ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2019:A105
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ.: 372/2012
26 Μαρτίου, 2019
ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.Δ.
xxx xxx ΛΑΜΠΗ
Εφεσείοντα/Εναγόμενου
ΚΑΙ
ALPHA BANK LIMITED
Εφεσίβλητη/Ενάγουσα
******************
Π. Αγγελίδης, για τον Εφεσείοντα
Χ. Γαλανός, για την εφεσίβλητη
****************
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Α. Πούγιουρου, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ: Δυνάμει συμφωνίας ημερ. 5/5/2000 η εφεσίβλητη/ενάγουσα παρείχε στην εταιρεία TENEEX LTD (που στο εξής θα καλείται «η εταιρεία») πιστωτικές διευκολύνσεις υπό τη μορφή τρεχούμενου λογαριασμού για όση περίοδο η εφεσίβλητη ήθελε αποφασίσει. Σε αντάλλαγμα των διευκολύνσεων αυτών δόθηκαν προσωπικές εγγυήσεις από τον Ν.Λ.Μ., Γ.Ε., Α.Χ. και εφεσείοντα/εναγόμενο, δυνάμει εγγράφου εγγύησης, ημερ. 5/5/2000, προς κάλυψη όλων των υποχρεώσεων της εταιρείας προς την εφεσίβλητη, είτε παρούσες είτε μελλοντικές, για απεριόριστο ποσό πλέον τόκους. Επιπρόσθετα ο Κ.Θ. δυνάμει εγγράφου ημερ. 11/5/2001, εγγυήθηκε όλες τις υποχρεώσεις της εταιρείας προς την εφεσίβλητη, και η εταιρεία έδωσε ως πρόσθετη εξασφάλιση (α) ομόλογο επιβάρυνσης ημερ. 4/1/1999 μέχρι του ποσού των Λ.Κ.25.000, (β) ομόλογο επιβάρυνσης ημερ. 13/7/1999 μέχρι του ποσού των Λ.Κ.75.000 και (γ) ομόλογο σταθερής επιβάρυνσης ημερ. 13/7/1999 μέχρι του ποσού των Λ.Κ.100.000. Επίσης ο Ν.Λ.Μ. εκχώρησε δυνάμει συμφωνίας εκχώρησης, ημερ. 6/4/1999, προς όφελος της εφεσίβλητης όλα τα δικαιώματα του από την ασφάλεια ζωής στην Metropolitan Insurance για Λ.Κ.70.000. Ο εφεσείων τέλος παραχώρησε την Υποθήκη με αρ. Υ1980/2000 του Επαρχιακού Κτηματολογίου Λεμεσού επί του ακινήτου με αρ. εγγραφής 8xx1 στην xxx xxx Λεμεσού, προς εξασφάλιση ποσού μέχρι Λ.Κ.35.000 πλέον τόκους.
Λόγω μη συμμόρφωσης της εταιρείας με τους όρους αποπληρωμής των διευκολύνσεων, η εφεσίβλητη προέβη σε τερματισμό της λειτουργίας του λογαριασμού και απαίτησε την πληρωμή του χρεωστικού υπολοίπου. Στη συνέχεια καταχώρισε την Αγωγή Αρ. 3226/2003 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού εναντίον της εταιρείας και των εγγυητών αξιώνοντας το ποσό των Λ.Κ.98.2013,91 πλέον τόκο προς 8% ετησίως από 1/7/2006 μέχρι εξόφλησης. Στις 11/6/2004 η Αγωγή αποσύρθηκε άνευ βλάβης εναντίον του εφεσείοντα λόγω του ότι είχε κηρυχθεί σε πτώχευση, αλλά το διάταγμα παραλαβής εναντίον του ακυρώθηκε στις 25/11/2004.
Ως αποτέλεσμα, στις 17/8/2006 καταχωρήθηκε από πλευράς εφεσίβλητης νέα Αγωγή εναντίον του με αρ. 3594/06 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού αξιώνοντας το χρεωστικό υπόλοιπο μαζί με διάταγμα εκποίησης της Υποθήκης με αρ. Υ1980/2000.
Ο εφεσείων στην Υπεράσπιση του προβαίνει σε παντελή άρνηση των ισχυρισμών της Έκθεσης Απαίτησης, εγείροντας και προδικαστική ένσταση ότι η Αγωγή συνιστά κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας, ενόψει εκκρεμότητας της Αγωγής 7818/2002, που αφορά στο ίδιο αντικείμενο μεταξύ των ίδιων διαδίκων. Στην Απάντηση της η εφεσίβλητη απορρίπτει την προδικαστική ένσταση προτάσσοντας ότι η Αγωγή που εκκρεμούσε ήταν η 3226/2003, η οποία όμως αποσύρθηκε άνευ βλάβης εναντίον του εφεσείοντα.
Κατόπιν ακρόασης η τελική ετυμηγορία του Δικαστηρίου ήταν η απόρριψη των θέσεων του εφεσείοντα με επακόλουθο την έκδοση απόφασης υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον του εφεσείοντα για το ποσό των €230.924,84 ως υπόλοιπο τρεχούμενου λογαριασμού, πλέον τόκους προς 8% ετησίως από 15/11/2010 μέχρι εξόφλησης με δικαίωμα κεφαλαιοποίησης του τόκου κάθε 30η Ιουνίου και 31ην Δεκεμβρίου κάθε χρόνου, πλέον έξοδα. Εκδόθηκαν επίσης διατάγματα εκποίησης της Υποθήκης και πώλησης του ενυπόθηκου ακινήτου διά δημοσίου πλειστηριασμού προς εξόφληση της απόφασης μέχρι ποσού εκ €59.801,05 (το ισάξιο των Λ.Κ.35.000) πλέον τόκους.
Με την παρούσα έφεση ο εφεσείων προσβάλλει την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης εγείροντας δύο λόγους έφεσης. Ο λόγος έφεσης 1 προσβάλλει ως λανθασμένη την απόρριψη από το πρωτόδικο Δικαστήριο τριών αιτήσεων του για τροποποίηση της Υπεράσπισης τόσο σε ενδιάμεσες διαδικασίες εκκρεμούσης της ακρόασης όσο και πριν το στάδιο των τελικών αγορεύσεων.
Με το λόγο έφεσης 2 προσβάλλεται ως λανθασμένη η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί μη απουσίας αγώγιμου δικαιώματος του εφεσείοντα, λόγω δεδικασμένου.
Σ' όσον αφορά το λόγο έφεσης 1 παρά τη δήλωση του δικηγόρου του εφεσείοντα κατά την προφορική του αγόρευση ότι εμμένει και στους δύο λόγους έφεσης, δεν αναπτύχθηκε ουσιαστικά από πλευράς του ο συγκεκριμένος λόγος, αλλ΄ ούτε και γίνεται οποιαδήποτε αναφορά ή εισήγηση στο περίγραμμα αγόρευσης του δικηγόρου του προς υποστήριξη του. Η μόνη αναφορά που εντοπίζεται στο περίγραμμα αγόρευσης είναι στο τέλος της παράθεσης του ιστορικού της υπόθεσης, ότι στις 18/3/2011 καταχωρήθηκε αίτηση τροποποίησης της Υπεράσπισης για την προσθήκη νέας παραγράφου στην Υπεράσπιση που απορρίφθηκε. Την ίδια τύχη είχαν και άλλες δύο πανομοιότυπες αιτήσεις για τροποποίηση του δικογράφου του εφεσείοντα, ημερομηνίας 1/10/2011 και 9/4/2012, με τις οποίες επιχειρείτο η αντικατάσταση του αρ. 7818/2002 στην πρώτη παράγραφο της Υπεράσπισης με τον αρ. 3226/2003.
Στη βάση των πιο πάνω δεδομένων έχουμε ανατρέξει στο φάκελο της Αγωγής 3594/2006 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού όπου εντοπίσαμε τέσσερις αιτήσεις από πλευράς εφεσείοντα για τροποποίηση της Υπεράσπισης του. Η πρώτη αίτηση είναι ημερομηνίας 6/6/2007 με την οποίαν ζητείτο η προσθήκη νέας παραγράφου 1 με την οποίαν εισάγεται προδικαστική ένσταση, όπου εκ συμφώνου εκδόθηκε σχετικό διάταγμα στις 3/7/2007. Η δεύτερη είναι ημερομηνίας 18/3/2011 με την οποίαν επιχειρείτο η προσθήκη της πρότασης «Υπαλλακτικά το αντικείμενο της παρούσας αγωγής αποτελεί δεδικασμένο στην υπόθεση 3226/2003 που αφορούσε το ίδιο επίδικο χρέος» στο τέλος της προδικαστικής ένστασης της παραγράφου 1. Η αίτηση οδηγήθηκε σε ακρόαση και στις 7/7/2011 το Δικαστήριο εξέδωσε την επιφυλαχθείσα απόφαση του με την οποίαν απέρριψε την αίτηση ουσιαστικά για δύο λόγους. Ο πρώτος αναφέρετο στη μεγάλη και αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην προώθηση της αίτησης, εφόσον είχαν παρέλθει, 4 ½ χρόνια από την καταχώρηση της Αγωγής χωρίς να δοθεί καμιά ικανοποιητική δικαιολογία για την καθυστέρηση και ο δεύτερος γιατί μπορούσε να περιληφθεί ο νέος ισχυρισμός στην αρχική του Υπεράσπιση που καταχωρήθηκε στις 17/11/2006, εφόσον ρητή αναφορά για την ύπαρξη της Αγωγής 3226/2003 υπήρχε στις παραγράφους 16 και 17 της Έκθεσης Απαίτησης αλλά θα μπορούσε επίσης να συμπεριληφθεί στην προηγούμενη αίτηση του για τροποποίηση, ημερ. 6/6/2007, για την οποίαν εκδόθηκε εκ συμφώνου διάταγμα.
Ακολούθησε στη συνέχεια η καταχώρηση νέας αίτησης από πλευράς εφεσείοντα ημερομηνίας 11/10/2011 που αποσκοπούσε πάλι σε τροποποίηση της Υπεράσπισης του με την αντικατάσταση της πρώτης παραγράφου με νέα, στην οποίαν έφερε ένσταση η άλλη πλευρά. Κατόπιν ακρόασης, το πρωτόδικο Δικαστήριο με την απόφαση του ημερομηνίας 20/2/2012 απέρριψε την αίτηση με το δικαιολογητικό ότι επιδιώκεται για δεύτερη φορά τροποποίηση της Υπεράσπισης, στοχεύοντας ουσιαστικά στην ίδια τροποποίηση με την προηγούμενη αίτηση του, ημερομηνίας 18/3/2011, η οποία απερρίφθη από το Δικαστήριο. Ο εφεσείων δεν παρέμεινε ως εδώ αλλά επανήλθε με νέα αίτηση τροποποίησης ημερ. 9/4/2012, η οποία κατόπιν ακρόασης απορρίφθηκε με το δικαιολογητικό ότι η σκοπούμενη τροποποίηση της πρώτης παραγράφου της Υπεράσπισης είναι ακριβώς η ίδια με εκείνη που επιδίωξε με την αίτηση του ημερομηνίας 11/10/2011 και η οποία απορρίφθηκε.
Και οι τρεις αιτήσεις για τροποποίηση που απορρίφθηκαν κατόπιν ακρόασης βασίζοντο κυρίως στη Δ.25 θ.1 των περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών.
Σύμφωνα με τον πιο πάνω θεσμό και τις αρχές που έχει καθιερώσει η νομολογία ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου να επιτρέψει την τροποποίηση δικογράφων και μάλιστα σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, νοουμένου ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις που την καθιστούν αναγκαία. Το συμφέρον της δικαιοσύνης αποτιμάται ύστερα από συνεκτίμηση όλων των παραγόντων της κάθε υπόθεσης, συμπεριλαμβανομένων και των επιπτώσεων που ενδεχομένως θα προκληθούν στα δικαιώματα και συμφέροντα του αντιδίκου (βλ. Kayat Trading Ltd v. Genzyme Corporation, (2013) 1 (Α) Α.ΑΔ. 543). Υπάρχει πληθώρα αποφάσεων τόσον των αγγλικών Δικαστηρίων όσο και του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Κύπρου επί του θέματος. Η σύγχρονη τάση, όπως προκύπτει από την νομολογία, είναι ότι τα Δικαστήρια επιτρέπουν τροποποιήσεις δικογράφων ακόμη και στην περίπτωση που αυτές είναι αποτέλεσμα αμέλειας ή καθυστέρησης, νοουμένου βέβαια ότι δεν προκαλείται αδικία στην άλλη πλευρά, που να μην μπορεί να αποζημιωθεί με χρήμα (βλ. Χριστοδούλου ν. Χριστοδούλου (1991) 1 Α.Α.Δ 934) στην οποία υιοθετήθηκε η Αγγλική υπόθεση Associated Leisure Ltd. v. Associated Newspapers Ltd (1970) 1 All E.R. 754). Στην υπόθεση Federal Bank of Lebanon v. Σιακόλα (1999) 1(Α) Α.Α.Δ. 44 λέχθηκε, μεταξύ άλλων, για το θέμα της καθυστέρησης, ότι ως προς το κατά πόσο η όποια καθυστέρηση θα απέληγε σε στέρηση του συνταγματικού δικαιώματος εκδίκασης εντός ευλόγου χρόνου, πρέπει να εξετάζεται στο πλαίσιο της συγκεκριμένης δίκης.
Οι προϋποθέσεις τις οποίες το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη στην άσκηση της διακριτικής του εξουσίας, συνοψίζονται στην υπόθεση Στέλιου Βουνιώτη v. Greenmar Navigation Ltd κ.ά. (1989) 1 Α.Α.Δ (Ε) 33, 36, 37. Παραθέτουμε πιο κάτω το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση αυτή:
"Οι αρχές που διέπουν την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου μπορεί να συνοψιστούν ως εξής:
1. Η τροποποίηση της δικογραφίας επιτρέπεται σε κάθε στάδιο της διαδικασίας δεδομένου ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις που την καθιστούν απαραίτητη για την αποτελεσματική απονομή της δικαιοσύνης.
2. Στον προσδιορισμό των συμφερόντων της δικαιοσύνης όπως διαγράφονται στη συγκεκριμένη υπόθεση συνεκτιμούνται και οι επιπτώσεις από την τροποποίηση στα δικαιώματα και συμφέροντα του αντιδίκου. Η διεξαγωγή της δίκης μέσα σε εύλογο χρόνο καθιερώνεται από το άρθρο 30.2 του Συντάγματος ως θεμελιώδες δικαίωμα του κάθε διαδίκου.
3. Η τροποποίηση επιτρέπεται κατά κανόνα εφόσον δεν προκαλείται ανεπανόρθωτη ζημιά στον αντίδικο δηλαδή ζημιά άλλη από εκείνη που μπορεί να θεραπευθεί με την έκδοση της κατάλληλης διαταγής ως προς τα έξοδα. Το αποδεικτικό βάρος για την αιτιολόγηση του αιτήματος και της καθυστέρησης στη διατύπωση των θέσεων του Αιτητή ποικίλλει ανάλογα με το στάδιο κατά το οποίο υποβάλλεται η αίτηση. Όσο μεγαλύτερη είναι η καθυστέρηση ανάλογα επαυξάνει και το βάρος το οποίο πρέπει να αποσείσει ο αιτητής για την έκδοση διατάγματος για την τροποποίηση.
4. Η έναρξη της δίκης δεν δημιουργεί ανυπέρβλητο εμπόδιο στην επιδίωξη της τροποποίησης της υπεράσπισης. Στο στάδιο αυτό όμως η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ασκείται με φειδώ, λαμβάνοντας υπόψη τον εκτροχιασμό της δίκης από την προσδιορισθείσα πορεία και τις αναπόφευκτες επιπτώσεις στα δικαιώματα του αντιδίκου. Στην υπόθεση Hipgrave v. Case, 28 Ch. D. 361 υποδείχθηκε ότι το Δικαστήριο αντιμετωπίζει με διστακτικότητα αιτήσεις για τροποποίηση της δικογραφίας κατά τη δίκη".
Έχει νομολογηθεί επίσης ότι ριζική μετατροπή της φύσης της αξίωσης ή της υπεράσπισης και εμφανής κακοπιστία εκ μέρους του αιτητή, δεν δικαιολογούν έγκριση του αιτήματος. Εκεί όπου εγείρεται ζήτημα κακοπιστίας, ο διάδικος που την επικαλείται έχει και το βάρος απόδειξης της (Βλ. Astor Co κ.ά. v. A & G Leventis Ltd κ.ά. (1993) 1 Α.Α.Δ. 726 και Saba & Co (T.M.P.) v. T.M.P. Agents (1994) 1 Α.Α.Δ. 426).
Στην υπόθεση Παπαχρυσοστόμου ν. Κώστας Γρηγοριάδης & Συνέταιροι κ.α. (2012) 1 ΑΑΔ 817 τονίστηκε ότι:
«Η έναρξη της δίκης δεν δημιουργεί ανυπέρβλητο εμπόδιο στην επιδίωξη τροποποίησης δικογράφων, όμως η άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου στο στάδιο αυτό, ασκείται με φειδώ. Τέλος μπορεί να λεχθεί ότι η εισαγωγή ενός νέου θέματος δεν συνεπάγεται κατ' ανάγκη και την απόρριψη της αίτησης νοουμένου όμως ότι δεν έχει καταλυτικές συνέπειες για την αντίδικη πλευρά.»
Έχοντας κατά νουν την πιο πάνω νομολογία θα προχωρήσουμε στη συνέχεια να εξετάσουμε την εισήγηση περί λανθασμένων ενδιάμεσων αποφάσεων του πρωτόδικου Δικαστηρίου με τις οποίες απέρριψε αιτήσεις του εφεσείοντα για τροποποίηση της Υπεράσπισης του.
Θα ξεκινήσουμε με την εξέταση της πρώτης ενδιάμεσης απόφασης ημερομηνίας 7/7/2011 με την οποίαν απερρίφθη η αίτηση για δύο λόγους. Σημειώνει το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του, ότι ο εφεσείων ήταν ενήμερος για την ύπαρξη της Αγωγής 3226/2003 από την Έκθεση Απαίτησης της εφεσίβλητης, που καταχωρήθηκε στις 17/8/2006, και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες είχεν αποσυρθεί η Αγωγή 3226/03 στις 11/6/2004, αλλά και από την Απάντηση της εφεσίβλητης ημερομηνίας 17/9/2007. Συνεχίζει στην απόφαση ότι όχι μόνο παρέλειψε να αναφερθεί σχετικά στην Υπεράσπιση του που καταχωρήθηκε στις 17/11/2006 αλλά παρέλειψε να εντάξει τον προτιθέμενο να εισαχθεί ισχυρισμό στην προηγούμενη αίτηση τροποποίησης, ημερομηνίας 6/6/2007, που συνιστά το δεύτερο λόγο απόρριψης. Έκρινε το χρόνο των 4 ½ χρόνων που μεσολάβησε από την καταχώρηση της Έκθεσης Απαίτησης πολύ μεγάλο και αδικαιολόγητο, λαμβανομένου υπόψη και του σταδίου στο οποίο υποβλήθηκε η αίτηση, που ήδη είχε ξεκινήσει η ακροαματική διαδικασία.
Έχουμε εξετάσει την εισήγηση σ΄ όσον αφορά την ενδιάμεση απόφαση ημερομηνίας 7/7/2011 και δεν διαπιστώνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ενήργησε σε λανθασμένη βάση ή αντίθετα με τις αρχές που έθεσε η νομολογία.
Σ' ό,τι αφορά την ενδιάμεση απόφαση ημερομηνίας 20/2/2012, επιχειρήθηκε από πλευράς εφεσείοντα η αντικατάσταση του αρ. 7818/2002 που αναφέρετο στην πρώτη παράγραφο της Υπεράσπισης που αφορούσε στην προδικαστική ένσταση, με τον αριθμό 3226/2003, ώστε να επιδιώκεται για δεύτερη φορά ουσιαστικά η ίδια τροποποίηση. Το Δικαστήριο με αναφορά σε νομολογία (Παπαδόπουλος ν. Euroinvestment & Finance Ltd (2011) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 2091) απέρριψε την αίτηση κρίνοντας ότι ισοδυναμούσε με κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας. Ακριβώς η ίδια τροποποίηση επιχειρήθηκε και με την τρίτη αίτηση ημερομηνίας 9/4/2012, η οποία πάλι απορρίφθηκε στις 21/5/2012, για τους ίδιους λόγους που απορρίφθηκε η δεύτερη.
Έχουμε εξετάσει την εισήγηση σ΄ όσον αφορά τις δύο τελευταίες πανομοιότυπες αιτήσεις τροποποίησης της Υπεράσπισης και δεν διαπιστώνουμε ότι η διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου ασκήθηκε λανθασμένα ή ότι οι πιο πάνω αποφάσεις ενέχουν οτιδήποτε το μεμπτόν που να χρειάζεται η παρέμβαση μας.
Δεν τέθηκε εξ΄ άλλου οποιοδήποτε ικανοποιητικό στοιχείο που να υποστηρίζει την εισήγηση περί λανθασμένων αποφάσεων.
Επαναλαμβάνουμε ότι στο περίγραμμα αγόρευσης του δικηγόρου του εφεσείοντα δεν εντοπίζεται καμιά αναφορά προς υποστήριξη του λόγου έφεσης 1. Απλά εξετάσαμε το συγκεκριμένο λόγο έφεσης γενικά, στη βάση της μοναδικής αιτιολογίας που δίνεται στην ειδοποίηση έφεσης ότι η τροποποίηση δεν παραβλάπτει τα δικαιώματα της εφεσίβλητης. Σημειώνεται όμως ότι ο μη δυσμενής επηρεασμός των δικαιωμάτων του αντιδίκου δεν είναι το αποφασιστικό κριτήριο για έγκριση μιας αίτησης τροποποίησης δικογράφου.
Παρέμεινε να εξεταστεί ο δεύτερος λόγος έφεσης που αναφέρεται στην λανθασμένη κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι με την απόσυρση της Αγωγής 3226/2003 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού δεν δημιουργήθηκε δεδικασμένο.
Σημειώνεται ότι παρά τη λανθασμένη αναγραφή του αριθμού της Αγωγής επί της οποίας στηρίζετο η εισήγηση από πλευράς εφεσείοντα περί δεδικασμένου στην Υπεράσπιση του, όπου αναφέρεται στην Αγωγή 7218/02, αντί στην Αγωγή 3226/2003, το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε το θέμα ως εάν η προδικαστική ένσταση αναφέρετο στον ορθό αριθμό της Αγωγής, δηλ. 3226/03.
Το Δικαστήριο με αναφορά σε νομολογία (Πατσαλίδης ν. Δίσπυρου (2006) 1 (Α) Α.Α.Δ. 17 και Παμπορίδης ν. Κτηματικής Τράπεζας Λτδ (1995) 1 Α.Α.Δ. 670 έκρινε ότι η απόσυρση της Αγωγής 3226/2003 κατόπιν αδείας του Δικαστηρίου παρόλο που δεν αναφέρετο ρητά, δεν δημιούργησε δεδικασμένο. Συνεχίζει στην απόφαση ότι στην παρούσα περίπτωση η Αγωγή δεν τερματίστηκε μονομερώς, αλλά αποσύρθηκε εναντίον του εφεσείοντα, κατόπιν συμφωνίας των διαδίκων και μετά την καταχώρηση της Υπεράσπισης. Θεώρησε σημαντικό ότι η δικηγόρος της εφεσίβλητης, όπως προκύπτει από το πρακτικό του Δικαστηρίου ημερομηνίας 11/6/2004, ζήτησε την άδεια του Δικαστηρίου να αποσύρει την Αγωγή εναντίον του εφεσίβλητου, μάλιστα «άνευ βλάβης» και το Δικαστήριο απέρριψε την Αγωγή εναντίον του εφεσείοντα/ εναγομένου με τη σαφή πρόνοια «άνευ βλάβης των δικαιωμάτων των εναγόντων». Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι άδεια για απόρριψη της Αγωγής εξυπακούεται ότι δόθηκε από το Δικαστήριο, παρόλο που δεν αναγράφετο ρητά, προσθέτοντας ότι σε αντίθετη περίπτωση δεν θα την απέρριπτε και η Αγωγή εναντίον του εφεσείοντα θα είχε άλλη πορεία και κατάληξη.
Κρίνουμε σκόπιμο στο σημείο αυτό να παραθέσουμε αυτούσιο το πρακτικό της δικασίμου ημερομηνίας 11/6/2004 για να διαφανούν οι συνθήκες κάτω από τις οποίες απορρίφθηκε η Αγωγή 3226/03 εναντίον του εφεσείοντα.
«ΣΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ
ΕΝΩΠΙΟΝ: κ. Παμπαλλή, Π.Ε.Δ.
Αρ. Αγωγής: 3226/2003
Ημερομηνία: 11.6.2004
Για ενάγοντα: κα Κούντουρου
Για εναγόμενους 1, 2, 4 και 6: κ. Γαβριηλίδης
Για εναγόμενο 3: κ. Γαβριηλίδης για κ. Παπαχαραλάμπους
κα Κούντουρου: Εκ παραδρομής δεν είχε ανευρεθεί ο φάκελος στις 21.5.2004 και ζητούμε να επιληφθείτε σήμερα.
κ. Γαβριηλίδης: Συμφωνώ.
Δικαστήριο: Άδεια δίδεται.
κα Κούντουρου: Ζητώ άδεια να αποσύρω εναντίον του εναγομένου 3 άνευ βλάβης και χωρίς έξοδα και για οδηγίες για τους συνυπόλοιπους.
κ. Γαβριηλίδης: Συμφωνώ.
Δικαστήριο: Η υπόθεση ορίζεται για οδηγίες στις 7.7.2004. Χωρίς έξοδα. Η αγωγή εναντίον της εναγομένης 3 απορρίπτεται, άνευ βλάβης των δικαιωμάτων των εναγόντων και χωρίς έξοδα.
Κ. Παμπαλλής, Π.Ε.Δ.»
Το όλο ζήτημα του δεδικασμένου υπήρξε αντικείμενο εξέτασης εκ νέου στην πρόσφατη υπόθεση Επίσημος Παραλήπτης ως Εκκαθαριστής της περιουσίας της Arpactobil Trading Ltd κ.α. ν. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος Α.Ε., Πολ. Έφ. Αρ. 81/2012, ημερ. 28/11/2017, ECLI:CY:AD:2017:A424, με την οποία επικυρώθηκε η πρωτόδικη απόφαση όπου είχε κριθεί ότι δεν δημιουργήθηκε δεδικασμένο με την απόσυρση «άνευ βλάβης» της Αγωγής. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση:
«...Αναφορικά με το ζήτημα του δεδικασμένου, χρήσιμη αναφορά μπορεί να γίνει στην υπόθεση Παμπορίδης ν. Κτηματικής Τραπέζης Λτδ (1995) 1 ΑΑΔ, 670, στην οποίαν αναφέρθηκαν οι αρχές με βάση τις οποίες δημιουργείται δεδικασμένο ή κώλυμα, μετά από τη διακοπή ή την απόσυρση μιας αγωγής. Μεταξύ άλλων τονίζεται, στην Παμπορίδης, ότι η απόσυρση μιας αγωγής και η επακόλουθη απόρριψη της, χωρίς άδεια του δικαστηρίου, η οποία άδεια εξ ορισμού εμπεριέχει την αναγνώριση δικαιώματος καταχώρησης νέας αγωγής εκ μέρους του ενάγοντα, δημιουργεί δεδικασμένο. Στην προκείμενη περίπτωση, όμως, οι ενάγοντες-εφεσίβλητοι, εξυπακουόμενα, ζήτησαν άδεια του δικαστηρίου να αποσύρουν την προηγούμενη αγωγή, με επίφυλαξη δικαιωμάτων, δεν υπήρξε ένσταση εκ μέρους των εναγομένων και το δικαστήριο έδωσε τη ζητηθείσα άδεια και απέρριψε την προηγούμενη αγωγή, άνευ βλάβης των δικαιωμάτων των εναγόντων, δηλαδή χωρίς επηρεασμό του δικαιώματος τους να καταχωρήσουν νέα αγωγή. Ως εκ τούτου συμφωνούμε με την πρωτόδικη κρίση για το ζήτημα αυτό.»
Προσθέτουμε ότι και η Πατσαλίδης ν. Δίσπυρου (ανωτέρω) στην οποία ιδιαιτέρως αναφέρθηκε ο κ. Αγγελίδης, υιοθέτησε επίσης την ίδια αρχή όπως στην Παμπορίδης.
Στην παρούσα περίπτωση σημαντικό για την πιο πάνω διαπίστωση του έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι η Αγωγή απεσύρθη άνευ βλάβης, διευκρινίζοντας ότι δεν επηρεάζοντο τα δικαιώματα της εφεσίβλητης προφανώς για καταχώρηση νέας Αγωγής εναντίον του εφεσείοντα.
Συμφωνούμε με την προσέγγιση αυτή του Δικαστηρίου.
Παρόλο που η άδεια απόρριψης δεν αναγράφεται στο πρακτικό ότι δόθηκε ρητά, είναι προφανές ότι η απόρριψη της Αγωγής κατόπιν του αιτήματος της εφεσίβλητης με τη σαφή πρόνοια «άνευ βλάβης των δικαιωμάτων των εναγόντων» εξυπακούει ότι δόθηκε τέτοια άδεια.
Συνεπώς δεν τίθετο θέμα δημιουργίας δεδικασμένου με την απόρριψη της Αγωγής εναντίον του εφεσείοντα, κάτω από τις συνθήκες που έγινε στην Αγωγή 3226/03.
Ενόψει όλων των πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον του εφεσείοντα όπως υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.
Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.
/Α.Λ.Ο.