ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2019:A145
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 144/2013
16 Απριλίου, 2019
[ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
xxx ΖΑΧΑΡΙΑΔΗ
Εφεσείοντας/ Ενάγοντας 2
ΚΑΙ
1. UNIVERSAL LIFE INSURANCE CO LTD
2. xxx ΧΩΜΑΤΕΝΟΥ
Εφεσιβλήτων - Εναγομένων
***************
Ο Εφεσείων εμφανίζεται προσωπικά
Ιωάννα Λοϊζίδου (κα), για Εφεσίβλητους - Εναγομένους
Εφεσίβλητος 2 παρών
****************
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Α. Πούγιουρου, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ: Με την Αγωγή υπ. Αρ. 7988/2004 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας οι Ενάγοντες αξίωναν γενικές και ειδικές αποζημιώσεις συνεπεία παράνομου και αντισυμβατικού τερματισμού της συμφωνίας ασφαλιστικού αντιπροσώπου που καταρτίστηκε στις 4/7/1997 μεταξύ της ενάγουσας 1, εταιρείας που έχει τεθεί υπό εκκαθάριση, και της εφεσίβλητης 1, ασφαλιστικής εταιρείας. Περαιτέρω αξιώνοντο αποζημιώσεις για απώλεια καριέρας και σταδιοδρομίας των εναγόντων 2 και 3, διοικητικών συμβούλων της ενάγουσας 1, για διαφυγόντα κέρδη και απώλειες συνεπεία παράβασης συμφωνιών ασφαλιστικού αντιπροσώπου καθώς και αποζημιώσεις λόγω δόλου και απάτης μαζί με παραδειγματικές αποζημιώσεις. Σ' όσον αφορά τον εναγόμενο 2/εφεσίβλητο 2, ανώτερο υπάλληλο της εναγομένης 1, το αγώγιμο δικαίωμα εναντίον του συνίστατο στο ότι ήταν ο υπαίτιος πρόκλησης της παραβίασης της συμφωνίας ημερ. 4/7/1997 από πλευράς εναγόμενης 1/εφεσίβλητης 1.
Οι εναγόμενοι/εφεσίβλητοι με την Υπεράσπιση τους αρνούντο παντελώς τους ισχυρισμούς των εναγόντων προβάλλοντας τη θέση ότι οι τελευταίοι επανειλημμένα παρέλειπαν να εκπληρώσουν τις συμβατικές τους υποχρεώσεις, γεγονός που οδήγησε στον καταρτισμό του τεκμηρίου 18, δυνάμει του οποίου διευθετούντο όλες οι μέχρι τότε διαφορές μεταξύ των διαδίκων. Με την Υπεράσπιση τους πρόβαλλαν επίσης και δύο προδικαστικές ενστάσεις όπου η μεν πρώτη αναφέρετο στη μη στοιχειοθέτηση αγώγιμου δικαιώματος εναντίον του εναγομένου 2/εφεσίβλητου 2, η δε δεύτερη στο ότι οι ενάγοντες εμποδίζοντο στην προώθηση της Αγωγής ενόψει προηγηθείσας πλήρους διευθέτησης των μεταξύ των διαδίκων διαφορών με τον καταρτισμό του Τεκμηρίου 18.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο ενόψει της φύσης των προδικαστικών ενστάσεων και θεωρώντας ότι εδράζοντο επί νομικών σημείων χωρίς να παρίστατο ανάγκη αξιολόγησης της μαρτυρίας εφόσον ήταν παραδεκτά τα βασικά γεγονότα επί των οποίων στηρίζοντο, προχώρησε στην εξέταση των προδικαστικών ενστάσεων κατά προτεραιότητα.
Σ' όσον αφορά την πρώτη προδικαστική ένσταση που αφορούσε στην απουσία αγώγιμου δικαιώματος εναντίον του εφεσίβλητου 2, το Δικαστήριο με αναφορά σε νομολογία (βλ. G. W. K. Ltd v. Dunlop Rubber Co. Ltd (1926) 42 Τ. L. R. 376) και στο σύγγραμμα Αστικά Αδικήματα, Δίκαιο και Αποφάσεις, Αρτέμη και Ερωτοκρίτου, Τόμος 1, σελ. 109 - 112) καθώς και σε αποσπάσματα της προφορικής μαρτυρίας, ιδιαίτερα του ενάγοντα 2/εφεσείοντα και του εναγόμενου 2/εφεσίβλητου 2, έκρινε ότι οι ενάγοντες απέτυχαν να στοιχειοθετήσουν τις προϋποθέσεις ενεργοποίησης του αστικού αδικήματος της παράνομης πρόκλησης άλλου προσώπου σε παράβαση σύμβασης, δυνάμει του άρθρου 34 του ΚΕΦ. 148. Όπως τονίζει στην απόφαση, παρέμεινε αδιαμφισβήτητο πως ο εφεσίβλητος 2 ενεργούσε ως υπάλληλος της εφεσίβλητης 1 και ακολουθούσε τις οδηγίες της με απώτερο σκοπό την εξυπηρέτηση των όποιων συμφερόντων του εργοδότη του, διαγωγή η οποία συμφωνούσε με τα καθήκοντα του υπό την πιο πάνω ιδιότητα του, χωρίς να έχει αποδειχθεί επαρκώς οποιαδήποτε επέμβαση από πλευράς του που να συνιστούσε αστικό αδίκημα. Ενόψει της πιο πάνω διαπίστωσης του έκαμε δεκτή την πρώτη προδικαστική ένσταση.
Στη συνέχεια προχώρησε στην εξέταση της δεύτερης προδικαστικής ένστασης στη βάση του αδιαμφισβήτητου, όπως έκρινε, γεγονότος της υπογραφής του Τεκμηρίου 18 με το οποίο οι ενάγοντες αποδέχθηκαν το υπόλοιπο του χρέους τους προς την εφεσίβλητη 1, στη βάση της δικαστικής απόφασης στην Αγωγή υπ. Αρ. 8510/1997 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας και της συμφωνίας ημερ. 4/7/1997, και δήλωναν επιπρόσθετα ότι ουδεμία άλλη απαίτηση είχαν ή διατηρούσαν εναντίον της εταιρείας Universal Life Insurance Co Ltd ή εναντίον οποιουδήποτε μέλους του προσωπικού ή Διευθυντή της από την μέχρι σήμερα συνεργασία τους.
Η θέση που προωθήθηκε από πλευράς εναγόντων, όπως προσδιορίστηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο στη βάση της Έκθεσης Απαίτησης και της προσκομισθείσας μαρτυρίας, ήταν ότι η υπογραφή του Τεκμηρίου 18 δεν ήταν αποτέλεσμα της δικής τους ελεύθερης βούλησης αλλά του οικονομικού καταναγκασμού που ασκούσαν σε βάρος τους οι εφεσίβλητοι, ενόψει σειράς δικαστικών διαδικασιών που προηγήθηκαν και που είχαν καταχωρηθεί εκβιαστικά, συμπεριλαμβανομένων ιδιωτικών ποινικών υποθέσεων και ειδοποιήσεων πτώχευσης. Επικαλούντο επίσης την άσκηση παράνομης επιρροής σε βάρος τους για υπογραφή του Τεκμηρίου 18 που ενήργησε ως ψυχική πίεση.
Το Δικαστήριο κατά την εξέταση του θέματος της εγκυρότητας του τεκμηρίου 18 προέβη κατ' αρχάς σε ανασκόπηση της νομικής πτυχής ως προς τις συνέπειες υπογραφής ενός εγγράφου κάτω από συνθήκες εξαναγκασμού ή ψυχικής πίεσης, παραθέτοντας σχετικά παραδείγματα που συνιστούσαν τέτοιαν συμπεριφορά. Με αναφορά σε νομολογία (βλ. Κούτας ν. Δήμου Λευκωσίας (1989) 1 Α.Α.Δ. (Ε) 516, Χαραλάμπους ν. Αριστοτέλους (2001) 1 Α.Α.Δ. 750 και Συνεργατική Πιστωτική Εταιρεία Αγίας Φυλάξεως ν. Ουρανίας Πούλλα κ.ά. (2004) 1 (Β) Α.Α.Δ. 96) τόνισε ότι η ψυχική πίεση, όπως ορίζεται από το άρθρο 16(1) του ΚΕΦ. 149, δεν εξαντλείται στις περιπτώσεις εξαναγκασμού αλλά επεκτείνεται σ' όλες τις περιπτώσεις στις οποίες γίνεται κατάχρηση της εμπιστοσύνης που δόθηκε. Διαπίστωσε δε σ' όσον αφορά την περίπτωση των εναγόντων, ότι δεν αποδείχθηκε σχέση εξάρτησης με τους εναγόμενους/εφεσίβλητους, τέτοια, που να δημιουργεί ζήτημα άδικης επιρροής ή αφόρητης πίεσης σε βάρος των εναγόντων ως αποτέλεσμα των εναντίον τους δικαστικών διαδικασιών.
Προσθέτει δε στην απόφαση ότι δεν αποδείχθηκε εξασφάλιση αθέμιτου οφέλους ή ότι το Τεκμήριο 18 αποτελεί επαχθή συναλλαγή ενώ η αδιαμφισβήτητη ύπαρξη των δικαστικών διαδικασιών, είτε ποινικής είτε αστικής φύσης, δεν ήταν παράγοντας που θα μπορούσε να ενταχθεί στα πλαίσια των προβαλλόμενων υπερασπίσεων, ενόψει του ότι οι ενάγοντες τύγχαναν νομικής συμβουλής και είχαν κάθε δικαίωμα να υπερασπιστούν στο Δικαστήριο και να προβάλουν τις θέσεις τους. Το Δικαστήριο σημειώνει στην απόφαση του ότι από το 1999 οι ενάγοντες είχαν δεχθεί απόφαση προς όφελος της εφεσίβλητης 1 και παραδεχθεί ότι το τότε οφειλόμενο ποσό ανέρχετο σε Λ.Κ. 24.000, με αποτέλεσμα τα οποιαδήποτε μέτρα είχαν δικαίωμα να λάβουν οι εφεσίβλητοι προς διαφύλαξη των δικαιωμάτων τους, ούτε καταχρηστικά αλλ΄ ούτε και καταπιεστικά θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν. Έκρινε ότι η υπογραφή του Τεκμηρίου 18, δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ως επαχθής για τους ενάγοντες, εφόσον παρέχετο χρονοδιάγραμμα για εξόφληση των οφειλομένων ποσών και ταυτόχρονα θα αποσύροντο όλες οι εναντίον τους δικαστικές διαδικασίες και εμπράγματα βάρη, όπως και έγινε.
Μετά τις πιο πάνω διαπιστώσεις του, το Δικαστήριο αποδέκτηκε και τη δεύτερη προδικαστική ένσταση των εφεσιβλήτων και απέρριψε την Αγωγή αφού είχεν προηγηθεί η εξέταση του θέματος των αποζημιώσεων που θα δικαιούντο οι ενάγοντες, σε περίπτωση βεβαίως που επιτύγχαναν στην Αγωγή τους, τις οποίες επίσης απέρριψε ως μη αποδειχθείσες.
Με την παρούσα έφεση ο ενάγοντας 2/εφεσείων προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση με τέσσερις λόγους έφεσης. Οι μεν λόγοι έφεσης 1 και 2 αναφέρονται στην λανθασμένη αποδοχή από πλευράς Δικαστηρίου των δύο προδικαστικών ενστάσεων των εφεσιβλήτων, που οδήγησαν στην απόρριψη της Αγωγής, οι δε λόγοι 3 και 4 στη διαπίστωση του ότι δεν είχαν αποδειχθεί οι ζημιές που επικαλούντο οι ενάγοντες για τις οποίες αξίωναν αποζημιώσεις.
Εξετάσαμε με προσοχή την εισήγηση περί απουσίας αγώγιμου δικαιώματος εναντίον του εναγομένου 2/εφεσίβλητου 2 που αφορά η πρώτη προδικαστική ένσταση, αντικείμενο του λόγου έφεσης 1, σε συνάρτηση με τα πρακτικά στα οποία έχουμε ανατρέξει.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο καθορίζει ως αγώγιμο δικαίωμα εναντίον του εναγομένου 2/εφεσίβλητου 2 ότι «ο εν λόγω διάδικος, ως οικονομικός διευθυντής των εναγομένων 1 καθ' όλους τους ουσιώδους για την παρούσα αγωγή χρόνους, ήταν το πρόσωπο το οποίο εξώθησε ή και καθοδήγησε την εναγόμενη 1 να προχωρήσει σε σειρά παράνομων πράξεων, οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα την αντισυμβατική συμπεριφορά η οποία οδήγησε στην παραβίαση της μεταξύ των μερών επίδικης συμφωνίας. Προκαλώντας έτσι την παραβίαση της εν λόγω συμφωνίας ημερ. 4.7.1997 από την εναγόμενη 1».
Η παράνομη πρόκληση άλλου σε παράβαση σύμβασης συνιστά το αστικό αδίκημα του άρθρου 34 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, ΚΕΦ. 148 που προβλέπει τα εξής:
«34(1) Πρόσωπo τo oπoίo, για λόγoυς άλλoυς από τηv πρoώθηση απεργίας ή αvταπεργίας σε σχέση με εργατική διαφoρά πoυ δημιoυργήθηκε στηv εργασία ή τη βιoμηχαvία στηv oπoία απασχoλoύvται oι απεργoί ή αvταπεργoί, εv γvώσει και χωρίς επαρκή δικαιoλoγία, πρoκαλεί oπoιoδήπoτε άλλo πρόσωπo vα παραβεί κατά vόμo δεσμευτική σύμβαση με τρίτo, διαπράττει αστικό αδίκημα κατά τoυ τρίτoυ.»
Τα αναγκαία συστατικά στοιχεία του αδικήματος, όπως προκύπτουν από το πιο πάνω άρθρο και την νομολογία (βλ. Xenophondos v. Anastasiadou (1974) 4 J.S.C. 578) και Torquay Hotel Co Ltd v. Cousins (1969) 2 Ch. 106) είναι α) ο εναγόμενος να προκάλεσε την παράβαση σύμβασης συναφθείσης μεταξύ δύο άλλων ατόμων, που βρίσκεται σε ισχύ, β) από την παράβαση αυτή ο ενάγων να υπέστη ζημιά και γ) ο εναγόμενος να έχει ενεργήσει γνωρίζοντας την ύπαρξη της σύμβασης και χωρίς επαρκή αιτιολογία (βλ. σύγγραμμα Αστικά Αδικήματα, Δίκαιο και Αποφάσεις, Αρτέμη & Ερωτοκρίτου Τόμος 1, σελ. 109 -112).
Το πρωτόδικο Δικαστήριο εντοπίζει από τη μαρτυρία που προσκόμισαν οι ενάγοντες ότι η παρέμβαση του εφεσίβλητου 2 στην επίδικη συμφωνία, όπως του αποδίδεται, ξεκινά από το χρόνο που αυτός ενεπλάκη στις επαγγελματικές σχέσεις των μερών, με αποτέλεσμα ο εφεσείων να του δείξει εμπιστοσύνη, γεγονός που ενήργησε τελικά σε βάρος του. Καταλήγει όμως το Δικαστήριο, ότι όλες οι ενέργειες του εφεσίβλητου 2 ήταν αποτέλεσμα των οδηγιών που λάμβανε από τον εργοδότη του, εφεσίβλητη 1, οι οποίες βρίσκονταν εντός των πλαισίων των καθηκόντων του ως οικονομικού διευθυντή.
Ήταν εισήγηση του εφεσείοντα ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε τον εφεσίβλητο 2 ως οικονομικό διευθυντή της εφεσίβλητης 1 εφόσον στην πραγματικότητα ήταν ο Διευθυντής Οικονομικών Υπηρεσιών, γεγονός που επιμαρτυρούσαν διάφορες επιστολές (Τεκμήριο 10). Επίσης λανθασμένα το Δικαστήριο αποδίδει και σε άλλους υπαλλήλους να χειρίζονται τα θέματα σε σχέση με τους ενάγοντες, εκτός του εφεσίβλητου 2, επικαλούμενος τα τεκμήρια 4, 5, 18, 32 και 39.
Έχουμε ανατρέξει στα πρακτικά και στα διάφορα τεκμήρια, στα οποία παραπέμπει ο εφεσείων, περιλαμβανομένων και των πιο πάνω τεκμηρίων, και οι διαπιστώσεις του Δικαστηρίου ως προς το καθεστώς του εφεσίβλητου 2 στην εφεσίβλητη 1, ότι δηλαδή ήταν υπάλληλος της με καθήκοντα οικονομικού διευθυντή και ότι και άλλοι υπαλλήλοι είχαν εμπλοκή στις επίδικες δοσοληψίες, ανάλογα με τα θέματα που προέκυπταν, μας βρίσκει απόλυτα σύμφωνους. Οι επιστολές, Τεκμήριο 10, υπογράφοντο μεν από τον εφεσίβλητο 2 αλλά υπό την ιδιότητα του ως Διευθυντή Οικονομικών Υπηρεσιών της εφεσίβλητης 1, ιδιότητα που δεν βρίσκουμε να διαφέρει σε οτιδήποτε από την θέση που του απέδωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, δηλαδή εκείνη του οικονομικού διευθυντή. Εξάλλου οι ίδιοι οι ενάγοντες στην παράγραφο 12 της Έκθεσης Απαίτησης τους, χαρακτηρίζουν τον εφεσίβλητο ως οικονομικό διευθυντή. Ως εκ τούτου η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι η όλη διαγωγή του εφεσίβλητου 2 καλυπτόταν από τα όρια των καθηκόντων του ως υπαλλήλου της εφεσίβλητης 1 και ότι δεν είχε αποδειχθεί επαρκώς οποιαδήποτε επέμβαση του που να στοιχειοθετούσε το αστικό αδίκημα του άρθρου 34 του ΚΕΦ. 149, δεν ενέχει οτιδήποτε το μεμπτόν. Ο εφεσίβλητος 2 δεν ήταν άλλωστε μέλος του διοικητικού συμβουλίου της εφεσίβλητης 1 ώστε να λαμβάνει μέρος ή να έχει λόγο στις αποφάσεις του. Ήταν στην ουσία εργοδοτούμενος έστω υψηλόβαθμος.
Συνεπώς ο λόγος έφεσης 1 είναι έκθετος σε απόρριψη.
Σ' όσον αφορά το λόγο έφεσης 2 που αναφέρεται στη δεύτερη προδικαστική ένσταση, αν και στην αιτιολογία του συγκεκριμένου λόγου έφεσης προβάλλονται διάφορες εισηγήσεις που προσέβαλλαν την εγκυρότητα του Τεκμηρίου 18, όπως ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αγνόησε την έκδηλη παρανομία που αναδύετο από το Τεκμήριο 18, εφόσον σύμφωνα με το άρθρο 7 του περί Πτώχευσης Νόμου ΚΕΦ. 5 απαγορεύεται να δοθεί αντάλλαγμα για απόσυρση πτωχευτικών μέτρων ή ότι η απόσυρση των πτωχευτικών διαδικασιών ως αντιπαροχή σε συμφωνία, συνιστούσε επίσης και αδίκημα στη βάση του άρθρου 124 του Ποινικού Κώδικα, εν τούτοις στο διάγραμμα αγόρευσης του δεν αναπτύσσει τις συγκεκριμένες θέσεις. Προώθησε μόνο την εισήγηση ότι το Τεκμήριο 18 δεν ήταν αποτέλεσμα της ελεύθερης βούλησης αλλά του οικονομικού εξαναγκασμού και της ψυχικής πίεσης που ασκήθηκε σε βάρος των εναγόντων από πλευράς εφεσιβλήτων και ότι λανθασμένα έκρινε το Δικαστήριο ότι το συγκεκριμένο τεκμήριο δεν συνιστούσε επαχθή συναλλαγή. Κατ' αρχάς θα πρέπει να λεχθεί ότι αν και προβάλλεται στην Έκθεση Απαίτησης η θέση των εναγόντων περί παράνομης και άκυρης συμφωνίας για αριθμό λόγων που καταγράφονται στο δικόγραφο τους και προωθήθηκαν πρωτόδικα, εν τούτοις στο παρακλητικό της Έκθεσης Απαίτησης δεν περιλαμβάνεται αξίωση που να αναφέρεται στην ακυρότητα του Τεκμηρίου 18. Παρά τον ανορθόδοξο τρόπο που οι ενάγοντες προώθησαν τη συγκεκριμένη εισήγηση τους περί άκυρης συμφωνίας, κρίνουμε ότι ορθά το Δικαστήριο προχώρησε και εξέτασε την προδικαστική ένσταση για σκοπούς απόφασης επί των προδικαστικών ενστάσεων.
Στο σημείο αυτό, ενόψει της σπουδαιότητας που ενέχει το Τεκμήριο 18 για το υπό εξέταση θέμα, κρίνουμε σκόπιμο να παραθέσουμε αυτούσιο το περιεχόμενο του για σκοπούς καλύτερης κατανόησης.
«Λευκωσία 19 Δεκεμβρίου 2001
Προς
Universal Life Insurance Co Ltd
T.K.21270
1505 ΛΕΥΚΩΣΙΑ
Κύριοι
Εμείς οι κάτωθι υποφαινόμενοι, Prima Life Insurance Ltd, xxx Ζαχαριάδης και xxx Συλλούρη διά του παρόντος αποδεχόμεθα ότι το υπόλοιπο του χρέους μας προς την εταιρεία Universal Life Insurance Co Ltd που απορρέει από την απόφαση στην αγωγή 8510/1997 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας και από την μεταξύ μας συμφωνία ημερομηνίας 4 Ιουλίου 1997 ανέρχεται σε ₤35,000 (Τριάντα Πέντε Χιλιάδες Λίρες Μόνο) συν ₤1,100 (Χίλιες Εκατό Λίρες Μόνο) δικηγορικά έξοδα (συμπεριλαμβανομένου Φ.Π.Α.)
Τα πιο πάνω ποσά αναλαμβάνουμε όπως τα πληρώσουμε ως ακολούθως:
1η Δόση 11 Ιανουαρίου 2002 ₤1,900
₤1,100
(to Lellos Demetriades Law Office)
2η Δόση 31 Ιανουαρίου 2002 ₤4,000
3η Δόση 28 Φεβρουαρίου 2002 ₤5,100
4η Δόση 31 Μαρτίου 2002 ₤ 4,000
5η Δόση 30 Απριλίου 2002 ₤4,000
6η Δόση 31 Μαΐου 2002 ₤4,000
7η Δόση 30 Ιουνίου 2002 ₤4,000
8η Δόση 31 Ιουλίου 2002 ₤4,000
9η Δόση 31 Αυγούστου 2002 ₤4,000
₤36,000
Περαιτέρω δηλώνουμε ότι ουδεμία άλλη απαίτηση έχουμε ή διατηρούμε εναντίον της εταιρείας Universal Life Insurance Co Ltd εναντίον οποιουδήποτε μέλους του προσωπικού ή Διευθυντή της από την μέχρι σήμερα συνεργασία μας.
Επίσης δηλώνουμε και συμφωνούμε ότι σε περίπτωση μη πληρωμής οποιασδήποτε από τις πιο πάνω δόσεις, τότε ολόκληρο το υπόλοιπο ποσό του χρέους θα καθίσταται άμεσα πληρωτέο και απαιτητό και ότι θα φέρει τόκο προς 8% τον χρόνο από την ημέρα της παράλειψης της πληρωμής.
Οι δηλούντες:
Prima Life Insurance Ltd xxx Ζαχαριάδης
xxx Συλλούρη»
Οι εφεσίβλητοι, ενεργώντας στη βάση του Τεκμηρίου 18, την ίδια ημέρα, προέβησαν στην εξής γραπτή δήλωση που αποτελεί επίσης μέρος του Τεκμηρίου 18:
«Λευκωσία, 19 Δεκεμβρίου 2001
Κυρίους Prima Life Insurance Ltd
Κύριο xxx Ζαχαριάδη
Κυρία xxx Συλλούρη
Δημοσθένους Σεβέρης 33, 1080 ΛΕΥΚΩΣΙΑ
Αγαπητοί κύριοι
Ενόψει της κατάληξης μας και της συμφωνίας/δήλωσης που μας έχετε υπογράψει και παραδώσει σήμερα, 19 Δεκεμβρίου 2001 και την οποία αποδεχόμαστε, αναλαμβάνουμε όπως:
1) Αποσύρουμε άμεσα όλες τις ποινικές διαδικασίες που εκκρεμούν εναντίον σας, με βάση τις επιταγές που μας έχετε εκδώσει και τις οποίες αναλαμβάνουμε να σας επιστρέψουμε.
2) Αποσύρουμε άμεσα τις πτωχεύσεις με αριθμούς 415/99 και 416/99 άνευ βλάβης.
3) Όπως με την πληρωμή της πρώτης δόσης (δηλαδή κατά την 11η Ιανουαρίου 2002), αποσύρουμε όλα τα Μemos από την περιουσία του κυρίου xxx Ζαχαριάδη και της κυρίας xxx Συλλούρη, εκτός από τα ακόλουθα δύο Memos στην περιουσία της κυρίας xxx Συλλούρη με τις πιο κάτω λεπτομέρειες.
xxx Συλλούρη
Α/Α |
Πόλη/Χωριό |
Είδος ακινήτου |
Αρ. Εγγραφής |
Μερίδιο |
1) |
Δάλι |
Χωράφι |
Cy 68 |
Όλο |
2) |
Έγκωμη |
Διαμέρισμα 2 στο Ισόγειο |
Β830 |
Όλο |
4) Όπως με την πλήρη εξόφληση του οφειλόμενου ποσού όπως αναφέρεται στη σχετική συμφωνία/δήλωση σας ημερομηνίας 19 Δεκεμβρίου που μας έχετε υπογράψει και παραδώσει, αποσύρουμε τα memo από την πιο πάνω περιουσία και ότι ουδεμία άλλη απαίτηση έχουμε εναντίον της Prima Life Insurance Ltd ή των Διευθυντών της.
Διατελώ
xxx xxx ΧΩΜΑΤΕΝΟΣ xxx ΠΕΧΛΙΒΑΝΗΣ
Διευθυντής Επενδυτικών Υπηρεσιών Διευθυντής Κλάδου Ζωής»
Είναι βασικός κανόνας του κοινοδικαίου ότι ένα συμβαλλόμενο μέρος δεσμεύεται από έγγραφο που έχει υπογράψει (βλ. L' Estrange v. F. Grancob Ltd (1934) 2 KB 394). To θέμα της δεσμευτικότητας ενός συμβαλλομένου τυγχάνει επίκλησης σε περιπτώσεις όπου υπάρχει κάποια διευθέτηση μεταξύ των μερών και το ένα μέρος υπογράφει «έγγραφο απαλλαγής» υπέρ του άλλου. Σε τέτοια περίπτωση αν δεν υπήρξε αθέμιτος επηρεασμός του ενός συμβαλλομένου από τον άλλο και αν το έγγραφο έχει δεόντως υπογραφεί, τότε δεσμεύει τον υπογράψαντα. (βλ. το σύγγραμμα Η Σύμβαση στο Κυπριακό Δίκαιο, Θεωρία και Πράξη, Πολύβιου Πολυβίου, σελ. 481).
Στην υπόθεση Χ"Στυλλή ν. Κυπριακές Αερογραμμές Λτδ (2012) 1Β Α.Α.Δ. 989 το Εφετείο επικύρωσε την πρωτόδικη κρίση ότι έγγραφα απαλλαγής συνιστούσαν εμπόδιο ή κώλυμα εκ δηλώσεως σε έγγραφο (estoppel by deed). Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Γεώργιος Διονά ν. Κυπριακές Αερογραμμές Δημόσια Εταιρεία Λτδ, Πολ. Έφεση 182/2011, ημερ. 24/5/2016, ECLI:CY:AD:2016:A250, η οποία υιοθέτησε την πιο πάνω αρχή της Χατζηστυλλή, η δήλωση «πρέπει να εκλαμβάνεται ως δεσμευτική μεταξύ των μερών και επομένως μη επιδεχόμενη οποιασδήποτε απόδειξης που να την αντικρούσει.»
Το άρθρο 14 του περί Συμβάσεων Νόμου ΚΕΦ. 149 καθορίζει ότι η συναίνεση θεωρείται ελεύθερης βούλησης όταν, μεταξύ άλλων, δεν είναι προϊόν εξαναγκασμού, όπως αυτός ορίζεται στο άρθρο 15 του ιδίου Νόμου ή ψυχικής πίεσης σύμφωνα με το άρθρο 16.
Το άρθρο 15 του ΚΕΦ. 149 καθορίζει ότι:
«15.-(1) "Εξαναγκασμός" είναι η διάπραξη ή η απειλή διάπραξης πράξης απαγορευμένης από τον Ποινικό Κώδικα ή από τροποποίηση του, ή η παράνομη κατακράτηση, ή η απειλή κατακράτησης, περιουσιακού στοιχείου, προς βλάβη οποιουδήποτε προσώπου, η οποία γίνεται με πρόθεση να αναγκαστεί άλλος να συνάψει συμφωνία.
(2) Είναι αδιάφορο κατά πόσο ο Ποινικός Κώδικας ή οποιαδήποτε τροποποίηση του, είναι σε ισχύ ή όχι στον τόπο όπου ασκείται ο εξαναγκασμός.»
Το κατά πόσο μια σύμβαση θεωρείται ότι συνήφθηκε συνεπεία ψυχικής πίεσης προνοείται από το άρθρο 16 του πιο πάνω Νόμου που προβλέπει τα εξής:
«16.-(1) Η σύμβαση θεωρείται ότι συνάφθηκε συνεπεία "ψυχικής πίεσης" όταν οι σχέσεις που υπάρχουν μεταξύ των μερών είναι τέτοιες ώστε το ένα από αυτά να είναι σε θέση να κυριαρχεί επί της θέλησης του άλλου και να επωφελείται από τη θέση αυτή για να εξασφαλίσει αθέμιτο όφελος έναντι του άλλου.
(2) Ειδικότερα και χωρίς επηρεασμό της πιο πάνω αρχής, θεωρείται ότι είναι σε θέση να κυριαρχεί επί της θέλησης άλλου, κάθε πρόσωπο το οποίο-
(α) έχει πραγματική ή προφανή εξουσία επί του άλλου ή βρίσκεται σε σχέση εμπιστοσύνης έναντι του άλλου. ή
(β) καταρτίζει σύμβαση με πρόσωπο, του οποίου η πνευματική ικανότητα είναι προσωρινά ή μόνιμα επηρεασμένη λόγω ηλικίας, ασθένειας ή πνευματικής ή σωματικής κατάπτωσης.
(3) Όταν πρόσωπο το οποίο είναι σε θέση να κυριαρχεί επί της θέλησης άλλου, συμβάλλεται μαζί με αυτόν, και η συναλλαγή φαίνεται από μόνη της ή από τα αποδεικτικά στοιχεία που προσάχθηκαν, ότι είναι υπέρμετρα επαχθής, το βάρος απόδειξης ότι η σύμβαση δεν συνάφθηκε συνεπεία ψυχικής πίεσης φέρει το πρόσωπο που είναι σε θέση να κυριαρχεί επί της θέλησης του άλλου.»
Στην πρόσφατη υπόθεση Χλόη Ανδρέα Πατάτσου ν. Αχμέτ Χίλμη κ.ά., Πολ. Εφ. 300/2011, ημερ. 31/5/2017, ECLI:CY:AD:2017:A201, στην οποίαν αντικείμενο εξέτασης ήταν επίσης το άρθρο 16 του ΚΕΦ. 149, αναφέρθηκαν τα εξής για το θέμα της ψυχικής πίεσης:
«Οι πρόνοιες της πιο πάνω νομοθετικής διάταξης υπήρξαν αντικείμενο εξέτασης σε αριθμό αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου (βλ., μεταξύ άλλων, Χ"Aντώνη ν. Μιχαήλ κ.ά., Πολιτική Έφεση 323/2009, ημερομηνίας 16.4.2014, ECLI:CY:AD:2014:A280 και Σεργίδη ν. Χατζηπαύλου, Πολιτική Έφεση 317/2010, ημερομηνίας 16.5.2016, ECLI:CY:AD:2016:A240). Στην υπόθεση Κεφάλας, πιο πάνω, έγινε εκτενής ανάλυση του εγειρόμενου ζητήματος. Παραπέμπουμε σχετικά στις σελίδες 1237-9:
«Στο Chitty on Contracts, General Principles, 27η έκδ., παρ. 7-024 δίδεται ο εξής ορισμός της ψυχικής πίεσης:
"Equitable doctrine of undue influence. The equitable doctrine of undue influence is a comprehensive phrase covering cases of undue influence in particular relations and also cases of coercion, domination or pressure outside those special relations.
.........................................................................................
At common law, the presence of duress was traditionally justified on the ground that the duress prevented the party constrained from forming a full and independent resolution to contract. In equity however, the application of the doctrine of undue influence was intended rather to ensure that no person should be allowed to retain the benefit of his own fraud or wrongful act."
Στην Allcard v. Skinner [1887] 36 Ch.D. 145, η θέση του δίκαιου της επιείκειας αναδύεται σύντομα και περιεκτικά μέσα από τις πιο κάτω γραμμές:
"This is not a limitation placed on the action of the donor; it is a fetter placed upon the conscience of the recipient of the gift, and one which arises out of public policy and fair play."
Eκ των ανωτέρω, καθίσταται πρόδηλο ότι η ψυχική πίεση, ως δόγμα του δικαίου της επιείκειας, δεν περιορίζεται στις περιπτώσεις εξαναγκασμού αλλά επεκτείνεται σε όλες τις περιπτώσεις στις οποίες γίνεται κατάχρηση της εμπιστοσύνης που αποκτάται ή όπου έχει προδοθεί η εμπιστοσύνη που δόθηκε.
Η έννοια της ψυχικής πίεσης δεν έχει προσδιοριστεί με ακρίβεια από τη νομολογία και συνεπώς δεν υπάρχουν στεγανά. Τα αγγλικά δικαστήρια έχουν περιγράψει την ψυχική πίεση ως some unfair and improper conduct, some coercion from outside, some overreaching, some form of cheating and generally, though not always, some personal advantage obtained by the guilty party". Βλ. Allcard v. Scinner (ανωτέρω).
Στην Allcard v. Skinner (ανωτέρω) ο Cotton L.J.
προσέγγισε το θέμα με τον εξής τρόπο:
"First, where the court has been satisfied that the gift was the result of influence expressly used by the donee for the purpose; second, where the relations between the donor and donee have at or shortly before the execution of the gift been such as to raise a presumption that the donee had influence over the donor. In such a case the Court sets aside the voluntary gift, unless it is proved that in fact the gift was the spontaneous act of the donor acting under circumstances which enabled him to exercise an independent will and which justifies the Court in holding that the gift was the result of a free exercise of the donor's will. The first class of cases may be considered as depending on the principle that no one shall be allowed to retain any benefit arising from his own fraud or wrongful act. In the second class of cases the Court interferes, not on the ground that any wrongful act has in fact been committed by the donee, but on the ground of public policy and to prevent the relations which existed between the parties and the influence arising therefrom being abused."
Οι συμβάσεις που μπορούν να καταργηθούν λόγω ψυχικής πίεσης ταξινομούνται σε δύο κατηγορίες. Στην πρώτη κατηγορία περιλαμβάνονται οι συμβάσεις στις οποίες δεν υπάρχει το στοιχείο της ειδικής σχέσης μεταξύ των μερών. Η δεύτερη κατηγορία περιλαμβάνει τις συμβάσεις στις οποίες υπάρχει μεταξύ των μερών ειδική σχέση. Στην πρώτη περίπτωση, η ψυχική πίεση πρέπει να αποδεικνύεται ως ένα πραγματικό γεγονός. Στη δεύτερη, η ψυχική πίεση τεκμαίρεται ότι υπάρχει.
Σε μια αντιδικία, ο ενάγων μπορεί να ισχυρισθεί ότι υπάρχουν και οι δύο περιπτώσεις. ότι δηλαδή, η ψυχική πίεση τεκμαίρεται ότι υπάρχει και ότι όντως υπάρχει. Στο τέλος, δεν αποκλείεται να αποβεί επιτυχής η επίκληση και των δύο περιπτώσεων, εφόσον η μια δεν ουδετεροποιεί την άλλη. Βλ. Re Craig Meneces and Another v. Middleton and Others [1970] 2 All E.R. 390.
Στην περίπτωση, όπου δεν υπάρχει ειδική σχέση μεταξύ των μερών, απαραιτήτως πρέπει να αποδειχθεί θετικά ότι η επιρροή που άσκησε το ένα μέρος επί του άλλου υπήρξε ο αποφασιστικός παράγων για τη συνομολόγηση της συμφωνίας, η οποία δεν θα γινόταν αν δεν μεσολαβούσε η άσκηση της επιρροής. Σ΄ αυτή την περίπτωση, ο διάδικος ο οποίος επιδιώκει να αποφύγει τη συναλλαγή έχει το βάρος να αποδείξει τη ψυχική πίεση.
Στην δεύτερη περίπτωση, όπου τεκμαίρεται η ύπαρξη της ψυχικής πίεσης, το μέρος στο οποίο έχει εναποτεθεί η εμπιστοσύνη, έχει το βάρος να καταδείξει ότι αυτός που τον εμπιστεύθηκε και τώρα επιδιώκει την κατάργηση της σύμβασης ή της συναλλαγής, ενήργησε οικειοθελώς υπό την έννοια ότι ήταν ελεύθερος και καλά πληροφορημένος να προβεί ο ίδιος σε ανεξάρτητη εκτίμηση της ωφελιμότητας της σύμβασης. Σε ορισμένες περιπτώσεις, χωρίς αυτό να αποτελεί τον κανόνα, ο μόνος τρόπος ανατροπής του τεκμηρίου είναι η απόδειξη ότι το μέρος που επιδιώκει την κατάργηση της σύμβασης ή της συναλλαγής πήρε ανεξάρτητη συμβουλή πριν από τη σύναψη της συμφωνίας την οποία και ακολούθησε.»
Στην παρούσα περίπτωση το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε, υπό το φως των γεγονότων της υπόθεσης, ότι δεν είχεν αποδειχθεί σχέση εξάρτησης μεταξύ των διαδίκων τέτοια, που να δημιουργεί ζήτημα άδικης επιρροής και ούτε αποδείχθηκε εξασφάλιση αθέμιτου οφέλους από πλευράς εφεσιβλήτων με το Τεκμήριο 18 ή ότι αυτό συνιστούσε επαχθή συναλλαγή, θεωρώντας ότι οι δικαστικές διαδικασίες, είτε αστικής είτε ποινικής φύσης, δεν ήταν παράγοντας που θα μπορούσε να ενταχθεί στα πλαίσια των προβαλλόμενων από τους ενάγοντες υπερασπίσεων.
Εξετάσαμε την εισήγηση με την οποίαν δεν συμφωνούμε. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε κάθε πτυχή των θέσεων που προβλήθηκαν από πλευράς εφεσείοντα πρωτόδικα ως προς την κατ' ισχυρισμό παράνομη και άκυρη συναλλαγή που ανέδυε το τεκμήριο 18 και διαπίστωσε ότι αυτό δεν ήταν αποτέλεσμα άσκησης ψυχικής πίεσης ή εξαναγκασμού σε βάρος των εναγόντων και ειδικά του εφεσείοντα. Το Δικαστήριο θεώρησε κατ' αρχάς ότι δεν υπήρχε ειδική σχέση μεταξύ των μερών αλλ' ούτε και αποδείχθηκε ότι ασκήθηκε επιρροή σε τέτοιο βαθμό μάλιστα που να συνιστούσε και τον αποφασιστικό παράγοντα για τη συνομολόγηση του Τεκμηρίου 18. Σ' όσον αφορά τη θέση του εφεσείοντα στο περίγραμμα αγόρευσης του ότι το Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του, κατά την εξέταση του θέματος της ψυχικής πίεσης, την σχέση αντιπροσώπου και αντιπροσωπευόμενου (agent και principal) που υπήρχε μεταξύ της ενάγουσας 1 και εφεσίβλητης 1 αντίστοιχα, αυτή δεν προωθήθηκε πρωτόδικα, οπότε δεν μπορεί να εξεταστεί κατ' έφεση. Εκτός αυτού η συγκεκριμένη θέση βρίσκεται σε αντίθεση με εκείνη που αναφέρεται στην παράγραφο 6 της Έκθεσης Απαίτησης ότι δηλαδή με γραπτή συμφωνία ημερ. 4/7/1997 μεταξύ της εναγομένης 1 και της ενάγουσας αρ. 1 συμφωνήθηκε ότι η ενάγουσα 1 θα ενεργούσε ως «Πράκτορας ή και Μεσίτης Ασφαλειών ή και ως Broker της εναγομένης 1 εταιρείας». Σημειώνεται ότι στην περίπτωση μη ύπαρξης ειδικής σχέσης, σύμφωνα με την πιο πάνω νομολογία, ο εφεσείων είχε το βάρος να αποδείξει τη ψυχική πίεση που, σύμφωνα με την πρωτόδικη απόφαση, δεν το είχεν αποσείσει. Η συνομολόγηση του Τεκμηρίου 18 δεν ήταν άνευ ανταλλάγματος, εφόσον με τη γραπτή δήλωση του εφεσίβλητου 2 και του Διευθυντή Κλάδου Ζωής της εφεσίβλητης 1, xxx Πεχλιβάνη, που παραθέσαμε ανωτέρω, η εφεσίβλητη 1 αναλάμβανε όπως αποσύρει όλες τις ποινικές διαδικασίες στη βάση των επιταγών που εξέδωσαν οι ενάγοντες, τις πτωχευτικές διαδικασίες με αρ. 415/99 και 416/99 άνευ βλάβης και τα memos. Αναλάμβανε δε με την εξόφληση του οφειλόμενου ποσού να αποσύρει και τα δύο memos επί της περιουσίας της ενάγουσας 3, δηλώνοντας ότι ουδεμία άλλη απαίτηση θα είχε εναντίον της Prima Life Insurance Ltd ή των διευθυντών της.
Δεν τέθηκε κανένα στοιχείο από πλευράς εφεσείοντα που να υποστηρίζει την εισήγηση περί παράνομου ανταλλάγματος ή κατάχρησης των δικαστικών διαδικασιών.
Παρά τη μη ανάπτυξη των εισηγήσεων περί έκδηλης παρανομίας, ενόψει παραβίασης του άρθρου 124 του Ποινικού Κώδικα και του άρθρου 7 του περί Πτώχευσης Νόμου στο περίγραμμα αγόρευσης του εφεσείοντα, εξετάσαμε τις εισηγήσεις οι οποίες όμως δεν μας βρίσκουν σύμφωνους. Είναι φανερό από τις πρόνοιες του άρθρου 124 του Ποινικού Κώδικα ότι αυτό εφαρμόζεται στην περίπτωση καταχώρησης ποινικής αγωγής προς το σκοπό λήψης ποινικής αποζημίωσης για αδίκημα που διαπράχθηκε και ο κατηγορούμενος προχωρεί σε συμβιβασμό της χωρίς τη διαταγή ή συναίνεση του Δικαστηρίου, που δεν είναι η παρούσα περίπτωση. Από την άλλη ούτε το άρθρο 7 του περί Πτώχευσης Νόμου τυγχάνει εφαρμογής στην παρούσα περίπτωση, εφόσον απλά προνοεί ότι «Αίτηση από πιστωτή, μετά την υποβολή της, δεν αποσύρεται χωρίς την άδεια του Δικαστηρίου». Δεν τέθηκε κανένα στοιχείο ότι η απόσυρση άνευ βλάβης των πτωχευτικών διαδικασιών προσέκρουε στο πιο πάνω νομοθέτημα.
Η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι από τα γεγονότα που είχεν αποδεχθεί δεν αποδεικνύετο ότι το Τεκμήριο 18 ήταν αποτέλεσμα οικονομικού εξαναγκασμού μας βρίσκει επίσης σύμφωνους, εφόσον δεν ικανοποιούντο οι προϋποθέσεις του άρθρου 15 του ΚΕΦ. 149, που αναφέραμε πιο πάνω.
Συνεπώς και ο λόγος έφεσης 2 είναι έκθετος σε απόρριψη. Ενόψει της κατάληξης μας αυτής δεν κρίνουμε σκόπιμο να εξετάσουμε τις προδικαστικές ενστάσεις που εγείρει ο δικηγόρος των εφεσιβλήτων στο περίγραμμα αγόρευσης του.
Επίσης η εξέταση των λόγων έφεσης 3 και 4 που αναφέρονται στις αποζημιώσεις καθίσταται περιττή.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εκ €2.000 προς όφελος των εφεσιβλήτων και σε βάρος του εφεσείοντα.
ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.
Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.
/Α.Λ.Ο.