ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Παμπαλλής, Κώστας Σταύρου Λιάτσος, Αντώνης Ψαρά-Μιλτιάδου, Τάσια Ε. Οικονόμου (κα) για Α. Παπαλλής amp;amp;amp; Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για τον Εφεσείοντα. Μ. Γεωργίου, για τον Εφεσίβλητο. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2019-04-16 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο GRON ν. ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗ, Πολιτική Εφεση Αρ. 328/2013, 16/4/2019 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2019:A146

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Εφεση Αρ. 328/2013)

 

16 Απριλίου, 2019

 

[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΛΙΑΤΣΟΣ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

xxx GRON,

Εφεσείων,

ν.

 

xxx ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗ,

Εφεσίβλητου.

_ _ _ _ _ _

Ε. Οικονόμου (κα) για Α. Παπαλλής & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για τον Εφεσείοντα.

Μ. Γεωργίου, για τον Εφεσίβλητο.

_ _ _ _ _ _

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

 θα δοθεί από τον Λιάτσο, Δ.

­­­_ _ _ _ _ _


 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Ο Εφεσείων εξασφάλισε, στις 23.12.2010,  απόφαση στην αγωγή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας υπ΄ αριθμό 3022/2007, εναντίον του Εφεσίβλητου, για το ποσό των €139.251,01 πλέον τόκο και έξοδα. Εκκρεμούσης της πρωτόδικης διαδικασίας, ο Εφεσίβλητος ενεγράφη ως ιδιοκτήτης του ½ μεριδίου δύο τεμαχίων γης, μερίδιο το οποίο μεταβίβασε στη συνέχεια στη σύζυγό του, δυνάμει δωρεάς. Τη μεταβίβαση αυτή ο Εφεσείων επεδίωξε να την ακυρώσει, ως δόλια, επικαλούμενος τις σχετικές πρόνοιες του άρθρου 3 του περί Δολίων Μεταβιβάσεων (Ακύρωση) Νόμου, Κεφάλαιο 62. Η αίτησή του προς ακύρωση συνοδευόταν από ένορκο δήλωση και καταχωρήθηκε στα πλαίσια της προαναφερθείσας αγωγής.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι ενώπιόν του προς εξέταση είχε τεθεί αίτηση δόλιας μεταβίβασης δυνάμει του Κεφαλαίου 62, δεδομένου ότι σχετική αναφορά στο εν λόγω νομοθέτημα γινόταν στον τίτλο της αίτησης αλλά και με βάση δήλωση του δικηγόρου του Εφεσείοντα - αιτητή ότι η υπό αναφορά αίτηση στηριζόταν στο Κεφάλαιο 62.

 

Η δικονομική φύση της επίδικης αίτησης απασχόλησε το πρωτόδικο Δικαστήριο, με αναφορά στα λεχθέντα στις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου Ιωακείμ κ.ά. ν. Λαϊκής Κυπρ. Τράπεζας Λτδ (Αρ. 1) (2003) 1 ΑΑΔ 198 και Κιταλίδης ν. Τράπεζας Κύπρου Λτδ κ.ά. (2000) 1 ΑΑΔ 1759. Υπόμνησε σχετικά ότι η φύση της είναι πρωτογενής και κατατάσσεται στην κατηγορία των αγωγών, έστω και αν δικονομικά είναι ενταγμένη στο πλαίσιο της αγωγής, της οποίας ο ομφάλιος λώρος με αυτήν είχε αποκοπεί και πρόκειται για αυτόνομη διαδικασία που στοχεύει σε άλλης μορφής θεραπεία από αυτή της αγωγής. Εκρινε όμως ότι η επίδοσή της στη νέα ιδιοκτήτρια των ακινήτων, σύζυγο του Εφεσίβλητου, και η συμμετοχή της τελευταίας στη διαδικασία με καταχώρηση ένστασης, αποτελούσε «αποδοχή εκ μέρους της της διαδικασίας». Πρόσθεσε επίσης ότι εάν η νέα ιδιοκτήτρια «ήθελε να μην αποτελέσει μέρος της διαφοράς, θα έπρεπε να προβεί σε σχετικό διαδικαστικό διάβημα, πράγμα που δεν έπραξε.».

 

Υπό το φως των πιο πάνω, το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε στην εξέταση της αίτησης, επιτρέποντας και την αντεξέταση του Εφεσίβλητου. Εν τέλει, αποδεχόμενο τη μαρτυρία που πρόσφερε η πλευρά του Εφεσίβλητου - καθ΄ ου η αίτηση, έκρινε ότι αυτός απέσεισε το βάρος με το οποίο ήταν επιφορτισμένος, ήτοι ότι η μεταβίβαση έγινε καλή τη πίστει και δεν έγινε με πρόθεση να παρεμποδίσει ή καθυστερήσει τον Εφεσείοντα από την ανάκτηση του οφειλόμενου προς αυτόν ποσού. Κατά συνέπεια, η αίτηση για ακύρωση ως δόλιας της μεταβίβασης απερρίφθη, με έξοδα εις βάρος του Εφεσείοντα - αιτητή.

 

Η ως άνω κρίση αμφισβητείται με επτά λόγους έφεσης. Είναι έκδηλο ότι η φύση της πρωτόδικης διαδικασίας, ως πρωτογενούς, έχει άμεση συσχέτιση με την ουσία των ενώπιόν μας λόγων έφεσης. Προβάλλεται, πιο συγκεκριμένα, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα προχώρησε σε αξιολόγηση μαρτυρίας που προσφέρθηκε κατά την αντεξέταση του Εφεσίβλητου και ότι εσφαλμένα απεδέχθη γεγονότα που παρουσιάστηκαν κατά την αντεξέταση και τα οποία δεν αναφέρονται στην ένορκη δήλωση που συνόδευε την ένσταση. Επιπρόσθετα, προωθείται η εισήγηση ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας έπασχε, ότι η αποδοχή από το πρωτόδικο Δικαστήριο των θέσεων του Εφεσίβλητου χωρίς ενισχυτική μαρτυρία ήταν εσφαλμένη και πως το συνακόλουθο εύρημα ότι ο Εφεσίβλητος απέσεισε το βάρος που είχε, επίσης ήταν μεμπτό.

 

Παρατηρούμε ότι η προβλεπόμενη από το άρθρο 3 του Κεφαλαίου 62 διαδικασία ακύρωσης μεταβίβασης αρχίζει με αίτηση οποιουδήποτε εξ αποφάσεως πιστωτή, η οποία, κατά τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 4 «.... γίνεται στην εν λόγω αγωγή ή άλλη διαδικασία και στο Δικαστήριο ενώπιον του οποίου η αγωγή ή άλλη διαδικασία έχει ακουστεί ή εκκρεμεί.». Αυτό, όπως κρίθηκε και στην πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ΔΗ.ΜΑ.ΡΩ. Λτδ κ.ά. ν. Lakis Georgiou Construction Ltd, Πολ. Εφ. 214/2012, ημερ. 28.9.2018, ECLI:CY:AD:2018:A422, «... είναι και λογικό ούτως ώστε να υπάρχει συσχετισμός μεταξύ της κυρίως αγωγής ή άλλης εναρκτήριας διαδικασίας ... με την αίτηση ακύρωσης της μεταβίβασης του περιουσιακού στοιχείου.». Όπως ορθά εντόπισε το πρωτόδικο Δικαστήριο με αναφορά στην απόφαση Ιωακείμ κ.ά. (ανωτέρω) η υπό κρίση αίτηση, ως εδραζόμενη στις διατάξεις του Κεφαλαίου 62, έχει πρωτογενή χαρακτήρα και εντάσσεται στις αυτοτελείς. Πρόκειται για αυτόνομη διαδικασία, η οποία στοχεύει σε άλλης μορφής θεραπεία, αφού με αυτή επιδιώκεται πλέον η ακύρωση, με δικαστικό διάταγμα, μεταβίβασης ως δόλιας.

 

Δεν εντοπίζουμε ο,τιδήποτε επιλήψιμο στο γεγονός ότι, όπως προβλέπει το άρθρο 4 του Κεφαλαίου 62, ο εξ αποφάσεως πιστωτής - Εφεσείων καταχώρησε την επίδικη αίτηση στην ίδια αγωγή, προκειμένου να εξασφαλίσει ακύρωση της μεταβίβασης του υπό αναφορά κτήματος και επανεγγραφή του στο όνομα του εξ αποφάσεως οφειλέτη. Ορθότερο θα ήταν όπως στον υφιστάμενο τίτλο της αγωγής - στο πλαίσιο της οποίας δικονομικά είναι ενταγμένη η αίτηση - προστίθετο νέος τίτλος προς χαρακτηρισμό της νέας διαδικασίας και εισαγωγή του ονόματος και της νέας ιδιοκτήτριας του επίδικου κτήματος. Το όλο ζήτημα όμως δεν πλήττεται με ανάλογο λόγο έφεσης και, εν πάση περιπτώσει, με δεδομένη την επίδοση της αίτησης για ακύρωση στη νέα ιδιοκτήτρια και τη συμμετοχή της στη διαδικασία που ακολούθησε, παρέλκει η οποιαδήποτε περαιτέρω ενασχόλησή μας με το παρόν θέμα.

 

Ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, πέραν των ενόρκων δηλώσεων, τέθηκε και προφορική μαρτυρία. Τα όσα δηλαδή κατέθεσε ενόρκως ο Εφεσίβλητος στα πλαίσια της αντεξέτασής του από την ευπαίδευτη συνήγορο που εκπροσωπούσε τον αιτητή - Εφεσείοντα. Υπενθυμίζουμε ότι ήταν η ίδια η πλευρά του Εφεσείοντα που ζήτησε την παρουσία του Εφεσίβλητου προκειμένου να αντεξετασθεί επί του περιεχομένου της ενόρκου δηλώσεως, που αποδέχθηκε ότι καταχώρησε προς υποστήριξη της ένστασής του. Η αντεξέταση περιστράφηκε γύρω από ισχυρισμούς που είχε προβάλει μέσω της ένορκης δήλωσής του ο Εφεσίβλητος, οι οποίοι αφορούσαν τα επίδικα ακίνητα και τους λόγους για τους οποίους είχαν εγγραφεί επ΄ ονόματι του Εφεσίβλητου υπό την αντιπροσωπευτική του ιδιότητα, ήτοι ως αντιπρόσωπος της συζύγου του. Εξηγήθηκαν επίσης οι λόγοι για τους οποίους ο Εφεσίβλητος, ως καταπιστευματοδόχος, είχε υποχρέωση να μεταβιβάσει, λίγες μέρες αργότερα, τα εν λόγω ακίνητα επ΄ ονόματι της νέας ιδιοκτήτριας - συζύγου του.

 

Συνεπώς, με βάση τα πιο πάνω, ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου υπήρχε η μαρτυρία της πλευράς του καθ΄ ου η αίτηση - Εφεσίβλητου, την οποία το Δικαστήριο, ορθά πράττοντας, έλαβε υπόψη για σκοπούς αξιολόγησης.

 

Υπό το πιο πάνω πρίσμα και στην απουσία, ουσιαστικά, οποιασδήποτε περί του αντιθέτου μαρτυρίας, δεν εντοπίζουμε περιθώρια παρέμβασής μας στο έργο της αξιολόγησης της μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο, στα πλαίσια των εξουσιών του, είχε κάθε δικαίωμα να καταλήξει στα ευρήματά του, χωρίς την ανάγκη αναζήτησης περαιτέρω προφορικής μαρτυρίας ή γραπτών αποδεικτικών στοιχείων προς ενίσχυση των όσων  προέβαλε ο Εφεσίβλητος.

 

Εν τέλει, η αποδοχή, ως αξιόπιστης, από το πρωτόδικο Δικαστήριο της μαρτυρίας του Εφεσίβλητου, ορθά κρίθηκε ότι οδηγούσε στην απόσειση του βάρους που είχε ότι η επίδικη μεταβίβαση έγινε καλή τη πίστει και χωρίς πρόθεση καταδολίευσης ή παρεμπόδισης του εξ αποφάσεως πιστωτή - Εφεσείοντα προς ανάκτηση του χρέους.

 

Με βάση τα πιο πάνω οι λόγοι έφεσης κρίνονται ανυπόστατοι.  Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα καθοριζόμενα στο ποσό των €2500 πλέον ΦΠΑ εις βάρος του Εφεσείοντα και προς όφελος του Εφεσίβλητου. 

 

 

                                                      Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.

 

                                                      Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.

 

                                                      Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.

 

ΣΦ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο