ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2019:D85
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 33/19
14 Mαρτίου, 2019
[Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964.
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ 2018.
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ xxx ΜΙΤΕΛΛΑ ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI ΚΑΙ/Η PROHIBITION ΚΑΙ/Η MANDAMUS.
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 21/1/2019 ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΕΝΔΙΑΜΕΣΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΠΑΡΑΜΕΡΙΣΜΟ ΚΑΙ ΔΙΟΡΘΩΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΗΜΕΡ. 28/03/2014 ΑΠΟ ΤΗΝ Μ.Χ. ΚΑΙΖΕΡ, Δ. ΣΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΥΠ' ΑΡΙΘΜΟ 9/2008 ΤΟΥ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ.
Αλ. Ελευθερίου, για Π. Αγγελίδης & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τον αιτητή
Α Π Ο Φ Α Σ Η
(Δόθηκε αυθημερόν)
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Ο Αιτητής, πρώην σύζυγος της Στ. Ι-Μ, αποβλέπει στο να του παραχωρηθεί άδεια για καταχώριση αίτησης δια κλήσεως προς έκδοση διατάγματος:-
Α. Certiorari για ακύρωση και/ή διόρθωση απόφασης του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (στο εξής το κατώτερο Δικαστήριο) ημερ. 21.1.2019, με την οποία απορρίφθηκε αίτηση του για παραμερισμό και διόρθωση προηγούμενης απόφασης του κατώτερου Δικαστηρίου στην αίτηση Περιουσιακών Διαφορών υπ΄ αρ. 9/2008 που αφορούσε την δικηγορική αμοιβή των τότε δικηγόρων του.
Β. Prohibition, με το οποίο να απαγορεύεται στο κατώτερο Δικαστήριο να εκδικάσει την αίτηση ημερ. 29.5.2017 των τότε δικηγόρων του - των Ε. Βραχίμη & Σία Δ.Ε.Π.Ε. - για πληρωμή της δικηγορικής τους αμοιβής ύψους €25.000,00 με μηνιαίες δόσεις και
Γ. Μandamus, με το οποίο να διατάσσεται το Πρωτοκολλητείο του κατώτερου Δικαστηρίου να διαγράψει και/ή αφαιρέσει από το φάκελο της υπόθεσης (της υπ΄ αρ. 9/2008) το διοριστήριο έγγραφο περί ειδικής αμοιβής των τότε δικηγόρων του ύψους €25.000,00, καθώς και όλων των άλλων διοριστηρίων εκτός του διοριστηρίου για αμοιβή χωρίς ειδική συμφωνία.
Επιπροσθέτως των πιο πάνω διαταγμάτων, ζητείται και αναστολή της διαδικασίας εκδίκασης της πιο πάνω αίτησης μηνιαίων δόσεων μέχρι την εκδίκαση της παρούσας αίτησης ή μέχρι νεωτέρας διαταγής του παρόντος Δικαστηρίου.
Η αίτηση συνοδεύεται από πολυσέλιδη έκθεση και πολυσέλιδη ένορκη δήλωση του αιτητή, στην οποία επισυνάπτεται τόσο η προσβαλλόμενη απόφαση ημερ. 21.1.2019 όσο και άλλα σχετικά δικαστικά έγγραφα που αποδίδουν και το ιστορικό της όλης διαδικασίας που, σε συντομία, έχει ως ακολούθως:-
Το 2008 καταχωρίστηκε από την πρώην σύζυγο του αιτητή, μέσω των δικηγόρων Τ. Παπαδόπουλος & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., η υπ΄ αρ. 9/2008 αίτηση Περιουσιακών Διαφορών εναντίον του αιτητή.
Ο αιτητής αντέδρασε στην πιο πάνω αίτηση μέσω των δικηγόρων Ε. Βραχίμη & Σία Δ.Ε.Π.Ε., οι οποίοι καταχώρισαν εκ μέρους του σχετικό δικόγραφο προς αντίκρουση των απαιτήσεων της πρώην συζύγου του. Όμως, ό,τι ενδιαφέρει την παρούσα είναι ότι στις 26.3.2014 όλες οι περιουσιακές διαφορές των πρώην συζύγων επιλύθηκαν με την έκδοση εκ συμφώνου απόφασης, στο πλαίσιο της οποίας διατάχθηκε (εκ συμφώνου) όπως η κάθε πλευρά επωμισθεί τα έξοδα της. Την επομένη όμως, στις 27.3.2014 , οι τότε δικηγόροι του αιτητή Ε. Βραχίμη & Σία Δ.Ε.Π.Ε. καταχώρισαν μονομερή αίτηση με την οποία ζητούσαν τροποποίηση της εκ συμφώνου αποφάσεως αναφορικά με τα δικηγορικά τους έξοδα ώστε να προστεθεί ότι «Ο καθ΄ ου η αίτηση θα καταβάλει το ποσό των €25.000,00 πλέον Φ.Π.Α. πλέον νόμιμο τόκο από 26.3.14 στο δικηγορικό γραφείο Ελένη Βραχίμη & Σία ως αμοιβή για τα δικηγορικά έξοδα».
Η πιο πάνω μονομερής αίτησης εξετάστηκε από το κατώτερο Δικαστήριο στις 28.3.2014, στην παρουσία των δικηγόρων της πρώην συζύγου του αιτητή Τ. Παπαδόπουλου & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε. και του ίδιου του αιτητή, με αποτέλεσμα να εκδοθεί εκ συμφώνου διάταγμα τροποποίησης της εκ συμφώνου απόφασης ημερ. 26.3.2014 με την προσθήκη σ΄ αυτή ότι «Ο καθ΄ ου η αίτηση θα καταβάλει το ποσό των €25.000,00 πλέον Φ.Π.Α. πλέον νόμιμο τόκο από 26.3.14 στο δικηγορικό γραφείο Ελένη Βραχίμη & Σία ως αμοιβή για δικηγορικά έξοδα».
Παρά τα πιο πάνω, ο αιτητής δεν κατέβαλε στους τότε δικηγόρους του την ως άνω αμοιβή τους με αποτέλεσμα τούτοι να καταχωρίσουν στις 29.5.2017 στο κατώτερο Δικαστήριο αίτηση μηνιαίων δόσεων εναντίον του. Αίτηση η οποία προσέκρουσε σε ένσταση του αιτητή, ο οποίος μέσω των νέων δικηγόρων του - των Π. Αγγελίδης & Σία Δ.Ε.Π.Ε. - καταχώρισε στις 17.4.2018 δύο αιτήσεις. Η πρώτη για αναστολή των μέτρων εκτέλεσης και η δεύτερη για παραμερισμό της απόφασης ημερ. 28.4.2014, με την οποία τροποποιήθηκε η εκ συμφώνου απόφαση ημερ. 26.3.2014 αναφορικά με τα δικηγορικά έξοδα των τότε δικηγόρων του ύψους €25.000. Αμφότερες οι αιτήσεις οδηγήθηκαν σε ακρόαση και η μεν πρώτη απορρίφθηκε στις 18.10.2018, η δε δεύτερη στις 21.1.2019 με το αιτιολογικό ότι σύμφωνα με τη νομολογία[1] ακύρωση ή μεταβολή εκ συμφώνου αποφάσεως μόνο με αγωγή μπορεί να γίνει και ως εκ τούτου δεν είχε «εξουσία ή δικαιοδοσία να αποφασίσει τον παραμερισμό της εκ συμφώνου εκδοθείσας απόφασης ημερ. 28.3.2014 στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας». Είναι γι΄ αυτή την απόφαση που ζητείται με την παρούσα αίτηση άδεια για καταχώριση αίτησης δια κλήσεως προς έκδοση των προνομιακών ενταλμάτων που αναφέρονται στην αρχή της παρούσας και συναφώς διατυπώνονται σωρεία λόγων για έγκριση του αιτήματος. Επιγραμματικά, προβάλλεται ότι:
Η έγκριση από το κατώτερο Δικαστήριο της μονομερούς αίτησης ημερ. 26.3.2014 αναφορικά με τα έξοδα των τότε δικηγόρων του αιτητή, εκδόθηκε παράτυπα και κατά παράβαση των κανόνων που ρυθμίζουν την δικηγορική αμοιβή. Τούτο γιατί στο φάκελο της κυρίας αίτησης καταχωρίστηκαν τρία (3) διοριστήρια (Retainers) δικηγόρου, ενώ με τους περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικούς Κανονισμούς δεν προβλέπεται η καταχώριση επιπρόσθετου διοριστηρίου από τους ίδιους δικηγόρους. Ειδικά δε, σ΄ ό,τι αφορά το διοριστήριο περί της ειδικής αμοιβής των €25.000 το οποίο αποτελεί και το αντικείμενο της αίτησης μηνιαίων δόσεων, αυτό δεν είναι χαρτοσημασμένο και ως εκ τούτου άκυρο βάσει του Τύπου 12Α. Κατ΄ ακολουθία τούτου, παραβιάστηκε το δικαίωμα του αιτητή που προβλέπεται από το Άρθρο 30.3(δ) του Συντάγματος για διορισμό συνηγόρου της επιλογής του «όπως ο Νόμος ορίζει» εφόσον σύμφωνα με τους περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμούς μόνο ένα διοριστήριο προβλέπεται και όπου συμφωνείται ειδική αμοιβή αυτό θα πρέπει να είναι χαρτοσημασμένο. Επομένως το Πρωτοκολλητείο δεν έπρεπε να δεχθεί και να σφραγίσει πέραν του ενός διοριστηρίου, εξ ου και η αίτηση για άδεια προς καταχώριση αίτησης για έκδοση του εντάλματος Μandamus εναντίον του Πρωτοκολλητείου του κατώτερου Δικαστηρίου. Επιπροσθέτως τούτων, διατυπώνονται ισχυρισμοί ότι η επίδικη απόφαση του κατώτερου Δικαστηρίου ημερ. 21.1.2019 είναι αναιτιολόγητη κατά παράβαση του Άρθρου 30.2 του Συντάγματος, σ΄ αυτή δεν υπάρχει οποιαδήποτε αναφορά περί της παρατυπίας των διοριστηρίων παρόλο που το ζήτημα αυτό αναπτύχθηκε σε έκταση από τους δικηγόρους του για παραμερισμό της τροποποίησης που εγκρίθηκε στις 28.4.2014 και η ανυπαρξία αιτιολόγησης πλήττει το δικαίωμα του αιτητή για δίκαιη δίκη και συνεπώς τεκμηριώνονται εξαιρετικές περιστάσεις για έγκριση της παρούσας αίτησης εφόσον όλα τα πιο πάνω περιήλθαν σε γνώση του αιτητή μετά που διόρισε νέους δικηγόρους.
Έχω εξετάσει ό,τι τέθηκε ενώπιον μου από τον αιτητή και να υπενθυμίσω καταρχάς ότι το Ανώτατο Δικαστήριο, επιλαμβανόμενο αιτήσεων της εξεταζόμενης φύσεως, μπορεί να ασκήσει θετικά τη διακριτική του ευχέρεια για χορήγηση άδειας προς καταχώριση αίτησης έκδοσης προνομιακού εντάλματος όπου αποκαλύπτεται εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση και διαφαίνεται από το πρακτικό του κατώτερου Δικαστηρίου έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας, έκδηλη νομική πλάνη, δόλος, προκατάληψη και μη τήρηση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης (A. Kωνσταντινίδη (2003) 1 Α.Α.Δ. 1298 και Περέλλα (Αρ. 2) (1995) 1 Α.Α.Δ. 692).
Η έννοια του όρου «εκ πρώτης όψεως υπόθεση» εξετάστηκε στην υπόθεση Re Kakos (1985) 1 C.L.R. 250, από την οποία και το απόσπασμα που ακολουθεί:
"We remain wholly unconvinced that a prima facie case was made for leave to apply for an order of certiorari. As the expression "prima facie" suggests, a convincing enough case must be made on first view. On second view, formed after hearing the other side, this impression may dissipate. A prima facie case is not an unanswerable one but one sufficiently cogent, or arguable, to merit an answer. On numerous occasions Courts were concerned to elicit and apply the concept in diverse circumstances. A particularly instructive approach to analysis of the concept, I found, with respect, that of Megarry, V.C., in Land Securities v. Metropolitan Police [1983] 2 All E.R. 254, 258. According to this approach, a prima facie case is made out if an arguable case is disclosed, without need arising at this initial or preliminary stage for consideration of any rebutting evidence."
H διαπίστωση όμως της ύπαρξης εκ πρώτης όψεως συζητήσιμης υπόθεσης δεν είναι αρκετή για ικανοποίηση αιτημάτων της εξεταζόμενης φύσεως, όταν υπάρχει εναλλακτικό ένδικο μέσο ή άλλη θεραπεία. Εκτός και εάν ο αιτητής αποδείξει ότι συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις που δικαιολογούν παρέκκλιση από τον γενικό κανόνα (Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ κ.α. (2012) 1 Α.Α.Δ. 878).
Έχοντας υπόψη τις πιο πάνω αρχές κατέληξα ότι υπό τα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης, δεν διαπιστώνεται εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση. Η τροποποίηση της εκ συμφώνου αποφάσεως ημερ. 26.3.14 σ΄ ό,τι αφορά τα έξοδα του δικηγορικού γραφείου Ε. Βραχίμη & Σια Δ.Ε.Π.Ε. έγινε (στις 28.3.2014), στην παρουσία και με τη σύμφωνο θέση του αιτητή. Με αυτό ως δεδομένο, ο παραμερισμός ή η μεταβολή της επίδικης απόφασης δεν μπορούσε - όπως ορθά έκρινε το κατώτερο Δικαστήριο - να γίνει με αίτηση εφόσον η νομολογία επί τούτου είναι σαφής. Σε τέτοιες περιπτώσεις τέτοια μεταβολή ή παραμερισμός μόνο με αγωγή μπορεί να γίνει και στην περίπτωση που ο αιτητής ακολουθούσε την επί του προκειμένου επιταγή της νομολογίας, θα μπορούσε να εγείρει όλα τα ζητήματα που εγείρει στην παρούσα διαδικασία. Εν πάση περιπτώσει υπενθυμίζεται ότι τα προνομιακά εντάλματα δεν προσφέρονται για έλεγχο της ορθότητας μιας πρωτόδικης απόφασης, αλλά στον πυρήνα τους είναι ο έλεγχος της νομιμότητας της πρωτόδικης απόφασης. Στην παρούσα όμως περίπτωση δεν μπορεί, κατά την άποψή μου, να υποστηριχθεί με πειστικότητα ότι η έκδοση μιας πρωτόδικης απόφασης εκ συμφώνου, σ΄ ό,τι αφορά τα δικηγορικά έξοδα διαδικασίας για την οποία έχει δικαιοδοσία, συνιστά έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας, έκδηλη νομική πλάνη, δόλο, προκατάληψη και μη τήρηση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης. Αν δε ο αιτητής, όπως σαφώς άφησε να εννοηθεί ο ευπαίδευτος συνήγορος του κατά την ενώπιον μου διαδικασία, εξαπατήθηκε στο να δεχθεί την επίδικη τροποποίηση περί καταβολής στους τότε δικηγόρους του τού ποσού των €25.000,00 ως αμοιβή, είχε κάθε δυνατότητα να προωθήσει τις θέσεις του με αγωγή όπως συναφώς προβλέπεται από τη νομολογία. Το ότι στο φάκελο της κυρίως υπόθεσης υπάρχουν, κατ΄ ισχυρισμό, τρία (3) διοριστήρια είναι αδιάφορο για σκοπούς της παρούσας διαδικασίας εφόσον το ζήτημα αυτό θα μπορούσε ενδεχομένως να έχει σημασία εάν η επίδικη τροποποίηση δεν ήταν προϊόν της επί Δικαστηρίω συμφωνίας του αιτητή.
Για τους πιο πάνω λόγους καταλήγω πως δεν έχει τεκμηριωθεί εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση και η αίτηση για άδεια απορρίπτεται.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
/κβπ
[1] Ανδρέου ν. P. & D. Crystal Line Co Ltd (2001) 1 A.A.Δ. 1521 και Ηalsbury's Laws of England, 3rd Ed. Vol. 22 par. 1672, p. 792