ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας στους οποίους κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:
public Παναγή, Περσεφόνη Μιχαηλίδου, Δέσπω Γιασεμή, Γιασεμής Ν. Π. Μιχαήλ, για την αιτήτρια. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2019-03-18 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΜΟΝΟΜΕΡΗ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ , Πολιτική Αίτηση Αρ. 87/2018, 18/3/2019 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2019:B93

ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Αίτηση Αρ. 87/2018)

 

18 Μαρτίου, 2019

 

[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3, 9 ΚΑΙ 11 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964 (Ν.33/1964)

 

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΔΙΑΤΑΓΗ 35 ΘΕΣΜΟΣ 20 ΤΩΝ ΘΕΣΜΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΜΟΝΟΜΕΡΗ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ xxx ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΑΠΟ ΤΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑ ΓΙΑ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΗ ΑΔΕΙΑΣ ΓΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΕΦΕΣΗΣ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΗΣ ΕΝΤΙΜΟΥ ΔΙΚΑΣΤΟΥ ΚΑΣ ΓΙΩΤΑΣ ΚΥΘΡΑΙΩΤΟΥ-ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 12/6/2018 ΣΤΗΝ ΑΓΩΓΗ 17/16 ΛΟΓΩ ΛΑΝΘΑΣΜΕΝΗΣ ΔΙΑΤΑΓΗΣ ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΑ ΕΞΟΔΑ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΕΡΕΥΝΑΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 20/4/2017

-------

 

Αίτηση ημερομηνίας 2.7.2018 για να δοθεί άδεια καταχώρισης έφεσης εναντίον διαταγής για έξοδα

 

Π. Μιχαήλ, για την αιτήτρια.

 

Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.:  Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τη Δ. Μιχαηλίδου, Δ.

---------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.:  Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, κατόπιν ακροάσεως, αποδέχθηκε αίτηση της εναγόμενης 2, για παραμερισμό απόφασης που εκδόθηκε εναντίον της στην αγωγή, με διαταγή όπως τα έξοδα ακολουθήσουν το αποτέλεσμα της αγωγής, σε καμιά όμως περίπτωση εναντίον της ενάγουσας-εν προκειμένω αιτήτριας.  Παρέμεινε όμως σε εκκρεμότητα αίτηση έρευνας, που η αιτήτρια είχε ήδη καταχωρίσει εναντίον της εναγόμενης 2, προς εκτέλεση της απόφασης που είχε εκδοθεί υπέρ της πριν βεβαίως τον παραμερισμό της. 

 

Το Δικαστήριο με ex-tempore απόφαση, έκρινε ότι μετά τον παραμερισμό της απόφασης, η αίτηση έρευνας είχε καταστεί άνευ αντικειμένου και ως εκ τούτου υπόκειτο σε απόρριψη.  Εξετάζοντας στη συνέχεια τις εκατέρωθεν θέσεις που  εκφράστηκαν από τους δικηγόρους των διαδίκων, για το ποιος πρέπει να επιβαρυνθεί τα έξοδα της αίτησης, ανατρέχοντας στο ιστορικό της υπόθεσης, όπως προέκυπτε από το περιεχόμενο του ενώπιον του Δικαστηρίου φακέλου, και στα γεγονότα που οδήγησαν στην καταχώριση της αίτησης έρευνας και συνακόλουθα στα έξοδα που δημιουργήθηκαν, επεδίκασε τα έξοδα σε βάρος της εναγόμενης 2, εκδίδοντας ανάλογο διάταγμα, υπό τον όρο ότι θα ήταν πληρωτέα με το πέρας της αγωγής.

 

Με την παρούσα αίτηση, η ενάγουσα-αιτήτρια επιδιώκει την έκδοση διατάγματος του Δικαστηρίου, για παραχώρηση άδειας καταχώρισης έφεσης εναντίον της εν λόγω απόφασης, λόγω λανθασμένης οδηγίας ως προς την πληρωμή των εξόδων.  Υποστηρίχθηκε ενώπιον μας από την πλευρά της αιτήτριας, ότι η απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου αναφορικά με το θέμα των εξόδων, είναι αντίθετη με τις πρόνοιες των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας και/ή την ορθή πρακτική του Δικαστηρίου.  Εστιάζει ιδιαιτέρως ο δικηγόρος της αιτήτριας, παραπέμποντας στις Κιταλίδης ν. Τράπεζας Κύπρου Λτδ (2000) 1 Α.Α.Δ. 1759 και Αναφορικά με την αίτηση της Κυριακής Χατζηκωνσταντά, Πολ. Έφ. Αρ. 167/2013, 25.2.2015, ECLI:CY:AD:2015:A127, στη φύση της αίτησης έρευνας της οικονομικής ικανότητας της εναγομένης 2, ως εναρκτήριας αίτησης που τυγχάνει ανάλογου χειρισμού ως και η αγωγή.[1]  Συνεπώς, είναι η εισήγηση του, η διαταγή του Δικαστηρίου όπως τα έξοδα καταβληθούν στο τέλος της διαδικασίας, ως τελική διαταγή, είναι εφέσιμη, εμπίπτουσα στις πρόνοιες του άρθρου 25(1)(α) του Νόμου 14/60[2] και στη Δ.35 θ.20 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.[3] 

 

Προκύπτει, ότι η χορήγηση άδειας για καταχώριση έφεσης εναντίον διαταγής για τα έξοδα, περιορίζεται σε εκείνες τις περιπτώσεις όπου καθίσταται προφανές ότι η απόφαση για τα έξοδα αντίκειται στο Νόμο, ή Διαδικαστικό Κανονισμό, ή βασίζεται σε παρανόηση των γεγονότων, ή όπου ένας διάδικος διατάσσεται να καταβάλει τα έξοδα του αντιδίκου του, χωρίς επαρκή λόγο. 

 

Στη Φιλίππου ν. Φιλίππου (1991) 1 Α.Α.Δ. 790 όπως υιοθετήθηκε στην Πιερή Κώστας Χαραλάμπους (1999) 1 Α.Α.Δ. 809, εξετάστηκαν οι προϋποθέσεις που θέτει η Δ.35 θ.20, για την υποβολή έφεσης εναντίον διαταγής για τα έξοδα και των οποίων ο καθορισμός, επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου η οποία και θα πρέπει να ασκείται δικαστικά.  Με αναφορά βεβαίως στα γεγονότα και στους παράγοντες της δίκης, σχετικούς με τους χειρισμούς της υπόθεσης που έγιναν από τον κάθε διάδικο, και όχι κατ΄ απομόνωση (Θρασυβούλου ν. Arto Estates Ltd (1993) 1 ΑΑ.Δ. 12). 

 

Το Δικαστήριο ενασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια, πρωτίστως λαμβάνει υπόψη το βασικό κανόνα, που ως κανόνας λογικής επιβάλλει τα έξοδα να ακολουθούν το αποτέλεσμα της υπόθεσης (Ζαβρού ν. Μιχαηλίδου (1996) 1 Α.Α.Δ. 477).  Δικαιολογείται παρέκκλιση από τον εν λόγω κανόνα εφόσον συντρέχει άλλη επαρκής περίσταση που συνηγορεί περί του αντιθέτου (Χάσικος Μιχαήλ ν. Ανδρέα Χαραλαμπίδη (1990) 1 Α.Α.Δ. 389).

 

To ερώτημα που χρήζει απάντησης είναι κατά πόσο το Δικαστήριο παρεξέκλινε της γενικής αρχής.  Είμαστε της γνώμης ότι η πρωτόδικος Δικαστής προσέγγισε και αποφάσισε ορθά το ζήτημα των εξόδων.  Το Δικαστήριο είχε ενώπιον του, ως έχουμε ήδη αναφέρει, όλα τα ενώπιον του γεγονότα, τα οποία οδήγησαν στον παραμερισμό της εναντίον της εναγόμενης 2 εκδοθείσας απόφασης και ορθά διαπίστωσε ότι πλέον η αίτηση για μηνιαίες δόσεις, είχε καταστεί άνευ αντικειμένου.  Η διαπίστωση του Δικαστηρίου ότι υπαίτιος ήταν η εναγόμενη 2, εν όψει της όλης συμπεριφοράς της, η οποία οδήγησε σε παραμερισμό της εναντίον της εκδοθείσας απόφασης, οδήγησε στην επιδίκαση των εξόδων σε βάρος της.  Η διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου ασκήθηκε δικαστικά και κατόπιν προσεκτικής στάθμισης των σχετικών γεγονότων και παραγόντων που αφορούσαν την υπόθεση.  Τούτων δοθέντων παρέλκει η απάντηση στο κατά πόσο η αίτηση έρευνας της οικονομικής ικανότητας της εναγόμενης 2 συνιστά εναρκτήρια αίτηση που τυγχάνει ανάλογου χειρισμού ως η αγωγή.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο με την αιτιολογημένη απόφαση του, τήρησε το βασικό κανόνα, επιδικάζοντας τα έξοδα σε βάρος της εναγόμενης 2.  Η οδηγία του Δικαστηρίου για πληρωμή των εξόδων μετά το πέρας της αγωγής που επαναφέρθηκε, δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο έφεσης στη βάση του κ.20 της Δ.35.

 

Υπό τις περιστάσεις, η αιτήτρια θεωρούμε ότι απέτυχε να στοιχειοθετήσει μια ή περισσότερες των προϋποθέσεων που καθορίζει η Δ.35 θ.20 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. 

 

Η αίτηση για χορήγηση άδειας για καταχώριση έφεσης εναντίον της διαταγής για έξοδα απορρίπτεται.

                                                                  

Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.

 

                                     

                                                                   Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.

 

 

                                                                   Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.

/φκ



[1] Δ.2 θ.1 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας και άρθρο 2 του περί Δικαστηρίων Νόμου. Ν. 14/60.

[2] «25.-(1) Τηρουμένου οποιουδήποτε διαδικαστικού κανονισμού, σε έφεση ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου υπόκειται-

(α) Κάθε τελική απόφαση ή διαταγή δικαστηρίου που ασκεί πολιτική δικαιοδοσία, [.]»

 

[3] «35.20. An appeal from a decision solely on the ground of a wrong direction in regard to costs, or from an order made on taxation or review of taxation, shall not be entertained except with the leave of the Court of Appeal or a Judge thereof, which shall not be given unless it is made to appear that the direction or order is contrary to the provisions of any law or Rule, or is based on a misconception of fact, or directs any party to pay costs incurred or occasioned, without sufficient reason, by another party.»


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο