευνας από Δικαστήριο, όπου λέχθηκε ότι «prosecution authorities are bodies of the executive power».

 

Η μαρτυρία του εν λόγω Γερμανού δικηγόρου αποτέλεσε τη βάση για την εισήγηση του κ. Πουργουρίδη ότι η Εισαγγελική Αρχή της Νυρεμβέργης-Φυρτ δεν αποτελεί δικαστική αρχή με βάση την Απόφαση - Πλαίσιο.

 

Στην υπόθεση Poltorak, σκέψεις 33-38[2], το ΔΕΕ έκρινε ότι ο όρος «δικαστική αρχή» στην Απόφαση - Πλαίσιο, που απαντάται στο άρθρο 6, παράγραφος (1), περιλαμβάνει τις αρχές που μετέχουν στην απονομή της δικαιοσύνης στα κράτη-μέλη, εξαιρουμένων των αστυνομικών υπηρεσιών. Στην Kovalkovas κρίθηκε ότι, στο εννοιολογικό περιεχόμενο του όρου αυτού, εμπίπτουν, όχι μόνο οι Δικαστές ή τα δικαιοδοτικά όργανα κράτους-μέλους, αλλά ευρύτερα οι αρχές που καλούνται να μετάσχουν στην απονομή της δικαιοσύνης στην οικεία έννομη τάξη. Ακόμα στην Özçelik, όπου το Εθνικό Ένταλμα Σύλληψης εκδόθηκε από την αστυνομική υπηρεσία και μεταγενέστερα επικυρώθηκε από την  Εισαγγελία με σκοπό την άσκηση ποινικών διώξεων κρίθηκε ότι το Εθνικό Ένταλμα αποτελούσε δικαστική απόφαση υπό την έννοια του άρθρου 8 της Απόφασης - Πλαίσιο.

 

Από τις πιο πάνω αποφάσεις διαπιστώνεται ότι αναγνωρίζεται από το ΔΕΕ η διαφορετικότητα των διαφόρων νομικών συστημάτων των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ως εκ τούτου, δίδεται διακριτική ευχέρεια στα κράτη μέλη να επιλέξουν τον τρόπο και το μέσο έκδοσης ενός ΕΕΣ.

 

Στην υπόθεση Ovakimyan v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2005) 1 ΑΑΔ 1119, όπου το Εφετείο εξέτασε το άρθρο 6 της Απόφασης - Πλαίσιο, αναφέρθηκαν τα ακόλουθα σχετικά:

«Έχουμε την άποψη ότι η ορθή ερμηνεία του άρθρου αυτού είναι ότι, η παραπομπή στο δίκαιο των κρατών-μελών αφορά στον καθορισμό όχι μόνο του ποια "δικαστική αρχή" του κράτους-μέλους είναι αρμόδια για την έκδοση Ευρωπαϊκού Εντάλματος Συλλήψεως, αλλά και στον καθορισμό του ποια "αρχή" είναι αρμόδια "δικαστική αρχή" για την έκδοση τέτοιου εντάλματος. Η δικαστική αυτή αρχή μπορεί να είναι δικαστικοί μπορεί, όμως, να είναι και δημόσιοι κατήγοροι, δικαστικοί ποινικοί ανακριτές ή, ενδεχομένως, και άλλοι. Σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από το Handbook on the European Arrest Warrant, του Judge Rob Blekxtoon και Wouter van Ballegooij, (2004), στη σελίδα 243, στο οποίο μας παρέπεμψε η εκπρόσωπος του εφεσιβλήτου και στο οποίο παρατίθεται και ερμηνεύεται το άρθρο 6(1) της "απόφασης-πλαίσιο":

"Article 6

Determination of the competent judicial authorities

(1) The issuing judicial authority shall be the judicial authority of the issuing Member State which is competent to issue a European arrest warrant by virtue of the law of that State.

It is up to the various national legal systems to designate the issuing authorities in question. They may be public prosecutors, (investigating) judges, and possibly, for example in the UK, specific Police departments."

Η ορθότητα της ερμηνείας αυτής υποστηρίζεται και από το ακόλουθο απόσπασμα από την Έκθεση της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 23.2.2005, βάσει του άρθρου 34 της "απόφασης-πλαίσιο":

"Η παράδοση καταζητούμενων ατόμων μεταξύ κρατών μελών, κατ' εφαρμογή της απόφασης-πλαισίου (άρθρο 1-1), είναι πλέον μια διαδικασία που διενεργείται εξ ολοκλήρου μεταξύ δικαστικών αρχών. Αυτό αποδεικνύεται για παράδειγμα από το γεγονός ότι η μεγάλη πλειοψηφία των κρατών μελών επιτρέπει την άμεση επαφή μεταξύ των δικαστικών αρχών, κατά τα διάφορα στάδια της διαδικασίας (άρθρα 9-1, 15 και 23). Ωστόσο, ορισμένα κράτη μέλη έχουν ορίσει μια εκτελεστική αρχή ως αρμόδια δικαστική αρχή εν όλω (άρθρο 6/ DK) ή εν μέρει (ΕΕ, LV, LT, FI, SE)."

Στο σύγγραμμα Tasks and Powers of the Prosecution Services in the EU Member States, του Peter J.P. Tak, (2004), στη σελίδα 364, αναφέρεται ότι, κατά το νομικό σύστημα της Ολλανδίας, η υπηρεσία δημόσιων κατηγόρων, αν και λειτουργεί υπό την ευθύνη του Υπουργείου Δικαιοσύνης, αποτελεί μέρος της δικαστικής εξουσίας.»

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέπεμψε, επίσης, ορθά κατά τη γνώμη μας, στην έκθεση του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης με αναφορά 7058/2/09 Rev.2, ημερομηνίας 31.3.2009, με τίτλο «Evaluation Report on the Fourth Round of Mutual Evaluations "The Practical Application of the European Arrest Warrant and Corresponding Surrender Procedures between Member States" Report on Germany», όπου στη σελίδα 8 αναφέρεται ότι αρμόδιες αρχές στη Γερμανία για την έκδοση ΕΕΣ τόσο σε σχέση με την άσκηση ποινικής δίωξης, όσο και με την έκτιση ποινής, είναι οι  Εισαγγελικές Αρχές.

 

Θεωρούμε σκόπιμο, όχι μόνο να επαναλάβουμε, αλλά και να τονίσουμε με έμφαση, ότι το ΕΕΣ στηρίζεται στην αμοιβαιότητα, εμπιστοσύνη και σεβασμό μεταξύ των δικαστικών αρχών. Είναι αυτή η αμοιβαιότητα που είναι το υπόβαθρο της αναγνώρισης και σεβασμού των αρχών που έχουν ρόλο στην απονομή της δικαιοσύνης που οικοδομούν τον τρόπο λειτουργίας του ΕΕΣ. Το ΕΕΣ και η σχετική Απόφαση - Πλαίσιο αποτελούν ένα σημαίνον εργαλείο προς την ανάπτυξη ενός ευρωπαϊκού ποινικού δικαίου δίχως σύνορα, ξεπερνώντας το παλαιό μοντέλο δικαστικής αρωγής εξασφαλίζοντας ότι «η ποικιλία των εθνικών κανονιστικών διατάξεων δεν θα θέσει προσκόμματα στην ανεμπόδιστη απόλαυση των ελευθεριών που εγγυάται η ΣυνθEK.» (Διονυσίου Μουζάκη: Το Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, Νομική Βιβλιοθήκη, Έκδοση 2009, σελ. 5-6).

 

Το ΕΕΣ σηματοδοτεί επίσης μια οικειοθελή απεμπόληση της εθνικής κυριαρχίας εκάστου κράτους μέλους προς όφελος μιας υπερεθνικής («supranationality») δικαιοδοτικής εφαρμογής των αρχών δικαίου. Η Απόφαση - Πλαίσιο δημιουργεί δέσμευση ως προς το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα.

 

Εκείνο που εν κατακλείδι προκύπτει από όλη την επί του θέματος νομολογία και βιβλιογραφία είναι ότι πρέπει να τηρείται αυστηρός διαχωρισμός μεταξύ εκτελεστικής και δικαστικής δικαιοδοσίας. Εξ΄ου και δεν υπάρχει ορισμός στην Απόφαση - Πλαίσιο της «δικαστικής αρχής» που είναι επιφορτισμένη με την έκδοση του εντάλματος, αφήνοντας το ζήτημα να ρυθμίζεται από τις εθνικές αρχές. Στην αιτιολογική έκθεση της πρότασης Απόφασης - Πλαίσιο της Επιτροπής αναφέρεται ρητώς ότι ο όρος «δικαστική αρχή» αντιστοιχεί στις καθ΄ εαυτές δικαστικές αρχές και στην εισαγγελία, εξαιρουμένων των αστυνομικών αρχών (Δ. Μουζάκη - ανωτέρω - σελ. 476, παρ. 7.3.2). Τα κράτη μέλη υποχρεούνται κατ΄ αρχή να εκτελούν κάθε ΕΕΣ (άρθρο 1, παράγραφος 2, της Απόφασης - Πλαίσιο), εκτός, βεβαίως, όπου συντρέχει ένας από τους λόγους υποχρεωτικής ή προαιρετικής μη εκτέλεσης (Hadwen James v. Γενικού Εισαγγελέα, ανωτέρω). Αναγνωρίζεται, επίσης, από το ΔΕΕ η διαφορετικότητα των νομικών συστημάτων μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και δίδεται σ΄ αυτά δικαίωμα να επιλέξουν διαφορετική αρχή εντός του συστήματος δικαιοσύνης του κάθε κράτους μέλους για έκδοση τέτοιου εντάλματος. Σχετική είναι η υπόθεση του Supreme Court της Αγγλίας στην υπόθεση Assange v. The Swedish Prosecution Authority [2012] UK SC22.

 

Έχοντας υπόψη τη μαρτυρία του Γερμανού δικηγόρου, καθώς και την ερμηνεία που δόθηκε από το ΔΕΕ στον όρο «δικαστική αρχή», στις διάφορες αποφάσεις επί των οποίων στηρίζεται η εισήγηση της εφεσείουσας, δεν μπορούμε να καταλήξουμε ότι έχει καταδειχθεί ότι το ΕΕΣ πάσχει επί τω ότι δεν εκδόθηκε από δικαστική αρχή, ούτε ότι έχει ανατραπεί το τεκμήριο της κανονικότητας του ΕΕΣ.

 

Ο κ. Πουργουρίδης στην αγόρευσή του, παρά το ότι δεν προέβη ευθέως σε σχετικό αίτημα, προβάλλει τη δυνατότητα παραπομπής ερωτήματος στο ΔΕΕ κατ΄ αναλογία του τι έχει πράξει το Ανώτατο Δικαστήριο της Ιρλανδίας στις υποθέσεις Lisauskas και Dunauskis, προσθέτοντας ότι παρόμοιο ερώτημα απεστάλη και από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας στην Αναφορικά με τον Liao από την Κίνα, υπόθεση ΕΕΣ 24/2018, ημερομηνίας 25.1.2019. Κάθε υπόθεση, βεβαίως, κρίνεται επί των δικών της ιδιαίτερων δεδομένων. Κάθε εθνικό Δικαστήριο έχει το δικαίωμα παραπομπής στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των υποθέσεων εκείνων που για να αποφασισθούν χρήζει ερμηνείας το ενωσιακό δίκαιο.

 

Εκείνο που παρατηρείται από τις δύο αποφάσεις παραπομπής των Ιρλανδικών Δικαστηρίων είναι ότι το ίδιο το Δικαστήριο παρέπεμψε στην προηγηθείσα απόφασή του στην Minister for Justice and Equality v. McArdle; Minister for Justice and Equality v. Brunnell [2015] IESC 56, επικαλούμενο το τεκμήριο ότι όταν εκδίδεται Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης από δημόσιο κατήγορο - εισαγγελέα ή Δικαστή μέλους κράτους, ενεργώντας ως δικαστική αρχή διορισμένη από το κράτος αυτό, αυτοί αποτελούν τη δικαστική αρχή εντός της εννοίας της Απόφασης - Πλαίσιο. Πρέπει να υπάρχουν σαφείς και τεκμηριωμένοι λόγοι που να οδηγούν το Δικαστήριο προς την αντίθετη κατεύθυνση (δέστε και Minister for Justice and Equality v. MV [2015] IEHC 524).

 

Στην προκείμενη περίπτωση υπάρχει ως δεδομένο, το οποίο ενδυναμώνει το τεκμήριο κανονικότητας από το ίδιο το ΕΕΣ, ότι το εθνικό ένταλμα σύλληψης εκδόθηκε από το Ειρηνοδικείο Νυρεμβέργης, Δικαστική δηλαδή αρχή, όπως δέχθηκε και ο μάρτυρας Karl Sidhu στην αντεξέτασή του και η εισαγγελική αρχή που εξέδωσε το ΕΕΣ είχε εξουσία να το πράξει, δεχόμενος ότι η «Εισαγγελία είναι μέρος του συστήματος δικαιοσύνης εις τη Γερμανία» και «παίζει το ρόλο της στο σύστημα» και «κατ΄ επέκταση στην απονομή της ποινικής δικαιοσύνης» (σελ. 123-124 των πρακτικών). Ο μάρτυρας δεν γνώριζε την απόφαση του Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου της Γερμανίας, ημερομηνίας 19.3.1959, 1 B v. R 295/58, που αποφάσισε ότι η Εισαγγελική Αρχή και το Δικαστήριο εκπληρώνουν μαζί το καθήκον της χορήγησης δικαιοσύνης, αλλά του φαινόταν ορθή η θέση αυτή (σελ. 127 των πρακτικών).

 

Επομένως, τόσο το πρωτόδικο Δικαστήριο, όσο και το Εφετείο, θεωρούν καθαρή την υπό κρίση περίπτωση, ώστε να μην χρειάζεται παραπομπή προδικαστικού ερωτήματος. Το ΕΕΣ εκδόθηκε από δικαστική αρχή ως αναφέρεται στο ίδιο το σώμα του εντάλματος από την Εισαγγελία Νυρεμβέργης-Φυρτ από Αρχιεισαγγελέα, επικυρώνοντας το εθνικό ένταλμα σύλληψης που είχε εκδοθεί από δικαστική αρχή. Η αρχή της κανονικότητας, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο κινούνται οι υποθέσεις Ευρωπαϊκών ενταλμάτων σύλληψης, όπως επεξηγήθηκαν οι αρχές αυτές προηγουμένως, δεν επιτρέπουν αμφιβολία στο ότι η εισαγγελική αρχή που εξέδωσε το ΕΕΣ εμπίπτει εννοιολογικά στη «δικαστική αρχή» της Απόφασης - Πλαίσιο.

 

2ος Λόγος Έφεσης

 

Αποτελεί θέση της εφεσείουσας πως το εύρημα του Δικαστηρίου ως προς τον τόπο διάπραξης των αξιόποινων πράξεων είναι αυθαίρετο εφόσον το επίδικο ΕΕΣ δεν περιελάμβανε οποιαδήποτε αναφορά στον τόπο διάπραξης των εν λόγω πράξεων. Περαιτέρω, τόσο η εφεσείουσα, όσο και ο σύζυγός της κατά τον επίδικο χρόνο διέμεναν στη Δημοκρατία και, συνεπώς, οτιδήποτε τους αποδίδεται είχε διαπραχθεί στην Κύπρο.

 

Από την άλλη, ο εφεσίβλητος προβάλλει πως καμία ασάφεια δεν υπάρχει στο ΕΕΣ, αλλά ακόμα και να μην υπήρχαν επαρκείς λεπτομέρειες, αυτό αφορούσε την έκδοση του εντάλματος και όχι την εκτέλεσή του.

 

Στην παράγραφο (3) του ΕΕΣ καταγράφεται η περιγραφή των περιστάσεων τέλεσης των αξιόποινων πράξεων όπου συμπεριλαμβάνονται ο χρόνος, τόπος, καθώς και ο βαθμός συμμετοχής του καταζητούμενου στις αξιόποινες πράξεις. Αυτό απαιτείται από το Άρθρο 8(1)(ε) της Απόφασης - Πλαίσιο και το άρθρο 4(1)(ε) του Ν.133(I)/2004. Η χώρα έκδοσης του ΕΕΣ έχει υποχρέωση να παραθέτει αυτά τα γεγονότα, ενώ η δικαστική αρχή εκτέλεσης έχει δικαίωμα να ζητήσει συμπληρωματικές πληροφορίες.

 

Στο επίδικο ΕΕΣ καταγράφονται οι περιστάσεις διάπραξης των αξιόποινων πράξεων. Η εφεσείουσα και ο σύζυγός της είναι ετερόρρυθμοι εταίροι σε εταιρεία που είναι καταχωρημένη στο μητρώο του Ειρηνοδικείου Νυρεμβέργης. Προσωπικά ευθυνόμενη εταίρος της εν λόγω εταιρείας είναι άλλη εταιρεία, επίσης καταχωρημένη στο Ειρηνοδικείο Νυρεμβέργης και της οποίας διαχειριστές είναι η εφεσείουσα και ο σύζυγός της. Και οι δύο εταιρείες εδρεύουν στη Γερμανία. Καταγράφονται, επίσης, οι αλλαγές διευθύνσεων των εταιρειών, όλες στη Γερμανία. Η κατ΄ ισχυρισμό εκποίηση και κυκλοφορία του σκευάσματος Rerum γινόταν από την εταιρεία που είχε έδρα τη Γερμανία και υπό την ιδιότητά της ως ετερόρρυθμου εταίρου στην εν λόγω εταιρεία είναι που διώκεται. Το γεγονός ότι η εφεσείουσα και ο σύζυγός της διέμεναν μόνιμα στη Δημοκρατία κατά τους επίδικους χρόνους, όπως ισχυρίστηκε η ίδια η εφεσείουσα κατά τη μαρτυρία της ή ακόμα έστω και αν έδιδε οδηγίες από την Κύπρο, δεν καθιστά ως τόπο διάπραξης των πράξεων την Κύπρο, έτσι ώστε να απαιτείται να εξεταστεί κατά πόσο τυγχάνει εφαρμογής το άρθρο 14(1)(β) ή 14(1)(στ). Δεν προκύπτει κανένα στοιχείο στο ΕΕΣ που να εγείρει θέμα διάπραξης αδικήματος εντός της Δημοκρατίας, έτσι ώστε να τίθεται θέμα δικαιοδοσίας των Κυπριακών Δικαστηρίων.

 

Στην υπόθεση Anthony Joannides v. Γενικού Εισαγγελέα, Πολιτική Έφεση 226/2017, ημερομηνίας 5.10.2017, ECLI:CY:AD:2017:A337, τέθηκε παρόμοιο θέμα. Εκεί, ως τόπος διάπραξης των 40 αδικημάτων στα οποία αφορούσε το ΕΕΣ αναφέρετο η «Κολωνία και αλλού». Κρίθηκε ότι «δεν αναμένεται ... να δοθούν πλήρεις λεπτομέρειες για το κάθε ένα από τα 40 αδικήματα ή ο ακριβής τόπος και ο χρόνος που διαπράχθηκαν. Δόθηκαν ... εκείνες οι πληροφορίες που κρίθηκαν απαραίτητες για σκοπούς εξασφάλισης του ΕΕΣ.».

 

Σχετική είναι και η απόφαση στην υπόθεση Αναφορικά με το Θωμά Πέτρου, Πολιτική Έφεση 421/2017, ημερομηνίας 11.1.2018, ECLI:CY:AD:2018:A10, όπου ο εφεσείων ισχυρίστηκε ότι δεν ικανοποιείτο η προϋπόθεση περί της περιγραφής των περιστάσεων τέλεσης της αξιόποινης πράξης. Το Εφετείο ανέφερε τα εξής σχετικά:

 

«Οι προϋποθέσεις για έκδοση εντάλματος σύλληψης με βάση το άρθρο 18 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου δεν μπορούν ούτε κατ΄αναλογία να είναι εν προκειμένω σχετικές.  Εκφεύγουν του γράμματος και του πνεύματος του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης,  εκ των οποίων άλλο είναι, όπως προκύπτει με σαφήνεια, το αναγκαίο για τους σκοπούς της έκδοσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, κριτήριο.  Ό,τι απαιτείται είναι τέτοια περιγραφή ώστε η δικαστική αρχή του κράτους εκτέλεσης να είναι σε θέση να διαπιστώνει κατά πόσο συντρέχουν λόγοι για τη μη εκτέλεση του εντάλματος. Η προσέγγιση αυτή υποστηρίζεται και από τις επεξηγηματικές σημειώσεις που έχουν εκδοθεί από την Επιτροπή αναφορικά με την έκδοση και εκτέλεση ευρωπαϊκών ενταλμάτων σύλληψης, όπου, σε σχέση με την απαιτούμενη περιγραφή, το ζήτημα περιορίζεται ως εξής και πάντοτε σε συνάρτηση, όπως προκύπτει, με κάποιο λόγο ένστασης που θα μπορούσε να  εγείρει ο εκζητούμενος:

 

«The factual description should consist only of a short summary and not of a full transcript of whole pages of the file.  However in more complex cases, and in particular where double criminality applies (not listed offences), a longer description might be necessary in order to document the main aspects of the facts.  In those cases, include the data which is essential for a decision on the EAW by the executing judicial authority, in particular to identify any possible grounds for non-execution or with a view to application of the rule of specialty.»[2]

 

Αυτόδηλο δε είναι πως απαιτείται εν πάση περιπτώσει τέτοια περιγραφή, ώστε να εκπληρώνεται η υποχρέωση, με αντίστοιχο δικαίωμα του καταζητουμένου, όπως τούτο αναγνωρίζεται από το Άρθρο 11 της απόφασης-πλαίσιο, για ενημέρωσή του ως προς το περιεχόμενο του εντάλματος, υπό την έννοια της πληροφόρησής του για τους λόγους που συνελήφθη και κατηγορείται, όπως απαιτείται από το Άρθρο 5.2 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και το Άρθρο 11.4 του Συντάγματος.

 

Είναι η παραπάνω έννοια, διασυνδεδεμένη με τους σκοπούς της διαδικασίας για έγκριση ή μη της εκτέλεσης, που πρέπει να αποδοθεί στην υποχρέωση για «περιγραφή των περιστάσεων της αξιόποινης πράξης», όπως και αποδόθηκε όπως προκύπτει και στην υπόθεση Anthony Joannides v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Πολιτική Έφεση αρ. 226/2017, ημερομηνίας 5.10.2017, ECLI:CY:AD:2017:A337.  Έχουμε μάλιστα εντοπίσει και την απόφαση του Αρείου Πάγου υπ΄αρ. 2.149/2005, ΠοινΔικ 2006, 169, η οποία αφορούσε στην εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης που εκδόθηκε στην Αγγλία για τα εγκλήματα της απαγωγής και την ανθρωποκτονίας από αμέλεια.  Παρά το ότι στο ένταλμα δεν αναγραφόταν ο τόπος και ο χρόνος τέλεσης του εγκλήματος, ούτε διευκρινιζόταν ο βαθμός συμμετοχής του εκζητουμένου σ΄αυτό, ο Άρειος Πάγος επεκύρωσε την προσβαλλόμενη απόφαση για εκτέλεση του εντάλματος, αποδεχόμενος ότι ο εκζητούμενος θα είχε πρόσβαση στη δικογραφία και σαφέστερη περιγραφή της πράξης, στα πλαίσια της δίκης του.» 

 

Ο λόγος έφεσης δεν ευσταθεί.

 

3ος Λόγος Έφεσης

 

Η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι υπήρχε σαφής περιγραφή των αξιόποινων πράξεων. Ενώ γίνεται αναφορά σε μια αξιόποινη πράξη στην οποία αφορά το ΕΕΣ, ήτοι την κυκλοφορία ανησυχητικού φαρμάκου, το Δικαστήριο θεώρησε, εσφαλμένα κατά την εφεσείουσα, ότι οι πράξεις αφορούσαν επίσης στην εκποίηση και διαφήμιση του συγκεκριμένου προϊόντος. Αυτό αποτελεί σύγχυση και επηρεάζει την υπεράσπιση της εφεσείουσας ως προς το ζήτημα της διπλής εγκληματικότητας.

 

Είναι σαφές ότι το ΕΕΣ αναφέρεται σε μία αξιόποινη πράξη και έτσι κατέληξε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, η οποία όμως τελέστηκε αρκετές φορές. Παρατίθενται οι περιστάσεις διάπραξής της και, επίσης, αναφέρεται κάτω από τον τίτλο «Φύση και νομικός χαρακτηρισμός της αξιόποινης πράξης», τα ακόλουθα:

 

««Εκ προθέσεως τελεσθείσα θέση σε κυκλοφορία ενός φαρμάκου κατά παράβαση της παραγράφου 5, εδάφιο 1, του Γερμανικού Νόμου περί φαρμάκων σε έναν αριθμό περιπτώσεων ο οποίος μένει να εξακριβωθεί, εκάστοτε σε ιδιαίτερα βαριά περίπτωση σύμφωνα με την παράγραφο 2, εδάφιο 1, την παράγραφο 5, εδάφιο 1, εδάφιο 2, την παράγραφο 95, εδάφιο 1 αριθμός 1, εδάφιο 3, πρόταση1 και  πρόταση 2 αριθμός 1c του Γερμανικού Νόμου περί των φαρμάκων και σύμφωνα με την παράγραφο 25 εδάφιο 2, του Γερμανικού Ποινικού Κώδικα».

 

Στο σημείο ΙΙ με τίτλο «πλήρης περιγραφή της ή των αξιόποινων πράξεων που δεν εμπίπτουν στις αναφερόμενες 1 περιπτώσεις» αναφέρονται τα εξής:

 

«Παράγραφος 95 του γερμανικού νόμου περί των φαρμάκων - Ποινικές διατάξεις

(Ι) Τιμωρείται με στερητική της ελευθερίας ποινή έως τρία έτη ή με χρηματική ποινή όποιος, 1, κατά παράβαση της παραγράφου 5 εδάφιο 1, θέτει σε κυκλοφορία ένα φάρμακο ή το εφαρμόζει σε κάποιο άτομο,'

(-)

(3) Σε ιδιαίτερα βαριές περιπτώσεις επιβάλλεται στερητική της ελευθερίας ποινή μεταξύ του ενός έτους και έως δέκα έτη. Κατά κανόνα υφίσταται ιδιαίτερα βαριά περίπτωση, σε περίπτωση κατά την οποία ο δράστης

1. μέσω μιας εκ των αξιόποινων πράξεων, οι οποίες αναγράφονται στο εδάφιο 1 (.)

γ) για λόγους προσωπικού οφέλους επιτυγχάνει για τον εαυτό του ή για κάποιο άλλο άτομο περιουσιακά οφέλη μεγάλου μεγέθους Παράγραφος 5 του γερμανικού νόμου περί των φαρμάκων

(1) Απαγορεύεται να τίθενται σε κυκλοφορία ανησυχητικά φάρμακα ή να χρησιμοποιούνται σε κάποιον άλλο άνθρωπο.

(2) Ανησυχητικά φάρμακα, στα οποία σύμφωνα με τις εκάστοτε επιστημονικές πληροφορίες υφίσταται η υπόνοια, ότι σε περίπτωση χρήσης τους αυτά θα επιφέρουν δυσμενείς επιπτώσεις, οι οποίες υπερβαίνουν σύμφωνα με τις πληροφορίες της ιατρικής επιστήμης' ένα αποδεκτό όριο.»»

 

Σημειώνεται ότι ζητήθηκαν διευκρινίσεις από την Κεντρική Αρχή της Γερμανίας, η οποία απέστειλε το Τεκμ. 5, ημερομηνίας 17.12.2018, όπου αναφέρεται ότι η έκταση της ποινής, η οποία μπορεί να επιβληθεί, είναι μεταξύ 1-10 χρόνων, ενώ το συνολικό (aggregate) της ποινής που μπορεί να επιβληθεί σε περίπτωση πολλών αδικημάτων (several offences), όπως η παρούσα, είναι πέραν των 15 χρόνων. Όπως ορθά ανέφερε το πρωτόδικο Δικαστήριο, εφόσον η εφεσείουσα δεν συγκατατέθηκε να παραδοθεί στις Γερμανικές Αρχές, δεν έχει παραιτηθεί από τον κανόνα της ειδικότητας και, συνεπώς, σε περίπτωση έκδοσής της, θα μπορεί να επικαλεστεί ενώπιον του Γερμανικού Δικαστηρίου ότι δεν μπορεί να δικαστεί για οποιοδήποτε άλλο αδίκημα εκτός από αυτό που περιέχεται στο ΕΕΣ.

 

Σε ό,τι αφορά τη διπλή εγκληματικότητα το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε πως όσα αναφέρονται στο ΕΕΣ ως γεγονότα δεν μπορούν να τύχουν αμφισβήτησης από το Δικαστήριο. Αυτό είναι ορθό. Σχετικό με το ζήτημα αυτό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Vyachyslav Shimkevich, Πολιτική Έφεση 235/2012, ημερομηνίας 30.3.2017:

 

«.Σε διαδικασία όπως στην παρούσα, διάχυτη είναι η αρχή της αβροφροσύνης, καθότι αφορά διακρατικές σχέσεις και η περίπτωση έκδοσης φυγοδίκων έχει ως μοναδικό σκοπό την καταπολέμηση του εγκλήματος, τηρουμένων πάντοτε των εχεγγύων που παρέχουν οι συνθήκες και εσωτερική νομοθεσία.  Τα γεγονότα, όπως αυτά εκτίθενται στην Έκθεση Γεγονότων, στα δικαιολογητικά έγγραφα που τη συνοδεύουν αλλά και ο αλλοδαπός Νόμος της χώρας από την οποία ζητείται η έκδοση, είναι δεσμευτικά για το Δικαστήριο που εξετάζει αίτηση της φύσης αυτής και δεν παρέχεται η ευχέρεια σ΄ αυτό να τα αμφισβητήσει.  Η απόδειξη τους όπως και οποιαδήποτε υπεράσπιση του εκζητούμενου, είναι θέματα που αφορούν το Δικαστήριο της χώρας που αιτείται την έκδοση του (βλ. Re Victor Nicolaevich Makushin (2012 1 Α.Α.Δ. 567 και Re Evans (1994) 1 W.L.R. 1006, Mechavor (Aρ.2) (2001) 1 Α.Α.Δ. 1228).»

 

Ούτε αυτός ο λόγος έφεσης ευσταθεί.

 

4ος Λόγος Έφεσης

 

Η εφεσείουσα προβάλλει ως λανθασμένο το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως το Rerum κατατάσσεται στα «φάρμακα» σύμφωνα με τον περί Φαρμάκων Ανθρώπινης Χρήσης (Έλεγχος Ποιότητας, Προμήθειας και Τιμών) Νόμο του 2001, Ν.70(Ι)/2001, και πως η κυκλοφορία του στη Δημοκρατία χωρίς άδεια, θα παραβίαζε τις πρόνοιες του εν λόγω Νόμου και πως κατ΄ επέκταση πληρείτο η προϋπόθεση της διπλής εγκληματικότητας.

 

Ούτε αυτός ο λόγος έφεσης ευσταθεί.

 

Στα πλαίσια της ακροαματικής διαδικασίας δόθηκε μαρτυρία από τον Δρ. Ι. Κ., Φαρμακοποιό Α', ο οποίος είναι ο Βοηθός Υπεύθυνος του Τομέα Φαρμακορύθμισης στο Υπουργείο Υγείας. Στον εν λόγω τομέα όπου εγγράφονται τα φάρμακα, εφαρμόζει τις σχετικές νομοθεσίες για φάρμακα και αξιολογεί φαρμακευτικά προϊόντα για χορήγηση αδειών κυκλοφορίας. Όπως ανέφερε, το προϊόν Rerum, εφόσον διαφημίζεται ότι αποτελεί προϊόν για θεραπεία και ότι τροποποιεί φυσιολογικές λειτουργίες μέσω ανοσολογικής δράσης, είναι φαρμακευτικό προϊόν και, ως τέτοιο, δεν μπορεί να κυκλοφορεί χωρίς άδεια. Το εν λόγω προϊόν δεν εμπίπτει στις εξαιρέσεις του Νόμου, όπου μπορούν κάποια φαρμακευτικά προϊόντα να κυκλοφορούν χωρίς άδεια γιατί δεν είναι ομοιοπαθητικά, λόγω της κατ΄ ισχυρισμό δράσης του και, επίσης, καθότι δεν προέρχεται από φυτά. Για να μπορεί ένα τέτοιο προϊόν να κυκλοφορήσει πρέπει να έχει και άδεια χονδρικής πώλησης. Ο μάρτυρας δέχθηκε ότι τα συστατικά του προϊόντος υπάρχουν σε τροφές που τρώμε, όμως ήταν απόλυτος στη θέση ότι, εφόσον υπάρχουν ισχυρισμοί για θεραπεία, θεωρείται φάρμακο.

 

Κατ΄ αρχάς, σημειώνουμε ότι δεν απαιτείται σε τέτοιες διαδικασίες η μαρτυρία ειδικού για να  καταδειχθεί κατά πόσο πληρείται η προϋπόθεση της διπλής εγκληματικότητας. Αυτό που απαιτείται είναι αν, με βάση τα στοιχεία που τίθενται στο ΕΕΣ, πληρείται η εν λόγω προϋπόθεση. Στην υπόθεση Αναφορικά με την έκδοση του Vyachyslav Shimkevich, ανωτέρω, το Εφετείο αποδέχθηκε την έφεση που άσκησε ο Γενικός Εισαγγελέας, μεταξύ άλλων, λόγω της λανθασμένης, πρωτοδίκως, προσέγγισης ως προς το θέμα της διπλής εγκληματικότητας, αναφέροντας τα εξής σχετικά:

 

«Το Πρωτόδικο Δικαστήριο προκειμένου να εξετάσει κατά πόσο τα αδικήματα που αντιμετωπίζει ο Εφεσίβλητος στην Ρωσία συνιστούν και αδικήματα στην Κυπριακή Δημοκρατία, εξέτασε την παρουσιασθείσα ενώπιον του μαρτυρία, αξιολόγησε τόσο αυτήν όσο και την αξιοπιστία των μαρτύρων που κατέθεσαν ενώπιον του.  Προέβη σε εξονυχιστική εξέταση και αξιολόγηση του ανακριτικού έργου των Ρωσικών Αρχών, το ρόλο και τα εγκλήματα που αποδίδονται σε συνεργό του Εφεσίβλητου, ονόματι Sergey Shimkevich, ανέλυσε το περιεχόμενο διαφόρων εγγράφων που αναφέρονται στο ανακριτικό έργο, πιθανολόγησε την διάπραξη ή μη αδικημάτων υπό του Εφεσίβλητου στη Ρωσία και εν συνεχεία, αφού εξέτασε τα συστατικά στοιχεία των αντίστοιχων αδικημάτων, βάσει του Κυπριακού Δικαίου, κατέληξε ότι τα γεγονότα της υπόθεσης δεν συνιστούν/συνθέτουν τ' αδικήματα αυτά, με περαιτέρω αποτέλεσμα να κρίνει ότι δεν ικανοποιήθηκε και ο κανόνας της δίωξης, άλλως αμφοτερόπλευρης εγκληματικότητας.

 

Η πιο πάνω προσέγγιση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου εσφαλμένα παραγνωρίζει βασικές αρχές που διέπουν τη δικαστική διαδικασία και διεργασία, σε υποθέσεις της φύσεως υπό εξέταση.  Σε διαδικασία όπως στην παρούσα, διάχυτη είναι η αρχή της αβροφροσύνης, καθότι αφορά διακρατικές σχέσεις και η περίπτωση έκδοσης φυγοδίκων έχει ως μοναδικό σκοπό την καταπολέμηση του εγκλήματος, τηρουμένων πάντοτε των εχεγγύων που παρέχουν οι συνθήκες και εσωτερική νομοθεσία.  Τα γεγονότα, όπως αυτά εκτίθενται στην Έκθεση Γεγονότων, στα δικαιολογητικά έγγραφα που τη συνοδεύουν αλλά και ο αλλοδαπός Νόμος της χώρας από την οποία ζητείται η έκδοση, είναι δεσμευτικά για το Δικαστήριο που εξετάζει αίτηση της φύσης αυτής και δεν παρέχεται η ευχέρεια σ΄ αυτό να τα αμφισβητήσει.  Η απόδειξη τους όπως και οποιαδήποτε υπεράσπιση του εκζητούμενου, είναι θέματα που αφορούν το Δικαστήριο της χώρας που αιτείται την έκδοση του (βλ. Re Victor Nicolaevich Makushin (2012) 1 Α.Α.Δ. 567 και Re Evans (1994) 1 W.L.R. 1006, Mechavor (Aρ.2) (2001) 1 Α.Α.Δ. 1228).»

 

Στην προκείμενη περίπτωση, αναφέρεται στην παράγραφο (3) του ΕΕΣ, μεταξύ άλλων, ότι το επίδικο προϊόν προορίζεται να χρησιμοποιηθεί ως μέσο θεραπείας, ειδικότερα σε καρκινοπαθείς που βρίσκονται σε τελικό στάδιο. Είναι, λοιπόν, εμφανές ότι το εν λόγω προϊόν χορηγείτο για θεραπευτικούς σκοπούς και, ως εκ τούτου, εμπίπτει στην ερμηνεία του όρου «φαρμακευτικό προϊόν», ως προνοείται στο άρθρο 2 του Ν.70(Ι)/2001.

 

Βέβαια, η εφεσείουσα στη μαρτυρία της δεν δέχθηκε ότι το προϊόν προορίζετο για θεραπευτικούς σκοπούς, όμως αυτό δεν είναι το κατάλληλο στάδιο να εξεταστεί το ζήτημα αυτό. Στο στάδιο αυτό απαιτείται απλά να διαπιστωθεί αν, με βάση τα στοιχεία που τίθενται στο ΕΕΣ, πληρούται η προϋπόθεση της διπλής εγκληματικότητας. Αυτό εξετάστηκε και κρίνουμε ως ορθή την πρωτόδικη κατάληξη.

 

Δεν μπορεί στα πλαίσια διαδικασίας έκδοσης να εξετάζεται η ουσία της υπόθεσης. Προϋπόθεση αποτελεί η ύπαρξη αδικήματος στη χώρα εκτέλεσης σε συνάρτηση με τα γεγονότα που αποκαλύπτονται στο ΕΕΣ, κάτι που υπάρχει στην προκείμενη περίπτωση. Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Sousan Ayre, Πολ. Έφεση 416/2016, ημερομηνίας 16.1.2017, ECLI:CY:AD:2017:A5, «. Η διαδικασία δεν στοχεύει στη θεμελίωση τυχόν ποινικών ευθυνών του εκζητούμενου ούτε αποτελεί ή ισοδυναμεί με ποινική δίωξη. Μόνο οι δικαστικές αρχές της χώρας που εξέδωσαν το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης είναι υπεύθυνες για την εξέταση και διαπίστωση ποινικών ευθυνών.»

 

5ος Λόγος Έφεσης

 

Η εφεσείουσα προβάλλει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να διασφαλίσει δίκαια δίκη, αφού παρέλειψε να την ενημερώσει για το δικαίωμά της για διορισμό δικηγόρου στη Γερμανία, με βάση το άρθρο 17(5) του Νόμου. Σύμφωνα με τον ευπαίδευτο συνήγορο της εφεσείουσας, το ζήτημα εγέρθηκε πρωτοδίκως, αλλά το Δικαστήριο παρέλειψε να το εξετάσει. Από την άλλη η κα Κυθραιώτου εξήγησε πως το θέμα δεν εγέρθηκε ευθέως από την εφεσείουσα, παρά μόνο έγινε αναφορά στο άρθρο 17(5) σε συνάρτηση με το γεγονός ότι δεν δόθηκε στην εφεσείουσα το εθνικό ένταλμα σύλληψης. Το γεγονός αυτό εμπόδισε την πλευρά του Γενικού Εισαγγελέα να προσκομίσει σχετική μαρτυρία η οποία θα καταδείκνυε ότι στο έντυπο δικαιωμάτων που δόθηκε στην εφεσείουσα αμέσως μετά τη σύλληψη της αναγράφονταν, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:

 

«You also have the right to appoint a lawyer in the member state issuing the European Arrest Warrant. The lawyer in the member state issuing the Warrant assists the lawyer in the Republic by providing information and advice to the latter, in order for you to exercise your right effectively.»

 

Ανεξαρτήτως της ύπαρξης στο έντυπο δικαιωμάτων γνωστοποίησης για δικαίωμα διορισμού δικηγόρου στη Γερμανία, είναι παραδεκτό ότι υπήρξε παράλειψη του Δικαστηρίου να ενημερώσει την εφεσείουσα σχετικά με αυτό το δικαίωμα. Όμως, δεν κρίνουμε ότι η παράλειψη αυτή μπορεί να έχει ουσιαστική επίπτωση στην υπόθεση, με δεδομένο ότι η εφεσείουσα έχει διορίσει δικηγόρο στην Κύπρο και έχει καλέσει Γερμανό δικηγόρο ως μάρτυρα στη διαδικασία. Ούτε έχει αναφερθεί με ποιο τρόπο έχουν επηρεαστεί τα δικαιώματά της για δίκαιη δίκη λόγω αυτής της παράλειψης.

 

Ο λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Ενόψει των πιο πάνω, η έφεση απορρίπτεται.

 

Η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται και διατάσσεται όπως ακολουθηθούν οι πρόνοιες του άρθρου 29(1) του Νόμου, το αργότερο εντός δέκα ημερών από σήμερα.

 

Η εφεσείουσα στο μεταξύ να παραμείνει υπό κράτηση. Ο αρμόδιος Πρωτοκολλητής να κοινοποιήσει την παρούσα απόφαση στις αρμόδιες Αρχές της Γερμανίας.

 

 

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.

 

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.

 

 

ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.

 

 

 

 

 

/ΧΤΘ



[1] «Το Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης (εφεξής το «Ένταλμα»), αποτελεί τη μετεξέλιξη των προσπαθειών των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης να επιταχύνουν και ταυτόχρονα να απλοποιήσουν τους μηχανισμούς παράδοσης προσώπων από ένα κράτος μέλος σε άλλο για σκοπούς ποινικής δίωξης ή προς έκτιση ήδη επιβληθέντος ποινικού μέτρου. Έχει αντικαταστήσει εν πολλοίς το σύστημα έκδοσης στη βάση συμφωνιών μεταξύ δύο ή περισσοτέρων κρατών ή στη βάση των κατά καιρούς Ευρωπαϊκών Συνθηκών που ρυθμίζουν ζητήματα εκδόσεως. Η εναρμονιστική αυτή διαδικασία έχει τις καταβολές της από τη δεκαετία του 1990, κάτω από τη Συμφωνία του Maastricht. Η αρχική σκέψη αποσκοπούσε στην παροχή αλληλοβοήθειας στη σύλληψη και παράδοση καταδικασθέτων προσώπων απλουστεύοντας ή και καταργώντας διμερείς ή και πολυμερείς συμφωνίες, μεταξύ κρατών. Η αρχική αυτή ιδέα, με την εμβέλεια της να περιορίζεται σε καταδικασθέντες, επεκτάθηκε ώστε στην πορεία να περιλαμβάνει και ύποπτα πρόσωπα.

 Μετά την 11.9.2001 και τις τρομοκρατικές επιθέσεις στους Δίδυμους Πύργους της Νέας Υόρκης, οι προσπάθειες εφαρμογής ενός απλοποιημένου εντάλματος εντάθηκαν με αποτέλεσμα να ληφθεί η σχετική πολιτική απόφαση στο Laeken European Council που συνήλθε στο Βέλγιο το Δεκέμβρη του 2001, με το κείμενο να συμφωνείται τον Ιούνιο του 2002. Ο τρόπος που επιλέγηκε για το έναυσμα της δημιουργίας και εφαρμογής του εντάλματος ήταν η χρήση της μεθόδου της Απόφασης-Πλαίσιο δίδοντας την κατευθυντήρια γραμμή και τη φιλοσοφία του Εντάλματος, αφήνοντας στα κράτη-μέλη να προχωρήσουν στην εφαρμογή της ανάλογα με το εθνικό τους δίκαιο, στη βάση του Άρθρου 31(α) και (β) και του Άρθρου 34(2)(β) της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Υιοθετήθηκε λοιπόν η λεγόμενη Απόφαση - Πλαίσιο του Συμβουλίου («Council Framework Decision») του 2002, (2002/584/JHA ημερ. 13.6.2002), η οποία τέθηκε σε ισχύ την 1.2.2004, από οκτώ χώρες μέλη και η οποία τροποποιήθηκε στις 26.2.2009 (Council Framework Decision 2009/299/JHA). Το όλο ιστορικό που οδήγησε στην Απόφαση-Πλαίσιο καταγράφεται με ιδιαίτερη λεπτομέρεια στο Ηandbook on European Arrest Warrant των Judge Rob Blekxtoon και Wouter van Ballegooij στις σελίδες 13-36 και, ιδιαίτερα, στις σελίδες 32-36, στην παρ. 4.3, με εξειδικευμένη αναφορά στη γένεση του Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης. Οι Αποφάσεις-Πλαίσιο εντάσσονται στον Τρίτο Πυλώνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είναι δε συναφείς με τις Οδηγίες ("Directives") και αποκτούν ισχύ στα κράτη-μέλη εφόσον μεταφέρονται δεόντως στο δικό τους νομοθετικό πλαίσιο.

 

..........................

 

Κλείνοντας αυτή τη σύντομη εισαγωγή, σημειώνεται με έμφαση ότι ο σκοπός του Νόμου, κατ' ακολουθίαν της εναρμονιστικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο χώρο της δημιουργίας συνθηκών ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, είναι η παροχή συνδρομής μεταξύ κρατών-μελών στην έκδοση προσώπων που αναζητούνται με σκοπό τη δίωξη τους, ή, που έχουν ήδη νόμιμα και αρμοδίως καταδικαστεί σε ένα κράτος μέλος, αλλά βρίσκονται σε άλλο κράτος μέλος. Η όλη βάση στην οποία στηρίχθηκε το Tampere European Council τον Οκτώβριο 1999, απαρχή της νέας Ευρωπαϊκής ιδέας στον συντονισμό και ρύθμιση των ευρύτερων ζητημάτων έκδοσης, ήταν αφενός η εδραίωση των ιδεών της ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης εντός των κόλπων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και, περαιτέρω, η σύγκλιση στην αμοιβαία αναγνώριση των δικαστικών αποφάσεων που εκδίδονται από τα ποινικά όργανα των κρατών-μελών.

 

Στόχος λοιπόν της όλης διαδικασίας είναι η παροχή δικαστικής συνδρομής μεταξύ των κρατών μελών ώστε να συμμορφώνονται και να παραδίδονται οι ύποπτοι χωρίς ιδιαίτερες περίπλοκες διαδικασίες ή αχρείαστες καθυστερήσεις. Γι' αυτό και οι στενές χρονικές περίοδοι, διότι η όλη διαδικασία δεν αφορά, ούτε ανάγεται σε καθαυτή ποινική δίωξη, ούτε η διαδικασία προσφέρεται για την εξέταση και θεμελίωση τυχόν ποινικής ευθύνης του εκζητουμένου. Αυτό αποτελεί κατ' εξοχήν το έργο της χώρας η οποία επιδιώκει την έκδοση του υπόπτου στο έδαφος της, οι δικαστικές αρχές της οποίας είναι και οι μόνες υπεύθυνες για την εξέταση και διαπίστωση της όποιας ποινικής ευθύνης του εκζητουμένου, στη βάση των ισχυόντων στην επικράτεια της, κανόνων δικαίου, ουσιαστικών και δικονομικών.»

 

 

[2] «33   Thus, as regards the wording of Article 6(1) of the Framework Decision, it should be noted that the words 'judicial authority', contained in that provision, are not limited to designating only the judges or courts of a Member State, but may extend, more broadly, to the authorities required to participate in administering justice in the legal system concerned.

34      It must, however, be held that the term 'judicial authority', referred to in that provision, cannot be interpreted as also covering the police services of a Member State.

35      In the first place, it is generally accepted that the term 'judiciary' does not cover police services. That term refers to the judiciary, which must, as the Advocate General observed in point 39 of his Opinion, be distinguished, in accordance with the principle of the separation of powers which characterises the operation of the rule of law, from the executive. Thus, judicial authorities are traditionally construed as the authorities that administer justice, unlike, inter alia, administrative authorities or police authorities, which are within the province of the executive.

36      In the second place, that interpretation of the terms of Article 6(1) of the Framework Decision is supported by the background to that provision.

37      On the one hand, judicial cooperation in criminal matters, as laid down in Article 31 EU, must be distinguished from police cooperation, as laid down in Article 30 EU.

38      On the other hand, it is necessary to interpret the term 'judicial authority', in the context of the Framework Decision, as covering the Member State authorities that administer criminal justice, but not police services.»

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο