ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
ODYSSEOS ν. PIERIS ESTATES AND OTHERS (1982) 1 CLR 557
M & Ch Mitsingas Trading Ltd. και Άλλοι ν. The Timberland Co. (1997) 1 ΑΑΔ 1791
Όξυνου Iωάννης Kυριάκου και Άλλη ν. Mαρίας Pόλη Λου (2011) 1 ΑΑΔ 1066
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ KORETSKA, Πολιτική Έφεση Αρ. 231/2020, 1/2/2022, ECLI:CY:AD:2022:A36
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ TOY SERGUEYEVICH , ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ 55/20, 5/4/2021, ECLI:CY:AD:2021:A130
ECLI:CY:AD:2019:A103
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Εφεση Αρ. E7/2018)
21 Μαρτίου, 2019
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΛΙΑΤΣΟΣ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
1. ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΑΡΚΤΙΝΟΣ» ΛΙΜΙΤΕΔ,
2. ΚΑΛΑΤΖΗΣ,
Εφεσείοντες,
ν.
ΛΟΙΖΙΔΟΥ,
Εφεσίβλητης.
_ _ _ _ _ _
Κ. Γεωργίου (κα) για Κ. Γεωργίου ΔΕΠΕ και Π. Πολυβίου με Γ. Μίτλεττον για Χρυσαφίνης και Πολυβίου ΔΕΠΕ, για τους Εφεσείοντες.
Κ. Καλλής και Αν. Καλλή (κα) για Καλλής & Καλλής ΔΕΠΕ, για την Εφεσίβλητη.
_ _ _ _ _ _
Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από τον Λιάτσο, Δ.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Η Εφεσίβλητη-ενάγουσα, Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, δικογραφώντας ως αιτία αγωγής την παραβίαση συνταγματικών της δικαιωμάτων, κατ΄ επίκληση των ΄Αρθρων 15.1 και 17.1 του Συντάγματος, προσέφυγε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, διεκδικώντας γενικές και ειδικές αποζημιώσεις εις βάρος των Εφεσειόντων - Εναγομένων. Ταυτόχρονα, καταχώρησε και μονομερή αίτηση, μέσω της οποίας αξίωνε τις ακόλουθες θεραπείες:
«Α) Διάταγμα του Σεβαστού Δικαστηρίου το οποίο να απαγορεύει στους Εναγόμενους, στου υπαλλήλους και / ή υπηρέτες τους και / ή αντιπροσώπους τους από του να δημοσιεύουν στην εφημερίδα «Πολίτης» ή σε οποιαδήποτε εφημερίδα και / ή σε έντυπο και / ή σε οποιαδήποτε ιστοσελίδα και/ή να μεταδίδουν από οποιοδήποτε ραδιοφωνικό σταθμό υπό τη διεύθυνση και / ή τον έλεγχο τους και / ή ιδιοκτησία τους και / ή αποκαλύπτουν οποιαδήποτε πληροφορία και / ή είδηση και / ή σχόλιο τα οποία σχετίζονται και / ή αφορούν το περιεχόμενο υποκλαπέντος υλικού του προσωπικού ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της Ενάγουσας και / ή που να σχετίζονται με το άτομο της Ενάγουσας και / ή με τον τρόπο άσκησης των καθηκόντων της στην Νομική Υπηρεσία.
Β) Διάταγμα του Σεβαστού Δικαστηρίου με το οποίο να απαγορεύεται στους Εναγόμενους, στους υπαλλήλους και / ή υπηρέτες τους και / ή αντιπροσώπους τους από το να χρησιμοποιούν και / ή αποκαλύπτουν με οποιονδήποτε τρόπο ή μέσο έντυπο ή ηλεκτρονικό το περιεχόμενο του υποκλαπέντος υλικού του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της Ενάγουσας.
(Γ) Οιανδήποτε περαιτέρω θεραπεία και/ή διαταγή την οποία το Σεβαστό Δικαστήριο ήθελε θεωρήσει δίκαιη και/ή εύλογη.
(Δ) Έξοδα, πλέον 19% Φ.Π.Α.»
Η αίτηση υποστηριζόταν από ένορκο δήλωση της Ενάγουσας και σε αυτή είχαν επισυναφθεί διάφορα τεκμήρια, μεταξύ των οποίων και δημοσιεύματα στην εφημερίδα «Πολίτης», τα οποία, κατά την Ενάγουσα, παραβίαζαν τα συνταγματικά της δικαιώματα ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής και του απορρήτου της αλληλογραφίας.
Ο ευπαίδευτος Πρόεδρος του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, ο οποίος και χειρίστηκε την επίδικη υπόθεση, έδωσε οδηγίες όπως η μονομερής αίτηση επιδοθεί στην αντίδικη πλευρά, όπως και έγινε. Στη σχετική ένσταση που ακολούθησε, προβλήθηκε ότι δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις προς έκδοση των αιτουμένων διαταγμάτων. Δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση στον ισχυρισμό ότι η έκδοσή τους αντιστρατεύεται το δικαίωμα της ελευθερίας της έκφρασης και της ελευθεροτυπίας, ως αυτό κατοχυρώνεται από το Σύνταγμα, τους νόμους του κράτους και τις διεθνείς συμβάσεις που προσυπέγραψε και επικύρωσε η Κυπριακή Δημοκρατία.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι οι προϋποθέσεις προς έκδοση προσωρινών διαταγμάτων ικανοποιήθηκαν και, συνακόλουθα, αποφάσισε όπως ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια εκδίδοντας το ακόλουθο προσωρινό διάταγμα:
«Εκδίδεται προσωρινό Διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο απαγορεύεται στους Εναγόμενους, στους υπαλλήλους και/ή υπηρέτες τους και/ή αντιπροσώπους τους από του να δημοσιεύουν στην εφημερίδα «Πολίτης» ή να χρησιμοποιούν με οποιονδήποτε τρόπο το περιεχόμενο του προσωπικού ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της Ενάγουσας και ειδικότερα τα ηλεκτρονικά μηνύματα αυτής τα οποία κατ΄ ισχυρισμόν της Ενάγουσας έχουν υποκλαπεί, και τα οποία έχουν δημοσιευθεί από τον ιστότοπο https://xxxx.com.cy, ημερ. 26.11.2017, μέχρι εκδίκασης της Αγωγής ή μέχρι να εκδοθεί άλλη διαταγή του Δικαστηρίου.».
Η πρωτόδικη αυτή κρίση συνιστά και το αντικείμενο της ενώπιόν μας διαδικασίας. Προβάλλεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι η αίτηση πληρούσε την τρίτη προϋπόθεση του άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου Ν. 14/60. Προωθείται, επίσης, ότι παρατηρείται λανθασμένη άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του εκδώσαντος το διάταγμα Δικαστηρίου, κατά παραγνώριση ουσιωδών γεγονότων και στοιχείων.
Η ουσία των εισηγήσεων των ευπαιδεύτων συνηγόρων των Εφεσειόντων μπορεί να συνοψισθεί στη θέση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο απέτυχε, ασκώντας τη διακριτική του εξουσία, να ισοζυγίσει τα ιδιαίτερα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης και να εξισορροπήσει δικαιώματα και συμφέροντα που άπτονται, αφενός, της ελευθερίας του λόγου/έκφρασης και πληροφόρησης, κατ΄ εφαρμογή του ΄Αρθρου 19 του Συντάγματος και του άρθρου 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και, αφετέρου, του σεβασμού της ιδιωτικής ζωής και του απόρρητου της αλληλογραφίας, κατ΄ εφαρμογή των Άρθρων 15.1 και 17.1 του Συντάγματος και του άρθρου 8 της προαναφερθείσας Σύμβασης. Ήταν, εν προκειμένω, η κεντρική εισήγηση των συνηγόρων των Εφεσειόντων, ότι η ελευθερία του λόγου και της πληροφόρησης, ιδιαιτέρως εάν τίθεται ζήτημα ύψιστου δημοσίου συμφέροντος, ως αναγνωρισμένη υπεράσπιση, εξουδετερώνει την όποια αξίωση για σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής.
Προτού υπεισέλθουμε στην ουσία των ενώπιόν μας λόγων έφεσης, παραθέτουμε, λόγω της σημασίας που ενέχει, αυτούσια την προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με την κάλυψη της τρίτης προϋπόθεσης του άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου Ν. 14/60, καθώς επίσης και τα όσα έλαβε υπόψη προκειμένου να καταλήξει ως προς το κατά πόσο ήταν δίκαιο και πρόσφορο να προχωρήσει στην έκδοση διατάγματος:
«Τρίτη Προϋπόθεση του Άρθρου 32 του Ν.14/60
Όσον αφορά στην τρίτη προϋπόθεση, θα αναφέρω απλώς ότι η επιδίκαση ή καταβολή αποζημιώσεων δεν συνιστά πάντα επαρκή θεραπεία. Έχει δε νομολογιακά καθιερωθεί ότι η δυσκολία ή η αδυναμία για πλήρη απονομή δικαιοσύνης δεν περιορίζεται μόνο στη υλική ζημιά. Ενδεικτικά και μόνο παραπέμπω στην Όξυνος κ.ά ν. Λου (2011) 1(Β) Α.Α.Δ. 1066, όπου στις σελίδες 1080-1081 διαβάζουμε τα ακόλουθα:
«Ειδικότερα, και σε σχέση με την τρίτη θεσμική προϋπόθεση του Άρθρου 32 του Νόμου 14/60, στην οποία να σημειωθεί δόθηκε ιδιαίτερη βαρύτητα από τον ευπαίδευτο συνήγορο των εφεσειόντων, υπενθυμίζουμε την αρχή ότι οι αποζημιώσεις δεν αποτελούν τη μοναδική παράμετρο κρίσης του συγκεκριμένου θέματος. Υπόψη λαμβάνονται και άλλα στοιχεία και μεταβλητά κριτήρια και σε τελική ανάλυση η αδυναμία ή η δυσκολία απονομής δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο, εξαρτάται από το σύνολο των γεγονότων που περιβάλλουν το αίτημα, (Κυρισάββα ως διαχειριστής της περιουσίας της αποβιωσάσης Παντελούς Kωνσταντίνου Kκίζη κ.ά. v. Κύζη ως διαχειριστή της περιουσίας της αποβιωσάσης Mαριτσούς Kωστή Kκίζη (2001) 1 Α.Α.Δ. 1245). Ας μη μας διαφεύγει ότι η έννοια της δικαιοσύνης δεν συναρτάται, όπως υποδεικνύεται στην υπόθεση M. and Ch. Mitsingas Trading Ltd. κ.ά. v. Τhe Timberland Co. (1997) 1 Α.Α.Δ. 1791, με τη στενή αντίληψη της υλικής ζημιάς, αλλά με την ευρύτερη προστασία των δικαιωμάτων του διαδίκου που επιδιώκει τη θεραπεία.»
Ένα από τα θεμελιώδη δικαιώματα του ανθρώπου είναι το δικαίωμα στην προσωπικότητα του. Το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής του προσώπου συνήθως καλείται δικαίωμα της προσωπικότητας (privacy). Στην Police v. Georghiades (1983) 2 C.L.R. 33, λέχθηκε ότι το δικαίωμα της ιδιωτικής ζωής καλύπτει ολόκληρο το χώρο που εξ' αντικειμένου εμπίπτει στην ιδιωτική λειτουργία του ατόμου και ταυτίζεται με τον όρο «right to privacy». Τα πιο πάνω υιοθετήθηκαν και στη μεταγενέστερη υπόθεση Αστυνομία ν. Γιάλλουρου (1992) 2 Α.Α.Δ. 147.
Η προσωπικότητα πρέπει να τυγχάνει σεβασμού σε όλες της τις εκφάνσεις. Το απαραβίαστο της αλληλογραφίας, το οποίο συνιστά μια από τις εκφάνσεις του δικαιώματος της προσωπικότητας, κατοχυρώνεται και συνταγματικά από το Άρθρο 17 του Κυπριακού Συντάγματος, το οποίο ομιλεί για «απόρρητο της αλληλογραφίας ως και πάσης άλλης επικοινωνίας», έννοιες ευρείες. Μάλιστα, ο Περί Προστασίας του Απόρρητου της Ιδιωτικής Επικοινωνίας (Παρακολούθηση Συνδιαλέξεων και Πρόσβαση σε Καταγεγραμμένο Περιεχόμενο Ιδιωτικής Επικοινωνίας) Νόμος 92(Ι)/1996, τον οποίο η Ενάγουσα επίσης επικαλείται, καθιστά ποινικά κολάσιμες συγκεκριμένες συμπεριφορές και ενέργειες που αφορούν στην υποκλοπή, παρακολούθηση κλπ ιδιωτικής επικοινωνίας και στη χρήση ή αποκάλυψη περιεχομένου οποιασδήποτε ιδιωτικής επικοινωνίας (Άρθρο 3 του Νόμου). Καθίσταται σαφές ότι οι Εναγόμενοι δεν αντιμετωπίζουν με την παρούσα διαδικασία τέτοιες κατηγορίες.
Κάθε παράνομη επέμβαση στην αλληλογραφία ή επικοινωνία, συνιστά όχι μόνο προσβολή του δικαιώματος της ελευθερίας της σκέψης και της έκφρασης, αλλά και διείσδυση στην ιδιωτική ζωή του ανθρώπου. Η Ενάγουσα με την ένορκη της δήλωση αναφέρει, ανάμεσα σε άλλα, πως η δημοσίευση των ηλεκτρονικών της μηνυμάτων από το προσωπικό της ηλεκτρονικό ταχυδρομείο χωρίς τη θέλησή της «τραυματίζουν και πλήττουν την προσωπική μου αξιοπρέπεια και την επαγγελματική μου υπόσταση». Οι Εναγόμενοι αναφέρουν πως δεν είναι αυτοί που υπέκλεψαν τα εν λόγω ηλεκτρονικά μηνύματα. Η Ενάγουσα βεβαίως δεν τους επιρρίπτει αυτή την επιλήψιμη συμπεριφορά. Το παράπονο της εστιάζεται στο γεγονός ότι οι Εναγόμενοι δημοσιοποίησαν ηλεκτρονικά της μηνύματα παρόλο που η ίδια τους έχει ενημερώσει ότι αυτά συνιστούν προϊόν υποκλοπής και ότι δεν επιθυμεί την δημοσιοποίησή τους. Σχετική είναι η επιστολή των δικηγόρων της προς τους Εναγομένους ημερ. 29.11.17, Τεκμήριο 5 στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την Αίτηση. Ισχυρίζεται ακόμη πως οι Εναγόμενοι και μετά την εν λόγω επιστολή, συνέχισαν να δημοσιεύουν χωρίς την συγκατάθεσή της, δικά της ηλεκτρονικά μηνύματα. Βρίσκω πως από την προσαχθείσα μαρτυρία υπάρχει ο κίνδυνος οι Εναγόμενοι να συνεχίσουν να δημοσιεύουν ηλεκτρονικά μηνύματα της Ενάγουσας, με αποτέλεσμα η κατ΄ ισχυρισμόν παραβίαση των δικαιωμάτων της να επαναληφθεί στο μέλλον.
Έχοντας ενώπιον μου όλα τα πιο πάνω, και κυρίως το γεγονός ότι η βλάβη στην προσωπικότητα δεν αποκαθίσταται πάντα με την καταβολή χρημάτων, δεν θεωρώ ότι η παρούσα περίπτωση συνιστά μια από τις περιπτώσεις όπου με την καταβολή αποζημιώσεων θα απονεμηθεί δικαιοσύνη, ως οι Εναγόμενοι ισχυρίζονται στην παράγραφο 54 της ένορκης τους δήλωσης. Βρίσκω πως η Ενάγουσα έχει ικανοποιήσει και την τρίτη προϋπόθεση.
Εν κατακλείδι, βρίσκω πως όλοι οι λόγοι Ένστασης των Εναγομένων (τους οποίους έχω θέσει ενώπιον μου) είναι αβάσιμοι, ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις του Νόμου και ότι είναι δίκαιο και πρόσφορο να εκδοθεί προσωρινό διάταγμα με το οποίο να απαγορεύεται στους Εναγομένους να δημοσιεύουν περιεχόμενο από το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο της Ενάγουσας. Πριν αποφασίσω κατά πόσο είναι δίκαιο και πρόσφορο να εκδώσω το αιτούμενο διάταγμα, έλαβα σοβαρά υπόψη μου το θεμελιώδες δικαίωμα της ελευθερίας του λόγου και της έκφρασης, για το οποίο οι Εναγόμενοι κάνουν αναφορά στην ένορκη τους δήλωση και το οποίο κατοχυρώνεται επίσης συνταγματικά (Άρθρο 19 του Συντάγματος). Έλαβα ακόμη υπόψη μου το γεγονός ότι οι Εναγόμενοι ισχυρίζονται πως από τα 19.000 ηλεκτρονικά μηνύματα της Αιτήτριας έχουν επιλέξει συγκεκριμένα και αποφάσισαν να μην δημοσιοποιήσουν αυτά με περιεχόμενο καθαρά προσωπικής μορφής για να μην την εκθέσουν «ή να ικανοποιήσουμε ενδεχομένως την περιέργεια κάποιων αναγνωστών ή να προκαλέσουμε σκάνδαλο ή κουτσομπολιό γι΄ αυτήν.». Έχω ισοζυγίσει και τα δύο δικαιώματα. Βρίσκω ότι εδώ υπερτερεί το δικαίωμα της προσωπικότητας, αφού η έκδοση του διατάγματος ενέχει λιγότερους κινδύνους αδικίας. Η συνέχιση της δημοσιοποίησης από τους Εναγομένους των κατ΄ ισχυρισμόν κλαπέντων ηλεκτρονικών μηνυμάτων της Αιτήτριας, τα οποία σύμφωνα με τη μαρτυρία ανέρχονται σε 19.000, ενέχει μεγαλύτερους κινδύνους αδικίας. Έχει ήδη γίνει αναφορά στους ισχυρισμούς της Ενάγουσας για τη βλάβη στην προσωπικότητα της. Από την άλλη, η έκδοση του διατάγματος δεν θα προκαλέσει οποιαδήποτε ανεπανόρθωτη βλάβη στους Εναγομένους, αφού με αυτό δεν θα επιτρέπεται σε αυτούς, για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, να δημοσιεύουν ηλεκτρονικά μηνύματα της Ενάγουσας, για τα οποία η τελευταία έχει ισχυριστεί ότι είναι προϊόν υποκλοπής.
Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Χρίστος Ευστρατίου ν. Dicran Ouzounian and Company Limited, Πολ. Έφεση 292/2010, απόφαση ημερ. 20.1.14:
«Τέλος, κρίνουμε ότι δεν ευσταθεί και ο τρίτος λόγος έφεσης και σχετικά είναι αρκετό να υπενθυμίσουμε ότι το ισοζύγιο των πιθανών επιπτώσεων (balance of convenience) έχει στο επίκεντρο του τον κίνδυνο αδικίας που θα προκύψει αν φανεί ότι η απόφαση που δόθηκε στο ενδιάμεσο στάδιο είναι λανθασμένη. Ο κίνδυνος αυτός εναποθέτει στο Δικαστήριο το καθήκον όπως, κατά την άσκηση της διακριτικής του εξουσίας, ισοζυγίζει τα ενώπιον του στοιχεία και υιοθετεί εκείνη την πορεία η οποία φαίνεται να ενέχει τους λιγότερους κίνδυνους αδικίας (βλ. Bacardi & Co. Ltd v. Vinco Ltd (1996) 1(B) A.A.Δ. 788, η οποία υιοθέτησε τα λεχθέντα από το Δικαστή Hoffman στην Films Rover International Ltd v. Cannon Film Sales Ltd [1987] 1 W.L.R. 670).»
Στην υπόθεση Ιπποδρομιακή Αρχή ν. Χ"Βασίλη (1989) 1 C.L.R. 152, το προσωρινό διάταγμα ακυρώθηκε από το Εφετείο αφού με αυτό απλώς αναστέλλετο η πληρωμή προστίμου που επιβλήθηκε στον Ενάγοντα κατόπιν πειθαρχικής καταδίκης του από την Εναγόμενη Ιπποδρομιακή Αρχή Κύπρου. Κρίθηκε πως αν ο Ενάγων πλήρωνε το πρόστιμο ύψους Λ.Κ.5.000, δεν θα προκαλείτο σε αυτόν ανεπανόρθωτη ζημιά. Εδώ, δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο.
Η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου για έκδοση προσωρινών διαταγμάτων είναι ευρεία. Προς τούτο παραπέμπω και στην υπόθεση Καλογήρου ν. C.C.F. Credit Capital Finance Ltd., (2005) 1(Β) Α.Α.Δ. 1237, όπου στη σελίδα 1244 αναφέρονται τα ακόλουθα:
«Προτού ασχοληθούμε με τους λόγους έφεσης, σημειώνουμε ότι δεν υπάρχουν αυστηρά οριοθετημένα πλαίσια, μέσα στα οποία ασκείται η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου για έκδοση προσωρινών διαταγμάτων. Η κάθε περίπτωση κρίνεται υπό το φως των δικών της γεγονότων και περιστατικών, με γνώμονα πάντοτε το κατά πόσο η έκδοση του διατάγματος είναι αναγκαία, για να καταστεί δυνατή η απονομή της δικαιοσύνης σε κάθε στάδιο, περιλαμβανομένου και αυτού της ικανοποίησης της απόφασης, που τυχόν ήθελε εκδοθεί. Ακολουθεί ότι το Εφετείο δεν επεμβαίνει, παρά μόνο εάν διαπιστώσει ότι η διακριτική αυτή ευχέρεια ασκήθηκε έξω από κάθε πλαίσιο αρχών, που η νομολογία αναγνωρίζει. Τα όσα αναφέρονται στις αποφάσεις, στις οποίες οι συνήγοροι μας παρέπεμψαν, δεν μπορεί παρά να ιδωθούν μέσα στο σύνολο των δικών τους γεγονότων και περιστατικών.»
(Η υπογράμμιση γίνεται από το Δικαστήριο).
Τελειώνοντας θα ήθελα να σημειώσω και τα ακόλουθα. Ασφαλώς, οι ενέργειες και η εν γένει συμπεριφορά της Ενάγουσας κατά την εκτέλεση των επαγγελματικών της καθηκόντων, όπως και κάθε άλλου δημόσιου λειτουργού, υπαλλήλου ή αξιωματούχου του Κράτους, είναι κάτι που ενδιαφέρει το κοινό το οποίο δικαιούται να ενημερώνεται και από τα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας. Εδώ, το κοινό έχει ήδη ενημερωθεί και από τους Εναγομένους ότι έχει τροχοδρομηθεί πειθαρχική διαδικασία εναντίον της Ενάγουσας. Τα αρμόδια όργανα του Κράτους θα αποφασίσουν κατά πόσο η Ενάγουσα έχει διαπράξει ή όχι πειθαρχικό ή πειθαρχικά παραπτώματα. Ταυτόχρονα όμως τα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας, οφείλουν να σέβονται τα κατοχυρωμένα δικαιώματα του κάθε προσώπου. Κατά πόσο εδώ οι Εναγόμενοι έχουν παραβιάσει τα δικαιώματα της Ενάγουσας, είναι κάτι που θα εξεταστεί και αποφασιστεί όταν το Δικαστήριο θα εκδικάσει την ουσία της Αγωγής.»
Στην ενώπιόν μας περίπτωση, είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι η πλευρά των Εφεσειόντων δεν θέτει υπό αμφισβήτηση ότι οι δύο πρώτες προϋποθέσεις - κριτήρια που καθορίζει το άρθρο 32(1) του Ν. 14/60 συνέτρεχαν. Όπως ήδη λέχθηκε, η όλη επιχειρηματολογία των Εφεσειόντων εστιάζεται στη σωρευτική συνδρομή της τρίτης προϋπόθεσης και στην τελική κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς το δίκαιο και πρόσφορο της έκδοσης του διατάγματος. Παρά ταύτα, έχει τη σημασία της η υπενθύμιση, σε αδρές γραμμές, των βασικών παραμέτρων που καλύπτουν τα δύο πρώτα κριτήρια του άρθρου 32.
Στο άρθρο 32(1) αποτυπώνονται οι τρεις προϋποθέσεις, οι οποίες θα πρέπει να ικανοποιούνται σωρευτικά, προκειμένου να θεμελιώνεται η εξουσία προς έκδοση προσωρινού διατάγματος. Η πρώτη αφορά το ποιοτικό κριτήριο της ύπαρξης σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση και συνδέθηκε, αρχικά από την καθοριστική επί του ζητήματος υπόθεση Odysseos v. A. Pieris Estates Ltd and Others (1982) 1 CLR 557, με τις δικογραφημένες θέσεις του Ενάγοντα. Θεωρήθηκε ότι ο όρος στα πλαίσια του άρθρου 32 δεν πρέπει να ερμηνεύεται ότι απαιτεί ο,τιδήποτε πέραν της αποκάλυψης «συζητήσιμης υπόθεσης με βάση τη δύναμη των δικογράφων». Εν τέλει, η εξέταση στο στάδιο αναζήτησης προσωρινού διατάγματος της πρώτης προϋπόθεσης του άρθρου 32 περιορίζεται στη δύναμη των δικογράφων και στα όσα αντικειμενικά προκύπτουν από αυτά. Το επίπεδο απόδειξης δεν είναι ιδιαίτερα ψηλό, καθώς αναμένεται από τον Ενάγοντα μέσα από τα δικόγραφά του να εγείρει το αγώγιμο δικαίωμά του το οποίο, ως ισχυρίζεται, παραβιάζει η αντίδικη πλευρά. Η πιθανότητα επιτυχίας, η δεύτερη δηλαδή προϋπόθεση του άρθρου 32, χαρακτηρίζεται ως το «πρωταρχικό κριτήριο» και το Δικαστήριο προχωρά στην εξέτασή του στην περίπτωση και μόνο όπου έχει ικανοποιηθεί ότι συντρέχει το πρώτο κριτήριο του εν λόγω άρθρου. Η υπόθεση Odysseos (ανωτέρω), ερμηνεύοντας το υπό αναφορά κριτήριο, καθόρισε ότι στο πλαίσιο της νομοθετικής διάταξης του άρθρου 32, δεν θα μπορούσε να είναι ο,τιδήποτε άλλο εκτός από την αποδεικτική ισχύ της υπόθεσης του Ενάγοντα. Το επίπεδο του αποδεικτικού εμποδίου το οποίο απαιτείται να υπερπηδήσει ο Ενάγοντας συνίσταται στην τεκμηρίωση «μιας πιθανότητας» επιτυχίας. Κάτι δηλαδή περισσότερο από μια απλή δυνατότητα, αλλά και πολύ λιγότερο από το ισοζύγιο των πιθανοτήτων, το επίπεδο δηλαδή απόδειξης που απαιτείται για πολιτική αγωγή. Υπό το πρίσμα αυτό, δεν είναι επιθυμητό το Δικαστήριο να υπεισέρχεται σε βάθος στα επίδικα θέματα σε αυτό το πρόωρο στάδιο. Όπως κατ΄ επανάληψη λέχθηκε, η άσκηση κρίσης επί σοβαρών και περίπλοκων ζητημάτων στα πλαίσια αίτησης για παρεμπίπτον διάταγμα δεν ενδείκνυται, αρχή η οποία θα πρέπει να τηρείται με ευλάβεια.
Η τρίτη προϋπόθεση του άρθρου 32(1) σχετίζεται με τη δυνατότητα απονομής της δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο. Όπως έχει κατ΄ επανάληψη νομολογηθεί, η έννοια της δικαιοσύνης δεν συναρτάται με την στενή αντίληψη της υλικής ζημιάς, αλλά με μια πιο ευρεία αντίκρυση της προστασίας των δικαιωμάτων του προσώπου το οποίο επιδιώκει δικαστική θεραπεία. Με δεδομένο ότι σε ορισμένες περιπτώσεις δεν θα ήταν επαρκής η θεραπεία των αποζημιώσεων για να απονεμηθεί ορθά η δικαιοσύνη, τα Δικαστήρια της επιείκειας προχωρούν στην έκδοση απαγορευτικών διαταγμάτων. Το τρίτο αυτό κριτήριο εξετάζεται προτού το Δικαστήριο ασκήσει τη διακριτική του εξουσία προκειμένου να αποφασίσει κατά πόσο θα είναι δίκαιο ή πρόσφορο να προχωρήσει στην έκδοση διατάγματος. Εν τέλει, η αδυναμία στην απονομή πλήρους δικαιοσύνης σε κατοπινό στάδιο συναρτάται από το σύνολο των γεγονότων που περιβάλλουν την υπόθεση, υπό την αίρεση πάντα ότι δεν αρκούν γενικοί και αόριστοι ισχυρισμοί προς τεκμηρίωση και ικανοποίηση της τρίτης προϋπόθεσης, αλλά αιτιολόγηση με σαφή και θετική μαρτυρία.
Μεταξύ των περιπτώσεων όπου η θεραπεία των αποζημιώσεων δεν μπορεί να κριθεί επαρκής εντάσσεται και η περίπτωση όπου γίνεται επίκληση παραβίασης δικαιωμάτων, ιδίως όπου η επικαλούμενη ζημιά ή βλάβη συνεχίζεται, με απρόβλεπτες προεκτάσεις. Ενώπιον τέτοιων δεδομένων βρέθηκε αντιμέτωπο το πρωτόδικο Δικαστήριο, με αδιαμφισβήτητη τη δικογράφηση παραβίασης συνταγματικών δικαιωμάτων της Εφεσίβλητης, την συνδρομή των δύο πρώτων κριτηρίων του άρθρου 32 και του κινδύνου συνέχισης των δημοσιευμάτων. Υπό το πρίσμα αυτό, ήταν ορθή η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η αποκατάσταση με την καταβολή αποζημιώσεων δεν θα συνιστούσε επαρκή θεραπεία και, κατά προέκταση, ότι υπήρχε κίνδυνος πρόκλησης ανεπανόρθωτης ζημιάς. Συνακόλουθα, η τρίτη προϋπόθεση ικανοποιείτο.
Με δεδομένη την πλήρωση των τριών κριτηρίων του άρθρου 32(1), υπεισέρχεται στην όλη εικόνα το ζήτημα της εξέτασης του πιο σημαντικού ίσως παράγοντα στην έκδοση απαγορευτικών διαταγμάτων, ήτοι, η ευρεία διακριτική εξουσία που δίδεται στο Δικαστήριο από το πιο πάνω άρθρο να εκδίδει διατάγματα στις περιπτώσεις όπου κρίνει ότι κάτι τέτοιο είναι «δίκαιον ή πρόσφορον». Το Δικαστήριο ενεργώντας με βάση τους κανόνες του δικαίου της επιείκειας, διατηρεί σε κάθε περίπτωση την ευχέρεια να αρνηθεί την έκδοση απαγορευτικού διατάγματος, έστω και αν τηρούνται οι τυπικές προϋποθέσεις έκδοσής του. Το όλο ζήτημα συνίσταται στον ισοζυγισμό των ιδιαίτερων αναγκών των διαδίκων, υπό το φως πάντοτε των στοιχείων που καλύπτουν την κάθε περίπτωση. Στην όλη πορεία εντοπισμού ενός δίκαιου ισοζυγίου ο κάθε παράγοντας που καλύπτει την κάθε συγκεκριμένη υπόθεση αποκτά τη δική του σημασία στη διαμόρφωση του τελικού αποτελέσματος. Ζητούμενο είναι η άσκηση από το Δικαστήριο, κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο, της διακριτικής του εξουσίας, ώστε να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη και να εξαλειφθεί, στο μέτρο του δυνατού, ο κίνδυνος αδικίας στην περίπτωση κατά την οποία φανεί ότι λανθασμένα χορηγήθηκε το παρεμπίπτον διάταγμα. Η εν προκειμένω άσκηση της εξουσίας του Δικαστηρίου δεν λαμβάνει τη μορφή αυθαίρετης απόφασης, αφού ενυπάρχει σε κάθε περίπτωση η υποχρέωση παράθεσης αιτιολογημένης απόφασης και παροχής εξηγήσεων ως προς τους λόγους άσκησης της διακριτικής ευχέρειας κατά συγκεκριμένο τρόπο. Παράγοντες που επιδρούν στη διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου είναι, μεταξύ άλλων, οι διαβλεπόμενες επιπτώσεις από την έκδοση ή μη του παρεμπίπτοντος διατάγματος στο πρόσωπο των διαδίκων ή ακόμη και σε τρίτα πρόσωπα, η ίδια η συμπεριφορά των διαδίκων, η καθυστέρηση προσφυγής προς αναζήτηση θεραπείας προσωρινού διατάγματος, αλλά και τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης, δεδομένου ότι η άσκηση της υπό αναφορά διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου εδράζεται στις αρχές του δικαίου της επιείκειας.
Όπως είναι νομολογιακά αναγνωρισμένο (Καλογήρου ανωτέρω), το Εφετείο δεν επεμβαίνει στον τρόπο άσκησης της διακριτικής εξουσίας πρωτόδικου Δικαστηρίου προς έκδοση απαγορευτικών διαταγμάτων, εκτός εάν διαπιστώσει ότι ασκήθηκε έξω από κάθε πλαίσιο αρχών που η νομολογία αναγνωρίζει, υπό το φως πάντα των ιδιαίτερων γεγονότων που περιβάλλουν την κάθε συγκεκριμένη υπόθεση.
Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι επικέντρωσαν τα επιχειρήματά τους στη νομιμότητα συλλογής των πληροφοριών, δηλαδή των ηλεκτρονικών μηνυμάτων της Εφεσίβλητης, αφού, όπως παρέμεινε αδιαμφισβήτητο, συνιστούσαν αντικείμενο υποκλοπής από τρίτο πρόσωπο και έδωσαν ιδιαίτερη έμφαση στη σχετική διάπλαση της νομολογίας του ΕΔΑΔ.
Χωρίς αμφιβολία, η παρούσα υπόθεση ενέχει ιδιαίτερο νομικό ενδιαφέρον, αφού τα δεδομένα που την καλύπτουν αγγίζουν τα ευαίσθητα ζητήματα της δημοσιογραφικής αξίας και της στάθμισης των δικαιωμάτων πληροφόρησης και ιδιωτικής ζωής. Με όλο όμως το σεβασμό στην προσπάθεια που κατέβαλαν ενώπιόν μας οι ευπαίδευτοι συνήγοροι, θα πρέπει να υπομνήσουμε ότι, στο παρόν στάδιο, αντικείμενο προς εξέταση είναι η ορθότητα ή μη της έκδοσης του επίδικου διατάγματος, υπό το φως των παραμέτρων που αφορούν την υπό κρίση περίπτωση και της νομικής διάστασης που καλύπτει το όλο φάσμα έκδοσης απαγορευτικών διαταγμάτων. Με παραδεκτή τη συνδρομή των δύο πρώτων προϋποθέσεων του άρθρου 32(1), είναι στα πλαίσια της ακρόασης της ουσίας της αγωγής που θα αποφασισθούν τα ουσιαστικά δικαιώματα των εμπλεκομένων μερών και η βασιμότητα της υπεράσπισης που προβάλλεται εκ μέρους των Εφεσειόντων, πάντα υπό το φως των σχετικών αρχών που διέπουν το ζήτημα της ισοζυγίας των υπό κρίση δικαιωμάτων. Παρεμβάλλουμε μόνο, έχοντας πλήρη συναίσθηση της ιδιαιτερότητας των επίδικων θεμάτων και σεβόμενοι τις ικανές αγορεύσεις των συνηγόρων, τα ακόλουθα:
Το ζήτημα της νομιμότητας της δημοσίευσης παρανόμως κτηθεισών πληροφοριών αποτέλεσε αντικείμενο σειράς αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, το οποίο, από το 1996 μέχρι το 2016 (Bedat v. Switzerland, ημερ. 29.3.2016 (προσφυγή υπ΄ αρ. 56925/08) ασχολήθηκε κατ΄ εξακολούθηση με περιπτώσεις δημοσίευσης πληροφοριών, οι οποίες είχαν αποκτηθεί παράνομα, κατά κανόνα από τρίτο πρόσωπο. Ως απαύγασμα, μπορεί να σημειωθεί ότι ο τύπος σε συγκεκριμένες περιπτώσεις και εφόσον συντρέχουν ορισμένες προϋποθέσεις, μπορεί να παρεκκλίνει από την υποχρέωση σεβασμού της ιδιωτικής ζωής των προσώπων, λόγω ακριβώς της σημασίας της ελευθεροτυπίας προς την κατεύθυνση της πληροφόρησης του κοινού, της ενίσχυσης του δημόσιου διαλόγου, της κριτικής και λογοδοσίας των δημοσίων αρχών και εφόσον, βεβαίως, τίθεται ζήτημα ευρύτερου δημοσίου ενδιαφέροντος. Επιβάλλεται όμως η ανάγκη μιας in concreto στάθμισης αφενός της ελευθερίας του τύπου και αφετέρου του σεβασμού της ιδιωτικής ζωής άλλων. Η στάθμιση αυτή πρέπει να γίνεται με το αμιγώς νομικό κριτήριο της αρχής της αναλογικότητας. Το ΕΔΑΔ με αφορμή την απόφαση Von Hannover v. Germany (2), ημερ. 7.2.2012 (προσφυγές υπ΄ αρ. 40660/08 και 60641/08), προχώρησε στη στάθμιση του δικαιώματος ενημέρωσης και του δικαιώματος ιδιωτικής ζωής, δίνοντας προβάδισμα στο πρώτο. Χαρακτηρίστηκε η απόφαση αυτή ως ορόσημο υπέρ της ελευθεροτυπίας και ως μία περαιτέρω απόδειξη της δέσμευσης του Δικαστηρίου στην διατήρηση της ελευθερίας της έκφρασης στην Ευρώπη. Το Δικαστήριο προχώρησε επίσης στον σχηματισμό ορισμένων κριτηρίων προς στάθμιση των διαλαμβανομένων στα άρθρα 8 και 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Τα κριτήρια αυτά κωδικοποιήθηκαν στην απόφαση Axel Springer AG v. Germany, ημερ. 10.12.2012 (προσφυγή υπ΄ αρ. 39954/08), ένα εκ των οποίων αφορά τη μέθοδο της συλλογής της πληροφορίας και τη βαρύτητα της παράβασης κατά το εθνικό ποινικό δίκαιο, στοιχείο που κρίνεται και αξιολογείται σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας και στο πλαίσιο μέσα στο οποίο οι πληροφορίες δημοσιεύθηκαν.
Με τα πιο πάνω ως δεδομένα, δεν εντοπίζουμε περιθώρια παρέμβασής μας στη διακριτική εξουσία του πρωτόδικου Δικαστηρίου και στον τρόπο που αυτή ασκήθηκε, ούτε και στην συνακόλουθη κρίση του περί του δικαίου και πρόσφορου της έκδοσης του επίδικου διατάγματος. Υπό το φως των όσων έχουν ήδη λεχθεί, το πρωτόδικο Δικαστήριο, ορθά κρίνοντας ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις και ικανοποιούνταν τα κριτήρια για έκδοση του προσβαλλόμενου διατάγματος, δίκαια κατέληξε ως προς το ζήτημα του ισοζυγίου της ευχέρειας. Το ισοζύγιο της ευχέρειας - ορθότερα των αναγκών της δικαιοσύνης ή ως πιο αρμόζουσα φράση «balance of justice» (Francome v. Mirror Group Newspapers Ltd (1984) 1 WLR 892), δεδομένου ότι το Δικαστήριο ασχολείται με τη δικαιοσύνη και όχι με την ευχέρεια των διαδίκων (Metaquotes Software Ltd κ.ά. ν. Dababou, ΠΕ Ε324/2016, ημερ. 14.11.2018, ECLI:CY:AD:2018:A501) - έκλινε αναμφίβολα υπέρ της Εφεσίβλητης, για τους λόγους που το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέγραψε και αυτούσιους παραθέσαμε σε προηγούμενο στάδιο της απόφασής μας. Στους παράγοντες που λήφθηκαν υπόψη, όπως ορθά σημείωσε ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής, ήταν ότι το κοινό είχε ήδη ενημερωθεί ως προς τα ουσιαστικά γεγονότα που κάλυπταν το όλο ζήτημα, αφού είχε προηγηθεί σωρεία δημοσιευμάτων με αναφορές σε παράτυπες διεκπεραιώσεις υποθέσεων που αφορούσαν στην έκδοση Ρώσων υπηκόων με την εμπλοκή της Εφεσίβλητης, υπό την ιδιότητά της ως Εισαγγελέα της Δημοκρατίας. Ως εκ τούτου και με δεδομένη την ύπαρξη σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση και δη, κατ΄ ισχυρισμό, παραβίασης συνταγματικών δικαιωμάτων, καθώς και την πιθανότητα επιτυχίας - υπενθυμίζουμε, πάντα για σκοπούς της παρούσας διαδικασίας που αφορά τις προϋποθέσεις και τις αρχές έκδοσης απαγορευτικών διαταγμάτων - αιτιολογημένα η διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου ασκήθηκε προς την κατεύθυνση έκδοσης του αιτούμενου διατάγματος.
Στη βάση των όσων έχουμε καταγράψει, είναι η τελική μας κρίση ότι δεν παρέχεται πεδίο παρέμβασής μας στα όσα καλύπτει η πρωτόδικη απόφαση και στον τρόπο άσκησης της διακριτικής εξουσίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Συνακόλουθα, η έφεση απορρίπτεται. Τα έξοδα, καθοριζόμενα στο ποσό των €3.000 πλέον ΦΠΑ, επιδικάζονται εις βάρος των Εφεσειόντων και προς όφελος της Εφεσίβλητης.
Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.
Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
ΣΦ.