ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2019:A99
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 238/2012)
19 Μαρτίου, 2019
[ΠΑΝΑΓΗ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στές]
VALENTINE ESTATES LTD,
Εφεσείοντες,
ν.
1. xxxx ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ,
2. ΤΑΜΕΙΟΥ ΠΛΕΟΝΑΣΜΟΥ,
Εφεσιβλήτων.
________________________
Αντώνης Παπαλλής, για Αντώνης Α. Παπαλλής & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσείοντες.
Ζένιος Νικολάου, για Ζένιος Νικολάου Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσίβλητη 1.
Ανδρέας Χριστοφόρου, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, μαζί με Ροδούλα Φιλίππου, Ασκούμενη Δικηγόρο, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τον Εφεσίβλητο 2.
________________________
ΠΑΝΑΓΗ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα
δώσει ο Δικαστής Γ.Ν. Γιασεμής.
________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Η παρούσα έφεση αφορά σε εργατική διαφορά, η οποία εντάσσεται στις πρόνοιες του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου του 1967, (Ν. 24/1967), όπως αυτός έχει τροποποιηθεί, (ο «Νόμος»). Συγκεκριμένα, με τους δύο προβαλλόμενους σε αυτή λόγους, οι οποίοι συνδέονται μεταξύ τους, αμφισβητείται η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν αποδείχθηκε πως η απόλυση της εφεσίβλητης από τους εργοδότες της, εφεσείοντες, οφειλόταν σε πλεονασμό.
Τα σχετικά γεγονότα της υπόθεσης δεν ήταν, σε οποιοδήποτε στάδιο από το οποίο αυτή διήλθε, υπό αμφισβήτηση. Η εξέτασή τους δε, πρωτόδικα, επικεντρώθηκε στο κατά πόσο, στη βάση αυτών, αποδείχθηκε ή όχι πλεονασμός και, δη, η ύπαρξη περιστάσεων «περιορισμού του όγκου της εργασίας ή της επιχειρήσεως» των εφεσειόντων, συμφώνως του άρθρου 18(γ)(vii) του Νόμου.
Αναφέρεται, ως εισαγωγή, ότι οι εφεσείοντες αποτελούν εταιρεία περιορισμένης ευθύνης και, κατά τον ουσιώδη χρόνο, ασχολούνταν με τη λειτουργία και τη διαχείριση συγκεκριμένου ξενοδοχείου, ευρισκομένου στην τουριστική περιοχή του Δήμου Παραλιμνίου, (το ξενοδοχείο). Η εφεσίβλητη προσλήφθηκε στην υπηρεσία τους στις 19.3.1994, ως καμαριέρα, και απολύθηκε στις 4.12.2009, λόγω σοβαρής μείωσης του κύκλου εργασιών τους, όπως της αναφέρθηκε με την επιστολή τους ημερομηνίας 11.9.2009. Η περίοδος μεταξύ των δύο προαναφερθεισών ημερομηνιών ήταν ο χρόνος της προειδοποίησης, που της είχε δοθεί για την αποχώρησή της. Κατά το χρόνο της απόλυσής της, λάμβανε €319,24 εβδομαδιαίο μισθό και, για σκοπούς του Νόμου, θεωρείτο ότι είχε εργαστεί στην υπηρεσία των εφεσειόντων για δεκαπέντε έτη.
Η εφεσίβλητη, μετά τον οριστικό τερματισμό της απασχόλησής της και με δεδομένο το λόγο που της είχε αναφερθεί γι' αυτόν, αποτάθηκε στο Ταμείο διά πλεονάζον προσωπικό, καθιδρυθέν από το Υπουργικό Συμβούλιο, δυνάμει του άρθρου 24 του Νόμου, (το Ταμείο). Σύμφωνα δε με το άρθρο 16(1) του Νόμου, όταν «... η απασχόλησις εργοδοτουμένου απασχοληθέντος συνεχώς επί εκατόν τέσσαρας τουλάχιστον εβδομάδας υπό του αυτού εργοδότου τερματίζηται λόγω πλεονασμού, ο εργοδοτούμενος δικαιούται εις πληρωμήν λόγω πλεονασμού εκ του Ταμείου, υπολογιζομένην συμφώνως προς τον Τέταρτον Πίνακα:» Το Ταμείο, αφού διερεύνησε, προφανώς, την περίπτωση της εφεσίβλητης, έκρινε ότι αυτή δεν εδικαιούτο σε τέτοια πληρωμή και απέρριψε το αίτημά της. Δε διαπίστωσε, δηλαδή, να οφειλόταν η απόλυσή της σε πλεονασμό, ως η σχετική πρόνοια στο άρθρο 5(β)[1] του Νόμου και, ειδικά, στο λόγο που της είχε αναφερθεί. Επομένως, ένας άλλος πιθανός λόγος ήταν η απόλυσή της να ενέπιπτε στις πρόνοιες του άρθρου 3(1)[2] του Νόμου, οπότε αυτή εδικαιούτο σε αποζημίωση από τον εργοδότη της, δηλαδή από τους εφεσείοντες.
Ακολούθησε η καταχώριση από την εφεσίβλητη αίτησης στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών, με την οποία ζητείτο από τους εφεσείοντες η καταβολή αποζημίωσης, ως ανωτέρω, και, διαζευκτικά, από το Ταμείο, πληρωμή, λόγω πλεονασμού. Κατά την ακρόαση, οι εφεσείοντες έφεραν το βάρος να αποδείξουν ότι ο τερματισμός της απασχόλησης της εφεσίβλητης οφειλόταν σε πλεονασμό, προς ανατροπή του περί του αντιθέτου τεκμηρίου που προβλέπεται στο άρθρο 6(1)[3] του Νόμου. Τελικώς, αυτοί ήταν και οι μόνοι που προσέφεραν μαρτυρία. Βέβαια, οι μάρτυρές τους, δύο τον αριθμό, αντεξετάστηκαν εκ μέρους της εφεσίβλητης και του Ταμείου. Στην παρούσα έφεση, το Ταμείο, λόγω της αποδοχής από το Δικαστήριο της αίτησης της εφεσίβλητης εναντίον των εφεσειόντων, τυγχάνει εφεσίβλητο.
Το εκδικάσαν Δικαστήριο, στη βάση της τεθείσας ενώπιόν του μαρτυρίας, διαπίστωσε, κατ' αρχάς, ότι το ξενοδοχείο λειτουργούσε από τον Απρίλιο μέχρι τον Οκτώβριο κάθε έτους και, κατά τους υπόλοιπους μήνες, ανέστελλε τις εργασίες του. Σε σχέση με το κεντρικό θέμα της ισχυρισθείσας από τους εφεσείοντες μείωσης του όγκου των εργασιών τους σε αυτό, ορθώς έκρινε ότι τούτο έπρεπε να εξεταστεί με αναφορά στη γνώση που υπήρχε, σχετικά, κατά το Σεπτέμβριο 2009, αφορώσα στο χρόνο εκείνο και, συναφώς, στο προβλεπτό, τότε, μέλλον. Με το πιο πάνω χρονικό ορόσημο κατά νουν, το Δικαστήριο διαπίστωσε, εν πρώτοις, ότι, κατά το 2009, υπήρξε μείωση στην πληρότητα του ξενοδοχείου, της τάξης του 20%, σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος 2008. Στη βάση δε αυτή, διατύπωσε την άποψη ότι η εν λόγω μείωση «ήταν αρκετά σημαντική και θα μπορούσε να δικαιολογήσει, ..., την, από μέρους της Εργοδότριας Εταιρείας, λήψη μέτρων μείωσης του προσωπικού των καμαριέρων του ξενοδοχείου.».
Η πιο πάνω παρατήρηση του Δικαστηρίου αποτέλεσε το βασικό έρεισμα των δύο λόγων έφεσης, προκειμένου οι εφεσείοντες να εισηγηθούν ότι η κατάληξή του πως δεν αποδείχθηκε ο πλεονασμός σε σχέση με το 2010, ιδωμένη υπό το φως και άλλων σχετικών ευρημάτων του, είναι αντιφατική. Είναι γεγονός πως αυτό, έχοντας ενώπιόν του τα στοιχεία πληρότητας του ξενοδοχείου και για το έτος τούτο, δηλαδή το 2010, διαπίστωσε ότι, σε σύγκριση με το 2009, υπήρξε αύξηση της τάξης του 4.3%, η οποία, όμως, αντιστοιχούσε σε μείωση της τάξης του 15.7%, σε σύγκριση με το έτος 2008. Εν πάση περιπτώσει, τα στοιχεία αυτά ήταν προϊόν γνώσης η οποία αποκτήθηκε εκ των υστέρων, δηλαδή, με την ολοκλήρωση, προφανώς, των εργασιών του ξενοδοχείου για το έτος 2010. ΄Οταν, επομένως, στις 11.9.2009, δόθηκε στην εφεσίβλητη η επιστολή για απόλυσή της, αυτά, ασφαλώς, δεν ήταν γνωστά και μόνο πρόβλεψη θα μπορούσε να γίνει για την επερχόμενη τουριστική περίοδο.
Το Δικαστήριο, όσον αφορά το θέμα, ανωτέρω, διαπίστωσε ότι στο ξενοδοχείο τηρείτο αρχείο με τις κρατήσεις σε ημερήσια βάση, από το οποίο θα μπορούσε, κατόπιν αξιολόγησης, να γίνουν προβλέψεις για τον όγκο εργασίας του επόμενου έτους. Στη βάση δε και του ευρήματος αυτού, διαπίστωσε πως: «... σύμφωνα με το σύστημα αξιολόγησης των κρατήσεων, τα δεδομένα για το 2010 όταν πάρθηκε η απόφαση απόλυσης των τριών μόνιμων καμαριέρων (περιλαμβανομένης της εφεσίβλητης) δεν ήταν καλά και οι προβλέψεις τους επαληθεύτηκαν.». Αφού επεσήμανε, στη συνέχεια, ότι τα πιο πάνω ευρήματά του ήταν το προϊόν αξιολόγησης της μη αμφισβητηθείσας, ουσιαστικά, μαρτυρίας των εφεσειόντων, κατέληξε ως εξής:-
«Δεχόμαστε λοιπόν τη μαρτυρία τους αναφορικά με τα πιο πάνω ζητήματα και βρίσκουμε ότι πραγματικά γεγονότα της υπόθεσης αναφορικά με τα πιο πάνω είναι όπως αυτά τέθηκαν ενώπιον μας με τη μαρτυρία των μαρτύρων της Εργοδότριας Εταιρείας.»
Το Δικαστήριο, παρά τα πιο πάνω ευρήματά του επί των γεγονότων, αναφερόμενο στους εφεσείοντες, ως την εργοδότρια εταιρεία, οδηγήθηκε στην απόφαση ότι αυτή «απέτυχε να αποδείξει (α) ότι τον Σεπτέμβριο του 2009 βάσιμα και δικαιολογημένα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι αναπόφευκτα το 2010 θα υπήρχε ουσιαστική μείωση στις εργασίες του ξενοδοχείου και ότι δεν υπήρχε περιθώριο ανάκαμψης, (β) ότι η αύξηση στις διανυκτερεύσεις το 2010 ήταν απρόβλεπτη ...». Εμφανώς, η πιο πάνω διαπίστωσή του ότι δεν είχε τεθεί ενώπιόν του οποιαδήποτε μαρτυρία σε σχέση με τα υπό εξέταση θέματα αντιστρατεύεται τα προαναφερθέντα ευρήματά του επί των πραγματικών, όπως το ίδιο επεσήμανε, γεγονότων, καθιστώντας, έτσι, την απόφασή του τρωτή και υποκείμενη σε παραμερισμό.
Ως εξ της κατάληξης, ανωτέρω, η έφεση επιτυγχάνει. Σε τέτοιες περιπτώσεις, είναι σύνηθες να διατάσσεται η επανεκδίκαση της υπόθεσης. Ωστόσο, δυνάμει του άρθρου 25(3) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, (Ν. 14/1960), υπάρχει δυνατότητα το Δικαστήριο τούτο να ενεργήσει και, στη βάση των πιο πάνω ευρημάτων, να αντικαταστήσει με δική του απόφαση την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Ενεργώντας δε στη βάση αυτή, διαπιστώνεται ότι η απόλυση της εφεσίβλητης οφειλόταν σε πλεονασμό. Επομένως, αυτή πρέπει να τύχει πληρωμής από το Ταμείο, υπολογιζομένης στο ποσό των €12.131,12[4], με νόμιμο τόκο από 4.12.2009. Εκδίδεται δε απόφαση υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον του Ταμείου, ως ανωτέρω, με έξοδα, τα οποία καθορίζονται στο ποσό των €2.000,00, πλέον Φ.Π.Α.
Π. Παναγή, Δ.
Μ. Χριστοδούλου, Δ.
Γ.Ν. Γιασεμής, Δ.
/ΜΠ
[1] «5. Τερματισμός απασχολήσεως δι' οιονδήποτε των ακολούθων λόγων δεν παρέχει δικαίωμα εις αποζημίωσιν:
.......................................................................................................................................................................
(β) όταν ο εργοδοτούμενος κατέστη πλεονάζων υπό την έννοιαν του Μέρους IV.»
[2] «3. - (1) ΄Οταν, κατά ή μετά την έναρξιν της ισχύος του παρόντος άρθρου, ο εργοδότης τερματίζη δι' οιονδήποτε λόγον άλλον ή των εν τω άρθρω 5 εκτιθεμένων λόγων, την απασχόλησιν εργοδοτουμένου ο οποίος έχει απασχοληθή συνεχώς υπ' αυτού επί είκοσι εξ τουλάχιστον εβδομάδας, ο εργοδοτούμενος κέκτηται δικαίωμα εις αποζημίωσιν υπολογιζομένην συμφώνως προς τον Πρώτον Πίνακα:»
[3] «6. - (1) Καθ' οιανδήποτε ενώπιον του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών διαδικασίαν ο υπό του εργοδότου τερματισμός απασχολήσεως του εργοδοτουμένου τεκμαίρεται, μέχρις αποδείξεως του εναντίου, ως μη γενόμενος διά τινα των εν τω άρθρω 5 εκτιθεμένων λόγων.»
[4] (€319,24 X 38 = €12.131,12, ο τελευταίος εβδομαδιαίος μισθός της εφεσίβλητης επί τον αριθμό των εβδομάδων, για τις οποίες, με βάση την παράγραφο 1(α)(β)(γ) του Τέταρτου Πίνακα του Νόμου, αυτή δικαιούται να λαμβάνει πληρωμή λόγω πλεονασμού, για την περίοδο των ετών που εργαζόταν στην υπηρεσία των εφεσειόντων)