ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2019:A104
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 72/2012)
22 Μαρτίου, 2019
[ΠΑΝΑΓΗ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στές]
1. xxx xxx SMITH,
2. xxx xxx SMITH,
Εφεσείοντες-Αιτητές 2 και 3,
ν.
xxx ΚΕΦΑΛΑ,
Εφεσίβλητου-Καθ' ου η Αίτηση.
________________________
Ν. Ζαχαριάδη (κα), για Τ. Κουκούνη, για τους Εφεσείοντες.
Γ. Φιλίππου, για τον Εφεσίβλητο.
________________________
ΠΑΝΑΓΗ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα
δώσει ο Δικαστής Γ.Ν. Γιασεμής.
________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Η πρωτόδικη διαδικασία αφορούσε έφεση κατά αποφάσεως του Διευθυντή του Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, (ο Διευθυντής), δυνάμει των προνοιών του άρθρου 80[1] του περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμησις) Νόμου, Κεφ. 224. Υποβλήθηκε από τους xxx Smith και xxx Smith και στρεφόταν εναντίον του xxx Κεφάλα, οι οποίοι και στην υπό εξέταση έφεση είναι οι εφεσείοντες και ο εφεσίβλητος, αντίστοιχα. Με αυτήν, αμφισβητείτο η απόφαση του Διευθυντή για παραχώρηση διόδου προς όφελος του εφεσίβλητου και σε βάρος της ακίνητης ιδιοκτησίας των εφεσειόντων.
Πρόκειται για πρωτόδικη διαδικασία, η οποία αρχίζει με την καταχώριση έφεσης ενώπιον Επαρχιακού Δικαστηρίου και διεξάγεται σύμφωνα με τις πρόνοιες των Immovable Property (Tenure, Registration and Valuation) Rules, 1956, όπως αυτοί έχουν τροποποιηθεί, (οι «Κανονισμοί»). Σύμφωνα με τον Κ. 5(1)[2] αυτών, η έφεση καταχωρείται στον Τύπο 2 του Παραρτήματος των Κανονισμών, οπότε έχει τα χαρακτηριστικά εναρκτήριας διά κλήσεως αίτησης και υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση ή ένορκες δηλώσεις, όσον αφορά τα σχετικά με αυτή γεγονότα.
Κατά το στάδιο της ακρόασης της προαναφερθείσας έφεσης, υποβλήθηκε, από την πλευρά των εφεσειόντων, αίτημα προς το Δικαστήριο να επιτρέψει την προσφορά, διά ζώσης, μαρτυρίας προσώπου, το οποίο δεν είχε προηγουμένως προβεί σε γραπτή ένορκη δήλωση. Ο Δικαστής, αφού άκουσε την αντίστοιχη επιχειρηματολογία των δύο πλευρών, το απέρριψε. Εκδίδοντας την αιτιολογημένη απόφασή του, παρέπεμψε, μεταξύ άλλων, στον Κ. 10(3) των Κανονισμών, διατυπώνοντας, συναφώς, την άποψη ότι η ακρόαση της ενώπιόν του έφεσης έπρεπε να διεξαχθεί στη βάση των προνοιών του και μόνο. Επομένως, κατέληξε, δεν ήταν επιτρεπτή η προσφορά προφορικής μαρτυρίας.
Οι εφεσείοντες άσκησαν την παρούσα έφεση, με την οποία προσβάλλουν, ως λανθασμένη, την πρωτόδικη απόφαση. Κατά την έναρξη της ακρόασής της, το Δικαστήριο τούτο έθεσε στους δικηγόρους των μερών θέμα κατά πόσο η εν λόγω απόφαση είναι εφέσιμη. Ο συνήγορος των εφεσειόντων υποστήριξε πως είναι. Εισηγήθηκε, συναφώς, ότι αυτή αφορά σε αυτοτελές, μη αμιγώς διαδικαστικό δικονομικό θέμα, το αποτέλεσμα της οποίας δημιούργησε στους ιδίους, ως επηρεαζομένων, θετική υποχρέωση. Παρέπεμψε, προς τούτο, στην άποψη που εκφράστηκε στην απόφαση που δόθηκε από το Χατζηχαμπή, Δ., (όπως ήταν τότε), στην υπόθεση Χαρούς ν. Χαρούς (2003) 1 Α.Α.Δ. 1530, σελίδες 1550 έως 1551, η οποία διεύρυνε το κριτήριο που είχε θέσει η απόφαση που δόθηκε από τον Πική, Π., στην ίδια υπόθεση, σε σχέση με το εφέσιμο ενδιάμεσων αποφάσεων. Αντίθετη ήταν η θέση του συνηγόρου του εφεσίβλητου.
Η πιο πάνω θέση του συνηγόρου των εφεσειόντων δεν είναι ορθή. Η υπό εξέταση πρωτόδικη απόφαση, πασιφανώς, δεν ικανοποιούσε ούτε καν τα κριτήρια που είχε θέσει η απόφαση που δόθηκε από το Δικαστή Χατζηχαμπή στην πιο πάνω υπόθεση. Συγκεκριμένα, το, εκ μέρους των εφεσειόντων, αίτημα προσφοράς προφορικής μαρτυρίας αφορούσε σε διάβημα το οποίο λήφθηκε στο πλαίσιο της ακροαματικής διαδικασίας και για την προώθηση αυτής. Επομένως, δεν αφορούσε οποιοδήποτε αυτόνομο σκοπό, η πρωτόδικη δε απόφαση επί αυτού, προφανώς, δε δημιούργησε οποιαδήποτε θετική υποχρέωση στους εφεσείοντες. Επιπρόσθετα, πρέπει να λεχθεί ότι η υπό αναφορά πρωτόδικη απόφαση, οπωσδήποτε, δεν ενέπιπτε και στην αυστηρότερη απαίτηση που έθεσε, σε σχέση με το εφέσιμο ενδιάμεσων αποφάσεων, η απόφαση που δόθηκε από τον Πική, Π., στην προαναφερθείσα υπόθεση, (σελίδα 1537), ότι «μόνο αποφάσεις καθοριστικές ή δηλωτικές για τα δικαιώματα των διαδίκων, υπόκεινται σε έφεση. Κατά συνέπεια μόνο ενδιάμεσες αποφάσεις που έχουν άμεσες επιπτώσεις στα δικαιώματα των διαδίκων μπορεί να αποτελέσουν το αντικείμενο έφεσης». ΄Εχει, ήδη, διαπιστωθεί ότι η υπό έφεση απόφαση δεν έχει τέτοιες επιπτώσεις, με αποτέλεσμα, η παρούσα έφεση να υπόκειται, για το λόγο αυτό, σε απόρριψη.
Ωστόσο, το θέμα ουσίας που ηγέρθη με την έφεση έχει τη σημασία του, αφού οι πιο πάνω διαπιστώσεις προϋποθέτουν ότι το εν λόγω διάβημα των εφεσειόντων ήταν επιτρεπτό από το νόμο. Εγείρεται, έτσι, θέμα ορθότητας της κατάληξης της πρωτόδικης απόφασης, που αποτελεί και το αντικείμενο της έφεσης. Το θέμα αυτό πρέπει να εξεταστεί υπό το πρίσμα των προνοιών του Κ. 10(3) των Κανονισμών. Πρόκειται για νέο Κανονισμό, ο οποίος εισήχθη στους Κανονισμούς το 2006, με σχετική τροποποίηση, (ο «Κ. 10(3)»). Προβλέπει δε τα εξής:-
«Το Δικαστήριο ή Δικαστής, μετά από αίτηση ή προφορικό αίτημα, μπορεί για καλό λόγο, να επιτρέψει την καταχώρηση συμπληρωματικών ενόρκων δηλώσεων. Η ακρόαση αίτησης διεξάγεται στη βάση των γεγονότων που αναφέρονται στην αίτηση ή στις ένορκες δηλώσεις τηρουμένης της δυνατότητας αντεξέτασης που προνοείται από τη Διαταγή 39 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών.»
Είναι προφανές, από το περιεχόμενο των πιο πάνω προνοιών, ότι αποκλείεται η προσφορά, κατά την ακρόαση έφεσης, μαρτυρίας διά ζώσης. Αποτελούν δε οι πρόνοιες, ανωτέρω, του Κ. 10(3) συνεπές συμπλήρωμα της πρόνοιας στον Κ. 5(1) των Κανονισμών, η οποία προνοεί ότι η έφεση στον τύπο της διά κλήσεως αίτησης «shall be supported by affidavit or affidavits of the facts relied upon". Εμφανώς, ο Κ. 10(3) αποτελεί στοχευμένη απομάκρυνση από τις πρόνοιες του παλαιού Κ. 10(3) των Κανονισμών, ο οποίος προέβλεπε ότι, στην περίπτωση που υπήρχε διαφωνία μεταξύ των μερών ως προς τα γεγονότα, που εκτίθεντο στις αντίστοιχες ένορκες δηλώσεις τους, εννοείται, το κάθε μέρος έπρεπε, "at the hearing of the summons, be prepared to prove the facts he relies upon in so far as the burden of proof lies upon him".
Με τον Κ. 10(3), δε στερείται, βέβαια, οποιαδήποτε πλευρά του δικαιώματος προσφοράς της μαρτυρίας η οποία, όπως αυτή θεωρεί, απαιτείται για απόδειξη της υπόθεσής της ή για αντίκρουση της υπόθεσης της άλλης πλευράς. Αυτό μπορεί να γίνει κατόπιν αδείας του δικαστηρίου, με την καταχώριση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης, νοουμένου, βεβαίως, ότι, προς τούτο, τεκμηριώνεται καλός λόγος, όπως προνοείται από τον ίδιο τον Κανονισμό. Επιπρόσθετα, παρέχεται στους αντιδικούντες διαδίκους η δυνατότητα αντεξέτασης των ενόρκως δηλούντων, μέσω της διαδικασίας η οποία προβλέπεται στη Δ.39, Κ. 1 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών. Με τον τρόπο αυτό, λοιπόν, αναμφίβολα, διασφαλίζεται η δίκαιη δίκη.
Στην προκειμένη περίπτωση, δεν αναφέρεται στην πρωτόδικη απόφαση αν οι εφεσείοντες έκαμαν χρήση των προνοιών του Κ. 10(3) και αν ζήτησαν από το Δικαστήριο να τους επιτρέψει να προβούν στην καταχώριση συμπληρωματικών ενόρκων δηλώσεων. Αναφέρεται μόνο ότι αυτοί αιτήθηκαν να τους επιτραπεί να προσαγάγουν προφορική μαρτυρία. Τοιουτοτρόπως, επέλεξαν να προωθήσουν διαδικασία άλλη από αυτήν η οποία προβλεπόταν από τους Κανονισμούς και, δη, από τον Κ. 10(3). Συνεπώς, το εκδικάσαν Δικαστήριο στερείτο, ουσιαστικά, εξουσίας να εγκρίνει το σχετικό αίτημά τους, το οποίο ορθώς δεν ενέκρινε.
Για τους πιο πάνω λόγους, η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ του εφεσίβλητου και εναντίον των εφεσειόντων, τα οποία καθορίζονται στο ποσό των €2.000,00, πλέον Φ.Π.Α.
Π. Παναγή, Δ.
Μ. Χριστοδούλου, Δ.
Γ.Ν. Γιασεμής, Δ.
/ΜΠ
[1] «80. Παν πρόσωπον έχον παράπονον καθ' οιασδήποτε διαταγής, ειδοποιήσεως ή αποφάσεως του Διευθυντού διενεργηθείσης, δοθείσης ή ληφθείσης δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου δύναται, εντός τριάκοντα ημερών από της ημερομηνίας κοινοποιήσεως εις αυτόν της τοιαύτης διαταγής, ειδοποιήσεως ή αποφάσεως να υποβάλη έφεσιν εις το Δικαστήριον και το Δικαστήριον δύναται να εκδώση επ' αυτής τοιούτο διάταγμα ως ήθελεν είναι δίκαιον αλλά, εκτός δι' εφέσεως ως προνοείται εν των παρόντι άρθρω, ουδέν Δικαστήριον επιλαμβάνεται οιασδήποτε αγωγής ή διαδικασίας εφ' οιουδήποτε ζητήματος εν σχέσει προς ό ο Διευθυντής κέκτηται εξουσίαν να ενεργή δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου:»
[2] "5. - (1) Except as hereinbefore in these Rules or by Law otherwise expressed, all appeals and applications to the Court under the Law shall be made by summons in Form 2, with such variations as circumstances may require, and shall be supported by affidavit or affidavits of the facts relied upon, and filed with the Registrar together with a copy of the Director's order, notice or decision appealed against."