ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2019:A158
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 114/2013)
23 Απριλίου 2019
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/στές]
xxx ΓΙΑΝΝΑΡΑ,
Εφεσείουσα/Εναγόμενη
ΚΑΙ
xxx ΚΡΕΜΜΑΣΤΟΥ,
Εφεσίβλητης/Ενάγουσας
---------------------------------------------------
Μ. Κυριακίδης με Θ. Θεοδώρου (κα) για Χ. Κυριακίδης Δ.Ε.Π.Ε.,
για την Εφεσείουσα.
Μ. Παρασκευάς, για την Εφεσίβλητη.
---------------------------------------------------
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του
Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Ναθαναήλ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση υπέρ της εφεσίβλητης-ενάγουσας και εναντίον της εφεσείουσας-εναγομένης για ζημιές που υπέστη η πρώτη μετά από τροχαίο δυστύχημα στις 5.12.2006 στο χωριό xxx εντός της δικαιοδοσίας του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου. Αποδόθηκαν σε αυτή €65.000 υπό μορφή γενικών αποζημιώσεων με τόκο 8% ετησίως από 17.9.2008 μέχρι 14.10.2008 και 5½% ετησίως από 15.10.2008 μέχρι εξοφλήσεως και επί πλέον €847.90 ως ειδικές ζημιές με διάφορα ποσοστά τόκου για διάφορες περιόδους.
Η αγωγή ηγέρθηκε στη βάση του ότι η ενάγουσα ήταν συνοδηγός σε όχημα που οδηγούσε η εναγομένη όταν η τελευταία, σε συμβολή των οδών Καραολή και Κατσιάρη στο χωριό xxx, παραλείποντας να λάβει τις αναγκαίες προφυλάξεις ανέκοψε την πορεία άλλου οχήματος με το οποίο και συγκρούστηκε. Συνεπεία του ατυχήματος η εφεσείουσα τραυματίστηκε και αρχικά διακομίστηκε στο Νοσοκομείο Παραλιμνίου και αργότερα την ίδια ημέρα με ασθενοφόρο στο Γενικό Νοσοκομείο Λάρνακας. Αξονική τομογραφία δεν ανέδειξε παθολογικά ευρήματα και έλαβε εξιτήριο. Λόγω ανάπτυξης και εμμονής έντονης κεφαλαλγίας έγινε στις 16.1.2007 CT εγκεφάλου αναδεικνύουσα υποσκληρίδιο αιμάτωμα και στις 18.1.2007 μετά από επείγον MRI, που ανέδειξε ευμεγέθες χρόνιο υποσκληρίδιο αιμάτωμα υποβλήθηκε επειγόντως σε χειρουργείο και έγινε αφαίρεση του. Μέχρι σήμερα υποβάλλεται σε θεραπείες με τις βλάβες στην υγεία της να θεωρούνται μόνιμες. Κατά την έκθεση απαίτησης, η εφεσίβλητη υπέστη ένα σύνολο ειδικών ζημιών €3.733,40 ενώ είχε αναπτύξει υποσκληρίδιο αιμάτωμα επί του εγκεφάλου, σύστοιχο εγκεφαλικό οίδημα με πιεστικά φαινόμενα στη δεξιά μετωποβρεγματική περιοχή, έντονη κεφαλαλγία χωρίς εστιακή σημειολογία και με παρενέργειες που είχαν συνέπειες στην ποιότητα ζωής της προκαλώντας της ψυχολογική κατάπτωση και διαρκή κατάθλιψη. Από την πλευρά της εφεσείουσας, ως εναγομένης, υπήρξε πλήρης άρνηση των ισχυριζομένων βλαβών και ζημιών, οποιεσδήποτε δε σωματικές βλάβες υπέστη ήταν αποτέλεσμα αποκλειστικής ή μεγάλου βαθμού συντρέχουσας αμέλειας διότι παρέλειψε να είναι προσδεδεμένη με ζώνη ασφαλείας.
Το Δικαστήριο άκουσε τη μαρτυρία των διαδίκων και κατέληξε σε απόφαση εκτεινόμενη σε 59 σελίδες θεωρώντας ότι η εφεσείουσα οδηγούσε στις 5.12.2006 το όχημα της υπ΄ αρ. xxx στην οδό Γρηγόρη Αυξεντίου στο xxx με συνοδηγό την εφεσίβλητη η οποία ήταν προσδεδεμένη με ζώνη ασφαλείας. Η εφεσείουσα εξερχόμενη από το άλτ της εν λόγω οδού επί του κυρίου δρόμου της οδού Γ. Κατσιάρη, ανέκοψε την ελεύθερη πορεία του οχήματος xxx, που οδηγείτο εκείνη τη στιγμή στα δεξιά της κατά μήκος του κυρίου δρόμου της οδού Κατσιάρη με οδηγό τον Β. Χ. και συνοδηγό τον Γ. Κ.. Το όχημα της εφεσείουσας άφησε στο οδόστρωμα ίχνη πλάγιας ολίσθησης που ξεκινούν από το σημείο σύγκρουσης και καταλήγουν στους τροχούς του οχήματος της.
Μάρτυρες στην υπόθεση ενώπιον του Δικαστηρίου ήταν η ίδια η εφεσίβλητη και άλλοι πέντε μάρτυρες, ενώ από την πλευρά της εφεσείουσας δεν προσκομίστηκε οποιαδήποτε μαρτυρία. Η εφεσίβλητη πέραν του γεγονότος ότι πριν το δυστύχημα βρισκόταν ως συνοδηγός στο όχημα που οδηγούσε η εφεσείουσα που τυγχάνει να είναι αδελφή της και ότι φορούσε ζώνη ασφαλείας, ουδέν άλλο θυμόταν, παρά μόνο ότι σε κάποια χρονική στιγμή ξύπνησε στο Νοσοκομείο Αμμοχώστου όπου κρατήθηκε για νοσηλεία για δύο ημέρες και αργότερα επειδή είχε ζάλη και δεν μπορούσε να κινηθεί της έγινε αξονική τομογραφία στο Νοσοκομείο Λάρνακας. Μπαινόβγαινε σε νοσοκομεία και ιδιωτικές κλινικές με αποτέλεσμα στο τέλος της ημέρας να υποβληθεί σε εγχείρηση στο Νοσοκομείο Λάρνακας. Περιέγραψε την κατάσταση της ως «χάλια μαύρα», ότι δεν μπορούσε να παρευρεθεί σε εκδηλώσεις ή υποχρεώσεις όπου έχει πολυκοσμία και φασαρία, προτιμούσε να παραμένει απομονωμένη με τις πιο πολλές ώρες να βρίσκεται στο κρεβάτι. Το ατύχημα την επηρέασε και στην προσωπική της ζωή αναφορικά με τις συζυγικές της υποχρεώσεις, αλλά και τη φροντίδα των τριών παιδιών της, ενώ πριν από το δυστύχημα έχαιρε πλήρους υγείας.
Η υπόλοιπη μαρτυρία αφορούσε το καθαυτό δυστύχημα που είχε εξετάσει ο Λοχίας xxx, Π. Γ., Μ.Ε.2, ο οποίος κατέθεσε σχετικό σχεδιάγραμμα και ανέλυσε τη σκηνή του δυστυχήματος στην οποία είχε μεταβεί 20 περίπου λεπτά μετά από αυτό. Κατέθεσε ως προς το τι είχε δει στη σκηνή με την τελική θέση των οχημάτων, το τι του λέχθηκε προφορικά από τους εμπλεκομένους, διευκρινίζοντας ότι δεν έγινε τελικά δικογραφικός φάκελος για ποινική δίωξη, οι δε εμπλεκόμενοι οδηγοί δεν ήθελαν την περαιτέρω διερεύνηση της υπόθεσης.
Οι δύο επόμενοι μάρτυρες ήταν ο Δρ. Ν. Κ., Μ.Ε.3, ο οποίος εξέτασε την εφεσίβλητη αρκετές φορές και εξέδωσε ιατρικό πιστοποιητικό το οποίο και κατέθεσε εξηγώντας με λεπτομέρεια την ιατρική κατάσταση της. Παρόμοια λεπτομερής ήταν και η μαρτυρία του Δρα Μ.Α.Λ, Μ.Ε.4, νευροχειρούργου, ο οποίος επίσης κατέθεσε ιατρική βεβαίωση ως μέρος της μαρτυρίας του και διάφορα τεκμήρια όσον αφορά, μεταξύ άλλων, και το πόρισμα της αξονικής τομογραφίας. Ο σύζυγος της εφεσίβλητης Ν. Κ., Μ.Ε.5, κατέθεσε ότι μετά το δυστύχημα και τη θεραπεία, η ζωή στο σπίτι τους είχε αλλάξει με την εφεσίβλητη να μην μπορεί να βρίσκεται σε εκδηλώσεις όπως σε γάμο ή σε κέντρο, διότι δεν αντέχει τη φασαρία, ενώ στο σπίτι είναι καταθλιπτική με έντονους πονοκεφάλους και ασθενή μνήμη, έχει δε επηρεάσει και τα συζυγικά της καθήκοντα. Τέλος η Β.Α., Μ.Ε.6, αδελφή της εφεσίβλητης κατέθεσε ότι από την ημέρα του δυστυχήματος βοηθούσε στο σπίτι την αδελφή της μέχρι και τον Μάϊο του 2006 και πληρωνόταν ΛΚ35 εβδομαδιαίως για τα έξοδα βενζίνης της. Συμπλήρωσε ότι η εφεσίβλητη ήταν προηγουμένως ένας χαρούμενος άνθρωπος που συμμετείχε σε όλες τις οικογενειακές στιγμές και κοινωνικές εκδηλώσεις.
Το Δικαστήριο κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας δέχθηκε ως πλήρη αξιόπιστη την εφεσίβλητη έχοντας παρατηρήσει τον απλό και φυσικό τρόπο που κατέθετε, δεχόμενο ταυτόχρονα και τη μαρτυρία του αστυνομικού εξεταστή, ο οποίος με σαφήνεια και αντικειμενικότητα κατέθεσε τα περί του δυστυχήματος κατά αμερόληπτο, ανεξάρτητο και αντικειμενικό τρόπο, χωρίς η μαρτυρία του να είχε κλονιστεί καθ΄ οιονδήποτε τρόπο. Η μαρτυρία των ιατρών έγινε πλήρως αποδεκτή ενόψει της εμπεριστατωμένης και τεκμηριωμένης κατάθεσης τους καλύπτοντας όλο το εύρος της συμπτωματολογίας της εφεσίβλητης, η οποία και κρίθηκε ότι δεν υπερέβαλλε σε σχέση με τα προβλήματα της ως αποτέλεσμα του δυστυχήματος. Εξαιρετική εντύπωση προκάλεσαν στο Δικαστήριο και οι δύο τελευταίοι μάρτυρες οι οποίοι κρίθηκαν ως μάρτυρες αληθείας, οι οποίοι με αβίαστο και ανεπιτήδευτο τρόπο κατέθεσαν αναφορικά με τα ευρύτερα προβλήματα που δημιουργήθηκαν συνεπεία του δυστυχήματος.
Ήταν η κατάληξη του Δικαστηρίου σε σχέση με τις σωματικές βλάβες ότι λόγω της κρανιοεγκεφαλικής κάκωσης συνεπεία του ατυχήματος, η εφεσίβλητη υπέστη χρόνιο υποσκληρίδιο αιμάτωμα διαπιστωθέν μέσω αξονικής τομογραφίας που διενεργήθηκε στις 16.1.2007, το οποίο και αντιμετωπίστηκε με άμεση χειρουργική επέμβαση υπό γενική αναισθησία. Σύμφωνα με την ιατρική μαρτυρία που έγινε δεκτή, τα είδη και τις υποδιαιρέσεις των υποσκληριδίων αιματωμάτων και στη βάση των αποτελεσμάτων της αξονικής, αλλά και της μαγνητικής τομογραφίας, το αιμάτωμα ήταν αποτέλεσμα του τροχαίου ατυχήματος, ήτοι, ήταν τραυματικής αιτιολογίας, εφόσον δεν είχε παρουσιαστεί οποιαδήποτε άλλη μαρτυρία για την ύπαρξη ενδεχόμενης άλλης αιτίας για την εμφάνιση του. Μετά από λεπτομερή αναφορά σε αυθεντίες επί αποζημιώσεων το Δικαστήριο έκρινε ότι το ποσό των €65.000 αποτελούσε δίκαιη και εύλογη αποζημίωση. Απέδωσε, όπως ήδη λέχθηκε, και ένα ποσό της τάξης των €847,90 ως ειδικές ζημιές.
Η απόφαση του Δικαστηρίου θεωρείται από την εφεσείουσα με τέσσερεις λόγους έφεσης ως λανθασμένη. Οι τρεις πρώτοι λόγοι εστιάζονται στο ζήτημα της ευθύνης και επεξηγήθηκαν στο περίγραμμα, αλλά και στη διά ζώσης αγόρευση του συνηγόρου της εφεσείουσας, στο ότι με την ισχνή μαρτυρία που είχε ενώπιον του το Δικαστήριο δεν θα μπορούσε να της αποδοθεί ευθύνη για το δυστύχημα. Άμεση μαρτυρία από τους οδηγούς των δύο οχημάτων δεν δόθηκε, ούτε η εφεσίβλητη ως ενάγουσα κλήτευσε τον οδηγό του οχήματος xxx να καταθέσει ενώπιον του Δικαστηρίου. Η ίδια η εφεσίβλητη, παρά το γεγονός ότι έδωσε μαρτυρία, δεν ήταν σε θέση να αναφερθεί στις συνθήκες του τροχαίου δυστυχήματος. Πρόσθετα, ο αστυνομικός εξεταστής της υπόθεσης δεν εφοδίασε το Δικαστήριο με κατ΄ ελάχιστον στοιχεία για να αποδειχθεί έστω και εκ πρώτης όψεως αμέλεια της εφεσείουσας. Το αστυνομικό όργανο δεν είχε οποιαδήποτε εμπειρογνωμοσύνη στην εξέταση δυστυχημάτων, δεν παρουσίασε τις καταθέσεις των οδηγών των δύο οχημάτων, δεν ήταν σε θέση να τοποθετηθεί όσον αφορά τις συνθήκες του τροχαίου ατυχήματος, δεν ήταν σε θέση να γνωρίζει αν τα οχήματα είχαν μετακινηθεί μετά το ατύχημα, ενώ δεν υπήρχε ούτε μαρτυρία αναφορικά με την ορατότητα των δύο οχημάτων.
Επομένως το εύρημα του Δικαστηρίου ότι για το ατύχημα η εφεσείουσα υπήρξε αμελής ήταν λανθασμένο, έχοντας αντιπαρέλθει και το γεγονός ότι το σχεδιάγραμμα που είχε ετοιμαστεί από τον αστυνομικό εξεταστή, που δεν ήταν αυτόπτης μάρτυρας, είχε ετοιμαστεί στη βάση των λεχθέντων των ενεχομένων οδηγών οι οποίοι όμως δεν κατέθεσαν οι ίδιοι στο Δικαστήριο. Οι πορείες των οχημάτων από μόνες τους δεν θα μπορούσαν να αποτελέσουν απόδειξη αμέλειας και κακώς το Δικαστήριο χρησιμοποίησε το δόγμα του res ipsa loquitur με το αποδεικτικό βάρος να είχε μεταφερθεί στους ώμους της εφεσείουσας ώστε να εναπόκειτο σ΄ αυτήν να έδειχνε ότι η σύγκρουση δεν ήταν αποτέλεσμα δικής της αμέλειας. Το δόγμα αυτό μπορεί να το επικαλεστεί ο ενάγων μόνο όταν τα ευρήματα του Δικαστηρίου αναφορικά με την πρόκληση του ζημιογόνου γεγονότος δεν συμβιβάζονται με την ύπαρξη εκ μέρους του αμέλειας. Άλλωστε, δεν συνάδει η εφαρμογή του με τη δικογράφηση λεπτομερειών αμέλειας ή με την προσκόμιση μαρτυρίας για την απόδειξη της αμέλειας του εναγομένου. Οι προϋποθέσεις λοιπόν της επίκλησης της αρχής αυτής δεν συνέτρεχαν στην παρούσα υπόθεση.
Περαιτέρω, κατά εσφαλμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας, το Δικαστήριο δέχθηκε ότι υπήρχε αιτιώδης συνάφεια μεταξύ του τροχαίου ατυχήματος και των σωματικών βλαβών που υπέστη η εφεσίβλητη. Στη βάση της μαρτυρίας των ιατρών, βασική προϋπόθεση για την πρόκληση υποσκληριδίου αιματώματος είναι η ύπαρξη κάκωσης στην κεφαλή είτε άμεση, είτε όχι, πράγμα που δεν συνέβαινε στην παρούσα περίπτωση. Ο τρόπος με τον οποίο επεσυνέβη το ατύχημα παρέμεινε άγνωστος και άγνωστο παρέμεινε και το κατά πόσο η εφεσίβλητη δέχθηκε άμεσο κτύπημα στο κεφάλι από τη σύγκρουση ή κατά πόσο το όχημα της εφεσείουσας επιβράδυνε απότομα ή όχι πριν τη σύγκρουση κατά τρόπο που να δικαιολογείτο σύνδεση μεταξύ της σύγκρουσης και της πρόκλησης του αιματώματος. Πέραν από το γεγονός ότι η εφεσίβλητη εξερχόταν ενώ ήταν συνοδηγός στο όχημα της αδελφής της εφεσείουσας από μια πάροδο και φορούσε τη ζώνη ασφαλείας, ουδεμία άλλη μαρτυρία υπήρξε σχετική με τις συνθήκες και το είδος και την ένταση της σύγκρουσης, αν υπήρξε μετακίνηση της εφεσίβλητης μέσα στο όχημα και αν υπήρξε οποιαδήποτε κάκωση της κεφαλής.
Σε αντίθεση, η εφεσίβλητη υποστηρίζει την πρωτόδικη απόφαση εισηγούμενη ότι οι περιστάσεις ενός ατυχήματος από μόνες τους μπορεί να είναι τέτοιες που να τεκμαίρουν αμέλεια εκ μέρους του εναγομένου ώστε να υποχρεώνεται αυτός να εξηγήσει ότι η σύγκρουση δεν ήταν αποτέλεσμα δικής του αμέλειας. Ο τρόπος με τον οποίο κινούνταν τα δύο οχήματα προ της συγκρούσεως έδειχνε ότι ο άλλος οδηγός κινείτο νομίμως στην πορεία του και ήταν η εφεσείουσα που συγκρούστηκε μαζί του. Με την παράλειψη της εφεσείουσας να δώσει η ίδια μαρτυρία δεν μπόρεσε να αποσείσει το βάρος που είχε μετακινηθεί σε αυτή. Όσον αφορά την αιτιώδη συνάφεια, η αξιολόγηση του Δικαστηρίου της ιατρικής μαρτυρίας έδειχνε ότι η δημιουργία του αιματώματος οφειλόταν σε τραυματικό γεγονός χωρίς οποιαδήποτε άλλη προηγηθείσα αιτία που να ήταν υποστηρικτική του ενδεχομένου το αιμάτωμα να μην είχε σχέση με το τροχαίο ατύχημα.
Η έφεση επί της ευθύνης δεν μπορεί να επιτύχει. Η ενάγουσα-εφεσίβλητη έδωσε ένορκη μαρτυρία στο Δικαστήριο και κατέθεσε ό,τι θυμόταν. Η μαρτυρία της η οποία επί των θεμάτων αυτών δεν αμφισβητήθηκε, ήταν ότι ήταν συνοδηγός στο όχημα που οδηγούσε η αδελφή της εφεσείουσα και φορούσε κανονικά ζώνη ασφαλείας. Επίσης ότι προ του επεισοδίου, έβγαιναν από Αλτ. Εύλογα το Δικαστήριο δέχθηκε την κατάθεση της. Ήταν ειλικρινής στο να αναφέρει ότι έβγαιναν από Αλτ και τότε τους κτύπησαν, αλλά δεν γνώριζε αν η οδηγός εφεσείουσα σταμάτησε ή δεν σταμάτησε στη συμβολή των δρόμων. Η μαρτυρία αυτή συνδυασμένη με την κατάθεση του Λοχία xxx, Π. Γ., ο οποίος καταχώρησε ως Τεκμήριο 9 το συμβάν του τροχαίου ατυχήματος στο ημερολόγιο του σταθμού, αλλά και την Αστυνομική Έκθεση για Τροχαία Δυστυχήματα ως Τεκμήριο 3, δεν αφήνει αμφιβολία ότι το ατύχημα οφειλόταν στην κίνηση της εφεσείουσας να εξέλθει του Αλτ χωρίς επαρκή έλεγχο της τροχαίας κινήσεως εντός του κυρίως δρόμου. Αυτή ήταν η μαρτυρία του εν λόγω Λοχία, ο οποίος εξέτασε το συμβάν υπό το φως των τελικών θέσεων των δύο οχημάτων όπως τις αποτύπωσε στο σχεδιάγραμμα. Τα κτυπήματα και οι ζημιές επί των οχημάτων όπως φαίνονται στο Τεκμήριο 3, αλλά και τα ίχνη πλαγιολίσθησης δεν επέτρεπαν αμφιβολία ως προς την ευθύνη. Άλλωστε κατά την αντεξέταση του μάρτυρα λέχθηκε ότι η εφεσείουσα του είχε αναφέρει ότι την εμπόδιζε η γραμμή ορατότητας από κάποιο σταθμευμένο όχημα, γεγονός που δείχνει ότι ακόμη και έτσι να ήταν, η κίνηση της εφεσείουσας να εισέλθει στον κύριο δρόμο, προς τον οποίο υπήρχε μεγάλη ορατότητα, με αίθριο καιρό, ξηρή άσφαλτο και χωρίς άλλα προβλήματα, ήταν λανθασμένη.
Υπάρχει περαιτέρω η υπογραφή της εφεσείουσας επί του σχεδιαγράμματος, το οποίο και της εξηγήθηκε από τον Λοχία Γ. και ως ορθό το υπέγραψε.
Όλες οι αιτιάσεις που αναφέρονται στους λόγους έφεσης και το σχετικό περίγραμμα που στοχεύουν να αμφισβητήσουν το εύρημα της ευθύνης είναι ανυπόστατες. Καμιά σημασία δεν έχει το γεγονός ότι ουδείς κατηγορήθηκε από την αστυνομία εφόσον οι εμπλεκόμενοι οδηγοί δεν ήθελαν περαιτέρω αστυνομική ανάμειξη και είχαν διευθετήσει τις ζημιές μέσω την ασφαλειών τους. Όπως δεν ενέχει σημασία και το γεγονός ότι δεν κλήθηκαν ο οδηγός και ο συνοδηγός του άλλου ενεχόμενου οχήματος προς κατάθεση στο Δικαστήριο. Ούτε και το γεγονός ότι ο Λοχίας δεν είχε τις καταθέσεις τους προς παρουσίαση στο Δικαστήριο.
Η υπόθεση ως αστική διαφορά απεφασίσθη επί του ισοζυγίου των πιθανοτήτων στη βάση γνωστής επί του θέματος νομολογίας ως προς την έννοια της, (Χρυσάνθου ν. Φραντζή (2010) 1 Α.Α.Δ. 1295, Μπούλος Μαρσέλ ν. Λαϊκής Τράπεζας Λτδ (2001) 1 Α.Α.Δ. 1858 και Σοφοκλέους ν. Κυριάκου (2010) 1 Α.Α.Δ. 665). Η εφεσείουσα επέλεξε για δικούς της λόγους να μη δώσει μαρτυρία ώστε να διαφωτίσει επί των συνθηκών του δυστυχήματος Αναμφίβολο δικαίωμα της, αλλά με παρεπόμενη και αναπόδραστη συνέπεια την μη αντίκρουση των όλων δεδομένων που έδειχναν ότι ήταν η ίδια που ευθυνόταν για το ατύχημα και όχι ο άλλος οδηγός ο οποίος ήλαυνε νομίμως επί του κυρίου δρόμου. Η μαρτυρία ήταν σαφής και αυταπόδεικτη ως προς τη δική της ευθύνη. Η αντεξέταση δεν στάθηκε ικανή να την κλονίσει. Η επίπτωση του βάρους απόδειξης νομικά και λογικά είχε μεταφερθεί στους δικούς της ώμους. Χωρίς οποιαδήποτε μαρτυρία από πλευράς της, ήταν ορθή η κατάληξη του Δικαστηρίου επί της ευθύνης.
Η χρήση του δόγματος Res Ipsa Loquitur αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο έγινε εκ του περισσού. Η ενάγουσα είχε καταλογίσει λεπτομέρειες αμέλειας που βάρυναν την εναγόμενη-εφεσείουσα και οι οποίες υποστηρίχθηκαν επαρκώς από τη μαρτυρία. Η εκ μέρους του πρωτοδίκου Δικαστηρίου συζήτηση της αρχής ή δόγματος αυτού που παραμένει στοιχείο αποδεικτικής φύσης, ήταν αχρείαστη και το μόνο που προσέφερε ήταν να ρίξει σκιά αμφιβολίας επί των ευρημάτων του μετά από την αξιολόγηση, επί της αμέλειας της εφεσείουσας. Το οποία ήταν και εύλογα και στερεά.
Σε σχέση με τον τελευταίο λόγο έφεσης με τον οποίο και δεν πλήττονται ως λανθασμένα τα ποσά που αποδόθηκαν στην εφεσίβλητη, η εφεσείουσα διατείνεται ότι από τη μαρτυρία δεν εξαγόταν η αναγκαία συνάφεια μεταξύ του τροχαίου δυστυχήματος και της ανάπτυξης του υποσκληριδίου αιματώματος και των συνεπειών αυτού. Οι βασικές θέσεις της εφεσείουσας στο ζήτημα έχουν ήδη καταγραφεί προηγουμένως, αλλά η απόφαση του πρωτοδίκου Δικαστηρίου επί του θέματος ήταν εύλογη υπό το φως της μαρτυρίας που δόθηκε σχετικά. Κατ΄ αρχάς, και δεν διατυπώνεται ζήτημα ως προς αυτό, το Δικαστήριο κατέγραψε τη θέση ότι η ιατρική μαρτυρία που δόθηκε προήλθε από εμπειρογνώμονες μάρτυρες οι οποίοι είχαν κάθε δικαίωμα να εκφράσουν γνώμη αναφορικά με τα όσα εμπίπτουν στην ειδικότητα τους εφοδιάζοντας έτσι το Δικαστήριο με τα αναγκαία επιστημονικά κριτήρια, υποβοηθητικά για τη μόρφωση εκ μέρους του Δικαστηρίου της δικής του ανεξάρτητης κρίσης. Το Δικαστήριο εντυπωσιάστηκε θετικά σε σχέση με την προσκομισθείσα ιατρική μαρτυρία θεωρώντας ότι όχι μόνο αυτή ήταν επιστημονικά και με ανάλυση επεξηγηματική, αλλά και συνήδε με την απεικόνιση των προβλημάτων της εφεσίβλητης μέσα από την αξονική και μαγνητική τομογραφία. Ενώπιον του Δικαστηρίου υπήρχε μαρτυρία αναφορικά με το είδος των υποσκληριδίων αιματωμάτων με την επεξήγηση ότι ένα χρόνιο αιμάτωμα δεν σημαίνει ότι έπρεπε να προϋπάρχει προ πολλών ετών, αλλά ότι δεν είχε δημιουργηθεί ως αποτέλεσμα εμφάνισης του ως σύμπτωμα μεταξύ ορισμένων 24ώρων μέχρι και τη 10η ή 15η ημέρα ενός συμβάντος. Το οξύ αιμάτωμα εμφανίζεται ως άμεση οξεία συμπτωματολογία με αυξημένη θνησιμότητα, το υποξύ εμφανίζεται ως ενδιάμεση κατηγορία χρονικά, ενώ το χρόνιο είναι αυτό που παρουσιάζεται μετά από 1 με 1½ μήνα. Περαιτέρω, το υποσκληρίδιο αιμάτωμα δεν είναι αποτέλεσμα πάντοτε αμέσου κτυπήματος του κρανίου, αλλά μπορεί να είναι και αποτέλεσμα απότομης επιβράδυνσης της κίνησης του εγκεφάλου που δυνατόν να συμβεί όταν το άτομο ενώ ταξιδεύει ή κινείται με ορισμένη ταχύτητα ξαφνικά η ταχύτητα αυτή για κάποια αιτία μηδενίζεται.
Το Δικαστήριο αφού αναφέρθηκε στην πλήρως επεξηγηματική κατάθεση των δύο ιατρών και αφού αξιολόγησε εκάστη με περισσή λεπτομέρεια, θεώρησε ότι η συμπτωματολογία που παρουσίασε η εφεσίβλητη δεν ήταν αποτέλεσμα παθολογικών αιτιών ούτε και άλλων ακραίων ή θεωρητικών σεναρίων που υποβλήθηκαν στους μάρτυρες, τα γεγονότα των οποίων απλά δεν υφίσταντο κατά το χρόνο εξέτασης της εφεσίβλητης και της υποβολής της στην αναγκαία εγχείρηση. Τα δεδομένα ενώπιον των ιατρών παρέπεμπαν σε στοιχεία κάκωσης στο κεφάλι, από τροχαίο δυστύχημα τα οποία δεν μπορούσαν να αγνοηθούν εφόσον έστω και εάν δεν είχε εμφανιστεί κλινικά κάκωση στο κεφάλι η εφεσίβλητη παραπονείτο για πονοκεφάλους για ένα και πλέον μήνα γεγονός που έδειχνε ότι κάτι συνέβαινε. Το γεγονός ότι προηγουμένως η εφεσίβλητη δεν είχε πρόβλημα βεβαιωνόταν, όπως εξήγησε ο Μ.Ε.3, και από το ότι στο πρώτο αξονικό δεν φάνηκε οτιδήποτε, ούτε λίγο αίμα, το οποίο πάντοτε είναι εμφανές είτε είναι ενδοεγκεφαλικά είτε είναι στον υπαροχνοειδή χώρο. Το Δικαστήριο απέρριψε δεχόμενο τη μαρτυρία του Μ.Ε.4, όλα τα ακραία θεωρητικά σενάρια που είχαν αποτελέσει το υπόβαθρο υποβολών προς το μάρτυρα ως μη υφιστάμενα στην υπό εξέταση περίπτωση.
Το Δικαστήριο δεν παρέλειψε να καταγράψει ορισμένες διαφοροποιήσεις στη μαρτυρία των δύο ιατρών ειδικά ως προς τις χρονικές περιόδους που καθόριζαν τη διαφορά μεταξύ υποξέως και χρονίου υποσκληριδίου αιματώματος. Χωρίς όμως, και εύλογα, να τους αποδώσει οποιαδήποτε ιδιαίτερη σημασία. Διότι ο μεν Μ.Ε.3 στο τέλος της ημέρας είχε χαρακτηρίσει το είδος του υποσκληριδίου αιματώματος της εφεσίβλητης ως υποξύ χρόνιο, ενώ ο Μ.Ε.4 ως χρόνιο. Το γεγονός ότι η εφεσίβλητη είχε υποβληθεί σε αξονική τομογραφία παρά το γεγονός ότι στο αρχικό πιστοποιητικό του Νοσοκομείου δεν καταγραφόταν οποιαδήποτε κάκωση στο κεφάλι έδειχνε ότι έπρεπε να διερευνηθεί αν υπήρχε κάτι ώστε να διαγνωσθεί ή να αποκλεισθεί η εμφάνιση ενός αιματώματος.
Η όλη εξέταση των σχετικών πρακτικών βεβαιώνει την αναλυτική και επιστημονική μεθοδολογία των δύο ιατρών μαρτύρων οι οποίοι και προσέφεραν πλήρεις απαντήσεις κατά την αντεξέταση. Δεν παρέχεται κανένα πεδίο επέμβασης στην πρωτόδικη αξιολόγηση. Σημειώνεται και πάλι ότι καμιά αντίθετη ιατρική μαρτυρία δεν προσφέρθηκε από πλευράς της εφεσείουσας.
Η έφεση απορρίπτεται με €2.500 έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον της εφεσείουσας.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΕΘ