ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας στους οποίους κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Ναθαναήλ, Στέλιος Σταύρου Δ. Βάκης με Ν. Χατζηγεωργίου, για τους Αιτητές. Αλ. Μελάς, για τους Καθ΄ ων η αίτηση. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2019-04-17 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΛΟΙΖΙΔΗ, ΠΑΡΑΛΗΠΤΗ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗ ΤΗΣ Κ.Χ. ΠΕΡΑΤΙΚΟΣ ΛΙΜΙΤΕΔ κ.α. ν. ΠΕΡΑΤΙΚΟΥ κ.α., Πολιτική Αίτηση Αρ. 32/2019, 17/4/2019 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2019:D149

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Αίτηση Αρ. 32/2019)

 

17 Απριλίου 2019 

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 3 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964 (ΝΟΜΟΣ 33 ΤΟΥ 1964) ΟΠΩΣ ΑΥΤΟΣ

ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΜΕΤΑΓΕΝΕΣΤΕΡΑ

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ

ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΙΣ ΔΥΟ ΕΝΔΙΑΜΕΣΕΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΑ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΜΕΣΟΥ ΠΟΥ ΕΞΕΔΟΘΗΚΑΝ ΤΗΝ 13.2.2019 ΣΤΑ

ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΑΡ. 3928/2017

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΓΩΓΗ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

ΛΕΜΕΣΟΥ ΑΡ. 2928/2017

 

ΜΕΤΑΞΥ:

1.   xxxx ΛΟΙΖΙΔΗ, ΠΑΡΑΛΗΠΤΗ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗ ΤΗΣ Κ.Χ. ΠΕΡΑΤΙΚΟΣ ΛΙΜΙΤΕΔ, ΑΠΟ ΛΕΜΕΣΟ

2.   Κ.Χ. ΠΕΡΑΤΙΚΟΣ ΛΙΜΙΤΕΔ ΔΙΑ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΗΠΤΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗ ΤΗΣ xxxx ΛΟΙΖΙΔΗ, ΑΠΟ ΛΕΜΕΣΟ

Εναγόντων

ΚΑΙ

 

1.   xxxx ΠΕΡΑΤΙΚΟΥ, ΑΠΟ ΛΕΜΕΣΟ

2.   xxxx ΠΕΡΑΤΙΚΟΥ, ΑΠΟ ΛΕΜΕΣΟ

Εναγομένων

-------------------------------------------------

 

Δ. Βάκης με Ν. Χατζηγεωργίου, για τους Αιτητές.

Αλ. Μελάς, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

 

--------------------------------------------------

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:  Κατ΄ ακολουθίαν σχετικής άδειας που χορηγήθηκε από το Δικαστήριο, στην υπ΄ αρ. 26/2019 αίτηση, καταχωρήθηκε η υπό κρίση αίτηση διά κλήσεως, (εφεξής «η αίτηση»), προς έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari με το οποίο να ακυρώνονται οι δύο ενδιάμεσες αποφάσεις και τα διατάγματα που εκδόθηκαν δυνάμει αυτών στις 13.2.2019 από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού στο πλαίσιο της αγωγής υπ΄ αρ. 2928/2017.

 

        Στη βάση των όσων συνοδεύουν την αίτηση, παρουσιάζεται ότι ο αιτητής 1, εγκεκριμένος λογιστής και αδειοδοτημένος σύμβουλος αφερεγγυότητας, διορίστηκε στις 12.10.2017 από την Τράπεζα Κύπρου ως παραλήπτης και διαχειριστής της επιχείρησης και των περιουσιακών στοιχείων της αιτήτριας 2, στη βάση δύο ομολόγων κυμαινόμενης επιβάρυνσης που η εταιρεία-αιτήτρια 2 είχε εκδώσει προς όφελος της Τράπεζας.  Ο αιτητής 1 καταχώρησε την πιο πάνω αγωγή εναντίον των εναγομένων-καθ΄ ων η αίτηση στην υπό κρίση περίπτωση, οι οποίοι είναι διευθυντές της εταιρείας αναφορικά με παραβάσεις καθηκόντων και υποχρεώσεων.  Στο πλαίσιο της αγωγής κατόπιν ακρόασης εκδόθηκε στις 13.11.2017 από Πρόεδρο του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού οριστικό διάταγμα με το οποίο οι διευθυντές της εταιρείας όφειλαν να παραδώσουν στον παραλήπτη και διαχειριστή - αιτητή 1, την επιχείρηση και όλα τα στοιχεία ενεργητικού καθώς και τα υποστατικά της εταιρείας μέχρι την πλήρη εκδίκαση και αποπεράτωση της αγωγής.  Οι εν λόγω διευθυντές δεν συμμορφώθηκαν με το διάταγμα και ως αποτέλεσμα ο διαχειριστής και η εταιρεία καταχώρησαν εντός της αγωγής δύο μονομερείς αιτήσεις για άδεια του Δικαστηρίου όπως εκδοθεί ένταλμα παράδοσης όλης της κινητής περιουσίας και της επιχείρησης της εταιρείας και ένταλμα ανάκτησης κατοχής ολόκληρης της ακίνητης περιουσίας της.  Έτερος Πρόεδρος του ιδίου Δικαστηρίου επιληφθείς των αιτήσεων έκρινε στις 6.9.2018 ότι ανεξάρτητα από τον ενδιάμεσο χαρακτήρα του διατάγματος που προηγήθηκε ημερ. 13.11.2017, αυτό μπορούσε να εκτελεστεί και ενέκρινε την έκδοση των αιτουμένων ενταλμάτων. 

 

        Οι καθ΄ ων η αίτηση-εναγόμενοι καταχώρησαν στις 29.11.2018, στο πλαίσιο της ίδιας αγωγής, ενδιάμεση αίτηση με την οποία αξίωσαν την ακύρωση και παραμερισμό του εντάλματος παράδοσης της κινητής περιουσίας και της άδειας για έκδοση του ρηθέντος εντάλματος.  Την επομένη οι ίδιοι καταχώρησαν άλλη ενδιάμεση αίτηση με την οποία αξίωναν διατάγματα ακύρωσης ή και παραμερισμού του εντάλματος κατοχής της ακίνητης περιουσίας και της σχετικής δοθείσας άδειας.  Παρά την καταχώρηση ενστάσεων οι οποίες συνεκδικάστηκαν, τρίτος Πρόεδρος του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού εξέδωσε στις 13.2.2019 απόφαση με την οποία διατάχθηκε η ακύρωση των προηγουμένων διαταγμάτων και των δύο ενταλμάτων που είχαν εκδοθεί στις 6.9.2018.  Η Πρόεδρος που επιλήφθηκε των αιτήσεων έκρινε, πριν οδηγηθεί στην κατάληξη της ότι δικαιούτο να ακυρώσει τα εντάλματα, ότι δεν κωλύετο να το πράξει λόγω προηγούμενης καταχώρησης δύο παρομοίων αιτήσεων ημερ. 10.9.2018 οι οποίες όμως απορρίφθηκαν από το ίδιο το Δικαστήριο μετά από ακρόαση λόγω μη ένθεσης σ΄ αυτές της ορθής νομικής βάσης.  Έκρινε επίσης ότι μπορούσε να επιληφθεί των νέων αιτήσεων παρά την εκκρεμότητα αιτήσεων παρακοής από τους καθ΄ ων η αίτηση, απορρίπτοντας και εισήγηση για μη πλήρη αποκάλυψη γεγονότων εκ μέρους τους.

 

        Παραπονούνται συνεπώς οι αιτητές ότι το εν λόγω Δικαστήριο ενήργησε ως Εφετείο του εαυτού του ή και ομόβαθμου Δικαστηρίου το οποίο προηγουμένως είχε εγκρίνει την έκδοση των εν λόγω ενταλμάτων, για το μόνο λόγο ότι διαφωνούσε με το σκεπτικό του προηγούμενου Προέδρου που είχε παραχωρήσει την άδεια για έκδοση των ενταλμάτων, θεωρώντας ότι εφόσον το διάταγμα ημερ. 13.11.2017 ήταν ενδιάμεσο, δεν παρήχετο στο Δικαστήριο εξουσία χορήγησης άδειας για έκδοση των ενταλμάτων.

 

        Η θέση των καθ΄ ων η αίτηση είναι ότι η διά κλήσεως αίτηση είναι παράτυπη και αντικανονική για σειρά λόγων, με νομική βάση ελλιπή, αλλά και επί της ουσίας δεν μπορεί να τίθεται θέμα υπέρβασης αφού η Πρόεδρος που ακύρωσε τα προηγηθέντα εντάλματα ενήργησε υπό το δικαιοδοτικό βάθρο της Δ.48 θ.8(4) που παρέχει εξουσία σε Δικαστήριο να ακυρώσει ή να παραμερίσει διάταγμα που το ίδιο εξέδωσε μονομερώς χωρίς αυτό να θεωρείται ότι ενεργεί ως Εφετείο του εαυτού του.  Η Πρόεδρος που ακύρωσε τα προηγηθέντα εντάλματα το έπραξε στη βάση αιτιολογημένης απόφασης ενεργώντας επί της νομικής επιχειρηματολογίας των καθ΄ ων η αίτηση και η οποία προφανώς δεν ήταν  υπόψη του Δικαστηρίου στο προηγηθέν στάδιο έκδοσης των ενταλμάτων.  Εάν η απόφαση του Δικαστηρίου είναι λανθασμένη ή όχι, μπορεί να ελεγχθεί κατ΄ έφεση και όχι με προνομιακό ένταλμα για την έκδοση του οποίου εν πάση περιπτώσει δεν συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις ακόμη και για τον κατ΄ ισχυρισμό λόγο υπέρβασης δικαιοδοσίας.

 

        Οι συνήγοροι των διαδίκων αγόρευσαν ενώπιον του Δικαστηρίου επιχειρηματολογώντας εκατέρωθεν και αναπτύσσοντας τις θέσεις που καταγράφηκαν στην αίτηση και ένσταση αντιστοίχως, προσθέτοντας νομικές αυθεντίες που κατά την άποψη τους υποστήριζαν τις θέσεις τους.

 

        Η παρούσα αίτηση αφορώσα την προνομιακή δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου διέπεται από την πάγια θέση ότι τα προνομιακά εντάλματα χορηγούνται κατ'  εξαίρεση εφόσον στην ουσία αποτελούν προνόμιο, αντλώντας την υπόσταση τους από το κατάλοιπο εξουσίας που υπάρχει για έλεγχο των κατωτέρων Δικαστηρίων.  Χορηγούνται όταν από το πρακτικό της σχετικής απόφασης διαπιστώνεται έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας, έκδηλη πλάνη περί το Νόμο, προκατάληψη ή συμφέρον, δόλος ή ψευδορκία στη λήψη της απόφασης και παραβίαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης.  Αποτελεί, επίσης, σταθερή νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι τα προνομιακά εντάλματα δεν είχαν ποτέ και δεν έχουν σκοπό να υποκαταστήσουν το ένδικο μέσο της έφεσης, ούτε και είναι δυνατόν να χρησιμοποιούνται ως συγκαλυμμένες εφέσεις προς επανακρόαση των ίδιων ζητημάτων, (δέστε τις Global Consolidator Public Ltd (2006) 1 A.Α.Δ. 464 και Ξάνθος Λυσιώτης & Υιος Λτδ (Αρ. 3) (1996) 1 Α.Α.Δ. 1066).

 

 Ακόμη και όπου διαπιστώνεται η απαραίτητη εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση, η άδεια για την καταχώρηση αιτήσεως για certiorari, που είναι ένα από τα προνομιακά εντάλματα, δεν χορηγείται εφόσον προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή θεραπεία, εκτός και αν καταδειχθούν επαρκώς εξαιρετικές περιστάσεις για παρέκκλιση από τον κανόνα, (Τζεννάρο Περρέλλα (Αρ.2)  Perrela (1995) 1 Α.Α.Δ. 692, Κωνσταντινίδης Αλέκος (2003) 1 Α.Α.Δ. 1298, Base Metal Trading Ltd v. Fastact Developments Ltd και Άλλη (2004) 1 Α.Α.Δ. 1535, Hellenger Trading Ltd (2000) 1 Α.Α.Δ. 1965, Μαρκίδης Σοφοκλής και Άλλες (2004) 1 Α.Α.Δ. 552 και FBME Card Services Ltd (2013) 1 A.A.Δ. 2044). 

 

Στην υπόθεση Αίτηση του Χαράλαμπου Πατσαλίδη (2010) 1 Α.Α.Δ. 1350, γίνεται αναφορά στην αρχή ότι εκτός σε απόλυτα εξαιρετικές περιστάσεις, η διαδικασία των προνομιακών ενταλμάτων δεν θα ασκείται όπου άλλες θεραπείες ήταν ή είναι διαθέσιμες, αλλά δεν χρησιμοποιήθηκαν και επίσης ότι δεν αρκεί να τίθεται δικαιοδοτικό ζήτημα σε μια υπόθεση για να χορηγηθεί άδεια εφόσον η διαδικασία έκδοσης προνομιακού  διατάγματος ή εντάλματος δεν συνιστά υποκατάστατο της δευτεροβάθμιας δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ούτε όμως και μέσο εποπτείας της διαδικασίας ενώπιον του κατώτερου Δικαστηρίου, της πρακτικής που ακολούθησε ή του τρόπου με τον οποίο το κατώτερο Δικαστήριο χειρίστηκε ή αποφάσισε την υπόθεση ασκώντας διακριτική ευχέρεια, (δέστε Γενικός Εισαγγελέας (Αρ.3) (1993) 1 Α.Α.Δ. 442).

 

        Εξετάζοντας την υπό κρίση περίπτωση θα πρέπει πρώτα να απαντηθούν ορισμένα διαδικαστικά ζητήματα που τέθηκαν από τους καθ΄ ων η αίτηση.  Εισηγούνται ότι η αίτηση πάσχει αφενός διότι δεν υποστηρίζεται από τον περί Ανωτάτου Δικαστηρίου (Δικαιοδοσία Έκδοσης Ενταλμάτων προνομιακής φύσεως Διαδικαστικό Κανονισμό του 2018, ο οποίος είναι δικαιοδοτικής φύσεως και, επομένως, είναι απαραίτητη η επίκληση του για την ενεργοποίηση της διαδικασίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου προς έκδοση προνομιακών ενταλμάτων.  Περαιτέρω η αίτηση είναι παράτυπη, αντικανονική και μη θεραπεύσιμη διότι δεν συνοδεύεται από έγκυρη ένορκη δήλωση στην οποία να κατατίθενται ως Τεκμήρια η έκθεση που συνόδευε τη μονομερή αίτηση, αλλά και η ένορκη δήλωση που την υποστήριζε, αλλά ούτε και επισυνάπτεται η ίδια η μονομερής αίτηση, όπως και το διάταγμα του Δικαστηρίου ώστε να διαπιστώνονταν με ακρίβεια οι λόγοι για τους οποίους δόθηκε άδεια για καταχώρηση της αιτήσεως διά κλήσεως.  Πρόσθετα, δεν αναφέρονται στο σώμα της αίτησης οι λόγοι για τους οποίους ζητείται η έκδοση εντάλματος της φύσεως Certiorari

 

Είναι γεγονός, και το αποδέχονται και οι αιτητές, ότι η παρούσα αίτηση δεν παραπέμπει στον Κανονισμό του 2018, αλλά παραπέμπει στους Αγγλικούς Διαδικαστικούς Κανονισμούς, η δε αίτηση δεν είναι σε απόλυτη συμφωνία με τον Τύπο Δ του νέου Κανονισμού εφόσον δεν επισυνάπτεται και η αίτηση για τη χορήγηση της άδειας σύμφωνα με τον Κανονισμό 8(3).  Παρά την ελλειμματική βάση από πλευράς δικονομικής επάρκειας, δηλαδή, τη μη αναφορά στον Κανονισμό του 2018, εν τούτοις δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι η αίτηση πάσχει σε βαθμό ακυρότητας χωρίς εξέταση της ουσίας της, με δεδομένο ότι η αίτηση έχει ως δικαιοδοτικό βάθρο το ίδιο το Άρθρο 155.4 του Συντάγματος και συνοδεύεται υποστηριζόμενη από ένορκη δήλωση του αιτητή 1, η οποία έχει γίνει στην παρούσα αίτηση και στην οποία γίνεται πλήρης αναφορά στο ιστορικό με επισυνημμένα τα διάφορα έγγραφα τα οποία είναι αναγκαία για εξέταση της αιτήσεως, ενώ αναφέρονται σ΄ αυτή και οι λόγοι για τους οποίους επιδιώκεται η ακύρωση των  υπό κρίση αποφάσεων του κατώτερου Δικαστηρίου.

 

 Περαιτέρω, η αίτηση συνοδεύεται από την ίδια την έκθεση και την ένορκη δήλωση που κατατέθηκαν προς υποστήριξη της Αίτησης υπ΄ αρ. 26/2019, με την οποία χορηγήθηκε η άδεια προς καταχώρηση της διά κλήσεως αιτήσεως.  Όλα τα δεδομένα λοιπόν τέθηκαν υπόψη του Δικαστηρίου και των ενισταμένων.  Η παράλειψη καταχώρησης της ίδιας της άδειας στην υπ΄ αρ. 26/2019 και του σκεπτικού του Δικαστηρίου και της ίδιας της Αιτήσεως υπ΄ αρ. 26/2019, δεν είναι τέτοιας φύσεως παράλειψη που να αποστερεί τους αιτητές από την προώθηση της εξέτασης της αιτήσεως ενόψει του γεγονότος ότι ουδείς επί της ουσίας επηρεασμός των δικαιωμάτων των καθ΄ ων έχει υπάρξει, ούτε και οι ίδιοι οι καθ΄ ων είτε στην ένσταση τους, είτε στη γραπτή τους αγόρευση, αναφέρθηκαν στον τρόπο με τον οποίο τα ουσιαστικά δικαιώματα τους έχουν επηρεαστεί.

 

Πολύ ορθά  βεβαίως οι καθ΄ ων αναφέρθηκαν στα διαδικαστικής φύσεως προβλήματα και παραλείψεις στην υπό εξέταση αίτηση, πλην όμως όλο το υλικό ήταν διαθέσιμο προς αυτούς,  η δε ένσταση και η επιχειρηματολογία τους επικεντρώθηκε με γνώση των δεδομένων και επί της ουσίας, εφόσον αναφέρεται στη γραπτή αγόρευση ότι η χορηγηθείσα άδεια για καταχώρηση της παρούσας αφορούσε τη θέση ότι το κατώτερο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την προηγούμενη απόφαση ομόβαθμου του Δικαστηρίου, παρουσιάζεται να ενήργησε ως Εφετείο.  Ο Κανονισμός του 2018, ο οποίος έπρεπε αναμφίβολα να αποτελούσε τη δικονομική βάση της αίτησης ως η ισχύουσα πλέον από τις 18.5.2018 δικονομική πρόνοια, είχε στόχο να κωδικοποιήσει την προηγούμενη πρακτική η οποία βασιζόταν στην παλαιότερη ισχύουσα Αγγλική δικονομική βάση, ώστε το ισχύον στη Δημοκρατία σύστημα δικαίου να αποκτήσει αυτόνομη δικονομία στην προνομιακή δικαιοδοσία.  Οι βασικές αλλαγές αφορούσαν στην καθιέρωση προθεσμιών υποβολής της αίτησης για λήψη άδειας και τα ανάλογα έντυπα σε κάθε περίπτωση.  Δεν είναι όμως δικαιοδοτικής φύσεως αφ΄ εαυτού εφόσον ρυθμίζει τη διαδικασία.  Το δικαιοδοτικό υπόβαθρο είναι αυτό του Άρθρου 155.4 του Συντάγματος, και το άρθρο 3 του Νόμου αρ. 33/64, τα οποία και μνημονεύονται στην αίτηση.

 

         Επί της ουσίας, η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου συγκλίνει στο ότι δεν είναι δυνατό για ένα Δικαστήριο να αναθεωρεί αποφάσεις ομοβάθμου Δικαστηρίου με δεδομένο ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο θεωρείται ενιαίο για σκοπούς απονομής της δικαιοσύνης και δεν έχει σχέση, ούτε και θα μπορούσε νόμιμα να αποτελούσε παράγοντα που επηρεάζει μια απόφαση, η κατά περίπτωση σύνθεση του κατωτέρου Δικαστηρίου.  Δεν μπορεί, με άλλα λόγια, εφόσον έχει αποφασιστεί ένα ορισμένο ζήτημα κατά ένα τρόπο, στη συνέχεια ένα άλλο ομόβαθμο Δικαστήριο στο οποίο αναλόγισε η υπόθεση στην πορεία της διαδικασίας, να αποφασίζει κατά  άλλο τρόπο.  Στην πρόσφατη απόφαση στη Mikis + Markos Sideris Holdings Limited v. 1. Χρίστου Τριανταφυλλίδης, διαχειριστή της περιουσίας της αποβιωσάσης Φάνης Σιδέρη, τέως από τη Λευκωσία, κ.ά., Πολ. Έφ. αρ. 21/2013, ημερ. 23.1.2019, ECLI:CY:AD:2019:A14, επαναβεβαιώθηκε η πιο πάνω αρχή σε διαδικασία που αφορούσε την ορθότητα της χρήσης της εναρκτήριας κλήσης ως δικονομικό μέτρο προς επίλυση ορισμένων θεμάτων εντός της διαχείρισης.  Στην υπόθεση έγινε αναφορά στην προηγηθείσα απόφαση Νικόλα Σιδέρη κ.ά.  (2010) 1 Α.Α.Δ. 286, όπου το Ανώτατο Δικαστήριο στη δικαιοδοσία προνομιακών ενταλμάτων, έκρινε ότι εφόσον η ορθότητα της επιλογής του δικονομικού διαβήματος της εναρκτήριας κλήσης είχε ήδη αποφασιστεί με σχετική ενδιάμεση απόφαση ενός Ανώτερου Επαρχιακού Δικαστή, δεν μπορούσε στη συνέχεια άλλος ομόβαθμος Δικαστής να έκρινε διαφορετικά διότι η πρώτη απόφαση εφόσον δεν είχε αμφισβητηθεί με τη διαδικασία της έφεσης, παρέμενε αλώβητη στο νομικό στερέωμα και δεν ήταν δυνατό το θέμα της δικαιοδοσίας να εγείρεται κάθε φορά που προωθείται νέο δικονομικό διάβημα.  Όπως λέχθηκε επί λέξει:

 

«Οπωσδήποτε η αναίρεση της προηγούμενης απόφασης από ισόβαθμο δικαστήριο, θα συνιστούσε έλλειψη ή  υπέρβαση δικαιοδοσίας πράγμα που θα εξουδετέρωνε την αποτελεσματικότητα της απονομής της δικαιοσύνης.»

 

        Στην πιο πάνω απόφαση, ισόβαθμο Δικαστήριο είχε ακυρώσει το μηχανισμό της εναρκτήριας κλήσης θεωρώντας το ως  μη ορθό δικονομικό μέτρο  υπό τις περιστάσεις, κρίνοντας ότι με την ένσταση που είχε καταχωρηθεί είχαν εκ των υστέρων αποκρυσταλλωθεί τα γεγονότα.  Παρά ταύτα το Ανώτατο Δικαστήριο κατ΄ έφεση, ως ανωτέρω, έκρινε λανθασμένη την απόφαση διότι δεν μπορούσε μεταγενέστερα να αμφισβητηθεί η εναρκτήρια κλήση που είχε επικυρωθεί ως προς την ορθότητα της, τόσο από προηγούμενο κατώτερο Δικαστήριο, όσο και από το Ανώτατο Δικαστήριο σε προνομιακή διαδικασία.

 

        Στην Papademetriou v. Christofi (1988) 1 C.L.R. 101, το Εφετείο αποδέχθηκε έφεση με την οποία ακυρώθηκε απόφαση του κατώτερου Δικαστηρίου να μην ορίσει την υπόθεση για ακρόαση αμφισβητώντας την ορθότητα προηγούμενης άδειας που είχε δοθεί από άλλο Δικαστή για υποκατάστατη επίδοση επί ενός των εναγομένων, θεωρώντας ότι υπό τις συνθήκες της υπόθεσης η διαδικασία δεν θα γνωστοποιείτο στον εναγόμενο.  Ενήργησε, όπως ανέφερε το Εφετείο, ως Εφετείο επί αποφάσεως άλλου Δικαστή.

 

        Παρόμοιες εφετειακές επισημάνσεις έγιναν στις Ματθαίου ν. Σολομώντος (2010) 1 Α.Α.Δ. 1201, Κυριάκου ν. Ταμείου Πλεονάζοντος Προσωπικού (1993) 1 Α.Α.Δ. 1020, κ.ά.  Οι περιπτώσεις αυτές συνιστούν εμφανή υπέρβαση δικαιοδοσίας, κατά παρόμοιο τρόπο όπως και η έκδοση αντιφατικών ή συγκρουόμενων διαταγμάτων από το ίδιο Δικαστήριο, (Μάριου Κοσμά (2014) 1 Α.Α.Δ. 698, ECLI:CY:AD:2014:D218, Russel Ritchie (2008) 1 Α.Α.Δ. 639 και Γεωργίου Χατζηαλεξάνδρου (2000) 1 Α.Α.Δ. 1366).

 

        Ο λόγος είναι η ανάγκη για ύπαρξη συνέπειας στις αποφάσεις των πρωτόδικων Δικαστηρίων ώστε η διαδικασία να συνεχίζεται απρόσκοπτα στη βάση των λαμβανομένων σχετικών αποφάσεων, διαφορετικά η αποτελεσματικότητα της δικαιοσύνης εξουδετερώνεται, οι δε διάδικοι βρίσκονται σε αμηχανία προγραμματισμού ουσιαστικά και δικονομικά των κινήσεων τους στην υπόθεση.  Δεν είναι συνεπώς δυνατό για ένα κατώτερο Δικαστήριο να αναθεωρηθεί αποφάσεις του ιδίου Δικαστηρίου έστω και αν διατηρεί άλλη άποψη εισερχόμενο έτσι την σφαίρα αρμοδιότητας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ενεργώντας ως Εφετείο.

 

        Στην υπό κρίση υπόθεση είναι φανερό ότι τίποτε το νέο από πλευράς γεγονότων δεν είχε προκύψει, παρά μόνο η ευπαίδευτος Πρόεδρος που ακύρωσε τα εκδοθέντα διατάγματα παράδοσης και παραλαβής της κινητής και ακίνητης περιουσίας της αιτήτριας 2 εταιρείας, είχε διαφορετική νομική άποψη επί του ζητήματος από τον άλλο ομόβαθμο της ευπαίδευτο Πρόεδρο.  Η ακύρωση που επιτεύχθηκε με την απόφαση της Προέδρου δεν συντελεί στην τελεσιδικία των διαδικαστικών μηχανισμών, αλλά ούτε και προσφέρει στη διεκπεραίωση και ολοκλήρωση της ενώπιον του Δικαστηρίου διαφοράς με την αναμενόμενη ταχύτητα που πρέπει να διέπει τις διαδικασίες.  Αντίθετα, όταν εκδίδονται διατάγματα ορισμένης φύσεως, αλλά στη συνέχεια ακυρώνονται από ομοβάθμια Δικαστήρια, ακολουθούμενες συνήθως οι διαδικασίες αυτές με εφέσεις και αιτήσεις για προνομιακά εντάλματα, τότε αυτό που προκύπτει είναι και αβεβαιότητα, αλλά και παλινδρόμηση και αχρείαστη καθυστέρηση.  Προκύπτει συναφώς και το εξής: ο δεύτερος Πρόεδρος που εξέδωσε τα εντάλματα κατέγραψε και ότι οι καθ΄ ων είχαν πραγματική κατοχή των ακινήτων στα οποία η αίτηση αφορούσε, είχαν λάβει δε ειδοποίηση και ήδη αποταθεί για αναστολή της εκτέλεσης του διατάγματος με διαδικασίες οι οποίες είχαν ήδη απορριφθεί.  Πρόκειται για τις πρώτες αιτήσεις που είχαν απορριφθεί λόγω μη ορθής νομικής βάσης.

 

 Σαφώς λοιπόν και προκύπτει υπέρβαση δικαιοδοσίας εφόσον το Δικαστήριο ενήργησε ως Εφετείο ομόβαθμου Δικαστηρίου, διατηρώντας, και αυτό είναι μεν θεμιτό, διαφορετική άποψη ως προς τη δυνατότητα έκδοσης των ενταλμάτων παράδοσης και κατοχής ως συνέπεια και ως αποτέλεσμα της έκδοσης του διατάγματος ημερ. 13.11.2017, άποψη που δεν ενδείκνυτο όμως να εκφράσει δικαστικώς με την ακύρωση των ενταλμάτων.

 

        Η υπέρβαση δικαιοδοσίας είναι εμφανής και από το γεγονός ότι παραγνωρίστηκε από το κατώτερο Δικαστήριο ότι τα διατάγματα με τα οποία οι καθ΄ ων η αίτηση ως διευθυντές της αιτήτριας 2 εταιρείας διατάχθηκαν να παραδώσουν στον αιτητή 1 τα κινητά και ακίνητα είχαν οριστικοποιηθεί με την απόφαση ημερ. 13.11.2017 μετά από σχετική ακρόαση.  Αυτά τα διατάγματα επομένως ήσαν τελεσίδικα και μπορούσαν να αναθεωρηθούν μόνο με την ορθόδοξη διαδικασία της έφεσης.  Τέτοια έφεση όμως δεν καταχωρήθηκε και ούτε ζητήθηκε ή δόθηκε επ΄ αυτών οποιαδήποτε αναστολή.  Παρόμοια δεν καταχωρήθηκε έφεση ούτε επί των εκδοθέντων ενταλμάτων παράδοσης και ανάκτησης κατοχής της περιουσίας της εταιρείας. 

 

        Διατείνονται οι καθ΄ ων ότι το κατώτερο Δικαστήριο δεν υπερέβη εξουσία διότι ενήργησε στη βάση της Δ.48 θ.8(4), η οποία δίδει τη δυνατότητα σε Δικαστήριο να ακυρώσει ή να παραμερίσει διάταγμα που το ίδιο εξέδωσε μονομερώς, χωρίς να θεωρείται ότι ενεργεί ως Εφετείο του εαυτού του.  Η δυνατότητα αυτή προσφέρεται κατά τη νομολογία και στις περιπτώσεις όπου χορηγήθηκε μονομερώς η έκδοση ενταλμάτων κατοχής ή παράδοσης στη βάση της Δ.43Β, όπως αναφέρθηκε στην K.E.M. Ltd v. Geo. Pavlides & Araouzos Ltd (1973) 1 C.L.R. 269, στην οποία όμως απλώς έγινε αναφορά, χωρίς ιδιαίτερη ανάλυση, ότι ο μηχανισμός της Δ.48 θ.8(4) μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για παραμερισμό του εκδοθέντος εντάλματος αλλά δεν είχε γίνει στην περίπτωση, ενώ ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου είχε διατυπώσει μόνος την άποψη ότι η δυνατότητα που προσέφερε η Δ.48 θ.8(4), καθιστούσε μη εφέσιμο το ζήτημα διότι έπρεπε να χρησιμοποιηθεί η εν λόγω διάταξη στο πρωτόδικο Δικαστήριο για ακύρωση του εντάλματος.

 

        Η προσέγγιση ότι μπορεί να γίνει χρήση της Δ.48 θ.8(4), υιοθετήθηκε και στη Νικολαΐδου ν. Αττίπα (1999) 1 Α.Α.Δ. 1620, με αναφορά και στην Iacovidou v. Christophi (1985) 1 C.L.R. 533, όπου δόθηκε άδεια θεωρώντας ότι το ένταλμα κάτω από τη Δ.43A αφορούσε δικαστική πράξη, αλλά και στην Christofi v. Iacovidou (1986) 1 C.L.R. 236, όπου εκδόθηκαν τα προνομιακά εντάλματα χωρίς όμως αναφορά στη Δ.48 θ.8(4), ως εναλλακτική θεραπεία στο ζήτημα.

 

        Η εμβέλεια και χρήση της Δ.48 θ.8(4) έχει καταγραφεί στην Richard Harazim, Πολ. Αίτηση αρ. 140/2016, ημερ. 15.12.2016, ECLI:CY:AD:2016:D552, με σχολιασμό αποφάσεων που αφορούσαν στο θέμα.  Η περίπτωση αφορούσε το δικαίωμα τρίτου ατόμου που επηρεαζόταν από μονομερώς εκδοθέν διάταγμα, να λάβει άδεια προς καταχώρηση Certiorari.  Αποφασίστηκε ότι ο μηχανισμός της Δ.48 θ.8(4) αποτελούσε εναλλακτικό ένδικο μέτρο σε πρώτο βαθμό ώστε να μην ενδείκνυτο η παροχή άδειας.

 

        Ανεξάρτητα όμως από τη δυνατότητα χρήσης της Δ.48 θ.8(4), την εμβέλεια και τη σημασία της, το ερώτημα παραμένει: Μπορούσαν οι ενιστάμενοι εδώ να αιτηθούν ακύρωση των ενταλμάτων χωρίς να είχαν μεσολαβήσει διαφορετικά ή άλλα γεγονότα;  Με μόνη τη διαφορετική νομική ανάγνωση επί του θέματος;  Και χωρίς τα εντάλματα να ήταν επιστρεπτέα;  Ένας διάδικος που επηρεάζεται από προσωρινό μέτρο εκδοθέν από Δικαστήριο, (ένας εναγόμενος εναντίον του οποίου εκδόθηκε προσωρινό απαγορευτικό διάταγμα), δύναται βεβαίως να ενστεί ώστε να δείξει λόγο γιατί το διάταγμα να μην συνεχίσει να ισχύει ή να οριστικοποιηθεί.  Αυτό δικαιοδοτικά μπορεί να το πράξει πρώτον, διότι καλείται από το ίδιο το εκδώσαν το διάταγμα Δικαστήριο να δείξει λόγο προς την κατεύθυνση αυτή, και δεύτερο, διότι το διάταγμα αποτελούσε ένα προσωρινό μέτρο το οποίο δεν είχε ακόμη τύχει τελειωτικής δικαστικής επεξεργασίας. Στο πλαίσιο αυτό, ο ενιστάμενος δύναται να θέσει γεγονότα τα οποία είτε δεν αποκαλύφθησαν κατά το ex parte στάδιο, είτε προκύπτουν προς αναγκαία επανεξέταση της διατήρησης της ισχύος του διατάγματος. Η νομική επιχειρηματολογία αφορά βεβαίως στα τρία κριτήρια στη βάση των οποίων εκδόθηκε το διάταγμα, αλλά και στο ευρύτερο κριτήριο της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου ως προς το πού κλίνει το ισοζύγιο της ευχέρειας.

 

        Εδώ, δεν  υπάρχουν τέτοια στοιχεία ή παράγοντες.  Τα εντάλματα εκδόθηκαν μονομερώς δικαιωματικά δυνάμει των σχετικών δικονομικών διατάξεων.  Ήταν αποτέλεσμα τελεσίδικης δικαστικής ρύθμισης, έστω ενδιαμέσως, όταν τα προηγηθέντα προσωρινά διατάγματα είχαν καταστεί απόλυτα ή οριστικά μετά από ακρόαση.  Τα διατάγματα λοιπόν του πρώτου Προέδρου του Επαρχιακού Δικαστηρίου που τα εκδίκασε, οριστικοποιήθηκαν, και δεν καταχωρήθηκαν επ΄ αυτών εφέσεις από τους ενιστάμενους.  Τα διατάγματα ημερομηνίας 13.10.2017, είχαν συνεπώς αυτοτέλεια και ήταν «ενδιάμεσα» θεωρούμενα ως τέτοια μόνο ως προς το ότι η ίδια η αγωγή δεν είχε ακόμη τελεσφορήσει.  Κατά τα άλλα ήσαν σε πλήρη ισχύ επί των οποίων και αναμενόταν η αναγκαία συμμόρφωση από τους καθ΄ ων η αίτηση, εξ ου και είχαν καταχωρηθεί εναντίον τους ανάλογες αιτήσεις παρακοής.

 

         Αν δείχνει κάτι η υπόθεση K.E.M. Ltd v. Geo. Pavlides & Araouzos Ltd - ανωτέρω -, είναι ότι είναι δυνατή η έκδοση ενταλμάτων δυνάμει της Δ.43 Α και Β, επί διαταγμάτων ή καταγραμμένων συμφωνιών που ενδύονται τη μορφή δικαστικού διατάγματος («order»), όπως είχε γίνει ακριβώς στην υπόθεση εκείνη όπου το διάταγμα του Δικαστηρίου στο οποίο είχε ενσωματωθεί μια μεταξύ των μερών διευθέτηση, θεωρήθηκε ως «order» εντός της           Δ.43Β ώστε να ήταν δυνατή η έκδοση εντάλματος παράδοσης («writ of delivery»).  Η Δ.43Β αναφέρεται βεβαίως σε εκτέλεση «judgment or order».

 

        Επομένως στην υπό κρίση περίπτωση, ο Πρόεδρος ο οποίος θεώρησε ότι μπορούσαν να εκδοθούν τα εντάλματα δυνάμει της Δ.43 ενήργησε εντός αρμοδιότητας θεωρώντας ότι το διάταγμα ημερ. 13.11.2017, «κατέστη οριστικό μέχρι πλήρους εκδίκασης της παρούσας αγωγής»  και επομένως χωρούσε προς εφαρμογή του η έκδοση εντάλματος παραδόσεως.  Όλα τα προαπαιτούμενα για την έκδοση του εντάλματος παράδοσης υπήρχαν και δικαιολογείτο, καθώς έκρινε, η έκδοση.

 

        Στην Τράπεζα Κύπρου Λτδ ν. Μακρίδη (2012) 1 Α.Α.Δ. 1218, λέχθηκε ότι ανεξάρτητα από την εξουσία που δυνατόν να είχε το πρωτόδικο Δικαστήριο δυνάμει της Δ.48 θ.8(4) να παραμερίσει προηγούμενες αποφάσεις που είχαν εκδοθεί μονομερώς (εκεί δυνάμει της Δ.40 θ.8), το Δικαστήριο δεν μπορούσε να ενεργήσει ως Εφετείο σε απόφαση ομόβαθμου Δικαστηρίου διότι εκείνο το οποίο είχε πράξει ήταν να εξετάσει αν ορθώς και ευλόγως είχαν εκδοθεί τα διατάγματα εκτέλεσης χρησιμοποιώντας μάλιστα και λανθασμένα κριτήρια (πρόκειτο για μη επίδοση αιτήσεων μετά την παρέλευση έξι ετών, αλλά και την ύπαρξη ειδικών περιστάσεων προς δικαίωμα εκτέλεσης μετά την παρέλευση της εν λόγω χρονικής περιόδου).

 

        Διατείνονται οι καθ΄ ων ότι το ορθό μέτρο για αμφισβήτηση της υπό κρίση απόφασης του κατώτερου Δικαστηρίου ήταν η καταχώρηση έφεσης και όχι μέσω προνομιακού εντάλματος.  Αυτό δεν είναι ορθό διότι η υπέρβαση εξουσίας αποτελεί κλασσικό παράγοντα έκδοσης προνομιακού εντάλματος.  Και ήταν οι ίδιοι οι καθ΄ ων που αν ήθελαν να προσβάλουν τις προηγούμενες αποφάσεις ημερομηνίας 13.11.2017, όταν οριστικοποιήθηκαν τα διατάγματα, αλλά και τις 6.9.2018, όταν ο δεύτερος Πρόεδρος εξέδωσε τα διατάγματα παράδοσης και παραλαβής κάτω από τις διατάξεις της Δ.43, όφειλαν να τις εφεσιβάλουν.  Πράγμα που δεν έπραξαν.

 

        Να σημειωθεί τέλος ότι στο σκεπτικό της, η ευπαίδευτος Πρόεδρος προς ακύρωση των ενταλμάτων ανέφερε ότι αυτά «απλώς δίδουν το δικαίωμα στον Ενάγοντα 1 να κατέχει την εν λόγω περιουσία μέχρι την εκδίκαση της ουσίας της Αγωγής» και «διασφαλίζουν ποιός θα κατέχει την περιουσία μέχρι την ολοκλήρωση της αγωγής».  Πλην όμως το Δικαστήριο εξουδετέρωσε ακόμη και αυτή τη δυνατότητα κατοχής με την ακύρωση τους.  Η ίδια η Πρόεδρος είχε σημειώσει στην απόφαση της ότι ο ισχυρισμός των αιτητών στις αιτήσεις παρακοής ήταν ότι παρά την έκδοση των διαταγμάτων και κατά παράβαση αυτών εξακολουθούσαν να κατέχουν την περιουσία την οποία πωλούσαν, τουλάχιστον την κινητή περιουσία, έναντι τιμολογίων εκ μέρους της εταιρείας.

 

         Η αίτηση επιτυγχάνει.  Εκδίδεται Διάταγμα Certiorari με το οποίο παραμερίζονται και ακυρώνονται οι δύο αποφάσεις ημερομηνίας 13.2.2019 και τα δυνάμει αυτών εκδοθέντα διατάγματα.

 

        Τα εντάλματα παράδοσης της κινητής περιουσίας της εταιρείας-αιτήτριας 2 και ανάκτησης κατοχής της ακίνητης της περιουσίας υπ΄ αρ. 471/2018, ημερ. 10.9.2018, και 41/18, ημερ. 6.9.2018, παραμένουν σε ισχύ.

 

        Τα    έξοδα   της   παρούσας   αιτήσεως   και   της   αιτήσεως   υπ΄ αρ. 26/2019, επιδικάζονται υπέρ των αιτητών και εναντίον των καθ΄ ων, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

 

 

 

                                           Στ. Ναθαναήλ,

                                                     Δ.

 

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο