ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Ν. 24/1967 - Ο περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμος του 1967
Ν. 45/1985 - Ο περί της Συμβάσεως περί του Τερματισμού της Απασχολήσεως (Κυρωτικός) Νόμος του 1985
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ECLI:CY:AD:2019:A39
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 310/2012)
13 Φεβρουαρίου, 2019
[ΠΑΝΑΓΗ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στές]
Δ. Σ.
Εφεσείουσα-Αιτήτρια,
ν.
ARGOSY TRADING COMPANY LIMITED,
Εφεσιβλήτων-Καθ' ων η Αίτηση.
________________________
Λουκής Γ. Λουκαΐδης, για την Εφεσείουσα.
Ελένη Προδρόμου, μαζί με Ελ. Λοϊζίδου, για Γιώργο Ζ. Γεωργίου & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσίβλητους.
________________________
ΠΑΝΑΓΗ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα
δώσει ο Δικαστής Γ.Ν. Γιασεμής.
________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Η εφεσείουσα, μετά από δύο σχεδόν χρόνια εργασίας, ως ταμίας, στους εφεσίβλητους, (η εργοδότησή της άρχισε στις 9.6.2009), στις 2.5.2011, απολύθηκε από την υπηρεσία τους, άνευ προειδοποιήσεως. Δεν της δόθηκε συγκεκριμένος λόγος ως προς τούτο, παρά μόνο ότι αυτή αμέλησε να εκτελέσει τα καθήκοντά της και να τηρήσει τις διαδικασίες των εφεσιβλήτων. Συνακόλουθα, δεν της δόθηκε και η ευκαιρία να ακουστεί, προκειμένου η ίδια να δώσει τις δικές της εξηγήσεις για ό,τι, γενικά έστω, της αποδιδόταν. ΄Οταν, αργότερα, ο δικηγόρος της ζήτησε από τους εφεσίβλητους, εκ μέρους της, να δοθούν συγκεκριμένες εξηγήσεις για την απόλυσή της, αυτοί, με επιστολή ημερομηνίας 23.5.2011, τον πληροφόρησαν ότι, λόγω των πιο πάνω παραλείψεών της, οι ίδιοι υπέστησαν «τεράστια οικονομική ζημιά».
Η εφεσείουσα δεν πείστηκε με τις πιο πάνω εξηγήσεις και, έτσι, καταχώρισε στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών την Αίτηση αρ. 356/2011, με την οποία ζητούσε εναντίον των εφεσιβλήτων, πρώην εργοδοτών της, αποζημίωση για παράνομη απόλυση. Παρά την καταχώριση εμφάνισης, εκ μέρους των τελευταίων, και την προβολή κάποιων ισχυρισμών, σε απάντηση αντίστοιχων ισχυρισμών της, τελικά, αυτοί δεν πρόσφεραν οποιαδήποτε μαρτυρία κατά τη δίκη. Κατά συνέπεια, ως εκ της εν λόγω στάσης τους, παρέμεινε, υπέρ της, αδιαμφισβήτητο το τεκμήριο της παράνομης απόλυσης προς όφελος απολυθέντος εργοδοτουμένου, το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 6(1)[1] του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου του 1967, (Ν. 24/1967), (όπως αυτός έχει τροποποιηθεί, (ο «Νόμος»)). Η μαρτυρία που κατατέθηκε κατά τη δίκη προήλθε από την ίδια και περιορίστηκε σε θέματα που ήταν σχετικά με τον καθορισμό της αποζημίωσης, την οποία αυτή εδικαιούτο.
Το εκδικάσαν Δικαστήριο, αφού αξιολόγησε τα όσα τέθηκαν ενώπιόν του σε σχέση με την πιο πάνω πτυχή και αφού τα στάθμισε στη βάση των προνοιών του Νόμου και της σχετικής νομολογίας, επιδίκασε, προς όφελος της εφεσείουσας, ποσό €2.750,00, που αντιστοιχούσε με απολαβές δέκα εβδομάδων, ως αποζημίωση για παράνομη απόλυση. Της επιδίκασε, επίσης, ποσό €550,00, που αντιστοιχούσε στο χρόνο της προειδοποίησης, ο οποίος δεν της είχε δοθεί.
Οι εφεσίβλητοι, δεδομένης της, ως άνω, στάσης τους κατά τη δίκη, προφανώς, βρήκαν ικανοποιητική την επιδικασθείσα σε βάρος τους αποζημίωση. Δε συνέβη, όμως, το ίδιο με την εφεσείουσα, η οποία, διαφωνώντας με το ύψος του επιδικασθέντος ποσού, καταχώρισε την υπό εξέταση έφεση. Με τον πρώτο λόγο αυτής, αμφισβητούνται η διενεργηθείσα από το Δικαστήριο αξιολόγηση της μαρτυρίας και τα ευρήματά του σε σχέση με συγκεκριμένα θέματα, αφορώντα στις, κατ' ισχυρισμό, συνέπειες επί της εφεσείουσας του τερματισμού από τους εφεσίβλητους της εργοδότησής της. Με τους λόγους 2 και 3 της έφεσης, αμφισβητείται η σημασία την οποία το Δικαστήριο απέδωσε στις συνθήκες του τερματισμού των υπηρεσιών της εφεσείουσας, με αποτέλεσμα αυτό να οδηγηθεί, όπως θεωρείται, στην επιδίκαση μικρότερου ποσού από εκείνο που οι εν λόγω συνθήκες επέβαλλαν.
Σε σχέση με τον πρώτο λόγο έφεσης, πρέπει, κατ' αρχάς, να λεχθούν τα εξής: Κατά τη διάρκεια της δίκης, το Δικαστήριο δέχτηκε μαρτυρία από την εφεσείουσα αναφορικά με τις συνέπειες που, κατ' ισχυρισμό, προκάλεσε στην ίδια η παράνομη απόλυσή της από τους εφεσίβλητους. Συγκεκριμένα, αυτή ισχυρίστηκε ότι η ίδια, συνεπεία της απόλυσής της, περιήλθε σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση, πάσχουσα, ειδικά, από κατάθλιψη, παρά τις προσπάθειές της, δεν εξεύρε άλλη κατάλληλη εργασία και αδυνατούσε να ανταπεξέλθει στις οικονομικές της υποχρεώσεις και, δη, στην πληρωμή δανείων συνολικού ύψους €160.000,00.
Το Δικαστήριο αναφέρθηκε στους πιο πάνω ισχυρισμούς της εφεσείουσας, με όλη τη λεπτομέρεια η οποία τους συνόδευε, διαπίστωσε, όμως, ότι αυτοί δεν ήταν, αρκούντως, ικανοποιητικοί για να το πείσουν περί της αλήθειάς τους. Συγκεκριμένα, όπως τούτο επεσήμανε, όσον αφορά την ψυχολογική της κατάσταση, δεν προσκομίστηκε οποιοδήποτε ιατρικό πιστοποιητικό, παρά τον ισχυρισμό της ότι η ίδια είχε τύχει σχετικής εξέτασης από ιατρούς. Σε σχέση με την αποτυχία της να εξεύρει άλλη εργασία, το Δικαστήριο θεώρησε πως δε δόθηκε, από μέρους της, οποιαδήποτε ικανοποιητική μαρτυρία, προκειμένου αυτή να πείσει για τις προσπάθειές της και το εύλογό τους προς την κατεύθυνση εκείνη. Ως προς τις οικονομικές της υποχρεώσεις, διαπιστώθηκε ότι έγινε αναφορά μόνο στο συνολικό ποσό των δανείων της και τίποτε πέραν τούτου.
Το Δικαστήριο, συνοψίζοντας τα όσα λεπτομερώς παρέθεσε κατά την αξιολόγηση της σχετικής μαρτυρίας, παρατήρησε πως δεν μπορούσε, στη βάση αυτής, «να προβεί σε ευρήματα αναφορικά με το σύνολο των επιπτώσεων που υπέστηκε η Αιτήτρια (η εφεσείουσα) από την απώλεια της εργασίας της». Με τον πρώτο λόγο έφεσης, ουσιαστικά, ζητείται η επέμβαση του Δικαστηρίου τούτου, προς ανατροπή των ευρημάτων, ανωτέρω, του εκδικάσαντος Δικαστηρίου, απόρροια της αξιολόγησης της σχετικής μαρτυρίας, στην οποία αυτό προέβη. Τούτο είναι επιτρεπτό, νοουμένου ότι ο προβαλλόμενος λόγος, σύμφωνα με το άρθρο 12(11Α)[2] του περί Ετησίων Αδειών μετ' Απολαβών Νόμου του 1967, (Ν. 8/1967), (όπως αυτός έχει τροποποιηθεί), αφορά σε νομικό σημείο. Τέτοιο μπορεί να αποτελεί, μεταξύ άλλων, «δικαστική ενέργεια χωρίς μαρτυρία· συμπεράσματα που είναι αντίθετα ή δε συνάδουν με την ενώπιο του πρωτόδικου Δικαστηρίου μαρτυρία· άποψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου πάνω στα πρωτογενή γεγονότα που δεν μπορεί εύλογα να υποστηριχθεί.» Τα πιο πάνω λέχθηκαν στην υπόθεση Κυριακίδης (1992) 1 Α.Α.Δ. 26, στις σελίδες 35 έως 36, παρατίθενται δε, επιδοκιμαστικά, στην υπόθεση Χρίστου ν. Fairways Larnaca Ltd (2005) 1 Α.Α.Δ. 300, στη σελίδα 306. Η ως άνω αντιμετώπιση, όμως, εν προκειμένω, από το Δικαστήριο, πρωτόδικα, των συγκεκριμένων ισχυρισμών της εφεσείουσας δεν αφήνει περιθώριο επέμβασης του Δικαστηρίου τούτου, προς ανατροπή των σχετικών ευρημάτων του. Διαπιστώθηκε, ουσιαστικά, έλλειψη επαρκούς μαρτυρίας. Ως εκ τούτου, ο υπό εξέταση λόγος έφεσης, σαφώς, δεν εμπίπτει στις περιπτώσεις, ανωτέρω, στις οποίες μπορεί να θεωρηθεί ότι αυτός αφορά σε νομικό σημείο, και, κατά συνέπεια, δεν μπορεί να επιτύχει.
Με το δεύτερο λόγο έφεσης, εγείρεται, συγκεκριμένα, ότι το Δικαστήριο, κατά τον υπολογισμό της αποζημίωσης, «εσφαλμένα δεν έλαβε υπόψη τη μειωτική και προσβλητική συμπεριφορά των Καθ' ων η αίτηση (εφεσιβλήτων) σε σχέση με την παράνομη απόλυση της εφεσείουσας». Κατά την εξέταση της πτυχής αυτής, το Δικαστήριο είχε υπόψη του τις πρόνοιες του Πρώτου Πίνακα του Νόμου, (ο «Πίνακας»), δυνάμει των οποίων υπολογίζεται η επιδικαζόμενη σε εργοδοτούμενο αποζημίωση, συνεπεία παράνομης απόλυσής του. Τούτη, σύμφωνα με τις παραγράφους 2 και 3 του Πίνακα, δεν έπρεπε να ήταν μικρότερη του ποσού το οποίο η εφεσείουσα θα λάμβανε, εάν αυτή εκηρύσσετο πλεονάζουσα και δικαιούτο σε πληρωμή λόγω πλεονασμού, κάτι που δεν ίσχυε για την ίδια, και δεν έπρεπε να υπερβαίνει τα ημερομίσθια δύο ετών, που, στην περίπτωσή της, ανέρχονταν στο ποσό των €28.600,00. Επιπρόσθετα, με ό,τι προβλέπεται στην παράγραφο 4 του Πίνακα, σε κάθε περίπτωση, το Δικαστήριο «έχει απόλυτον διακριτικήν εξουσίαν ως προς το υπ' αυτού επιδικασθησόμενον ποσόν». Ωστόσο, όπως επίσης προβλέπεται στην ίδια παράγραφο, κατά τον υπολογισμό του εν λόγω ποσού, αυτό «δέον να λάβη υπ' όψιν του, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα: ... (δ) τας πραγματικάς συνθήκας του τερματισμού των υπηρεσιών του εργοδοτουμένου».
Στην προκειμένη περίπτωση, οι συνθήκες που αφορούν στον τερματισμό της υπηρεσίας της εφεσείουσας εκτίθενται στις επιστολές των εφεσιβλήτων με ημερομηνίες 2.5.2011 και 23.5.2011. Με την πρώτη, οι εφεσίβλητοι πληροφορούσαν την εφεσείουσα για τον άμεσο τερματισμό των υπηρεσιών της, λέγοντάς της τα ακόλουθα:-
«Είμαστε στη δυσάρεστη θέση να σας ενημερώσουμε ότι μετά από πρόσφατες έρευνες, διαπιστώθηκε ότι αμελήσατε να εκτελέσετε τα καθήκοντά σας και να τηρήσετε τις διαδικασίες της Εταιρείας. Ως εκ τούτου η Εταιρεία δεν έχει άλλη επιλογή από το να τερματίσει την εργοδότησή σας. Η τελευταία μέρα εργασίας σας θα είναι η σημερινή.»
Η δεύτερη εστάλη σε απάντηση επιστολής του δικηγόρου της εφεσείουσας, με την οποία αυτός ζητούσε περαιτέρω εξηγήσεις. Μεταξύ άλλων, οι εφεσίβλητοι τον πληροφορούσαν τα εξής:-
«2. Ο τερματισμός απασχόλησης της πελάτιδάς σας ήτο αναπόφευκτος καθ' ότι μετά από εκτεταμένες έρευνες που έγιναν διαπιστώθηκε ότι αμέλησε και/ή αρνήθηκε να εκτελέσει δεόντως τα καθήκοντα της και να τηρήσει τις προβλεπόμενες διαδικασίες της Εταιρείας τις οποίες γνώριζε πάρα πολύ καλά.
3. Συγκεκριμένα η πελάτιδά σας ενήργησε με τέτοιο τρόπο, με αποτέλεσμα η Εταιρεία να απολέσει πολύ σημαντικά χρηματικά ποσά και να υποστεί τεράστια οικονομική ζημιά.»
Το Δικαστήριο, εξετάζοντας τις συνθήκες τερματισμού της απασχόλησης της εφεσείουσας, με αναφορά, κυρίως, στο περιεχόμενο των δύο πιο πάνω επιστολών, διαπίστωσε, κατ' αρχάς, το άμεσο της εφαρμογής του, χωρίς να προηγηθεί οποιαδήποτε παρατήρηση ως προς το κατά πόσο η ίδια είχε επιδείξει μεμπτή διαγωγή κατά την εκτέλεση της εργασίας της ως ταμίας. Επιπρόσθετα, επεσήμανε το γενικό και αόριστο τρόπο της αποδιδόμενης σε αυτήν επιλήψιμης συμπεριφοράς, που, κατά τους εφεσίβλητους, αποτέλεσε την αιτία για την απόλυσή της. Λαμβανομένων υπόψη των πιο πάνω παρατηρήσεων, οδηγήθηκε στο εύρημα ότι οι εφεσίβλητοι αποστέρησαν από την εφεσείουσα το δικαίωμα της προτέρας ακρόασης, δυνάμει του άρθρου 7[3] του περί της Συμβάσεως περί του Τερματισμού της Απασχολήσεως (Κυρωτικός) Νόμου του 1985, (Ν. 45/1985). Ωστόσο, το Δικαστήριο διαπίστωσε, επίσης, ότι η εφεσείουσα δεν απέδειξε «απώλεια προοπτικής σταδιοδρομίας» και ότι δεν κατέβαλε εύλογες προσπάθειες εξεύρεσης άλλης κατάλληλης εργασίας. Στη βάση δε των ευρημάτων του, ανωτέρω, καθόρισε την καταβλητέα αποζημίωση στο ποσό των €2.750,00.
Δε φαίνεται, όμως, να απασχόλησε το Δικαστήριο το περιεχόμενο των ισχυρισμών των εφεσιβλήτων στις προαναφερθείσες δύο επιστολές τους και, ειδικά, η σημασία που μπορεί να είχαν οι συγκεκριμένοι ισχυρισμοί, τους οποίους οι εφεσίβλητοι, αστήριχτα, πρόβαλαν σε βάρος της εφεσείουσας, ως λόγο απόλυσής της. Με αυτούς, της αποδιδόταν αμέλεια και άρνηση εκτέλεσης καθήκοντος, καθώς, επίσης, μη τήρηση προβλεπομένων διαδικασιών στο πλαίσιο της εργασίας της ως ταμίας. Πρόκειται για σοβαρούς ισχυρισμούς, οι οποίοι μετέδιδαν το σαφές μήνυμα ότι αυτή μειονεκτούσε ως προς την ικανότητά της να λειτουργεί με επιμέλεια και να εφαρμόζει σωστά το σύστημα εργασίας των εργοδοτών της. Την στιγμάτισαν, έτσι, ως ανίκανη στην εκτέλεση της εργασίας της, με, αναμφίβολα, αρνητική επίδραση στην εργασιακή της φήμη και στη μελλοντική εργοδότησή της, ειδικά, ως ταμίας.
Η παράλειψη του Δικαστηρίου να λάβει υπόψη του τις πιο πάνω πραγματικές περιστάσεις επί των οποίων στηρίχτηκε ευθέως ο λόγος απόλυσης της εφεσείουσας και τις πιθανές αρνητικές επιπτώσεις από αυτές σε βάρος της αποτελεί σοβαρό σφάλμα, εκ μέρους του. Ως εκ τούτου, ο δεύτερος λόγος έφεσης επιτυγχάνει. Υπό το φως της πιο πάνω κατάληξης, δικαιολογείται η επέμβαση του Δικαστηρίου τούτου, προς αύξηση της επιδικασθείσας αποζημίωσης. Κρίνεται δε ως δίκαιη αποζημίωση το ποσό των €4.125,00, στο οποίο και αυξάνεται η επιδικασθείσα, πρωτόδικα, αποζημίωση.
Τέλος, η εφεσείουσα, με τον τρίτο λόγο έφεσης, παραπονείται ότι το Δικαστήριο εν μέρει απέτυχε και εν μέρει απέφυγε να ασχοληθεί με τον ισχυρισμό της ότι η απόλυσή της ισοδυναμούσε με παραβίαση συγκεκριμένων ανθρωπίνων δικαιωμάτων της και, δη, αυτών που προβλέπονται στα ΄Αρθρα 23, 25 και 28 του Συντάγματος. Είναι γεγονός ότι η επίκληση των εν λόγω δικαιωμάτων εμφανίζεται στο αιτητικό της αίτησής της, ως μέρος της αξίωσής της ότι η απόλυσή της από τους εφεσίβλητους ήταν παράνομη. Κατά την ακρόαση, όμως, ουδεμία αναφορά έγινε, μέσω μαρτυρίας, ως προς τον τρόπο που αυτή αποστερήθηκε, και δη κατά απόλυτο τρόπο, του δικαιώματός της σε περιουσία και του δικαιώματός της να ασκεί οποιαδήποτε επικερδή εργασία. Επίσης, ουδεμία αναφορά έγινε ως προς το κατά πόσο υπήρξε οποιαδήποτε διάκριση σε βάρος της, στο πλαίσιο της απασχόλησής της με τους εφεσίβλητους. Επομένως, ορθά το εκδικάσαν Δικαστήριο δεν ασχολήθηκε στην απόφασή του, ειδικά, με τα θέματα αυτά και δε χρειάζεται να αναφερθεί οτιδήποτε άλλο επί του προκειμένου, παρά μόνο ότι ο σχετικός λόγος έφεσης δεν μπορεί να επιτύχει.
Για τους πιο πάνω λόγους, η έφεση επιτυγχάνει μερικώς. Ως αποτέλεσμα, το επιδικασθέν, πρωτόδικα, ποσό των €2.750,00 αντικαθίσταται με το ποσό των €4.125,00. Επίσης, επιδικάζονται έξοδα υπέρ της εφεσείουσας και εναντίον των εφεσιβλήτων, τα οποία καθορίζονται στο ποσό των €2.500,00, συν Φ.Π.Α.
Π. Παναγή, Δ.
Μ. Χριστοδούλου, Δ.
Γ.Ν. Γιασεμής, Δ.
/ΜΠ
[1] «6. - (1) Καθ' οιανδήποτε ενώπιον του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών διαδικασίαν ο υπό του εργοδότου τερματισμός απασχολήσεως του εργοδοτουμένου τεκμαίρεται, μέχρις αποδείξεως του εναντίου, ως μη γενόμενος διά τινα των εν τω άρθρω 5 εκτιθεμένων λόγων.»
[2] «(11Α) Οποιαδήποτε απόφαση του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών υπόκειται σε έφεση στο Ανώτατο Δικαστήριο βάσει οποιουδήποτε λόγου που συνεπάγεται νομικό σημείο μόνο, εντός σαράντα δύο ημερών από της ημέρας της απόφασης.»
[3] «Η απασχόληση εργαζομένου δεν πρέπει να τερματίζεται για λόγους σχετιζόμενους με τη συμπεριφορά του ή την εργασία του πριν να του δοθεί η δυνατότητα να υπερασπίσει τον εαυτό του από τις καταγγελίες που έχουν διατυπωθεί σε βάρος του, εκτός αν δεν μπορεί λογικά να αναμένεται από τον εργοδότη να του δώσει αυτή τη δυνατότητα.»